Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (5)

 Συνέχεια από: Παρασκευή, 26 Φεβρουαρίου 2021

ii.vi Η σημασία της εγελιανής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας

Αν στην φιλοσοφία της κριτικής δύναμης και της καλαισθητικής κρίσης του Kant προσδιορίσθηκαν με πληρότητα οι εννοιακές προϋποθέσεις της αισθητικής εμπειρίας στη σφαίρα του ανθρώπινου λόγου και μάλιστα δόθηκαν επιχειρήματα υπέρ της αυτονομίας τους σε σχέση με το γνωστικό και πρακτικό πεδίο του45, στην φιλοσοφία του Georg Friedrich Hegel, απαντά το ορόσημο του 19ου αιώνα, ως προς το από χιλιάδων χρόνων εγχείρημα της φιλοσοφίας να κατανοήσει την πραγματικότητα με λογικούς όρους. Ο Hegel επιχείρησε να πλάσει ένα – περιεκτικό των πάντων – σύστημα εξηγώντας και υπερβαίνοντας την προγενέστερή του μεταφυσική «κληρονομιά».46

Η κύρια ιδέα της εγελιανής συνθετικής και ολοποιητικής έναντι της κριτικής φιλοσοφίας του Kant, σκέψης, που μας ενδιαφέρει, είναι η κεντρική έννοια της ιδέας, η σύλληψή της ως του συνόλου των δημιουργικών πράξεων του ανθρώπου. Η ιδέα καθώς αντανακλά και ταυτίζεται με το όλο τής πραγματικότητας, έναν κατά τον λόγο δομημένο κόσμο, γνωρίζει την ουσία της ως παρόν, γίνεται απόλυτα πραγματική ιδέα, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ύπαρξής της. Τούτο το επιδιώκει μέσα από το κτίσιμο του πολιτισμού, όπως αναφέρει στο τρίτο μέρος του έργου του Φιλοσοφία του Πνεύματος.47

Καθοριστικής σημασίας για τις απόψεις που εκφράζει ο νεαρός Hegel για την τέχνη και την ιστορική διάστασή της – αποτιμώντας την αρχαιοελληνική – είναι η επίδραση του Hölderlin και μάλιστα η κοινή τους αντίληψη για την «λαϊκή εκπαίδευση» (Volkserziehung), εντάσσοντας τόσο την τέχνη – ο Hölderlin – όσο και τη θρησκεία – o Hegel – σε κοινό μελετητικό σχέδιο48. Ο προβληματισμός τους γύρω από τη σχέση εκπαίδευσης - θρησκείας - τέχνης με αιτήματα της εποχής τους, είχε κοινή αφετηρία την ιδέα του ωραίου στο έργο του Schiller49, θέλοντας κιόλας να πάνε πέρα από αυτήν, με το να αναμειγνύουν την φιλοσοφική έννοια του λόγου με συγκεκριμένα παραδείγματα από αυτό το ίδιο το περιβάλλον της τέχνης50. 

Σε αντίθεση με τον Kant, o Schiller θεωρούσε το ωραίο ως ιδιότητα του ίδιου του αντικειμένου, ιδιότητα κοινή τόσο για τα ζωντανά υποκείμενα όσο και για τα έργα τέχνης, τα οποία στην πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητα από το δημιουργό τους, ακόμη και αν φαίνονται ότι είναι. Μόνο φαινομενικά είναι ελεύθερα τα έργα τέχνης, είτε πρόκειται για έργα της φύσης είτε της ανθρώπινης φαντασίας, αλλά η πραγματική ελευθερία βρίσκεται στο πεδίο των νοουμένων, της νόησης και όχι στο βασίλειο των αισθήσεων51. Ο προβληματισμός αυτός φέρνει κοντά φιλοσοφία, θρησκεία, ηθική και πολιτική, σε μια συνθετική, όσο και συστηματική λογική απόπειρα, όπου οι αφηρημένες έννοιες της φιλοσοφίας λαμβάνουν αισθητή μορφή μέσω της τέχνης, αλλά και αναζητείται ένας οργανικός αρμός όλων των τμημάτων του κοινωνικού συνόλου, σαν να ήταν μέλη ενός ενιαίου οργανισμού52. Οι ιδέες του λόγου και του ωραίου – εμπνεόμενες από την καντιανή σκέψη, αλλά και αναγόμενες στην πλατωνική αφετηρία της έννοιας του καλού, παρέχουν στο πνεύμα μια εσωτερική αρχή που συνέχει τα διαφορετικά ατομικά επίπεδα έκφρασης της τέχνης και της δραστηριότητας του ανθρώπου γενικότερα στην κοινωνική της διάσταση. Η ιδέα του ωραίου μάλιστα αποδεικνύεται ύψιστη όλων, ως πράξη αισθητική κι ενοποιητική των αντίστοιχων της αλήθειας και του ηθικά αγαθού. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο φιλόσοφος πρέπει να είναι και ποιητής, αφού μόνο με την αισθητική αισθητικότητα μπορεί να ξεπερασθεί η φιλοσοφική κυριολεκτικότητα (Buchstabenphilosophen) που ισοδυναμεί με στείρα αντιπνευματική στάση: αντίθετα η φιλοσοφία του πνεύματος ταυτίζεται με την αισθητική φιλοσοφία53. Μάλιστα η φιλοσοφία – ειδικότερα σε σχέση με την τέχνη και τη θρησκεία, ως δύο περιοχές του πολιτισμού που κατά την ιδεαλιστική παράδοση συνδέθηκαν περισσότερο με το ιδεώδες της ομορφιάς και της αλήθειας και ιδιαίτερα στην κλασική γερμανική αισθητική – αποτελούν τα διδακτέα ιδεώδη της εκπαιδευτικής διαμόρφωσης του ανθρώπου54. 

Ο Hegel αρχικά συμβάδισε με αυτήν την ιδέα, όμως σύντομα απομακρύνθηκε και ακόμη και πριν την σύνθεση της Φαινομενολογίας του, θεωρούσε το σχέδιο των ρομαντικών για ενοποίηση της τέχνης με θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα, χωρίς αντίκρυσμα και, όπως λέει σχολιάζοντας το επικό δράμα του Schiller – Wallenstein, η τέχνη καθρεφτίζει μια σπασμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας, ενώ η αληθινή ενότητα του εαυτού και της εικόνας του δίνεται από τον στοχασμό πάνω στην αντανάκλαση, μπορεί να παραχθεί από την ίδια τη φιλοσοφία και μόνο από αυτήν55. O Hegel μαζί με τον Schiller διαφωνούν με τον Kant ως προς την υποκειμενικότητα του ωραίου και το τοποθετούν στις αντικειμενικές ιδιότητες των πραγμάτων του κόσμου. Διαφωνεί όμως με τον Schiller στο θέμα της ελευθερίας και θεωρεί το ωραίο εκδήλωση της ελευθερίας στο πεδίο των αισθήσεων, ως άμεση έκφραση της ελευθερίας του πνεύματος και γι’ αυτό πρέπει να παράγεται από το ελεύθερο πνεύμα, όχι από τη φύση. Η αληθινή ομορφιά – σε αντίθεση με την τυπική ομορφιά της φύσης και την αισθητηριακή της ζωής – δημιουργείται κατά τον Hegel από τα ελεύθερα πνευματικά υποκείμενα, τους ανθρώπους δημιουργούς56.

Σημειώσεις


45. Υπενθυμίζουμε ότι στην αναπαράσταση του ωραίου, όπως αυτό βρίσκεται στη φύση, σύμφωνα με τον Kant, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε:

α. Ανιδιοτέλεια (Συναφής προς το ωραίο είναι η ανιδιοτελής τέρψη, αυτή που δεν παραπέμπει σε τίποτα άλλο πέρα από το αντικείμενο που βλέποντάς το, μάς προκαλείται ευχαρίστηση. Για παράδειγμα ένας εικαστικός καλλιτέχνης θαυμάζει ένα ωραίο φρούτο, επειδή απλώς είναι ωραίο. Δεν έχει ως πρόθεση ούτε να το φάει, ούτε να εξοικονομήσει χρήματα πουλώντας το.)

β. Καθολικότητα (Η καθολικότητα που χαρακτηρίζει την αισθητική κρίση για το ωραίο είναι το βασικό κριτήριο για να την αντιδιαστείλει κανείς από όλες τις κρίσεις με τις οποίες εκφράζει απλές επιθυμίες, ορέξεις ή διαθέσεις. Παραδείγματος χάριν, ενώ η γεύση ενός φρούτου είναι υποκειμενική και δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο συζήτησης, για ένα ζωγραφικό πίνακα «natute morte», θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουν ότι είναι ωραίος.)

γ. Σκοπιμότητα δίχως σκοπό (Μέσα του κάθε αντικείμενο έχει ως τελικό σκοπό του να γίνει ωραίο. Το ωραίο όλοι το αντιλαμβανόμαστε, χωρίς να βλέπουμε σε αυτό καμία σκοπιμότητα. Έτσι οδηγούμαστε στην απόλυτη ομορφιά, την καθαρή δηλαδή μορφή σκοπιμότητας που δεν σχετίζεται με εμπορική αξία, αναπαραγωγή και με άλλους εξωγενείς παράγοντες.)

δ. Υποκειμενική αναγκαιότητα (Η αναγκαιότητα του ωραίου δεν υπαγορεύεται από κάποιο νόμο ή κανόνα, στον οποίο οφείλει κανείς να υπακούει. Μέσω του έργου τέχνης, η υποκειμενική ανάγκη του καλλιτέχνη να εκφραστεί, λαμβάνει αντικειμενική μορφή, επειδή περιέχει μέσα της τον «κοινό νου».)

46 Ιστορικοφιλοσοφικά έχει ενδιαφέρον ότι συσχετίσθηκε με τον Αριστοτέλη, ενδεικτικά αναφέρουμε το χαρακτηρισμό του ως «Γερμανού Αριστοτέλη» από τον Bachmann (βλ. Μιχ. Φ. Δημητρακόπουλος, Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος. Ο «Πρόλογος» και η «Εισαγωγή» ως εισαγωγή στη φιλοσοφία του, Αθήνα, 2007, σελ. 35), καθώς και την διαπίστωση του Βenedetto Croce: «Aristotle stands to the previous development of Hellenic thought in the same relation in which Hegel stands to the whole philosophical development up to his own time, from the Hellenic, even from the Oriental world». B. Croce, 1915, «What is living and what is dead in Hegel's philosophy» (London, σελ. 110), όπως καταγράφεται από τον George Lichtheim, στο G.W.E. Hegel, 1967, The Phenomenology of Mind, Harper, New York, 1967, σελ. xv.  

47. G.W.E. Hegel, Η φιλοσοφία του πνεύματος: Το αντικειμενικό πνεύμα. Το απόλυτο πνεύμα, μετάφρ. Δ. Τζωρτζόπουλος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2015.

48. Για τα πρώιμα θεολογικά γραπτά του Hegel και τη σύλληψη της έννοιας του Χριστιανισμού ως μιας των ουτοπιών της ιστορίας, βλ. Chr. Jamme, «Ein ungelehrtes Buch. Die philosophische Gemeinschaft zwischen Hölderlin und Hegel in Frankfurt 1797–1800», Hegel-Studien, τ. 23. Για την μεταχείριση της Ελλάδας και του ελληνικού πολιτισμού, βλ. J. Taminiaux, La nostalgie de la Grèce à l’aube de l’idéalisme allemand, Nijhoff, The Hague, 1967. Για τη σχέση με τον Hölderlin, βλ. Briefe von und an Hegel, επιμ. J. Hoffmeister & F. Nicolin, τ. I, 24f., Felix Meiner, Hamburg, 1981. Παραθέτει ο S. – O. Wallenstein, 2012, («The Place of Art in Hegel’s Phenomenology», στο Br. Manning Delaney & S.- O. Wallenstein, Translating Hegel, Södertörn University, Stockholm, σελ. 147 – 162), σελ. 148.

49. Ο Schiller επιδίωκε να δει πώς η τέχνη αποτελεί έκφραση και ενεργό μετασχηματισμό της πραγματικότητας, στις περίφημες Letters on Aesthetic Education (Fr. Sciller, Über die ästhetische Erziehung des Menschen, 1795) — όπως στο παράδειγμα της Θείας κωμωδίας του Δάντη – σε άρθρο του («Über Dante in philosophischer Beziehung») που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1803, στην Kritisches Journal der Philosophie, μετά από κοινό με τον Hegel συνεργατικό σχέδιο στην Jena.

50. Όπως έχει αναδείξει η έρευνα ενός κειμένου που αποδίδεται στους Hegel, Schelling και Hölderlin, ήδη από το 1796 με τον τίτλο «Συστηματικό πρόγραμμα του γερμανικού ιδεαλισμού» (Das älteste systemprogramm des deutschen idealismus) και πρωτοδημοσιεύθηκε από τον Franz Rosenzweig, το 1917.  

51. Fr. Schiller, 1793, «Kallias or Concerning Beauty: Letters to Gottfried Körner», στο Classical and Romantic German Aesthetics, (επιμ. J.M. Bernstein, Cambridge University Press, Cambridge, 2003, σελ. 145–83), σελ. 151.

52. Βλ. Ch. Jamme και H. Schneider (επιμ.), Mythologie der Vernunft, Suhrkamp, Frankfurt am Main,1984, που περιλαμβάνει μια συλλογή σημαντικών φιλολογικών και φιλοσοφικών ερμηνειών του κειμένου από διαφορετικούς συγγραφείς (F. Rosenzweig, O. Pöggeler, D. Henrich, A. M. Gethmann-Siefert, X. Tilliette). Πολλές έννοιες του κειμένου αυτού, όπως για παράδειγμα η έννοια του κράτους-μηχανής, έχουν καντιανή αναφορά και μάλιστα στην Κριτική της κριτικής δύναμης (ό.π.). Στις ιδέες αυτές επικρατεί ο κανόνας της αντανάκλασης ενός πεδίου στο άλλο ως το περιεχόμενο και το ύφος αυτού του συμβολικού τρόπου αναπαράστασης της πραγματικότητας που καθιστά την αισθητική ιδέα ύψιστο δημιούργημα του νου.

53. «Zuletzt die Idee, die alle vereinigt, die Idee der Schönheit, das Wort im höheren platonischem Sinne genommen. Ich bin nur überzeugt, daß der höchste Akt der Vernunft, der, indem sie alle Ideen umfasst, ein ästhe(ti)stischer Akt ist, und das Wahrheit und Güte, nur in der Schönheit verschwistert sind—Der Philosoph muß ebenso viel ästhetischer Kraft besitzen / als der Dichter, die Menschen ohne ästhetischen Sinn sind unsre Buchstabenphilosophen. Die Philosophie des Geistes ist eine ästhetische Philo(sophie).» Απόσπασμα του Das älteste Systemprogramm, ό.π., όπως μεταγράφεται στην Mythologie der Vernunft, ό.π., 12f. Πρβλε J. McCumber, 1999, «Schiller, Hegel, and the Aesthetics of German Idealism», στο The Emergence of German Idealism, επιμ. M. Baur και D. Dahlstrom, Catholic University of America Press, Washington, D.C., σελ. 133 – 46.  

54. Βλ. υποσημείωση 4 του παρόντος: Κατά τον Schiller το πολιτικό αίτημα της καλύτερης οργάνωσης της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα παρά μέσω της τέχνης και τούτο διότι θεωρεί ότι η ελευθερία επιτυγχάνεται μέσω της ομορφιάς. Στο ποίημά του Die Künstler (Οι καλλιτέχνες) ταυτίζει την ομορφιά με την αλήθεια σε μια διαχρονική σχέση του παρόντος της εμπειρίας του ωραίου με την μελλοντική γνώση της αλήθειας. (“Was wir als Schönheit hier empfunden/ Wird einst als Wahrheit uns entgegengehn”: Fr. Schiller, Über die ästhetische Erziehung des Menschen, end of the second let-ter) και Fr. Nietzsche, 1917, Werke, 8 τόμοι, τ. X, σελ. 245: παραθέτει ο Marcuse, Negations: Essays in Critical Theory, μετάφρ. J. J. Shapiro, www.mayflybooks.org in 2009 (19681), σελ. 87.

55. G. W. F. Hegel, Frühe Schriften, Suhrkamp, Frankfurt am Main, 1971 σελ. 618–20. Πρβλε L. L. Moland, An Unrelieved Heart: Hegel, Tragedy, and Schiller's Wallenstein, _New German Critique_ 113 (38) , 2011, σελ. 1-23.

56. G. W. F. Hegel, Philosophie der Kunst. Vorlesung von 1826, επιμ. A Gethmann-Siefert, J.-I. Kwon και K. Berr (Frankfurt am Main: Suhrkamp Verlag, 2004), σελ. 197. Πρβλε, G. W. F. Hegel, Αισθητική, εισ.-μετάφρ.-σχ.: Στ. Γιακουμής, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010. Ο Hegel όχι μόνο συντηρεί παρά τις διαφοροποιήσεις του στοχασμού του, αλλά και απογειώνει την αισθητική του ιδεαλισμού, καθώς στο έργο του αφ’ ενός συνεχίζει την παράδοση των J.J. Winckelmann (Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerei und Bildhauerkunst, 1755), G.E. Lessing (Laocoon, 1766), Imm. Kant (Κριτική της κριτικής δύναμης, 1790), Fr. Schiller (Επιστολές για την αισθητική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, 1795), αλλά εμπνέει τα μνημειώδη μεταγενέστερά του έργα των Fr. Nietzsche (Γέννηση της Τραγωδίας, 1872), M. Heidegger (Η προέλευση του έργου τέχνης, 1935–6) και  T.W. Adorno (Αισθητική θεωρία, 1970). Πρβλε. St. Houlgate, "Hegel's Aesthetics", στο The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Άνοιξη 2016), E. N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/spr2016/entries/hegel-aesthetics/>. Ιδιαίτερα οι Heidegger και Adorno ασχολήθηκαν με το ζήτημα του τέλους της τέχνης που εισηγείται η φιλοσοφία για την τέχνη του Hegel, με χαρακτηριστικό, όπως θα δούμε παρακάτω, αντίκτυπο στον εγελιανό τύπο ανθρώπου – δημιουργού. Πρβλε και Κεφ. iiγ του παρόντος («Hegel & αυτοσυνειδησία»), σελ. 121 – 126, καθώς και τις σελίδες 186 – 201 του καταληκτικού κεφαλαίου μας.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: