Επειδή οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς παραπλανώνται, θεωρώντας πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύουν, οφείλουν να γνωρίζουν πως ως ιδεολογία ο νεοφιλελευθερισμός προκύπτει πράγματι από τη δραστική μείωση της επιρροής του κράτους. Εν τούτοις, στην πολιτικοοικονομική πραγματικότητα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική – αφού ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί ισχυρότερους, πιο παρεμβατικούς, ακόμη και αυταρχικούς κρατικούς μηχανισμούς. Παράδειγμα στην Ελλάδα το Επιτελικό Κράτος του σημερινού πρωθυπουργού που ισχυροποιείται διαρκώς, ενώ οι υπουργοί μετατρέπονται σε υπερυπουργούς με τεράστιες δικαιοδοσίες που στην ουσία μεταφέρουν στον κ. Μητσοτάκη – με τελικό αποτέλεσμα να έχουμε μία αυταρχική «ενός ανδρός αρχή» που υπάγεται και λογοδοτεί σε τελική ανάλυση στις δυνάμεις κατοχής της χώρας μας. Στα πλαίσια αυτά, αποτελεί μία διαδεδομένη, λανθασμένη αντίληψη το ότι, οι νεοφιλελεύθεροι είναι εναντίον του κράτους και έχουν ως στόχο τους να το διατηρήσουν όσο το δυνατόν μικρότερο – όπως διαδίδουν προς τα έξω, για να παραπλανήσουν και για να έχουν με το μέρος τους τους φιλελεύθερους. Ειδικότερα τα εξής: «Σε αντίθεση με τους κλασικούς φιλελεύθερους, οι νεοφιλελεύθεροι χρειάζονται και θέλουν ένα ισχυρό κράτος που να παρέχει τους απαραίτητους θεσμούς και να διασφαλίζει ότι, ο κοινοβουλευτικός συνασπισμός σχεδιάζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβαδίζει με την αγορά» (Angela Merkel) – γεγονός που σημαίνει, μεταφράζοντας στην καθομιλουμένη την παραπάνω έκφραση της καγκελαρίου, πως η (κατ’ επίφαση) δημοκρατία δεν εμποδίζει τα εταιρικά κέρδη. Η διαδεδομένη υπόθεση λοιπόν πως το κράτος είναι εχθρός των νεοφιλελευθέρων, είναι απολύτως ψευδής – αφού το κράτος είναι το πιο σημαντικό μέσον για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού που δεν διαφέρει σημαντικά από τον εθνικοσοσιαλισμό, αποτελώντας στην ουσία την εξέλιξη του. Εν προκειμένω, οι αγορές είναι κοινωνικές και θεσμικές κατασκευές που χρειάζονται νόμους και κανόνες για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά – οπότε απαιτείται ένα ισχυρό κράτος για να δρομολογηθούν αυτές οι αγορές, για να επιβληθούν και για να συντηρηθούν. Τα καθήκοντα ενός τέτοιου κράτους συμπεριλαμβάνουν την παροχή γενικότερων υποδομών, τη δημιουργία και τη διαφύλαξη των κανόνων Δικαίου στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα, τη ρύθμιση των κοινωνικών συγκρούσεων μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου, την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια από την αστυνομία και το στρατό κοκ. – ενώ όποιος δεν βλέπει πως αυτά ακριβώς δρομολογούνται σήμερα στην Ελλάδα, απλά εθελοτυφλεί. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της νεοφιλελευθεροποίησης δεν θα ήταν δυνατή, εάν τα κράτη δεν την είχαν εφαρμόσει με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, καθώς επίσης με την εκμετάλλευση όλων των κρίσεων – όπως της χρηματοπιστωτικής του 2008, της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010 και του Covid σήμερα. Ποια είναι αυτή η διαδικασία; Απλούστατα η ίδρυση ανεξάρτητων Αρχών (από το κοινοβούλιο και τη Δημοκρατία), η απελευθέρωση των αγορών αγαθών και κεφαλαίων, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών όπως το νερό και η ενέργεια, η απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι περιορισμοί στα εργασιακά δικαιώματα, η μείωση των κοινωνικών προγραμμάτων κοκ.
.Ανάλυση
Είναι γνωστό και απολύτως ορθό το ότι, όποιος περιμένει σωτήρες είναι άξιος τις δυστυχίας του – πως η αναμονή να μας σώσουν άλλοι, είναι μια λανθασμένη αγωγή που μας δόθηκε κατά την παιδική μας ηλικία. Επομένως δεν πρέπει να έχουμε τέτοιου είδους ψευδαισθήσεις – ειδικά εμείς οι Έλληνες που βρισκόμαστε στο 11ο έτος της κρίσης που στην ουσία μας προκάλεσαν τα μνημόνια. Εν προκειμένω, θα τονίσουμε ακόμη μία φορά πως δεν έφερε η κρίση τα μνημόνια, αλλά τα μνημόνια την υπερδεκαετή κρίση – αφού είναι αναμφισβήτητο πως η Ελλάδα είναι σήμερα σε τρισχειρότερη κατάσταση, σχετικά με το 2010, ενώ όλες οι χώρες εφαρμόζουν σήμερα τα αντίθετα ακριβώς μέτρα για την καταπολέμηση της ύφεσης, από αυτά που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα.
Το γεγονός δε ότι, η σημερινή κυβέρνηση θυσίασε χωρίς λόγο την οικονομία με τα συνεχή και απρογραμμάτιστα κλειδώματα, όχι επειδή πίστευε πως θα καταπολεμηθεί έτσι ο Covid, αλλά λόγω του ότι ήθελε να κρύψει πίσω από αυτόν τις αποτυχίες της, καθώς επίσης να επιβάλει τη νεοφιλελεύθερη «ατζέντα» της, είναι πραγματικά θλιβερό – πόσο μάλλον όταν έχει αποδειχθεί πλέον πως η εξέλιξη του ιού είναι η ίδια, είτε κλειδώνοντας την οικονομία, είτε όχι, με κριτήριο μεταξύ άλλων δύο αμερικανικές Πολιτείες που η μία κλειδώθηκε και η άλλη όχι (πηγή).
Όποιος θέλει μπορεί φυσικά να εθελοτυφλεί, ενδεχομένως επειδή τον βολεύει, είτε για τη μία διαπίστωση μας, είτε για την άλλη, αλλά αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπορεί να κρυφτεί – ενώ είναι ξεκάθαρο πως εάν η κυβέρνηση επένδυε στο σύστημα υγείας μας, αντί να βυθίσει τη χώρα στο χάος με το τεράστιο έλλειμμα του 2020 (-24,1 δις €), με τα νέα χρέη και με το κόστος κάθε κλειδώματος στα 2,4 δις € μηνιαία, η Ελλάδα θα ήταν σήμερα σε μία πολύ καλύτερη κατάσταση, τόσο από την πλευρά της Οικονομίας, όσο και από αυτήν της Υγείας. Μόνο από τις επιχειρήσεις πάντως χάθηκε τζίρος 41,6 δις € το 2020 (πηγή) – όχι λόγω της πανδημίας, όπως αναφέρεται, αλλά εξαιτίας της κακοδιαχείρισης της κυβέρνησης.
Περαιτέρω, σε σχέση με τις συνεχώς νέες ανεξάρτητες Αρχές που δρομολογούνται στην Ελλάδα (5 προβλέπει το Σύνταγμα, 32 έχουν δημιουργηθεί από τα μνημόνια), όπως το Υπερταμείο στο οποίο έχει μεταφερθεί σχεδόν όλη η δημόσια περιουσία και η ΑΑΔΕ (ελέγχει όλες τις εφορίες, τελωνεία κλπ., ενώ δεν ελέγχεται καν από το υπουργείο οικονομικών), που δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κοινοβουλευτικό έλεγχο, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τι συνέβη στη Ν. Αφρική όταν εισέβαλε το ΔΝΤ – έτσι ώστε να καταλάβουμε το έγκλημα που συντελείται στην Ελλάδα.
Η εμπειρία της Ν. Αφρικής
Ειδικότερα, την εποχή που η νέα κυβέρνηση της Ν. Αφρικής υπό τον Nelson Mandela διεξήγαγε θετικά το πολιτικό σκέλος των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ, απαιτήθηκε από τους υπευθύνους για την οικονομική πολιτική της χώρας η μετατροπή της κεντρικής τράπεζας τους σε έναν ανεξάρτητο οργανισμό – ο οποίος θα λειτουργούσε με απόλυτη αυτονομία από την κυβέρνηση, σαν ένα κυρίαρχο «Κράτος εν Κράτει» ουσιαστικά, στο οποίο δεν θα παρέμβαιναν οι εκλεγμένοι νομοθέτες.
Παρά το ότι τώρα διατυπώθηκε από τους πολιτικούς της χώρας η απορία, σε ποιόν θα «λογοδοτούσε» η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, όπως από εμάς το Υπερταμείο, η ΤτΕ ή η ΑΑΔΕ, οι έμπειροι διαπραγματευτές της «Δύσης» κατόρθωσαν να επιβάλλουν μονομερώς τη θέληση τους – ταυτόχρονα με την «άλωση» του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τοποθέτησαν έναν δικό τους έμπιστο πολιτικό. Όπως είπαν χαρακτηριστικά κάποιοι διακεκριμένοι Πολίτες της Νοτίου Αφρικής, οι οποίοι τότε σχολίασαν τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν:
«Δεν μας άφησαν ποτέ ελεύθερους. Απλώς έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιμό μας και την έβαλαν στους αστραγάλους μας….Οι μεγάλες επιχειρήσεις, μας δήλωσαν ουσιαστικά ότι θα κρατήσουν τα πάντα και εμείς θα κυβερνάμε μόνο κατ’ όνομα. Μπορούσαμε δηλαδή να έχουμε την πολιτική εξουσία μετά από πολλά χρόνια αγώνων, μπορούσαμε φαινομενικά να κυβερνάμε, αλλά η πραγματική διακυβέρνηση θα βρισκόταν στα χέρια των άλλων».
Περαιτέρω, αυτό που συνέβη στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων ήταν το ότι η κυβέρνηση «παγιδεύτηκε», χωρίς δυστυχώς να το αντιληφθεί, σε ένα είδος ιστού της αράχνης – «υφασμένου» από μυστηριώδεις κανόνες και υπόγειες ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να «οριοθετήσουν», καθώς επίσης να περιορίσουν την εξουσία των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών της χώρας. Όταν λοιπόν θέλησε η νέα κυβέρνηση να υλοποιήσει τα οράματα της, ανακάλυψε ότι η πραγματική εξουσία, η οικονομική, βρισκόταν στα χέρια άλλων.
Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να αναδιανείμει τη γη, επειδή το νέο Σύνταγμα προστάτευε την ατομική ιδιοκτησία και καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την όποια αγροτική μεταρρύθμιση. Εκτός αυτού, δεν ήταν δυνατόν να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, αφού εκατοντάδες εργοστάσια της χώρας ήταν έτοιμα να κλείσουν – επειδή η κυβέρνηση είχε υπογράψει τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (του μετέπειτα ΠΟΕ), η οποία απαγόρευε την αναγκαία επιδότηση των τοπικών επιχειρήσεων.
Ίσως οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι, χωρίς κάποια προστασία και επιδοτήσεις, είναι σχεδόν αδύνατη η Επαναβιομηχανοποίηση μίας χώρας, η αναβίωση δηλαδή του κατεστραμμένου παραγωγικού της ιστού – όπως απαιτείται σήμερα στην Ελλάδα, εάν θέλουμε πράγματι να επιλύσουμε το τεράστιο πρόβλημα του πάγια αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου μας, το οποίο ουσιαστικά ευθύνεται τα μέγιστα για το εξωτερικό τουλάχιστον χρέος μας.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η διανομή δωρεάν φαρμάκων για την καταπολέμηση του AIDS απαγορευόταν, αφού μία τέτοια απόφαση παραβίαζε τα πνευματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας που προστάτευε ο ελεγχόμενος από την υπερδύναμη Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – στον οποίο είχε προσχωρήσει η Νότια Αφρική, κατ’ απαίτηση βέβαια των δανειστών της. Η διάθεση περισσότερου χρήματος προϋπέθετε φυσικά τη σύμφωνη γνώμη της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, η οποία δεν την παρείχε.
Η δωρεάν ύδρευση δεν ήταν επίσης εφικτή, αφού η Παγκόσμια Τράπεζα, μέσω της ομάδας οικονομολόγων που είχε στείλει στη χώρα, είχε μετατρέψει σε κανόνα, σε υποχρέωση δηλαδή, τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις κοινωφελείς επιχειρήσεις. Τέλος, εάν η κυβέρνηση ήθελε να αυξήσει τους μισθούς, δεν της επιτρεπόταν – λόγω του δανείου ύψους 850 εκ. $ με το ΔΝΤ, το οποίο επέβαλλε «συγκράτηση των μισθών».
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η οποιαδήποτε μη υποταγή στους κανόνες και στους περιορισμούς που επέβαλλαν το ΔΝΤ και όλοι οι υπόλοιποι «συνεργοί» του, θα θεωρούταν απόδειξη επικίνδυνης εθνικής αφερεγγυότητας (=το κράτος έχει συνέχεια), έλλειψη αφοσίωσης στην εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» και απουσία ενός βασισμένου σε κανόνες συστήματος – με αποτέλεσμα τη διακοπή της χορήγησης βοήθειας (=δόσεων από το ΔΝΤ) και τη φυγή των ξένων κεφαλαίων.
Οι ανεξάρτητες Αρχές
Συνεχίζοντας, τόσο η δήθεν «ανεξάρτητη» κεντρική τράπεζα, όσο και το «υπό κηδεμονία» Υπουργείο Οικονομικών, επέβλεπαν άγρυπνα την πιστή τήρηση των εντολών – οπότε φυσικά επαναλήφθηκε η γνωστή ιστορία:
Η κυβέρνηση, «γονατισμένη» από το χρέος και υφιστάμενη διεθνείς πιέσεις, προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, άρχισε σύντομα να αυξάνει τις τιμές, να μειώνει τους μισθούς, να διασύρει τους αντιρρησίες και να «ξεπουλάει» δημόσια περιουσία – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, εκατομμύρια άνθρωποι να εξαθλιωθούν, μη έχοντας πλέον ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς.
Όσο για τα πλούσια ορυχεία, τις τράπεζες και τις μονοπωλιακές βιομηχανίες, των οποίων την εθνικοποίηση ζητούσε ο Mandela παρέμειναν στα χέρια τεσσάρων εταιρικών κολοσσών – οι οποίοι ελέγχουν πλέον το 80% του χρηματιστηρίου της χώρας. Μεταξύ των ετών 1997 και 2004 η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πούλησε δεκαοκτώ δημόσιες εταιρείες, συγκεντρώνοντας 4 δις $ – τα οποία διατέθηκαν στην εξυπηρέτηση των δανείων των διεθνών τοκογλύφων, με το χρέος να παραμένει στην ουσία αμετάβλητο.
Το «πικρό φάρμακο» λοιπόν του ΔΝΤ, το οποίο προβλέπει (με τη βοήθεια μίας εντελώς ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας και ενός σκιώδους Υπουργείου Οικονομικών) περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στις κρατικές δαπάνες, ελαστικότητα στην εργασία, απελευθέρωση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, ενίσχυση του ελευθέρου εμπορίου, περιορισμένους ελέγχους στη ροή των κεφαλαίων κλπ., αποδείχθηκε στην κυριολεξία θανατηφόρο για την συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών της Ν. Αφρικής – όπως και για όλες σχεδόν τις χώρες, στις οποίες «εισέβαλλαν» οι σύνδικοι του διαβόλου.
Οι μέθοδοι των εισβολέων
Οι διεθνείς τοκογλύφοι, το «σύστημα», όπως αποκαλείται, χρησιμοποιούν σταθερά την ίδια μέθοδο: διαφθείρουν την πολιτική, αναλαμβάνουν τη σκιώδη εξουσία και στη συνέχεια λεηλατούν τόσο την ιδιωτική, όσο και τη δημόσια περιουσία εκείνων των δύστυχων χωρών, στις οποίες εισβάλουν (αφού προηγουμένως τις υπερχρεώσουν, υποχρεώνοντας τες να ζητήσουν τη «βοήθεια» τους). Στο σημείο αυτό είναι ίσως σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ξανά τα στάδια της λεηλασίας, με το κείμενο που ακολουθεί:
Η «απελευθέρωση των αγορών», την οποία επιβάλλει δικτατορικά το ΔΝΤ στις χώρες που εισβάλλει (η γερμανική Τρόικα στην Ελλάδα σήμερα), σημαίνει απλά το εξής: «Ανοίξτε τα σύνορα σας στους εντολοδόχους μας, για να μπορέσουν να αρπάξουν και να λεηλατήσουν ότι βρουν – ιδιωτικά ακίνητα, δημόσια περιουσιακά στοιχεία, επιχειρήσεις, μερίδια αγοράς κοκ.»
Αυτό γίνεται αφενός μεν με τη βοήθεια της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, η οποία «φιλοδοξεί» να γίνει ο τοποτηρητής των εισβολέων στη χώρα της, αφετέρου με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας – η οποία επιβάλλει «νομοθετικά διατάγματα» που δεν απαιτείται η έγκριση τους από τη Βουλή, ενώ διευκολύνει επικοινωνιακά την άλωση της εκάστοτε χώρας.
Η «διασπάθιση» της ιδιωτικής περιουσίας (ακίνητα, οικόπεδα κλπ.), επιτυγχάνεται πολύ απλά, με τη βοήθεια της υπερβολικής φορολόγησης – επίσης με τη συνδρομή των τραπεζών, οι οποίες έχουν στην ιδιοκτησία τους τις υποθήκες.
Η μέθοδος επηρεασμού της κοινής γνώμης, έτσι ώστε να μην αντιδράσει, είναι οι κατηγορίες για φοροδιαφυγή, για διαφθορά ή για οτιδήποτε άλλο ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού – στα πλαίσια του «μαζί τα φάγαμε» ή της τοποθέτησης της μίας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης.
Από την άλλη πλευρά, η αφανής ακίνητη περιουσία του δημοσίου εκποιείται με την ίδρυση εταιριών, στις οποίες μεταβιβάζονται κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους. Στη συνέχεια, πωλούνται οι μετοχές των εταιρειών αυτών, οπότε δεν γίνεται αντιληπτό σχεδόν τίποτα από τους Πολίτες. Όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, όπου τα «φιλέτα» είναι οι κοινωφελείς (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), οι κερδοφόρες μονοπωλιακές (ΟΠΑΠ) και οι στρατηγικές (ΟΤΕ κλπ.), ακολουθείται συνήθως η παρακάτω διαδικασία:
(α) Καταγγέλλεται η διαφθορά των συνδικαλιστών και του υπόλοιπου προσωπικού τους, μέσω των διατεταγμένων ΜΜΕ, έτσι ώστε να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη και να μην φέρει αντίρρηση στην εκποίηση τους.
(β) Απολύεται το δήθεν υπεράριθμο ή ακριβό προσωπικό τους – ιδίως αυτοί που αντιδρούν στην όλη διαδικασία. Προσλαμβάνονται είτε οι ίδιοι, είτε καινούργιοι, με τους νέους όμως βασικούς μισθούς «πείνας».
(γ) Εξυγιαίνονται με χρήματα των φορολογουμένων Πολιτών (όπως πρόσφατα η ΔΕΗ με την αύξηση των τιμών του ρεύματος – παρά τη μείωση του κόστους ενέργειας και την λήξη των ΝΟΜΕ) και στη συνέχεια πωλούνται «καθαρές» στους εισβολείς – μισοτιμής προφανώς, αφού στην υπό κατάληψη χώρα οι τιμές έχουν καταρρεύσει.
Ότι δεν μπορούν να αγοράσουν οι εισβολείς σε τιμές ευκαιρίας, φροντίζουν να το κλείσουν με τη μέθοδο του dumping – γεγονός που σημαίνει ότι, κερδίζω στη δική μου χώρα, οπότε μπορώ να πουλάω κάτω από το κόστος σε μία άλλη, μέχρι να κλείσω τους ανταγωνιστές μου, αυξάνοντας μετά τις τιμές.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, μειώνουν τις τιμές πώλησης τους κάτω από το κόστος, με αποτέλεσμα οι τοπικές βιομηχανίες να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τον ανταγωνισμό. Επομένως, είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές στους εντολοδόχους του ΔΝΤ – ή της Τρόικα στην περίπτωση της Ελλάδας.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, επειδή οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς και του «Laissez-faire» παραπλανώνται, θεωρώντας πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύουν, οφείλουν να γνωρίζουν πως ως ιδεολογία ο νεοφιλελευθερισμός προκύπτει πράγματι από τη δραστική μείωση της επιρροής του κράτους. Εν τούτοις, στην πολιτικοοικονομική πραγματικότητα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική – αφού ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί ισχυρότερους, πιο παρεμβατικούς, ακόμη και αυταρχικούς κρατικούς μηχανισμούς (πηγή).
Παράδειγμα στην Ελλάδα το Επιτελικό Κράτος του σημερινού πρωθυπουργού που ισχυροποιείται διαρκώς, ενώ οι υπουργοί μετατρέπονται σε υπερυπουργούς με τεράστιες δικαιοδοσίες που στην ουσία μεταφέρουν στον κ. Μητσοτάκη – με τελικό αποτέλεσμα να έχουμε μία αυταρχική, «ενός ανδρός αρχή» που υπάγεται και λογοδοτεί σε τελική ανάλυση στις δυνάμεις κατοχής της χώρας μας. Όσον αφορά τον αυταρχισμό του νεοφιλελευθερισμού, φαίνεται ξεκάθαρα από την εμπειρία της δεκαετίας του 1970 στη Ν. Αμερική και ιδιαίτερα στη Χιλή – όπου δημιουργήθηκαν πολλά νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, μέσω στρατιωτικών πραξικοπημάτων.
Στα πλαίσια αυτά, αποτελεί μία διαδεδομένη, λανθασμένη αντίληψη το ότι, οι νεοφιλελεύθεροι είναι εναντίον του κράτους και έχουν ως στόχο τους να το διατηρήσουν όσο το δυνατόν μικρότερο – όπως διαδίδουν προς τα έξω, για να παραπλανήσουν και για να έχουν με το μέρος τους τους φιλελεύθερους, ενώ φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα της Ελλάδας πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ειδικότερα τα εξής:
«Σε αντίθεση με τους κλασικούς φιλελεύθερους, οι νεοφιλελεύθεροι χρειάζονται και θέλουν ένα ισχυρό κράτος που να παρέχει τους απαραίτητους θεσμούς και να διασφαλίζει ότι, ο κοινοβουλευτικός συνασπισμός σχεδιάζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβαδίζει με την αγορά» (Angela Merkel) – γεγονός που σημαίνει, μεταφράζοντας στην καθομιλουμένη την παραπάνω έκφραση της καγκελαρίου, πως η (κατ’ επίφαση) δημοκρατία δεν εμποδίζει τα εταιρικά κέρδη. Η διαδεδομένη υπόθεση λοιπόν πως το κράτος είναι εχθρός των νεοφιλελευθέρων, είναι απολύτως ψευδής – αφού το κράτος είναι το πιο σημαντικό μέσον για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού που δεν διαφέρει σημαντικά από τον εθνικοσοσιαλισμό, αποτελώντας στην ουσία την εξέλιξη του (ανάλυση).
Εν προκειμένω, οι αγορές είναι κοινωνικές και θεσμικές κατασκευές που χρειάζονται νόμους και κανόνες για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά – οπότε απαιτείται ένα ισχυρό κράτος για δρομολογηθούν αυτές οι αγορές, για να επιβληθούν και για να συντηρηθούν. Τα καθήκοντα ενός τέτοιου κράτους συμπεριλαμβάνουν την παροχή γενικότερων υποδομών, τη δημιουργία και τη διαφύλαξη των κανόνων Δικαίου στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα, τη ρύθμιση των κοινωνικών συγκρούσεων μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου, την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια από την αστυνομία και το στρατό κοκ. – ενώ όποιος δεν βλέπει πως αυτά ακριβώς δρομολογούνται σήμερα στην Ελλάδα, απλά εθελοτυφλεί.
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της νεοφιλελευθεροποίησης δεν θα ήταν δυνατή, εάν τα κράτη δεν την είχαν εφαρμόσει με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, καθώς επίσης με την εκμετάλλευση όλων των κρίσεων – όπως της χρηματοπιστωτικής του 2008, της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010 και του Covid σήμερα. Ποια είναι αυτή η διαδικασία; Απλούστατα η ίδρυση ανεξάρτητων Αρχών (από το κοινοβούλιο και τη Δημοκρατία), η απελευθέρωση των αγορών αγαθών και κεφαλαίων, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών όπως το νερό και η ενέργεια, η απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι περιορισμοί στα εργασιακά δικαιώματα, η μείωση των κοινωνικών προγραμμάτων κοκ.
Συμπερασματικά λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός και το νεοφιλελεύθερο πολιτικό καθεστώς δεν επιδιώκουν την απόσυρση του κράτους υπέρ της αγοράς ή τη μείωση της έκτασης της κρατικής παρέμβασης αυτής καθαυτής – αλλά στην εντατικοποίηση της κρατικής παρέμβασης υπέρ του κεφαλαίου, ειδικότερα υπέρ των εγχωρίων και διεθνών ελίτ που το νεοφιλελεύθερο κράτος υπηρετεί, όπως στο παρελθόν ο εθνικοσοσιαλισμός που δεν πρέπει να συγχέεται με το ναζισμό.
Οι ανεξάρτητες Αρχές και το νεοφιλελεύθερο Επιτελικό Κράτος – The Analyst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου