Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (4)

Συνέχεια από: Σάββατο, 20 Φεβρουαρίου 2021

ii.v Αισθητική και φιλοσοφία της τέχνης: Immanuel Kant

Ο επόμενος σταθμός στην ιστορία της έννοιας του δημιουργού ανθρώπου παρέχεται από τον στοχασμό γύρω από την αισθητική ή φιλοσοφία της τέχνης και μάλιστα από την ανθρωποκεντρική προσέγγιση της τέχνης και των αισθητικών αξιών που διαπιστώνεται ότι έχει αρχαιοελληνική καταγωγή, αν και επανέρχεται στην ιστορία του πολιτισμού με πολλές και διαφορετικές μορφές. Η έννοια του ανθρώπου που τελειούται και ολοκληρώνεται με βάση εγγενή ηθικά και καλολογικά χαρακτηριστικά της φύσης και της προσωπικότητάς του είναι ασφαλώς αριστοτελικής προέλευσης, έχοντας τούτο επισημανθεί σε νεότερες μελέτες23. Στον ολοκληρωμένο – τέλειο – άνθρωπο συγκλίνουν και βρίσκουν εφαρμογή τόσο ηθικά, όπως η φρόνηση, η αρετή, η προαίρεση, η ευγένεια, η πνευματική καλλιέργεια, η μεγαλοψυχία και η αυτάρκεια, όσο και καλαισθητικά χαρακτηριστικά, όπως η φιλοκαλία και η ευήδεια24.  Ήθος και κάλλος αντιμετωπίζονται ως μεταξύ τους αλληλοσυναρτώμενες αξίες, ιδιαίτερα στα αριστοτελικά έργα, αλλά και σε σειρά άλλων αρχαίων συγγραφέων25, όπου διαπιστώνεται η υπεροχή της γνώσης του αισθητικού βιώματος, η σύζευξη επομένως ηθικής κι αισθητικής με έμφαση στην νίκη της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, ως διαχρονικής αξίας αρχαιοελληνικής έμπνευσης, σε ισχύ μέχρι τη νεότερη και σύγχρονη ακόμη εποχή. Η ευγένεια και διακριτική απλότητα των αγαλμάτων και λοιπών διασωθέντων μνημείων της αρχαιοελληνικής πλαστικής τέχνης εξυμνούνται από τους αισθητιστές της νεότερης εποχής και μάλιστα μετά την περίοδο του κλασικισμού και τους ρομαντικού ρεύματος του δυτικού πολιτισμού.

Με υπόβαθρο την μακρά παράδοση, όπου το ωραίο βρίσκει το απερίσπαστο ταίρι του στο ηθικό, και λαμβάνοντας υπόψη ένα τόξο σχετικών διανοημάτων ανάμεσα στην καντιανή και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, βλέπουμε να εδραιώνεται η έννοια του ανθρώπου καλλιτέχνη, μια έννοια απαραίτητη για τη σύλληψη του κόσμου ως αισθητικού φαινομένου, ενός ενσυνείδητου υποκειμένου – δημιουργού του, αλλά και του αισθητικού τρόπου του ζην. Στο πεδίο της τρίτης κριτικής, ο Kant επιδιώκει μάλιστα να καθορίσει τις ιδιάζουσες a priori αρχές της αισθητικής κρίσης, όπως η κριτική του καθαρού θεωρητικού λόγου μας πρόσφερε τους νόμους της φύσης και η κριτική του πρακτικού λόγου, το νόμο της ελευθερίας26. Εδώ, ως αρχή στην διερεύνηση της φύσης και για να προσδώσουμε συνοχή συστήματος στο άθροισμα εμπειρικών νόμων, χρησιμεύει η παράσταση της φύσης ως τέχνης. Πρόκειται για μια απλή ιδέα που αποδίδει στη φύση μια σχέση με την ανάγκη μας να την αναπαριστούμε και ως εκ τούτου το πεδίο αυτό δεν ανήκει στο θεωρητικό σύστημα της φιλοσοφίας είτε ως γνώσης της φύσης (Κριτική του καθαρού λόγου) είτε ως γνώσης της ελευθερίας (Κριτική του πρακτικού λόγου)27. Αποτελώντας η κριτική δύναμη μία από τις ανώτερες γνωστικές ικανότητες, θέτει ως προϋπόθεσή της την τυχαία νομοτέλεια που διέπει τη φύση ως σκοπιμότητα, χωρίς όμως να θεμελιώνεται μέσω αυτής ούτε θεωρητική γνώση της φύσης ούτε πρακτική αρχή της ελευθερίας28. Ο Kant δείχνει τη σχέση εμπειρίας και κριτικής δύναμης ως ικανοτήτων του ανθρώπου, καθώς και την υπερβατολογική αρχή της: Η εμπειρία μάλιστα, σύμφωνα με τον Kant, θεωρείται ως ένα σύστημα δυνατών εμπειρικών γνώσεων που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι ως απλό άθροισμα, αλλά ως ενιαίο σύστημα και να κατανοείται σύμφωνα με τους υπερβατολογικούς νόμους της διάνοιας. Θέτει λοιπόν μια υποκειμενικά αναγκαία υπερβατολογική προϋπόθεση, κατά την οποία η ανομοιογένεια των εμπειρικών νόμων και η ετερογένεια των μορφών της φύσης χωρίς να προσιδιάζουν στη φύση, αναδεικνύονται με την έννοια της εμπειρίας ως εμπειρικό σύστημα και, μάλιστα, μέσω της συγγένειας των ιδιαίτερων νόμων με τους γενικότερους, στους οποίους υπάγονται. Τούτο συνιστά και την υπερβατολογική αρχή και προϋπόθεση της κριτικής δύναμης29.

Προσδιορίζει ο Kant τον αναστοχαστικό χαρακτήρα της κριτικής δύναμης και παρέχει επιχειρήματα για την αναγκαιότητα των καλαισθητικών κρίσεων30. Η κριτική δύναμη, θεωρεί ότι μπορεί να εκληφθεί είτε ως ικανότητα προσδιορισμού μιας έννοιας, καθώς μάλιστα ασχολείται με το να υπάγει το ειδικό στο δεδομένο καθολικό, όπως γίνεται στην περίπτωση της θεωρητικής γνώσης ή των πρακτικών αρχών, είτε ως αναστοχαστική, όταν αναζητεί το καθολικό από το δεδομένο ειδικό. Η αισθητική κρίση λοιπόν παρουσιάζεται ως μορφή αναστοχαστικής κρίσης από τον Kant31. Στη συνέχεια αναγνωρίζει ως ιδιάζουσα υπερβατολογική αρχή της κριτικής δύναμης την εξειδίκευση των φυσικών νόμων σε εμπειρικούς, σύμφωνα με τη μορφή ενός λογικού συστήματος, προς όφελος της κριτικής δύναμης, που είναι η έννοια της σκοπιμότητας της φύσης, γιατί καθιστά δυνατή την αναστοχαστική ικανότητα της κριτικής δύναμης32.

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την αισθητική κρίση ως αυτήν που το κατηγόρημά της δεν είναι η γνώση, αλλά εμφανίζει ως προσδιοριστικό της λόγο το αίσθημα. Ενώ η κατ’ αίσθηση κρίση περιέχει υλική σκοπιμότητα, η αισθητική αναστοχαστική κρίση έχει μορφική σκοπιμότητα33 κι επί πλέον, η αναστοχαστική διάσταση της κριτικής δύναμης καθιστά καθολική και αναγκαία την καλαισθητική κρίση, διότι, κατά την οπτική του Kant, αν κρίνουμε κατά τον αναστοχασμό ότι η μορφή ενός αντικειμένου είναι η αιτία της ηδονής για την παράστασή του, αυτή η ηδονή συνδέεται υποχρεωτικά με την ίδια την παράσταση αυτού του αντικειμένου, σε σχέση με το υποκείμενο που προσλαμβάνει τη μορφή αυτήν και για κάθε υποκείμενο της κριτικής δύναμης γενικότερα. Η κρίση ως προς την ηδονή της παράστασης του αντικειμένου που την προκαλεί, είναι καθολικά έγκυρη34. Αφού οι όροι συντονισμού των γνωστικών δυνάμεων είναι κοινοί και καθολικά έγκυροι, συνεπώς και η αισθητική εμπειρία και η καλαισθητική κρίση είναι καθολικά μεταδοτές και έγκυρες. Άρα, τον κοινό και υγιή νου δικαιούμαστε να τον προϋποθέτουμε για τον καθένα, καθώς η αναλογία των γνωστικών δυνάμεων που απαιτείται για την καλαισθησία είναι αναγκαία για τον κοινό νου. Η ηδονή που αναφέρεται στο ωραίο πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους όρους για τον καθένα, αφού αποτελούν υποκειμενικούς όρους της γνώσης γενικότερα. Συμπεραίνουμε επομένως ότι, γι’ αυτούς τους λόγους, μπορεί το υποκείμενο που κρίνει καλαισθητικά να θεωρεί το συναίσθημά του καθολικά μεταδοτικό και να αξιώνει από τον καθένα την ίδια ηδονή. Η αναγκαιότητα των καλαισθητικών κρίσεων είναι παραδειγματική, όχι αντικειμενική ή αποδεικτική.

Ο Kant αναδεικνύει την αναγκαιότητα της συμφωνίας όλων με την κρίση, η οποία θεωρείται ως παράδειγμα καθολικού κανόνα. Άρα, οι καλαισθητικές κρίσεις δεν διέπονται μεν από αντικειμενική αρχή, ούτε όμως είναι και χωρίς αρχή. Έχουν μία «υποκειμενική αρχή, η οποία καθορίζει μόνο μέσω του συναισθήματος και όχι μέσω εννοιών, αλλά μολαταύτα με καθολική ισχύ, τί αρέσει ή δεν αρέσει» 35. Αυτή η αρχή είναι η κοινή αίσθηση – sensus communis – η οποία ορίζεται από τον Kant ως «ιδέα μίας κοινής αίσθησης, δηλαδή μιας ικανότητας κρίσης, η οποία κατά τον αναστοχασμό της λαμβάνει υπ’ όψιν νοερώς (a priori) τον παραστατικό τρόπο καθενός άλλου (…)»36. Εδώ, ο Kant, για να αναλύσει τις αρχές της καλαισθητικής κρίσης, αναφέρει τρεις γνώμονες του κοινού ανθρώπινου νου, ο σπουδαιότερος των οποίων είναι αυτός που προτρέπει «να σκεπτόμαστε στη θέση καθενός άλλου» 37. Ο διευρυμένος τρόπος του σκέπτεσθαι μάλιστα επιτυγχάνεται, όταν αναστοχαζόμαστε από καθολική σκοπιά τη δική μας κρίση, προσπαθώντας να βάλουμε τον εαυτό μας στη σκοπιά των άλλων. Συνεπώς, αφού είναι καθολικά μεταδοτικός ο συντονισμός των γνωστικών δυνάμεων, πρέπει να μπορεί να μεταδίδεται καθολικά και το συναίσθημά του, κι αυτό προϋποθέτει την κοινή αίσθηση. Η υποκειμενική αναγκαιότητα της καλαισθητικής κρίσης, υπό την προϋπόθεση της κοινής αίσθησης, παριστάνεται ως αντικειμενική. Αυτή η κοινή αίσθηση δεν θεμελιώνεται στην εμπειρία, συνεπώς δεν υποδηλώνει ότι ο καθένας θα συμφωνεί με την κρίση, αλλά μάλλον ότι ο καθένας οφείλει να συμφωνεί μ’ αυτήν. Η καλαισθητική κρίση είναι «ιδεατός κανόνας»38 και έχει παραδειγματική εγκυρότητα, εφ’ όσον, αν και υποκειμενική, αξιώνει εν τούτοις καθολική συμφωνία, όπως κάνει και μια αντικειμενική αρχή. Βέβαια, δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικός κανόνας της καλαισθησίας, ο οποίος θα καθόριζε μέσω εννοιών τί είναι ωραίο. Κι αυτό, επειδή σε κάθε αισθητική κρίση η προσδιοριστική αρχή είναι το συναίσθημα του υποκειμένου και όχι η έννοια του αντικειμένου. Χωρίς να αναφερθούμε περαιτέρω στην σύνδεση της συζήτησης για την καλαισθητική κρίση με την ισχύ της τελεολογικής αρχής στη φύση ούτε στη θεωρία του για το υψηλό και το πνευματικό αίσθημα της κριτικής δύναμης, ας κρατήσουμε το συμπέρασμα ότι σύμφωνα με τον Kant, «η κριτική της αναστοχαστικής κριτικής δύναμης σε σχέση προς την φύση θα αποτελείται λοιπόν από δύο μέρη, από την κριτική της αισθητικής και από την κριτική της τελεολογικής ικανότητας κρίσης των πραγμάτων της φύσης.»39

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Kant, φύση, ως φορέας τελεολογικής νομοτέλειας και τέχνη, ως φορέας μορφικής σκοπιμότητας θεμελιώνουν τη σχέση τους με βάση την αναφορά τους σε a priori αρχές της διάνοιας στην πρώτη περίπτωση και στο αίσθημα ηδονής – λύπης στη δεύτερη.40

Η αισθητική θεωρία του Kant, καθώς πρέσβευε την αυτονόμηση της αισθητικής συνείδησης και τη δημιουργία της αισθητικής κρίσης με βάση το συναίσθημα, μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του αισθητισμού, του καλλιτεχνικού ρεύματος που έθετε την ομορφιά στο ύψιστο σημείο της πνευματικής αναζήτησης και ανθρώπινης καλλιέργειας41. Η αυτονομία και ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης μέσω της αποσύνδεσής της από την κοινωνική, ηθική, πολιτική και θρησκευτική πραγματικότητα αποτελούν πεποιθήσεις οικείες στο ρεύμα του αισθητισμού.42

Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο φιλοσοφικο-αισθητικό κίνημα με κοινωνικές προεκτάσεις, αφού προκύπτει από την ίδια την κουλτούρα της εποχής, το γαλλικό ρομαντισμό και τη βικτωριανή κουλτούρα, ενώ σχετίζεται και με την επικράτηση του συμβολισμού43. Εκλεπτυσμένες ιδέες και συναισθήματα, η ύψιστη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη, η πνευματικότητα και το παράδοξο, χαρακτηρίζουν την λεγόμενη καθαρή τέχνη  πολέμια του μικροαστισμού και του ωφελιμισμού της βιομηχανικής κοινωνίας, ενώ παράλληλα, το ιδεώδες της απόλυτης ελευθερίας έκφρασης του καλλιτέχνη, δημιουργούσε μία αντίθεση μεταξύ της καλλιτεχνικής κοινότητας των δημιουργών και των κοινωνικών κανόνων και μέτρων που υπακούουν οι πολλοί.44

Σημειώσεις

23. Ενδεικτικά παραπέμπω στην παλαιότερη εργασία του Β. Κ. Νούλα, Φύση και Τέχνη στον Αριστοτέλη, χ.έ., Αθήνα, 1967 και ιδίως σελ. 53 – 65 κ.ε.

24. Ό.π.

25. Όπως στα πλατωνικά Συμπόσιον, Φαίδρος, Ίων, Πολιτεία και στα Ελένης εγκώμιον του Γοργία, Ελένη του Ισοκράτη, Ερωτικός του Δημοσθένη, Συμπόσιον του Ξενοφώντος, Συμπόσιον του Πλουτάρχου, του Λογγίνου Περί Ύψους, του Πλωτίνου Περί Καλού, και σε άλλα. Ό.π., σελ. 82 κ.ε.  

26. Ιμμ. Καντ, Η πρώτη εισαγωγή στην κριτική της κριτικής δύναμης, Πόλις, Αθήνα, 1996, σελ. 20.

27. Ο.π., σελ. 25.

28. Ο.π., σελ. 23. Διακρίνοντας στη συνέχεια ο Kant τρία επίπεδα στα οποία ανάγονται οι ικανότητες του ανθρώπινου θυμικού, 1) τη γνωστική ικανότητα, 2) το αίσθημα ηδονής και λύπης και 3) το επιθυμητικό, τοποθετεί την κριτική δύναμη κατ’ αντιστοιχία με το αίσθημα ηδονής και λύπης, σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των ανθρώπινων γνωστικών ικανοτήτων. Ο.π., σελ. 27 – 28.

29. Ο.π., σελ. 33 – 34.  

30. Διακρίνει τις κρίσεις σε γνωστικές ή λογικές – προσδιοριστικές – και σε αισθητικές, οι οποίες είναι είτε κατ’ αίσθηση κρίσεις – εμπειρικές – είτε καλαισθητικές. Ενώ λοιπόν δεν θεωρεί την καλαισθητική κρίση, είδος λογικής κρίσης, παρουσιάζει τέσσερις στιγμές της, συσχετιζόμενες με τέσσερις λογικές μορφές κρίσης: 1) κατά το ποιόν, 2) κατά το ποσόν, 3) κατά την αναφορά και 4), κατά τον τρόπο.

31. Ο.π., σελ. 38.

32. Ό.π., σελ. 47.

33. Ό.π., σελ. 64.  

34. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Kant, «αυτή η ηδονή δεν μπορεί να εννοηθεί από έννοιες ως αναγκαίως συνδεδεμένη με την παράσταση ενός αντικειμένου, αλλά πρέπει να τη γνωρίζουμε πάντοτε με την αναστοχαστική αντίληψη ως συνδεόμενη μ’ αυτήν· συνεπώς δεν μπορεί (…) να διεκδικήσει αντικειμενική αναγκαιότητα και να εγείρει αξίωση για a priori εγκυρότητα. (…) Έχει απλώς την αξίωση (…) να ισχύει για τον καθένα (…)». Ιμμ. Καντ, Κριτική της Κριτικής Δύναμης, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 2004, σελ. 97. Σε αυτό το σημείο ο Kant διαφοροποιείται τόσο από τους ορθολογιστές, οι οποίοι πίστευαν ότι μπορεί να αποδειχθεί η αναγκαιότητα των καλαισθητικών κρίσεων, αλλά και από τους εμπειριστές, σύμφωνα με τους οποίους ανήγαγαν το ωραίο στο ευχάριστο. Η φιλοσοφία του Kant είναι μια σύνθεση του ορθολογισμού και του εμπειρισμού και συνάμα το ξεπέρασμά τους, καθώς χαράσσει με σαφήνεια τα όριά τους. Πρβλε Ν. Αυγελή, Εισαγωγή στην φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 10 και σελ. 322.

35. Ιμμ., Καντ, 2004, ό.π., σελ. 154.

36. Ό.π., σελ. 223.  

37. Ό.π., σελ. 225

38. Ό.π., σελ. 156.

39. Ιμμ. Καντ, 1996, ό.π., σελ. 126.  

40 Ο.π., σελ. 114.

41. Οι αντιλήψεις των αισθητιστών μάλιστα συνοψίζονται στο δόγμα η τέχνη για την τέχνη και υπήρξαν καταλυτικές στην επίδρασή τους σε μεταγενέστερους φιλοσόφους, όπως στους Schiller, Hegel, Schopenhauer, Nietzsche κ.ά., εφ’ όσον άνοιξαν το δρόμο στην αισθητική του 19ου αι. Βλ. Αθ. Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, Αισθητική και Τέχνη – Κριτικές θεωρήσεις, Αθήνα, 2005, σελ. 26.

42. Ό.π., σελ. 27, 39.

43. Ό.π., σελ. 39-40. Παράλληλα με τις επίκαιρες της εποχής αυτής καλλιτεχνικές τάσεις συνδέονται η «επιστημονική» και «πειραματική» αισθητική και η σύνδεση επιστήμης – πειράματος – αισθητικής αποσκοπεί στο να καταδείξει μέσα από την εμπειρική έρευνα πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το ωραίο ή πώς αντιδρούν οι θεατές στα έργα τέχνης και πώς δημιουργούν οι καλλιτέχνες. Η πειραματική αισθητική συνενώνει διάφορους κλάδους της φιλοσοφίας με τις ιατρικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως την ψυχολογία, την ψυχιατρική, τη βιολογία, τη φυσιολογία, την εθνολογία και την κοινωνιολογία, μια μέχρι σήμερα σε ισχύ ερευνητική οδό στους τομείς αυτούς που μπορεί να εφαρμοσθεί και στην μελέτη κι έρευνα της ανθρώπινης δημιουργικότητας γενικά.  

44. Ό.π., σελ. 40 - 46.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: