Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Τακαρίδης Γεώργιος - Η οντολογία του νού κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (3)

 Συνέχεια από: Πέμπτη, 25 Φεβρουαρίου 2021

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Τακαρίδης Γεώργιος



Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ

Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:  κ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ
Ο άνθρωπος κατά την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση είναι μία ολότητα. Είναι αδόκιμο επομένως αλλά και επικίνδυνο να παρουσιαστεί ένα μέρος του ανθρώπου ξεκομμένα και αυτόνομα χωρίς την λειτουργική συσχέτιση των επιμέρους μερών, τα οποία δε μπορούν να νοηθούν αυτονομημένα. Δεν είναι ο άνθρωπος μια μηχανή που αποτελείται από κάποια επιμέρους τμήματα που συναρμολογούνται για να δώσουν το όλον. Υπάρχει μια άρρηκτη σχέση ένας «μυστικός» εσωτερικός σύνδεσμος τέτοιος ώστε, όταν πάσχει ένα μέρος να συνπάσχουν όλα, κι όταν αυτό υγιαίνει να μεταδίδει αυτή την υγεία στον σύνολο άνθρωπο. Η όποια ανάλυση επομένως δε γίνεται για να διαιρέσει το όλον, αλλά για να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόησή του. Με βάση αυτήν την τοποθέτηση δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ο νους και η οντολογία του ανεξάρτητα από τις έννοιες άνθρωπος, σώμα, ψυχή. Έτσι παρακάτω θα γίνει μία κατά το δυνατόν σύντομη αναφορά σ’ αυτές τις έννοιες, προκειμένου στη συνέχεια να δοθεί έμφαση στον εσώτατο πυρήνα του είναι του ανθρώπου, τον νου του. Κατανοώντας τις έννοιες αυτές ουσιαστικά κατανοούμε τα οντολογικά δεδομένα, τις φυσικές δυνατότητες και προδιαγραφές του ανθρώπου κι απομένει σε μας να τις ενεργοποιήσουμε ή να τις αδρανοποιήσουμε και να καθορίσουμε με τον τρόπο αυτό συνειδητά την προσωπική πορεία μας.

2.1. Ο άνθρωπος ως ενιαία οντότητα
I. Τα κατά φύσιν χαρακτηριστικά του

Ο άνθρωπος κατά την Γραφή και τους πατέρες είναι διφυής αποτελούμενος από σώμα και ψυχή, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό άνθρωπο29 κατά τον Άγιο Γρηγόριο. Το σώμα αποτελεί το υλικό μέρος του ανθρώπου και η ψυχή το άϋλο. Τόσο όμως το ένα όσο και το άλλο είναι κτιστά και σχετίζονται με το κατά φύσιν του ανθρώπου. Η ψυχή διαιρείται στο άλογο μέρος της ή παθητικό και στο λογικό μέρος της που είναι ο νους του ανθρώπου. Το λογικό μέρος είναι αυτό που κυρίως φέρει το κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδας και διακρίνεται σε νου, λόγο και πνεύμα, εικονίζοντας τον τριαδικό Θεό30 ο οποίος ενώ είναι ένας διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι και ο ανθρώπινος νους είναι ένας αλλά διακρίνεται σε τρία, χωρίς αυτά να αποτελούν υποστάσεις.
Στην περιγραφή της Γένεσης φαίνεται καθαρά μια ιδιαίτερη πράξη της Αγίας Τριάδας κατά την δημιουργία του ανθρώπου. Ενώ όλα τα άλλα κτίσματα δημιουργούνται με μόνο τον λόγο του Θεού, με ένα πρόσταγμα, το «γενηθήτω… και εγένετο ούτως»31, για τον άνθρωπο υπάρχει ιδιαίτερη φροντίδα και αξιώνεται ιδιαίτερης τιμής. Ο Άγιος εκφράζοντας την διαχρονική αυτή θέση της Εκκλησίας εξηγεί ότι είναι τόση η φροντίδα και η τιμή που αξιώθηκε ο άνθρωπος από τον Θεό, ώστε να προηγηθεί γι’ αυτό βουλή δηλαδή σκέψη και απόφαση και να πλαστεί από το χέρι του Θεού και κατ’ εικόνα του Θεού32. Η δημιουργία όλης της αισθητής κτίσης προηγήθηκε του ανθρώπου, διότι ετοιμάστηκε ώστε να υποδεχτεί τον άνθρωπο, όπως ακριβώς συνέβη και με την βασιλεία των ουρανών· ετοιμάστηκε γι’ αυτόν, πριν από αυτόν, από την καταβολή του κόσμου. Το σώμα δόθηκε στον άνθρωπο από την ύλη και τον αισθητό κόσμο, ενώ η ψυχή αν και κτιστή δόθηκε από τα υπερκόσμια ή μάλλον από τον ίδιο τον Θεό με απόρρητο εμφύσημα. Το αποτέλεσμα αυτού του απόρρητου εμφυσήματος ήταν να καταστεί ο άνθρωπος ανώτερος του παντός και με ιδιαίτερα χαρίσματα – δυνατότητες, όπως να εποπτεύει τα πάντα, να επιστατεί σε όλα, να γνωρίζει τον Θεό, να είναι δεκτικός του Θεού, και δεικτικότερος απ’ όλα τα κτίσματα της υπερβατικής μεγαλειότητας του τεχνίτη33. Τόσο μεγάλη ήταν αυτή η τιμή που έγινε στον άνθρωπο, ώστε σ’ ένα τόσο μικρό σε μέγεθος πλάσμα να συγκεφαλαιωθεί ολόκληρη η κτίση, η ορατή και η αόρατη με έναν εντελώς παράδοξο και ακατανόητο τρόπο. Ο Θεός έπλασε έναν νέο «… κόσμον ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους», δηλαδή τον άνθρωπο που έγινε το κόσμημα, το στολίδι και των δύο κόσμων, του ορατού και του αόρατου34. Κι όχι μόνον αυτό αλλά παρά το μικρό μέγεθός του είναι «… ὁ μείζων οὗτος ἐν μικρῷ κόσμος», δηλαδή τον αποκαλεί μεγάλο κόσμο μέσα στον μικρό, διότι ολόκληρη η κτίση είναι μόνο υλική και μεγάλη μόνο κατά το μέγεθος, ενώ αυτός αποτελεί «την συνδρομή του παντός», συμμετέχει δηλαδή μέσα του, στο είναι του, το υλικό και το άϋλο, το σωματικό και το ψυχικό, το αισθητό και το νοερό σε μια θαυμαστή συζυγία και αρμονία κι είναι μικρός στο μέγεθος αλλά μεγάλος στο αξίωμα35. Κατά τον τρόπο αυτό παρομοιάζει την κτίση με βασιλικά ανάκτορα και τον άνθρωπο με βασιλικό σκεύος πολύτιμο και δυσεύρετο που φυλάσσεται μέσα στα ανάκτορα αυτά36· τόσο πολύτιμο, ώστε κάποτε να χωρέσει μέσα του το αρχέτυπο37. Δεν πλάστηκε λοιπόν ο άνθρωπος μόνο δεκτικός Θεού αλλά και ικανός να ενωθεί σε μία υπόσταση μαζί του38, κάτι το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά την σάρκωση του Θεού Λόγου, όπου οι δύο φύσεις ενώθηκαν ασύγχυτα και αδιαίρετα σε μία υπόσταση και στη συνέχεια ολόκληρη η ανθρωπότητα μπορεί να μετέχει κατά Χάριν στην θεανθρώπινη αυτή φύση.

II. Το υπερφυές προσόν του απόρρητου εμφυσήματος

Όλα όσα προειπώθηκαν για την δημιουργία του ανθρώπου σχετίζονται με το κατά φύσιν, δηλαδή με τον τρόπο που πλάστηκε ο άνθρωπος και τις προδιαγραφές που έχει ως κτίσμα. Οι προδιαγραφές αυτές όμως δεν δόθηκαν χωρίς λόγο από τον Θεό Λόγο, δεν δόθηκαν για να θαυμάζουμε και να υμνούμε το πλάσμα για το απαράμιλλο κάλλος του, αλλά δι’ αυτών να κινούμαστε προς τον Πλάστη μέχρις ότου δια της ακτίστου Χάριτός του ενωθούμε μαζί του και γίνουμε ένα με αυτόν χαρισματικά, κατά μέθεξη. «Διότι μόνος ο άνθρωπος από όλα τα επίγεια και ουράνια κτίστηκε σύμφωνα με την εικόνα του πλάστη, ώστε να βλέπει προς εκείνον και αυτόν να αγαπά και εκείνου μόνο να είναι μύστης και προσκυνητής και με την προς αυτόν πίστη και στροφή και διάθεση να συντηρεί την καλλονή του»39. Δεν αρκούν επομένως τα φυσικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου για να τον τελειοποιήσουν. Μέχρις εδώ ο άνθρωπος είναι πλασμένος «καλός λίαν»40, κατ’ εικόνα του Πλάστη, όχι όμως τέλειος, όχι και καθ’ ομοίωσιν. Έτσι ο Άγιος επισημαίνει ότι το απόρρητο εμφύσημα έδωσε και κάτι άλλο στον άνθρωπο που δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου, του κτιστού. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από την άκτιστη δόξα της Τριαδικής Θεότητας, τον φωτεινό χιτώνα της, την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι τελικά τριφυής, διότι είναι κτιστός και το τρίτο αυτό χαρακτηριστικό είναι άκτιστο, αποτελεί ένα επιπλέον δώρο που δεν εμφυτεύεται στην κτιστή φύση του, δεν αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό του41. Απεναντίας είναι χαρακτηριστικό της Θεότητας και δεν είναι άλλο από την άκτιστη ενέργειά της, η οποία δίνεται με χαρισματικό τρόπο στον άνθρωπο και αποτελεί τον δίαυλο, την γέφυρα επικοινωνίας του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό. Κατά τον Άγιο ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να είναι απλώς ένα κτίσμα ή το τελειότερο κτίσμα αλλά για να είναι και υιός του κατά το πνεύμα. Γι’ αυτό και το απόρρητο εκείνο και ζωαρχικό εμφύσημα έδωσε στον άνθρωπο μαζί με την ψυχή, και την άκτιστη Χάρη με τη μορφή αρραβώνα, ώστε αν αυτός φύλαγε την ζωτική εντολή να μπορούσε δια μέσου της Χάριτος να μετάσχει και της ένωσης με τον Θεό και να ζει αιώνια μαζί του αποκτώντας την πραγματική αθανασία42. Το τρίτο αυτό χαρακτηριστικό που ολοκληρώνει τον άνθρωπο, τον θεώνει και τον καταξιώνει ως ύπαρξη, τον καθιστά πραγματικό ον ‐εφόσον δι’ αυτού μετέχει στον όντως Όντα‐, δεν αποτέθηκε στην φύση ως κατά φύση προσόν του ανθρώπου. Αποτέθηκε όμως στην φύση του ένα εξαιρετικό οντολογικό χαρακτηριστικό, το αυτεξούσιο, δια του οποίου έχει την δυνατότητα επιλογής του τρόπου με τον οποίο θέλει να ζήσει· με ή χωρίς τον Θεό. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι που τον μεταβάλλει από ψυχικό, δηλαδή αποτελούμενο μόνο από σώμα και ψυχή, σε πνευματικό προσθέτοντας σ’ αυτόν την χάρη του επουρανίου Πνεύματος43.

III. Ο προπτωτικός και ο μετα την πτώση άνθρωπος

Ο προπτωτικός άνθρωπος επομένως δεν είχε μόνο το κατ’ εικόνα, δεν ζούσε μόνο κατά την φύση του, με τα φυσικά του δηλαδή μόνο χαρίσματα, αλλά είχε και το υπερφυές, το άκτιστο στοιχείο μέσα του, που τον φώτιζε, τον λάμπρυνε, τον εκάλλυνε, τον ομοίωνε με τον Θεό· είχε και το καθ’ ομοίωσιν: «Αυτής της θείας ελλάμψεως και λαμπρότητας ήταν και ο Αδάμ μέτοχος πριν από την παράβαση, στολισμένος πραγματικά με στολή ένδοξη, και δεν ήταν γυμνός αλλά ασύγκριτα ωραιότερος από εκείνους που φορούν τώρα τα διαδήματα τα στολισμένα με πολύν χρυσό και διαυγείς λίθους»44. Έτσι σύμφωνα με τον Άγιο όταν πλάστηκε ο άνθρωπος, οι άγγελοι έβλεπαν σ’ αυτόν την με παράδοξο τρόπο ένωση της ψυχής με την αίσθηση και τη σάρκα αλλά κι όχι μόνο αυτό· έβλεπαν έναν νέο Θεό κατά Χάριν, που έφερε σάρκα, νου και Πνεύμα. Τόσο πλημμυρισμένος και μεταμορφωμένος ήταν ο Αδάμ από την Χάρη του Θεού, ώστε να έχει πλήρες όχι μόνο το κατ’ εικόνα αλλά και το καθ’ ομοίωσιν45.
Η παράβαση της ζωτικής εντολής δημιούργησε νέα δεδομένα για τον άνθρωπο. Έχασε το Πνεύμα, το υπερφυές άκτιστο στοιχείο που τον καθιστούσε κατά Χάριν Θεό· έχασε τον φωτεινό χιτώνα του κι έτσι σκοτίστηκε. Έμεινε μόνο με τα φυσικά χαρακτηριστικά του, μ’ αυτά που του προσέδιδε το κατ’ εικόνα. Χωρίς όμως το άκτιστο φώς που τον λάμπρυνε και τον ομοίωνε με τον Θεό, η εικόνα σκοτείνιασε, αμαυρώθηκε κι έχασε τα χαρακτηριστικά του λαμπρότατου κάλλους της. Έτσι σκοτεινιασμένη και μουτζουρωμένη έπαψε να δείχνει, να φανερώνει το αρχέτυπο κάλλος, την πηγή από την οποία προήλθε· έχασε το καθ’ ομοίωσιν46. Και το έχασε μέχρι που ο Θεός Λόγος, το Φως το αληθινό σαρκώθηκε κι «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα»47· μέχρι που αυτός για τον οποίο η αγαθότητα είναι φυσικό του χαρακτηριστικό, μας ελέησε δωρεάν κι έγινε «Πνεύμα ζωοποιό»48. Στερήθηκε δηλαδή ο άνθρωπος το Φως αυτό από την πτώση του μέχρι που κατά την ημέρα της Πεντηκοστής η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος πέμφθηκε στον κόσμο και δια του Αγίου Βαπτίσματος ξαναδόθηκε η δυνατότητα σ’ αυτόν να φορέσει και πάλι χιτώνα φωτεινό, να ζωοποιηθεί και να ανακαινισθεί η φθαρμένη εικόνα του49.

IV. Ο βαπτισμένος άνθρωπος

Το αποτέλεσμα του βαπτίσματος θεωρεί ο Άγιος Γρηγόριος ότι είναι να λάβει ο άνθρωπος την Χάρη, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό μέσα του50, όχι βέβαια την ουσία του51 αλλά την ουσιώδη ενέργειά του. Η Χάρις αυτή εγκαθίσταται στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου, στο πολύτιμο βασιλικό σκεύος52 και δεν εγκαταλείπει πλέον τον άνθρωπο, όπως έγινε με τον Αδάμ αλλά παραμένει μέσα του ακόμη κι αν αμαρτήσει ο άνθρωπος λόγω της φιλανθρωπίας του παρέχοντος. Βέβαια τότε μπορούμε να μιλάμε για μία ασθενούσα ψυχή, διότι με την αμαρτία χάνεται και η υγεία της ψυχής και η καθαρότητά της53.
Έτσι μετά την Πεντηκοστή μπορούμε να μιλάμε για δύο τύπους ανθρώπων επί της γης. Ο πρώτος τύπος αντιστοιχεί σ’ αυτούς που ζούνε όπως ζούσε ο άνθρωπος από την πτώση μέχρι την Πεντηκοστή, δηλαδή μόνο με τα κατά την φύση γνωρίσματα και χαρακτηριστικά τους, που οφείλονται στο κατ’ εικόνα· αυτό το οποίο δεν έχασε ποτέ κανείς, παρά μόνο αμαυρώθηκε από την απώλεια του φωτεινού χιτώνα της Χάριτος. Ο δεύτερος τύπος αντιστοιχεί σ’ αυτούς που με το βάπτισμα ξαναπήραν τον Θεό μέσα τους. Το ανάκτορο υπήρχε –η κτίση, το βασιλικό σκεύος υπήρχε –ο άνθρωπος, έλειπε όμως ο βασιλιάς διότι αυτό το αξίωμα δυστυχώς με την πτώση είχε χαθεί54. Απέμενε να επανεγκατασταθεί ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων στον προετοιμασμένο θρόνο του55, ώστε να επαναφέρει τον άνθρωπο στο πρότερό του αξίωμα.
Ο βαπτισμένος άνθρωπος κατά τον Άγιο έχει την πολύτιμη βοήθεια της Χάριτος μέσα του, που τον καθιστά δυνατό και ευκίνητο όταν αυτός αυτεξουσίως αποφασίσει να μετανοήσει και να κινηθεί κατά το δυνατό στον πραγματικά δικό μας οίκο, στους αιώνιους και ουράνιους τόπους διαμονής56. Ο μη βαπτισμένος κάνει την όποια προσπάθεια βελτίωσής του με μόνα τα φυσικά προσόντα που του παρέχει το κατ’ εικόνα και την εξωτερική βοήθεια του Θεού. Γίνεται επομένως αντιληπτή η τεράστια διαφορά ανάμεσα στην οντολογία του παλαιού, του ψυχικού ανθρώπου και στην νέα οντολογία του ανακαινισμένου από το Άγιο Πνεύμα, πνευματικού ανθρώπου. Ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτή και η τεράστια ευθύνη που έχουν αυτοί που έχουν λάβει την άκτιστη Χάρη μέσα τους αλλά πολλές φορές –ή μάλλον τις περισσότερες πολιτεύονται σαν να μην την έλαβαν ποτέ και βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από αυτούς που πράγματι δεν την έλαβαν. Γι’ αυτό και ο Απόστολος απευθυνόμενος προς τους βαπτισμένους χριστιανούς αναρωτιέται, «πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας»57; Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος αναφέρει ότι πονάει ψυχικά, όταν αναλογίζεται πώς, ενώ οι βαπτισθέντες έχουν καταξιωθεί της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, δεν πετυχαίνουν ούτε εκείνα τα οποία απαιτούσε ο Ιωάννης από το βάπτισμα μετανοίας στο οποίο καλούσε58.
Με το βάπτισμα εγκαθίσταται η άκτιστη χάρις του Παναγίου Πνεύματος στο βάθος της ύπαρξης του ανθρώπου, στην καρδιά, και του προσφέρει τη δυνατότητα της θέωσης, όχι με έναν μαγικό ή με υποχρεωτικό τρόπο αλλά με την ελεύθερη συγκατάθεσή του και την προοδευτική ένωσή του με τον Θεό, ώστε το πνεύμα του να γίνει ένα με το Πνεύμα του Θεού. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος ποθεί την ένωσή του με τον Θεό, τόσο περισσότερο αισθάνεται την ανάγκη να αποβάλει το αμαρτωλό του θέλημα για να πετύχει με την Χάρη του Θεού το ποθούμενο. Η προσπάθειά του αυτή αποτελεί την συνέργειά του στο γεγονός της σωτηρίας του. Ούτε από μόνος του είναι δυνατόν να φτάσει τον Θεό, να θεωθεί, ούτε όμως κι Θεός από μόνος του με ανελεύθερο τρόπο σώζει τον άνθρωπο, εφόσον έχει δωρίσει το αυτεξούσιο ως βασικό οντολογικό χαρακτηριστικό στον άνθρωπο. Επομένως, η προσπάθεια του ανθρώπου έγκειται στην ελεύθερη επιλογή του να κινηθεί προς τον Θεό, να έλξει ταπεινά την Χάρη του, την μυστική και απόρρητη αίγλη της φύσης εκείνης, ώστε να ενεργοποιηθεί η Χάρη του βαπτίσματος μέσα του, που θα αποκαταστήσει την γνήσια και ζωντανή κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό59. Τότε μαζί με το κατ’ εικόνα θα έχει και το καθ’ ομοίωσιν, η τελειοποίηση του οποίου πραγματοποιείται δια της τέλειας έλλαμψης που προέρχεται από τον Θεό60. Ο Άγιος παραπέμπει σχετικά και στον Άγιο Διάδοχο Φωτικής, σύμφωνα με τον οποίο61 «η αγία Χάρις δια του βαπτίσματος μας προσφέρει δύο πράγματα. Από αυτά το ένα είναι απείρως ανώτερο του άλλου, διότι μας ανακαινίζει στο ύδωρ και λαμπρύνει το κατ’ εικόνα, καθαρίζοντας κάθε ρυτίδα της αμαρτίας μας· το άλλο το κατακρατεί, για να το εκτελέσει μαζί μας. Όταν λοιπόν ο νους αρχίσει να γεύεται τη χρηστότητα του παναγίου Πνεύματος με πολλή συναίσθηση, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι αρχίζει η Χάρις σαν να επιζωγραφίζει στο κατ’ εικόνα το καθ’ ομοίωσιν»62.

Σημειώσεις

29. «Διπλοῦς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκτός, τὸ σῶμα λέγω, καὶ ὁ ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπος,ἡ ψυχὴ δηλονότι». Ομιλία ΙΑ΄, Εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν, 18, PG 151, 137B, ΕΠΕ 9, 308, 4 ‐5.
30 «Ἡ νοερὰ καὶ λογικὴ φύσις τῆς ψυχῆς, μόνη νοῦν ἔχουσα καὶ λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιόν, μόνη καὶ τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων μᾶλλον κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, παρ’ αὐτοῦ δεδημιούργηται». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 39, PG 150, 1148Β, λθ΄, ΕΠΕ 8, 118.

31. Γεν. 1, 3 ή 1, 6 … Η έκφραση επαναλαμβάνεται σε κάθε πράξη δημιουργίας.
32. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Γεν. 1, 26.
33. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 24, PG, 150, 1136D – 1137Α, ΕΠΕ 8, 100, 10 – 24.
34. «Ὁ τῶν ἁπάντων ποιητὴς καὶ Δεσπότης πάντα ἐκ μὴ ὄντων ποιήσας δι’ ἀγαθότητα, μετὰ πάντα… τὸν ἄνθρωπον ἀπειργάσατο παραδόξως εἰς ἕν καὶ βραχὺ πλάσμα συναθροίσας, καὶ οἷον συγκεφαλαιωσάμενος τὴν ἅπασαν κτίσιν. Διὸ καὶ ὕστατον τοῦτον ἐδημιούργησε, τῶν κόσμων ἀμφοτέρων ἐχόμενον καὶ ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους, τὸν ὁρατὸν τοῦτον λέγω καὶ τὸν ἀόρατον». Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 332C, ΕΠΕ 10, 152. Βλ. σχετικά και Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ, Έκδοση Β΄, Έκδοση Βιβλιοπωλείου Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα 1991, σελ. 39 ‐ 40.
35. «Ἄνθρωπος γάρ, ὁ μείζων οὗτος ἐν μικρῷ κόσμος, ἡ συνδρομὴ τοῦ παντός, … ὑπερέχει δὲ ἐκεῖνος μὲν τῷ μεγέθει, οὗτος δὲ τῇ συνέσει…». Ομιλία ΝΓ΄, Εις την … Είσοδον της Θεοτόκου…, 55, ΕΠΕ 11, 330.
36. «… καὶ οἷον ἐν βασιλείοις βασιλικὴ τις σκευὴ ποικίλη καὶ πολυτίμητος». Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 333Α, ΕΠΕ 10, 154, 9 – 10.
37. «Οὐκοῦν καὶ ἡ ἀπ’ ἀρχῆς παραγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου δι’ αὐτόν, κατ’ εἰκόνα πλασθέντος τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῇ ποτε χωρῆσαι τὸ ἀρχέτυπον». Ομιλία Ξ΄, Εν τη εορτή των Φώτων, 20, ΕΠΕ 11, 532.
38. «… ἀλλὰ καὶ δυνατὸν ἑνωθῆναι τούτῳ κατὰ μίαν ὑπόστασιν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 24, PG, 150, 1137Α, κδ΄, ΕΠΕ 8, 100, 25 – 26.
39. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 26, PG, 150, 1137C, κς΄, ΕΠΕ 8, 102, 17 – 21.
40. Γεν. 1, 31.
41. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ΄ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 52.
42. «… ὡς ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος οὐ κτίσμα μόνον ὑπῆρξε Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς ἐν πνεύματι, ὅ τηνικαῦτα καὶ διὰ τοῦ ζωαρχικοῦ ἐμφυσήματος αὐτῷ μετὰ ψυχῆς ἐδόθη. Ἐδόθη δὲ οἷον ἀρραβών, ὡς εἴπερ τούτῳ προσανέχων τὴν ἐντολὴν φυλάξει, δι’αὐτοῦ δυνηθείη καὶ τῆς πρὸς Θεὸν τελειωτέρας μετασχεῖν ἑνώσεως, δι’ ἧς ἔμελλε συνδιαιωνίζειν τῷ Θεῷ τῆς ἀθανασίας ἐπειλημμένος». Ομιλία ΝΖ΄, Τη Κυριακή των Πατέρων, 2, ΕΠΕ 11, 426.
43. «Ἄλλως τε καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐκ τριῶν ὑφέστηκε· χάριτος Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καὶ γηΐνου σώματος». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 43, Π. Χρήστου 1, 454, ΕΠΕ 2, 202, 20,23.
44. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 67, PG, 150, 1168D, ξζ΄, ΕΠΕ 8, 158, 9 ‐ 14.
45. «Ἑώρων οἱ τῶν ἀγγέλων ὀφθαλμοὶ τότε τὴν αἰσθήσει καὶ σαρκὶ συνημμένην τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν καὶ Θεὸν ἄλλον ἑώρων, μὴ γεγενημένον μόνον ἐπὶ γῆς δι’ ἀγαθότητα θείαν, νοῦν τε καὶ σάρκα τὸν αὐτόν, ἀλλὰ δι’ ὑπερβολὴν ταύτης καὶ κατὰ Θεοῦ χάριν μεμορφωμένον, ὡς εἶναι τὸν αὐτὸν σάρκα καὶ νοῦν καὶ Πνεῦμα καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν θείαν τὴν ψυχὴν ἔχειν ἐντελῶς…». Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 9, Π. Χρήστου 1, 85, Β΄ ΕΠΕ, 1, 196 ‐ 198.
46. «Ταῦτʹ ἄρα καὶ μετὰ τὴν προγονικὴν ἐκείνην ἐν τῷ παραδείσῳ διὰ τοῦ ξύλου παράβασιν, καὶ πρὸ τοῦ σωματικοῦ τὸν τῆς ψυχῆς ἡμεῖς ὑποστάντες θάνατον, ὅς ἐστιν ὁ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ταύτης χωρισμός, τὸ καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι θείαν ἀποβαλλόντες, τὸ κατ’ εἰκόνα οὐκ ἀπωλέσαμεν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 39, PG, 150, 1148Β, ΕΠΕ 8, 120, 5 – 9. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ΄ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 53.
47. Ματθ. 4, 15.
48. Α΄ Κορ. 15, 45.
49. «… τὴν δ’ ἀφ’ ἑαυτῆς ζῶσαν ψυχὴν ἠμαύρωσεν· ἀφῃρήμεθα τὸ θεῖον κάλλος, ἐστερήμεθα τῆς θείας μορφῆς, τὸ φῶς ἀπεβάλομεν, τὴν πρὸς αὐτὸ τὸ ἀνωτάτω φῶς ὁμοιότητα διεφθείραμεν· περιβαλόμεθα τὸν ζόφον ὡς ἱμάτιον, φεῦ, καὶ ὡς διπλοΐδα τὸ σκότος ἐνεδεδύμεθα. Ἀλλ’ ἠλέησε δωρεάν, οὗ φύσις ἡ ἀγαθότης καὶ ὁ δι’ αὐτὴν ἔλεος· καὶ δι’ ἐμὲ τὸν πεσόντα κατῆλθε καὶ γέγονε, καθά φησιν ὁ ἀπόστολος “εἰς Πνεῦμα ζωοποιοῦν” ὡς ἂν ζωοποιήσας ἀνακαινίσῃ τὴν ἀμαυρωθεῖσαν εἰκόνα». Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 9, Π. Χρήστου 1, 85, Β΄ ΕΠΕ, 1, 198, 12 ‐16.
50. «… αὐτός ὁ Θεὸς ἐστιν ἡ χάρις, ἥν ἐπὶ τοῦ θείου Βαπτίσματος λαμβάνομεν…». Λόγος Αντιρρητικός Γ’ 8, 24, Π. Χρήστου 3, 180, ΕΠΕ 5, 406, 4 – 5.
51. Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 6, Π. Χρήστου 4, 106, 17, ΕΠΕ 7, 156, 3.
52. Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 333Α, ΕΠΕ 10, 154, 9 – 10.
53. «Ἀλλ’ ἡ μὲν τοῦ βαπτίσματος χάρις καὶ δύναμις διὰ τήν τοῦ παρέχοντος φιλανθρωπίαν παραμένει, καὶ ἡμῶν ἁμαρτανόντων μετὰ τὸ βάπτισμα, ἡ δὲ τῆς ψυχῆς ὑγεία καὶ καθαρότης οὐ παραμένει». Ομιλία ΚΘ΄, Στη θεραπεία του Παραλύτου, 7, PG 151, 369Α, ΕΠΕ 10, 234.
54. «… οὐ βασιλεὺς μέν, τοῦτο γὰρ ἀπολώλεκεν…». Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 55, ΕΠΕ 11, 332.
55. «… ὁ δὲ Κύριος μετεσκεύασε δι’ ἑαυτοῦ τὸ τοῦ Ἰωάννου βάπτισμα, ἐμφυτεύσας μυστικῶς αὐτῷ δι’ ἑαυτοῦ τὴν ἀΐδιον πηγὴν τῆς χάριτος». Ομιλία ΝΘ΄, Περί των κατά το θείον Βάπτισμα τελουμένων, 12, ΕΠΕ 11, 496.
56. Ομιλία ΚΘ΄, Στη θεραπεία του Παραλύτου, 7, PG 151, 368D ‐ 369Α, ΕΠΕ 10, 232 ‐ 234.
57. Εβρ. 2, 3.
58. «… ὀδυνῶμαι τὴν ψυχήν, ἀναλογιζόμενος, πῶς ἡμεῖς, οἱ καταξιωθέντες ἐκ πολλοῦ τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος, οὐδὲ ἐκεῖνά πω κατωρθώσαμεν, ἅπερ ἀπῄτει ὁ Ἰωάννης τοὺς προσιόντας τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι», Ομιλία ΝΘ΄, Περί των κατά το θείον Βάπτισμα τελουμένων, 12, ΕΠΕ 11, 496.
59. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 40, PG 150, 1148D, ΕΠΕ 8, 120, 25, – 122, 5.
60. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 64, PG 150, 1168Α, ΕΠΕ 8, 154, 26, – 27.
61. Διαδόχου Φωτικής, Κεφάλαια, 89, E. Des Places, Sources Chr. Τόμ. 5, σ. 149, Φιλοκαλία νηπτικών… ΕΠΕ 9, 256, 15 – 20.
62. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 60, PG 150, 1081Β,C, ΕΠΕ 8, 416, 24, – 418, 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια: