Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Διάλεξη του Franco Volpi για τον Heidegger…διαμέσου του Αριστοτέλη α

 

Διάλεξη του Franco Volpi για τον Heidegger…διαμέσου του Αριστοτέλη α

 Franco Volpi

https://www.youtube.com/watch?v=XYopdfR7vYM&list=PL9K0fytNF28MTiO8z2xgRxhLhu2y8jS6j&index=6


Λοιπόν, το σημείο που θα έπρεπε να διευκρινίσουμε λίγο καλύτερα, πριν κλείσουμε οριστικά με τον Ἀριστοτέλη και τον αφήσουμε στη μοίρα του, είναι, ας πούμε έτσι, μία περαιτέρω εξειδίκευση που θα έπρεπε να δώσουμε σχετικά με την ονομασία που αποδώσαμε στη ζωή του ανθρώπου ως κίνηση. Είπαμε μία κίνησις.

Ξέρουμε ότι στον Ἀριστοτέλη η κίνηση είναι φαινόμενο που μελετάται με μεγάλη προσοχή. Ξέρουμε ότι ο Ἀριστοτέλης, σύμφωνα με όσα γενικώς παραδίδουν τα εγχειρίδια —και που συναντάμε στη Φυσική και σε άλλα έργα— διακρίνει τέσσερις τύπους κινήσεως. Ξέρουμε επίσης ότι εξετάζει την κίνηση και στη Μεταφυσική, όπου διακρίνει μία τέλεια από μία ατελή κίνηση. Ξέρουμε ακόμη ότι ξεχωρίζει την ευθύγραμμη κίνηση από την κυκλική.

Με λίγα λόγια, γνωρίζουμε ότι η έννοια της κινήσεως στον Ἀριστοτέλη «πολλαχῶς λέγεται», λέγεται με πολλούς τρόπους. Επομένως, πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα αν εκείνη η κίνησις που είναι ίδιον της ανθρώπινης ζωής έχει μία ιδιαίτερη ποιότητα, έναν χαρακτήρα δικό της· τι είδους κίνηση είναι αυτή που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή. Ο Ἀριστοτέλης το λέει επίσης και στο Περὶ ψυχῆς.

Λέει ότι είναι μία κίνηση τοπική, γιατί τα ζώα, σε αντίθεση με τα φυτά, μετακινούνται ακριβώς για να κυνηγήσουν εκείνα τα πράγματα που τους υποδεικνύει, θα λέγαμε, η ὄρεξις. Επειδή επιθυμούν πράγματα, επειδή βλέπουν πράγματα όμορφα, τους αρέσουν· δεν θέλουν μόνο να τα κοιτούν, θέλουν και να τα αποκτήσουν, να τα συλλάβουν. Για παράδειγμα, βλέπουν νερό, διψούν, πηγαίνουν, κινούνται για να πιουν το νερό.

Βλέπουν ένα ωραίο θήραμα, δεν θέλουν μόνο να το κοιτούν, θέλουν να το συλλάβουν και να το φάνε. Άρα κινούνται. Η κίνηση της ζωής είναι πρωτίστως μία κίνηση φοράς, τοπικής μετακινήσεως, κίνησης στον χώρο.

Μετακινούνται μέσα σε ένα περιβάλλον για να αντιμετωπίσουν και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του επιθυμητικού τους συστήματος. Αυτό από βιολογική, θα λέγαμε, ζωολογική άποψη. Μελέτες που, όπως ξέρουμε, κάνει ο Ἀριστοτέλης, γράφοντας μάλιστα στην πραγματεία Περὶ ζῴων κινήσεως.

Είναι φανερό ότι ενδιαφερόταν και γι’ αυτό. Όπως σωστά παρατηρεί ο Jonathan Barnes, εξέχων αρχαιογνώστης της Οξφόρδης. Ανοίγω μία παρένθεση: κάποτε ο Jonathan Barnes έγραψε ένα άρθρο, κάπως πνευματώδες, αλλά το έγραψε με απολύτως σοβαρό ύφος, λέγοντας ότι αν ο Ἀριστοτέλης ζούσε τον εικοστό αιώνα, θα είχε σίγουρα πάει να κατοικήσει στην Οξφόρδη για να συζητά μαζί του, ίσως.

Και δημοσίευσε αυτό το κείμενο σε ένα περιοδικό, όπου έλεγε ότι το αληθινό αριστοτελικό πνεύμα ζούσε στην Οξφόρδη. Του απάντησε τότε ο Verbeke, που ήταν κλασικός φιλόλογος και μεσαιωνιστής, ο οποίος ζούσε στη Louvain, όπου υπήρξε μεγάλη παράδοση αριστοτελισμού, αν και διαμορφώθηκε με νεοσχολαστικό τρόπο. Ο Verbeke του απάντησε λέγοντας ότι πιθανώς ο Ἀριστοτέλης, αν ζούσε τον εικοστό αιώνα, θα είχε εγκατασταθεί στην Οξφόρδη, αλλά για τις διακοπές του θα πήγαινε μάλλον στη Louvain.

Νομίζω ότι κάποιος από την Padua του είπε ότι ίσως θα ερχόταν και να δώσει καμιά διάλεξη και στην Padua, για να βρει κάποιους αριστοτελιστές και στη Louvain. Κατά τη γνώμη μου, θα πήγαινε μάλλον στον Μέλανα Δρυμό να συναντήσει τον Heidegger, δεδομένου ότι τουλάχιστον ήταν ένας στοχαστής, όχι στο επίπεδό του βέβαια, αλλά που πλησίαζε αρκετά. Κλείνω την παρένθεση.

Λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ζήτημα της κινήσεως των ζώων, που ο Ἀριστοτέλης μελετά σε όλες του τις λεπτομέρειες, στα χταπόδια, σε όλα τα είδη ζώων, στον άνθρωπο κτλ. Όμως, εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι, θα λέγαμε, η κίνηση που προσδιορίζεται από βιολογικούς λόγους, αλλά εκείνη που, σύμφωνα με τον Ἀριστοτέλη, αποτελεί την κύρια αιτία της κινήσεως στη ζωή του ανθρώπου. Δηλαδή, αυτό που χθες, με μια πιο σύγχρονη διατύπωση, προσπάθησα να εκφράσω με τους εξής όρους: λέγοντας ότι εμείς βιώνουμε τις καταστάσεις της ζωής μας ως πρόβλημα. Δηλαδή τις ζούμε ως ανοιχτές σε λύσεις γύρω από τις οποίες καλούμαστε να αποφασίσουμε.

Ο Ἀριστοτέλης δεν έχει την έννοια της «βούλησης», δεν υπάρχει κυριολεκτικά στα ελληνικά η έννοια της «θελήσεως». Υπάρχει η βούλησις, αλλά η βούλησις είναι κάτι διαφορετικό. Είναι όπως όταν λέμε: «Θέλω η ομάδα μου να κερδίσει». Η βούλησις στα ελληνικά είναι ένας ευσεβής πόθος, μία ευχή.

Η βουλητική διάθεση με την κυριολεκτική έννοια, ως κίνητρο της πράξεως, εκφράζεται στα ελληνικά με άλλες λέξεις. Υπάρχει δηλαδή μια σημασιολογική μετατόπιση δύσκολη να εξηγηθεί εδώ, και που δεν είναι καν τόσο σημαντικό να εξηγηθεί τώρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι, σύμφωνα με τον Ἀριστοτέλη, υπάρχει κάτι στη ζωή του ανθρώπου που αντιστοιχεί σε αυτήν την εμπειρία της καταστάσεως ως προβλήματος· άρα της ανοιχτότητας σε διάφορες δυνατότητες γύρω από τις οποίες εγώ καλούμαι να αποφασίσω. Αυτό ο Ἀριστοτέλης το ονομάζει με έναν όρο, λέγοντας ότι στη ζωή του ανθρώπου αυτό μπορεί να είναι αιτία κινήσεως· και είναι αυτό που είπαμε η προαίρεσις.

Η προαίρεσις, δηλαδή η ικανότητα όχι απλώς να υφίσταμαι την έλξη της επιθυμίας, της ορέξεως, αλλά να καθορίζω προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση αυτό που κάνω βάσει αυτής της έλξεως. Δεν μπορώ να είμαι κουφός στην κλήση της επιθυμίας, αλλά έχω τη δυνατότητα να την διοχετεύσω βάσει μιας επιλογής.

Πώς λοιπόν καθορίζεται αυτή η προαίρεσις; Και, αν θέλουμε, πώς αυτή η προαίρεσις διαμορφώνει την κίνηση της ζωής; Χθες είπαμε ορισμένα πράγματα, λέγοντας ότι, από τη μία, αυτό διαμορφώνεται με βάση τον τρόπο με τον οποίο, υφιστάμενος τη δύναμη των παθών, μπορώ να μετασχηματίσω αυτήν την ενέργεια που γεννιέται αυθόρμητα μέσα μου, βάσει βιολογικών λόγων, και να την κατευθύνω, προσπαθώντας να την οδηγήσω προς τη μία κατεύθυνση και όχι την άλλη· και επαναλαμβάνοντας συνεχώς αυτές τις πράξεις διοχέτευσης, καταλήγω να σταθεροποιώ αυτή την κατεύθυνση και να αποκτώ μία συγκεκριμένη διαμόρφωση του επιθυμητικού μου συστήματος ως μία δευτέρα φύσις, μία δεύτερη φύση.

Για παράδειγμα, έχω συνηθίσει να μην πίνω ούτε πολύ, ούτε πολύ λίγο και, στο τέλος, το να πίνω με το σωστό μέτρο γίνεται σχεδόν για μένα μια αυθόρμητη πράξη, σαν να μου έρχεται φυσικά. Εδώ υπάρχει ένα πολύ ευρύ φάσμα δυνατοτήτων σε οποιοδήποτε από τα πάθη μπορούμε να σκεφτούμε. Και σε αυτό εντάσσεται αυτό που ονομάζεται νοῦς.

Είπαμε επίσης —και εδώ τώρα συνδυάζουμε το σχήμα— ότι, εάν η κίνησις προσδιορίζεται από αυτά τα δύο στοιχεία, τότε στον άνθρωπο διαμορφώνεται, θα λέγαμε, σε τρεις θεμελιώδεις συμπεριφορές. Δηλαδή, αυτό που τελικά συμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου είναι ότι, καθώς αυτά τα δύο στοιχεία ενσωματώνονται, κάποιος καταλήγει να ασκεί είτε τη θεωρία είτε την πρᾶξι είτε την ποίησι, σωστά; Έχουμε δηλαδή συμπεριφορές που γίνονται καθοριστικές. Υπάρχουν οι τρεις βασικές συμπεριφορές που ο Ἀριστοτέλης εντοπίζει και που, ας πούμε, γεννιούνται από αυτήν την ενοποίηση της επιθυμίας και της λογικότητας.

Ανάλογα με τον τρόπο που αυτή γίνεται και τις κατευθύνσεις που παίρνει αυτή η ενοποίηση, μπορούμε να έχουμε ανθρώπους που αφοσιώνονται στη στοχαστική δραστηριότητα, άλλους που αφοσιώνονται στη πολιτική δραστηριότητα, και άλλους που ασκούν την τέχνη, την παραγωγική δραστηριότητα. Επιστρέφουμε έτσι στον κύκλο του Πυθαγόρα: δηλαδή, αυτές οι τρεις συμπεριφορές μπορούν να γίνουν τρεις επιλογές ζωής.

Λοιπόν, οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει αυτό, εκείνο ή το άλλο. «Οποιοσδήποτε» εντός εισαγωγικών, γιατί την θεωρία την κάνουν μόνο ελάχιστοι, οι άλλοι δεν τα καταφέρνουν· αλλά κατ’ αρχήν, κάθε ανθρώπινη ζωή είναι σε θέση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να κάνει αυτό, εκείνο ή το άλλο. Άρα πρέπει να διακρίνουμε τη θεωρία, την πρᾶξι και την ποίησι είτε ως δυνατές συμπεριφορές, δηλαδή ως δυνατές διαμορφώσεις της κινήσεως τοῦ βίου, είτε ως επιλογές ζωής· και σε αυτή την περίπτωση γίνονται συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν ολόκληρη μία ζωή. Και εδώ ανοίγει ένα άλλο πρόβλημα: το πρόβλημα της ευδαιμονίας.

Ποια είναι η συμπεριφορά που πρέπει να υιοθετήσω, κατ’ αρχήν και κατά το πλείστον και για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, αν θέλω να επιτύχω εκείνο που ονομάζουμε ευδαιμονία; Εχθές, σας είπαν ότι υπάρχει μία αναπόφευκτη σχέση ανάμεσα στην αναγκαιότητα να λάβω υπ’ όψιν τις υλικές συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκομαι ριγμένος να ζήσω —για να χρησιμοποιήσω μια χαϊντεγκεριανή γλώσσα— και από τις οποίες δεν μπορώ να απαλλαγώ· αλλά ότι το καθήκον μου είναι, με βάση εκείνη τη φρόνηση που ο Ἀριστοτέλης ονομάζει φρόνησις, να οργανώσω αυτές τις υλικές συνθήκες έτσι ώστε μέσα σε αυτές να μπορέσω να διαμορφώσω έναν χώρο ανενόχλητο, όπου θα μπορώ να επιδίδομαι σε εκείνη τη δραστηριότητα που πράγματι, σύμφωνα με τον Ἀριστοτέλη, μου επιτρέπει μια σταθερή κατάσταση ευδαιμονίας: το θεωρεῖν.

Εκείνο που θέλω να καταλάβω, λοιπόν, είναι αν πάει καλά αυτός ο συλλογισμός: ποια είναι η φύση αυτής της κινήσεως ώστε να μπορεί να παράγει αυτό, εκείνο ή το άλλο; Τι είδους κίνηση έχουμε εδώ, αν πρέπει να μπορούμε να πούμε ότι κάτι που χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη κινητικότητα —που άρα δεν μένει ακίνητο, δεν είναι όπως ο Θεός, τέλειος μέσα στην τέλεια κατοχή του εαυτού του, αλλά κατά κάποιο τρόπο μετακινείται, αλλάζει— πώς μπορώ να νοήσω αυτή την αλλαγή που προκαλείται από την κίνηση, έτσι ώστε, παρά την αλλαγή, αυτό το ον που κινείται να παραμένει σε μια κατάσταση τελειότητας;

Και πώς μπορώ να νοήσω ότι σε αυτήν την κίνηση, η οποία έχει τη δυνατότητα να παραμένει σε μια κατάσταση τελειότητας, ευδαιμονίας, αυτή γεννά αυτό, εκείνο ή το άλλο; Ποιος είναι ο ενιαίος θεμελιώδης χαρακτήρας που καθιστά δυνατές αυτές τις τρεις συμπεριφορές και ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτός ο θεμελιώδης ενιαίος χαρακτήρας μπορεί να χαρακτηριστεί ολοκληρωμένος, τέλειος; Έτσι θα έχω τα εργαλεία για να κατανοήσω καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο ο Ἀριστοτέλης εννοεί την ευδαιμονία.

Λοιπόν, για να το εξηγήσω καλύτερα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ένα κείμενο του Ἀριστοτέλη, όπου κάνει λόγο περί αυτού· βρίσκεται στη Μεταφυσική, βιβλίο ΣΤ΄, όπου αναλύει τη διαφορά ανάμεσα στην ατελή κίνηση, εκείνη την τέλεια κίνηση που ονομάζει πρᾶξιν (ή αὐτοτελής) και εκείνη την ιδιαίτερη τέλεια κίνηση που ονομάζει ἐνέργεια. Δηλαδή πρέπει να μπούμε λίγο στις κατηγορίες του Ἀριστοτέλη.

Για εμάς, όπως έλεγα, ο Ἀριστοτέλης είναι μόνο αφορμή για να δούμε το πρόβλημα και να φτάσουμε στον Heidegger. Η πεποίθησή μου είναι ότι υπάρχει και στον Ἀριστοτέλη —διατυπωμένο συγκεκριμένα αλλά σε άλλο μέρος— ότι αυτή η κίνησις, δηλαδή ο ενιαίος χαρακτήρας αυτής της κινήσεως, έχει χαρακτήρα πράξεως. Δηλαδή η πρᾶξις που βρίσκουμε εδώ, στο επίπεδο μιας ιδιαίτερης συμπεριφοράς διακριτής από την ποίησιν και τη θεωρία, διαμορφώνει έναν τύπο κινητικότητας που είναι ταυτόχρονα και η αρχέγονη κινητικότητα της κινήσεως τοῦ βίου, της κινήσεως της ζωής.

Αλλά εδώ θα γράφαμε Πρᾶξις με κεφαλαίο, ή ἀρχέγονη Πρᾶξις, γιατί η πρᾶξις που μου χρειάζεται για να εξηγήσω τον θεμελιώδη ενιαίο χαρακτήρα της κινήσεως τοῦ βίου είναι διαφορετική από την πρᾶξιν ως επιμέρους συμπεριφορά.

Είναι κάτι πιο αρχικό. Δηλαδή έχουμε τη ζωή, που μπορεί να λάβει πρακτικές, ποιητικές και θεωρητικές συμπεριφορές· αλλά η ζωή καθαυτή, στη ρίζα της, στην πρώτη, ενιαία, θεμελιώδη διάστασή της, έχει τον χαρακτήρα μιας Πράξεως —γραμμένης αυτή τη φορά με κεφαλαίο. Δηλαδή εκείνης της τέλειας κινήσεως που έπειτα τη βλέπω πραγματωμένη στις επιμέρους πράξεις.

Αλλά τι είναι εκείνη η κίνηση που έχει τον χαρακτήρα της πράξεως; Και πότε αυτή η κίνηση μπορεί να ειπωθεί τέλεια, ολοκληρωμένη; Λοιπόν, για να το εξηγήσουμε αυτό, πρέπει να πάρουμε το κείμενο του Ἀριστοτέλη. Συνήθως λέγεται: η πρᾶξις είναι εκείνος ο τύπος κινήσεως που έχει τον σκοπό της μέσα της η ίδια. Και συνήθως δίνεται το παράδειγμα —το ίδιο που δίνει και ο Ἀριστοτέλης— του αυλητή, ο οποίος παίζει για την ευχαρίστηση του να παίζει.

Άρα, ο σκοπός του να παίζει είναι να παίζει καλά. Ενώ η ποίησις είναι ένας τύπος κινήσεως, ένας τύπος πράξεως, που δεν έχει ως σκοπό τον εαυτό της, αλλά την πραγμάτωση ενός πράγματος που βρίσκεται έξω από την ίδια τη δραστηριότητα. Ο αγγειοπλάστης, όταν φτιάχνει το αγγείο, δεν έχει ως σκοπό το ίδιο το φτιάξιμο του αγγείου, αλλά έχει ως σκοπό εκείνο το αγγείο που, μόλις παραχθεί, στέκεται εκεί ως αντικείμενο, ορατό εκτός της δράσεώς του.

Ο αγγειοπλάστης, λοιπόν, παίρνει μία ύλη, τη μορφοποιεί και παράγει το αγγείο. Ο σκοπός είναι η παραγωγή του «ἔργον», του έργου, το οποίο, μόλις ολοκληρωθεί η κίνησή του, το βλέπουμε εκεί πραγματοποιημένο, αντικειμενοποιημένο. Ενώ στον αυλητή δεν φαίνεται να συμβαίνει αυτό· εκείνος παίζει για να παίζει· δεν είναι ότι, αφού παίξει, μένουν εκεί οι νότες για να τις βλέπουμε.

Αυτή είναι γενικά η εξήγηση που δίνεται για τη διαφορά ανάμεσα στην πρᾶξιν και την ποίησιν. Και λέγεται: η ανθρώπινη ζωή είναι λίγο σαν την πρᾶξιν, η κίνηση της ανθρώπινης ζωής έχει τον χαρακτήρα της πράξεως. Ειπωμένο έτσι, το πράγμα φαίνεται και σαφές· όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι επαρκώς σαφές ούτε καλά ειπωμένο.

Γιατί; Διότι δεν νομίζω ότι ο Ἀριστοτέλης, όταν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην πρᾶξιν και την ποίησιν, θέλει να δείξει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πράξεις, συγκεκριμένοι τύποι πράξεων που είναι ποιήσεις, δηλαδή παραγωγές, χειρισμοί· και άλλοι τρόποι ή τύποι ή γένη πράξεων που είναι πράξεις. Νομίζω ότι ο Ἀριστοτέλης θέλει να πει ότι αυτή η διάκριση είναι διάκριση αρχής, τέτοια ώστε κάθε τύπος —ή σχεδόν κάθε τύπος— πράξεως μπορεί να θεωρηθεί είτε ως πρᾶξις είτε ως ποίησις, ανάλογα με τον σκοπό και τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιείται αυτή η πράξη.

Σας δίνω ένα παράδειγμα για να γίνει σαφές, παράδειγμα που δίνω πάντοτε. Παίρνουμε μία κίνηση που μπορούμε να κάνουμε: το περπάτημα (βαδίζειν) ή το κολύμπι.

Κάποιος μπορεί να κολυμπά· πάει στην πισίνα, ας πούμε, στο ξενοδοχείο Salicone, βρίσκει μια πισίνα, βρίσκει και μερικούς φοιτητές και αρχίζει να κολυμπά μαζί τους. Κάνει μια κίνηση. Μπορώ να κολυμπήσω και αλλού, όχι μόνο στην πισίνα· για παράδειγμα, πάω μια βόλτα, υπάρχει ένα ωραίο ποτάμι· ξαφνικά πετάγεται ένα αγριογούρουνο, από αυτά που συναντάμε στα δάση, που θέλει να με δαγκώσει.

Τι κάνω τότε; Υπάρχει το ποτάμι· πηδάω μέσα, βουτάω, κολυμπάω απέναντι. Κολύμπησα όπως και στην πισίνα, και σώθηκα από το αγριογούρουνο. Και στις δύο περιπτώσεις, από φυσικής απόψεως, έκανα ακριβώς τις ίδιες κινήσεις· δηλαδή χεριές, μια συγκεκριμένη τεχνική, που μου επιτρέπει να επιπλέω στο νερό και να μετακινούμαι μέσα του από ένα σημείο σε άλλο.

Όμως, από αριστοτελική άποψη, παρ’ όλη την ταυτότητα της φυσικής δυναμικής αυτής της κολυμβητικής κινήσεως, υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στο να κολυμπώ στην πισίνα για την απόλαυση της κολύμβησης και στο να κολυμπώ στο ποτάμι για να ξεφύγω από το αγριογούρουνο. Στην περίπτωση του αγριογούρουνου, η κίνηση, σύμφωνα με τον Ἀριστοτέλη, είναι ατελής. Τι σημαίνει «ατελής»; Ο Ἀριστοτέλης, για να πει «ατελής», το εκφράζει με τον ελληνικό όρο ἀτελές.

Δηλαδή, είναι κάτι που δεν έχει το τέλος, τον σκοπό, μέσα του· γιατί όταν πέφτω στο ποτάμι για να ξεφύγω από το αγριογούρουνο, δεν έχω ως σκοπό το κολύμπι· δεν με ενδιαφέρει το κολύμπι, με ενδιαφέρει να ξεφύγω από το αγριογούρουνο, να σωθώ από το δάγκωμά του. Άρα ο σκοπός, όταν βουτώ στο ποτάμι για να ξεφύγω από το αγριογούρουνο, είναι η σωτηρία που βρίσκεται στην απέναντι όχθη.

Αυτό είναι μία ατελής κίνηση, ἀτελές, με την έννοια ότι δεν έχει τον σκοπό μέσα της, αλλά επιδιώκει έναν σκοπό που βρίσκεται έξω από την κίνηση, στο τέλος αυτής της κινήσεως· και που, όταν επιτευχθεί, κάνει την κίνηση να σταματήσει. Μόλις φτάσω στην άλλη όχθη, παίρνω μια ανάσα, αναστενάζω, σώθηκα από το αγριογούρουνο· και η κίνηση σταματά. Η κίνηση είναι ατελής, διότι, όντας ἀτελής, έχοντας το τέλος έξω από τον εαυτό της, δεν είναι παρά εκείνη η αναγκαία μετακίνηση από ένα σημείο σε ένα άλλο, που μόλις επιτευχθεί, κάνει την ίδια την κίνηση να παύσει.

Στην περίπτωση της κολύμβησης στην πισίνα, είναι κάτι διαφορετικό, γιατί εκεί δεν είναι ότι θέλω να ξεφύγω από κάποιον· εκεί πραγματικά η κίνηση είναι η ίδια, η δυναμική είναι όμοια, όμως κολυμπώ για την απόλαυση της κολύμβησης. Εδώ δεν είναι ότι θέλω να φτάσω κάπου· απλώς κολυμπώ γιατί μου αρέσει να κολυμπώ. Εδώ, αυτή τη φορά, το τέλος βρίσκεται μέσα στο ίδιο το κολύμπι, είναι στο ίδιο το κολύμπι. Η κίνηση δεν είναι πια ευθύγραμμη, από ένα σημείο σε ένα άλλο, αλλά είναι, θα λέγαμε, κυκλική.

Κάθε σημείο είναι αρχή και τέλος της κινήσεως, γιατί σε κάθε σημείο έχω ήδη πραγματοποιήσει αυτό που ήθελα: να κολυμπώ. Και ακριβώς μέσα σ’ αυτήν την κυκλικότητα γεννιέται, σαν δευτερεύον αποτέλεσμα, χωρίς να το επιδιώκω intentione recta (με ορθή πρόθεση), ένα αίσθημα ευεξίας, ένα αίσθημα ευτυχίας, ας πούμε. Γιατί; Διότι, αφού δεν επιδιώκω κάτι ξένο προς το ίδιο το κολύμπι, αλλά βρίσκομαι ακριβώς εκεί που θέλω να είμαι, στο ίδιο το κολύμπι, αυτό μου δίνει μια αίσθηση ολοκληρώσεως, τελειότητος, γιατί έχω ήδη φτάσει σε αυτό που ήθελα να φτάσω.

Σε κάθε σημείο της κινήσεως, δηλαδή αρχή και τέλος. Έτσι αυτό το κολύμπι, μολονότι είναι δυναμικά ταυτόσημο με το κολύμπι που με κάνει να ξεφύγω από το αγριογούρουνο, είναι ριζικά διαφορετικό· είναι αὐτοτελές, ήδη ολοκληρωμένο (telese), έχει το τέλος μέσα στον εαυτό του. Λοιπόν, πάρτε τώρα αυτό το μοντέλο και εφαρμόστε το στην κίνησιν του βίου. Η ζωή έχει χαρακτήρα όπως το κολύμπι για να ξεφύγεις από το αγριογούρουνο, ή έχει χαρακτήρα όπως το κολύμπι για την απόλαυση της κολύμβησης; Μπορείτε να επιλέξετε.

Σύμφωνα με τον Ἀριστοτέλη, αν επιλέξετε το πρώτο μοντέλο, δεν θα είστε ποτέ ευτυχισμένοι, γιατί θα τρέχετε να ξεφύγετε από το ένα στο άλλο. Αντίθετα, αν ζείτε όπως όταν κολυμπάτε για την απόλαυση της κολύμβησης, θα είστε ήδη πάντα ευτυχισμένοι, πριν ακόμη επιδιώξετε οποιονδήποτε σκοπό, γιατί θα βρίσκεστε ήδη πάντα μέσα στο τέλος που εξαρχής επιδιώκατε: ακριβώς το να ζείτε.

Αυτή είναι η ιδέα που έχει ο Ἀριστοτέλης για την ευτυχία, που, λοιπόν, δεν πρέπει να επιδιωχθεί intentione recta (ορθή πρόθεση), αλλά γεννιέται ως συνοδευτικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαθέσεως που έχω απέναντι στην κίνηση της ζωής. Όπως όταν κολυμπώ για την απόλαυση της κολύμβησης. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η ιδιοφυής ιδέα του Ἀριστοτέλη.

Φυσικά, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα· δηλαδή ότι αυτό είναι το αφηρημένο μοντέλο, το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το σώμα μου, όμως, δεν είναι φτιαγμένο για να κολυμπάει πάντα· κυρίως, κουράζεται. Δηλαδή, πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η kinesis tou biou είναι περιορισμένη από συνθήκες θνητότητος. Και έτσι, ακόμη κι εκεί όπου έχω βρει αυτήν την αυτοτελότητα που με κάνει να βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς ικανοποιήσεως, αναπόφευκτα αυτή η κατάστασή μου υπόκειται στη φθαρτότητα της θνητότητος, στα όρια της θνητότητος.

Υπάρχει, θα λέγαμε, στην κίνηση της ανθρώπινης ζωής, εφόσον είναι πεπερασμένη, παρόλο που έχει βρει τον εαυτό της, πάντα ο κίνδυνος της απώλειας. Γιατί, αν κουραστώ, ο μαγικός κύκλος διακόπτεται. Μόνο, όπως λέει εκείνος, για λίγο μπορείς να κάνεις όπως ο Θεός.

Γιατί δεν έχεις τη φύση του Θεού· έχεις ένα σώμα, έχεις ένα σωρό πράγματα που σε περιορίζουν, σε βαραίνουν με ζυγούς, με βάρη· και επομένως, ακόμη κι εκεί όπου έχεις βρει τη σωστή στάση για να ζήσεις τη ζωή όπως όταν κολυμπάς για την απόλαυση της κολύμβησης, είσαι πάντα εκτεθειμένος στον κίνδυνο οι σκουριές της τυχαιότητος να σε εκτινάξουν έξω από αυτόν τον μαγικό κύκλο.

Αυτό, άλλωστε, είναι ενδιαφέρον· δεν είναι και τόσο, αλλά μερικές φορές διαβάζω και άλλα πράγματα, άλλα φιλοσοφικά. Για παράδειγμα, αν διαβάσετε I. B. Leibelsfeld ή Konrad Lorenz, τους ηθολόγους, αυτούς που μελετούν τη συμπεριφορά των ζώων, έχουν ανακαλύψει ότι και στα ζώα υπάρχει κάτι ανάλογο μ’ αυτήν τη δυναμική.

Για παράδειγμα, έχουν μελετήσει τη συμπεριφορά, ας πούμε, των γαζελών, που ξέρουν να τρέχουν καλά. Λοιπόν, συνήθως η γαζέλα τρέχει για να ξεφύγει από το λιοντάρι, τον γκεπάρντ (τσιτά), κάποιο άγριο ζώο που θέλει να τη δαγκώσει. Όμως έχουν παρατηρήσει ότι μερικές φορές υπάρχουν αγέλες γαζελών που τρέχουν με μανία χωρίς να ξεφεύγουν από κανένα λιοντάρι.

Και αναρωτήθηκαν γιατί. Η εξήγηση που δίνουν οι ηθολόγοι είναι ότι το ορίζουν ως «την απόλαυση της λειτουργίας». Φαίνεται ότι οι γαζέλες, επειδή τρέχουν καλά και συνειδητοποιούν ότι τους βγαίνει καλά το τρέξιμο, διασκεδάζουν τρέχοντας για την απόλαυση του τρεξίματος, όπως κι εμείς όταν κολυμπάμε για την απόλαυση της κολύμβησης.

Λοιπόν, πέρα από όλα αυτά, η ιδέα που μου φαίνεται ενδιαφέρουσα είναι ότι ο Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεί αυτήν τη δομή για να συλλάβει την ευτυχία με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, δηλαδή ως συνοδευτικό προϊόν ενός συγκεκριμένου τρόπου διαθέσεως απέναντι στην κίνηση που είναι η ζωή. Απέναντι σ’ εκείνη την kinesis tou biou που έπειτα αρθρώνεται στους τρόπους της θεωρίας, της πράξεως και της ποιήσεως. Κατά τη γνώμη του, ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε καλύτερα και για περισσότερο χρόνο να διατηρήσουμε εκείνη τη μαγική κυκλικότητα που, ως συνοδευτικό προϊόν, ἐπιγινόμενον τί τέλεος, όπως λέει στα ελληνικά, παράγει την ευτυχία, είναι να οργανωθούμε τέλεια με έναν ωραίο οίκο, όπου έχεις τους δούλους που δουλεύουν για σένα, τη γυναίκα που σου ετοιμάζει να φας, φροντίζει για όλα, μεγαλώνει τα παιδιά, κι εσύ δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με τίποτα.

Τα πολιτικά ζητήματα: καλύτερα να ζει κανείς σε μια πόλη όπου δεν υπάρχουν στάσεις, δεν υπάρχουν ταραχές, όπου όλα μένουν ήρεμα και γαλήνια. Τότε μπορείς να ξεχωρίσεις ένα μικρό χώρο, να αποσυρθείς μέσα σου, να κάνεις εκείνη τη δραστηριότητα, όπως όταν αρχίζεις να κολυμπάς για την απόλαυση της κολύμβησης. Πρέπει να έχεις ελεύθερο χρόνο, λοιπόν, και ενεργοποιείς εκείνη την κίνησιν σου με έναν τρόπο που σε κάνει όμοιο, όσο πιο όμοιο γίνεται, κατά το μέτρο του δυνατού, με την κίνησιν του Θεού: «νόησις νοήσεως». Εγώ το απλοποιώ λίγο· για τον Ἀριστοτέλη αυτό έχει ιερό περιεχόμενο, όπως σας έλεγα χτες, αλλά το απλοποιώ για να αποδώσω την ιδέα τού σε τι, ή προς τα πού, αποβλέπει ο αριστοτελικός λόγος, όταν τον γυμνώσουμε από όλες τις επικαλύψεις που βρίσκουμε στα εγχειρίδια, τα οποία τον παρουσιάζουν σαν να ήταν κάτι το απροσπέλαστο.

Ενώ στην πραγματικότητα, αν τον διαβάσει κανείς με έναν ορισμένο τρόπο, είναι ένας στοχαστής σύγχρονος, απολύτως επίκαιρος. Σε αυτό το σημείο μπορούμε τότε να απαντήσουμε, ή να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, στο ερώτημα που είχαμε θέσει σχετικά με την τελειότητα ή την ολοκλήρωση της κινήσεως της ζωής, της kinesis tou biou. Πότε μπορεί αυτή η κίνησις να ειπωθεί ολοκληρωμένη; Αφού είναι εκ φύσεως προσβεβλημένη, σημαδεμένη από όρια, δηλαδή από τη θνητότητα.

Μπορούμε ωστόσο να σκεφτούμε ότι υπάρχει, θα λέγαμε, μια τελειότητα της θνητότητας, άρα μια τελειότητα του ατελούς. Αυτό είναι το ζήτημα. Και με ποιον τρόπο αυτή η kinesis μπορεί να μεταβάλει τον εαυτό της, να προσανατολίσει τον εαυτό της, ώστε να ευνοήσει την επιτυχία της, δηλαδή την επίτευξη της τελειότητάς της; Τι είδους προαίρεσις, τι είδους επιλογή πρέπει να κάνουμε; Τι είδους διάθεση πρέπει να υιοθετήσουμε ώστε να ευνοήσουμε μια μεταμόρφωση της ζωής τέτοια που να την καταστήσει τέλεια; Αυτή είναι η ιδέα που βρίσκεται πίσω από τον λόγο της πρακτικής φιλοσοφίας του Ἀριστοτέλη.

Σύμφωνα με τον Ἀριστοτέλη, η πρακτική φιλοσοφία είναι λειτουργική σε σχέση με τον προσανατολισμό της ζωής προς την τελειότητά της, την επιτυχία της. Λοιπόν, αν μείνουμε στον ορίζοντα του Ἀριστοτέλη, τότε, για εκείνον, τέλειο είναι αυτό –όπως ήδη φάνηκε από όσα είπα– που έχει την κατοχή του δικού του σκοπού, του δικού του τέλους. Πράγματι, τέλειο στα ελληνικά λέγεται τέλειον, έτσι δεν είναι; Τέλειο, ολοκληρωμένο· έχει μέσα του το τέλος του, έχει την κατοχή του εαυτού του.

Κάτι είναι τέλειο, ολοκληρωμένο, όταν έχει ήδη πραγματοποιήσει μέσα του, κατέχει μέσα του το δικό του τέλος. Δηλαδή, όταν κανένα στοιχείο, κανένα μέρος, που από τη φύση του θεωρείται συστατικό εκείνου του πράγματος, δεν βρίσκεται ακόμη έξω από το ίδιο το πράγμα. Επομένως, κάτι είναι τέλειο όταν είναι ολόκληρο, όταν είναι ένα ὅλον.

Και κάτι είναι ολόκληρο όταν δεν του λείπει τίποτα για να είναι αυτό που πρέπει να είναι. Αυτό ο Ἀριστοτέλης το εκφράζει με έναν δικό του όρο, που είναι ο όρος ἐνέργεια ή ἐντελέχεια. Ἐντελέχεια.

Ἐντελέχεια. Στην οποία βλέπετε τη λέξη telos: entelecheia είναι κάτι που είναι τέλειο, που έχει το δικό του τέλος μέσα του, που κατέχει ως όλο, ολόκληρο, ό,τι το προσδιορίζει ως τέτοιο. Ή ἐνέργεια, που έχει το ἔργον, τη λειτουργία του, όλη μαζεμένη, όλη περιεχόμενη, δεν μένει τίποτα έξω, μέσα στον εαυτό του.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: