Συνέχεια από: Παρασκευή, 26 Φεβρουαρίου 2021
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
5. Αλλά, λέγει (ο Βαρλαάμ), «τα λόγια των θεουργών και η σοφία που περιέχεται σ’ αυτά αποβλέπει σε ένα σκοπό με τη φιλοσοφία που προέρχεται από τα κοσμικά μαθήματα, και έχει το ίδιο με αυτή τέλος, την εύρεση της αλήθειας. Γιατί μία είναι η αλήθεια που δείχνεται με όλα αυτά, η οποία στους αποστόλους δόθηκε αμέσως από την αρχή, ενώ από εμάς βρίσκεται με επιμέλεια· προς αυτήν την αλήθεια που έχει δοθεί από τον Θεό στους αποστόλους οδηγούν μόνα τους με φυσικό τρόπο και τα φιλοσοφικά μαθήματα και βοηθούν πάρα πολύ να ανυψώνεται ο άνθρωπος απλάνευτα προς τις άυλες αρχετυπίες των ιερών συμβόλων».
Ποιος σώφρων και γνώστης της διαφοράς μεταξύ αυτών δεν θα αγανακτήσει, ακούοντας αυτά, ότι παραβάλλεται γενικά η θεουργική σοφία του Πνεύματος με την από τα κοσμικά μαθήματα φιλοσοφία, και μάλιστα από εκείνους που νομίζουν ότι έχουν τα ίδια με εμάς φρονήματα και κατηγορούν τις αντιρρήσεις ως προς ομόφρονες;
Δεν είναι «άγονη και άκαρπη» η μη χριστιανική σοφία, σύμφωνα με τον θεηγόρο Γρηγόριο Νυσσης, αφού δεν έδωσε κανέναν καρπό μετά από μακροχρόνια εγκυμοσύνη και δεν οδηγεί στο φως της θεογνωσίας, και αντίθετα δεν είναι γονιμότατη και πολύτεκνη η σοφία του Πνεύματος, αφού γεννά όχι δύο ή τρία, όπως τα πολυτόκα ζώα, αλλά αναγεννά χιλιάδες ολόκληρες μια και καλή και μεταθέτει από το φοβερό σκοτάδι στο θαυμαστό φως του Θεού, όπως διδαχθήκαμε από τις Αποστολικές Πράξεις;
Αυτό προβλέποντας και ο προφήτης Ησαΐας και έχοντας παραδοθεί ολόκληρος στον θαυμασμό, έλεγε· «μήπως ξαφνικά κοιλοπόνησε η γη, ή μήπως με τη μια γεννήθηκε ένα έθνος»;
Δεν είναι η αλήθεια στη μία αμφισβητήσιμη και ανάμικτη με το ψεύδος, γι’ αυτό και πάντοτε συμβαίνει να αντιλέγεται, όπως θα μπορούσαν να το επιβεβαιώσουν και οι καθοδηγητές της, ενώ στην άλλη δεν μπορεί κανένας να αντισταθεί, σύμφωνα με τη θεσπέσια φωνή του Ευαγγελίου, αφού προβάλλει σαφή και εντελώς ολοκάθαρη από το αντίθετο την αλήθεια;
Δεν είναι αυτής της σοφίας των θείων λογιών η αλήθεια αναγκαία και ωφέλιμη και σωτήρια σε εμάς, ενώ εκείνης πού προέρχεται από την έξω σοφία δεν είναι αναγκαία ούτε σωτήρια;
Γι’ αυτό και δείχνει ότι είναι διπλό το είδος της αλήθειας, από τα οποία το ένα είναι τέλος της θεόπνευστης διδασκαλίας, ενώ το άλλο, που δεν είναι αναγκαίο ούτε σωτήριο, το επιδιώκει βέβαια η κοσμική φιλοσοφία, δεν το πετυχαίνει όμως. Πώς λοιπόν και με τα δύο αυτά βρίσκουμε μία αλήθεια;
6. Αλλά και εμείς, μεταφέροντας την εξέταση στη συζήτηση των αναγκαίων προβλημάτων της κοσμικής φιλοσοφίας και προς αποσαφήνιση των ιερών λογίων χρησιμοποιώντας μερικά στοιχεία της παιδείας που προέρχεται από εκεί, πάρα πολύ εύκολα θα εκτρεπόμασταν από το ορθό, αν δεν είχαμε το μόνο κλειδί των Ιερών Γραφών, τη χάρη του Πνεύματος, και αν δεν καθοδηγούμασταν από τα ίδια τα θεόπνευστα λόγια. Είναι βέβαια φανερό ότι από εδώ μεταποιεί και μεταπλάσσει και εκείνα προς το ωφέλιμο· γιατί η σοφία του Πνεύματος είναι χωρίς καμμιά ανάγκη, και με το όντως αγαθό αγαθύνεται και το μη όντως (το μη πραγματικό) αγαθό, σύμφωνα με τη φύση της φωτιάς και φωτός, για να χρησιμοποιήσουμε αμυδρό παράδειγμα, η οποία φωτιά εμφανίζει πυρώδη και φωτοειδή εκείνα που την πλησιάζουν.
Πώς λοιπόν θα προέλθει για εμάς ένα είδος σοφίας από τα ιερά διδάγματα και τα ελληνικά μαθήματα και το ίδιο προς την αποστολική σοφία, η οποία, αφού διέλαμψε τότε για λίγο, κυρίευσε τα πέρατα της οικουμένης, έλεγξε τους έξω σοφούς ως άσοφους και τους αμαθείς δεν απάλλαξε από την αμάθεια (ιδιωτεία), μετέθεσε όμως σοφούς και αμαθείς από την άθεα πλάνη προς την ευσέβεια;
Πώς λοιπόν είναι μία η αλήθεια που βρίσκεται από αυτές; Θα μπορούσε κανείς να γνωρίσει με σαφήνεια την ατοπία των λόγων αυτών, αν, αφού ονόμαζε τα μαθήματα αυτά σύμφωνα με τους πατέρες, έπειτα επιχειρούσε να τα συνδέσει με τη διδασκαλία του Πνεύματος και να τα συμπεριλάβει στον κατάλογο των σύμφωνα με αυτήν θείων δώρων, λέγοντας· «δώρισε σε εμάς ο Θεός τη θεόπνευστη διδασκαλία και την πολυάσχολη ματαιότητα, ώστε να αποκτήσουμε μέσω αυτών τη σοφία των προφητών και αποστόλων».
Ποιά σχέση υπάρχει ανάμεσα στη θεόπνευστη διδασκαλία και τη ματαιότητα;
Και τί ενδιαφέρει τη θεουργική σοφία όλη η σχετικά με τα άστρα αλήθεια; Αν και βέβαια ο φιλόσοφος δεν διάλεξε αυτή την αλήθεια και έπειτα συνένωσε αυτήν με τα πνευματικά και θεία πραγματικά δώρα, αλλά τα σχετικά με τη φιλοσοφία μαθήματα, που περιέχουν περισσή, όπως θα λέγαμε, την ακροβυστία (κακία, ακαθαρσία) των πονηρών δογμάτων.
7. Το να εισάγει βέβαια κανείς την κοσμική φιλοσοφία για τη γνώση απλώς των όντων δεν είναι ίσως τελείως ψευδές, μάλιστα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε να είναι αληθές, αλλά δεν είναι αυτό η γνώση των όντων και σοφία, την οποία ο Θεός έδωσε αμέσως στους προφήτες και τους αποστόλους. Γιατί εκείνη είναι Πνεύμα άγιο· ποτέ όμως δεν ακούσαμε μέχρι σήμερα ότι οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαΐοι και οι Έλληνες είναι μέτοχοι του αγίου Πνεύματος· και το «άγιο Πνεύμα παιδείας» φυσικά βρίσκεται μακριά από λογισμούς και πράξεις ένοχες και «ούτε σε κακότεχνη ψυχή εισέρχεται», σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, «ούτε σε σώμα γεμάτο από αμαρτία κατοικεί». Στη γνώση όμως των φιλοσοφικών μαθημάτων περισσότερο από κάθε άλλον έφθασε η ψυχή του Αριστοτέλη, τον οποίο οι θεηγόροι χαρακτήρισαν κακότεχνο· και ποιά απόδειξη της αγνείας του σώματος αυτού θα μπορούσε κανείς ν’ αναφέρει; Επίσης και στου Πλάτωνα το σώμα κατοικούσε η γνώση των μαθημάτων, ο οποίος συζούσε με μητέρα και δύο θυγατέρες αυτής. Αλλά και των προφητικών και αποστολικών λογίων αν κανείς με επιμέλεια αποκτήσει τη γνώση, τόσο απέχει από το να κατέχει τη σοφία εκείνων, όσον απέχει από το να είναι ήλιος ή σελήνη ο οφθαλμός εκείνος που αντίκρισε τις ακτίνες ήλιου και της σελήνης· γι’ αυτό και όσοι γνωρίζουμε τα των προφητών δεν συμβαίνει καθόλου να είμαστε προφήτες. Και η αποστολική βέβαια σοφία με τους λίγους εκείνους που κατείχαν αυτήν μέσα σε σύντομο χρόνο ανύψωσε προς τον ουρανό όλον τον κόσμο, περιζώνοντας αυτόν με τα δεσμά του Ευαγγελίου, ενώ τώρα αν συγκεντρωθούν όλοι μαζί όσοι είναι σοφοί, και αν ακόμα επιδοθούν με όλη την προθυμία και για πολύ χρόνο με την προσπάθεια αυτή, δεν θα μπορούσαν ούτε ένα μικρό μέρος τού κόσμου ν’ αποσπάσουν από τον βυθό της ασέβειας.
8. Αλλ’ ούτε η δική μας γνώση που προέρχεται από τα ιερά λόγια, αν και βέβαια απέχει πολύ από τη σοφία εκείνων που σύνταξαν εκείνα τα συγγράμματα, θα μπορούσε να είναι το ίδιο με τη γνώση που χορηγείται από τα κοσμικά μαθήματα. Γι’ αυτό και ως προς τα θέματα τα σχετικά με τη γένεση και σύσταση, τη διάλυση και μεταποίηση, και την αξία που ταιριάζει στο καθένα από τα όντα και σ’ όλα τα άλλα σχεδόν διαφωνούμε εξολοκλήρου προς την κοσμική σοφία. Και της θείας βέβαια σοφίας ολόκληρη σχεδόν η προσπάθεια τείνει σ’ αυτό, να γνωρίσουμε το θέλημα του Θεού, το αγαθό και τέλειο και ευάρεστο, από τη ζήτηση του οποίου τόσο πολύ απέχουν τα μαθήματα της κοσμικής φιλοσοφίας, όσο απέχουν οι χοίροι, που είναι καμωμένοι να βλέπουν πάντοτε προς τη γη, από το να γνωρίζουν την αρμονική θέση των αστέρων. Εκείνος όμως που αναζητεί το θείο θέλημα και έμαθε αυτό για το καθένα από τα όντα, δηλαδή για ποιά αιτία δημιουργήθηκε από τον δημιουργό των όλων, και χρησιμοποιεί αυτά σύμφωνα με τη θέληση αυτή, αυτός είναι εκείνος που γνωρίζει τους αιτιώδεις λόγους των όντων, αυτός είναι εκείνος που έχει τη γνώση των όντων, αυτός είναι ο αληθινός φιλόσοφος και τέλειος άνθρωπος, σύμφωνα με τον λόγο του Σολομώντα· «να φοβάσαι τον Θεό και να φυλάγεις τις εντολές του, γιατί αυτό είναι το χρέος κάθε ανθρώπου». Αυτός πράγματι έχει την αναμφισβήτητη σοφία -γιατί επιβεβαιώνει το φρόνημά του ο τρόπος του βίου του-, ο οποίος δεν παραδέχεται αντιλογία και έχει ο ίδιος μέσα του τη μαρτυρία της συνειδήσεως, και επιπλέον και την ουράνια έγκριση μέσω της μυστικής επιδημίας και παρουσίας του Πνεύματος.
9. Εκείνος όμως που έχει συλλέξει το φρόνημά του από την κοσμική σοφία, κι αν ακόμη γίνει μέτοχος κάποιας αλήθειας, παρέχει τις επιβεβαιώσεις με λόγο μόνο, που, σύμφωνα με το λόγιο, αντιμάχεται άλλο λόγο· γι’ αυτό κατέστη κριτής αβέβαιης σοφίας, μη συμφωνώντας πολλές φορές ούτε με τον εαυτό του, ή καλύτερα υπερηφανευόμενος και αγωνιζόμενος, εάν είναι δυνατόν, λέγοντας τα αντίθετα, να πείθει και άλλους για το ίδιο πράγμα. Έτσι έχει και προσφέρει άστατη και ευμετάβλητη γνώμη, που καταστρέφει το μεταβατικό και μεριστό της φρονηματικής λειτουργίας της ψυχής, ώστε ο άνθρωπος αυτός να μην είναι ούτε ακριβώς λογικός, πόσο μάλλον όχι νοερός. Ποιά δυνατότητα λοιπόν υπάρχει, εκείνος που ξεκινά από τέτοια διάνοια, να εποπτεύει τις άυλες αρχετυπίες των θείων συμβόλων στην Εκκλησία τού Χριστού, όπως εισηγείται ο γενναίος αυτός υπερασπιστής των ελληνικών μαθημάτων; Ο φιλόσοφος όμως εκείνος που ζητεί και εκτελεί το θέλημα του Θεού, έχοντας λόγο έμπρακτο και πράξη αξιόλογη, αποδεικνύει με τα ίδια τα πράγματα το απλάνευτο της μεταβατικής ιδιότητας των νοήσεών του, και όντας ήδη τελείως λογικός, μπορεί να ανάγεται από τα μεριστά ιερά σύμβολα προς το ενοειδές των αρχετύπων, καθιστώντας με τον εαυτό του νοητώς τα προκείμενα, και ο ίδιος τελειοποιούμενος μέσω αυτών κατά τρόπο μυστικό, και πολλές φορές αυτός πετυχαίνει και την υπερτέλεια θέα και ανάβαση με την πνευματική προσευχή.
10. Μπορεί άραγε να λέγει κανείς ακόμη ότι τη γνώση, την οποία ο Θεός έδωσε άμεσα στους προφήτες και τους αποστόλους, εμείς τη βρίσκουμε μέσω των κοσμικών μαθημάτων; Αλλ’ όμως, επειδή το άριστο των αγαθών μας είναι η γνώση των όντων, και οδηγούν προς αυτήν μόνα τους τα φιλοσοφικά μαθήματα, και η αγία Γραφή βέβαια προβάλλει σύμβολα αυτής, οδηγούν όμως προς τις άυλες αρχετυπίες τα φιλοσοφικά μαθήματα, όπως λέγει ο φιλόσοφος, αυτά είναι για εμάς τα άριστα μαθήματα, τόσο ανώτερα της θείας Γραφής, όσο είναι από τα σύμβολα η αλήθεια των αρχετύπων· και αν δεν είναι ανώτερα αυτής, κατ’ ανάγκη δεν είναι ούτε κατώτερα, αφού το άριστο των αγαθών μας είναι η γνώση• γιατί τί άλλο μεγαλύτερο θα ήταν δυνατόν ποτέ να υπάρξει από αυτά που εισάγουν και ανεβάζουν προς αυτή τη γνώση; Άρα υπάρχει κάτι από αυτά που παρέχονται σε εμάς από τη θεόπνευστη Γραφή ασυγκρίτως ανώτερο από τη γνώση των όντων*, γι’ αυτό τα θεουργικά λόγια είναι ασυγκρίτως ανώτερα από εκείνη τη φιλοσοφία, αφού τα δικά της μαθήματα δεν εισάγουν ούτε ανεβάζουν μόνα τους προς το ανώτερο εκείνο της γνώσεως. Ιατρική και Θεός πώς παρέχουν την ίδια υγεία, αν δεν την περιορίσει κανείς στο πολλοστημόριο αυτής; Γιατί o φιλόσοφος δεν μπόρεσε ούτε εκείνο να αντιληφθεί, ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκ μέρους του Θεού ιατρείας και σοφίας αποβλέπει προς την ψυχή, ενώ τα ευρήματα αυτά των ανθρώπων, αφού προσφέρουν μόνο στο σώμα μικρή θεραπεία, έπειτα αδρανούν, όταν ο θάνατος διαλύσει το υποκείμενο.
*Εισαγωγή Π. Χρήστου: Η φιλοσοφία εισάγει στη γνώση των όντων εν μέρει, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για την κατοχή του Πνεύματος. Πρόκειται για πιθανολογία, που επιτρέπει αντιφάσεις και διαφωνίες, οι οποίες δεν πρέπει να προκαλούν τη μομφή μας, γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει αλλιώς. Στη Γραφή υπάρχει κάτι ανώτερο της γνώσεως• γι' αυτό τα θεουργά λόγια είναι ανώτερα της φιλοσοφίας. Αυτό το ανώτερο επιτυγχάνεται με την αδιάλειπτη προσευχή, η οποία δεν είναι απλή έξη, όπως έλεγε ο Βαρλαάμ, αλλά δώρο Θεού, που λαμβάνεται με νηστεία και συγκράτηση της αναπνοής. Το τελεστικό αυτό είδος της αλήθειας έχει σαν βραβείο πολύτιμο εκείνο που ονόμασε ο Παύλος "αρπαγή" και άνοδο υπερουράνια, και ο Χριστός "έλευση", "μονή" και "εμφάνεια". Ο Παλαμάς φρονεί ότι ο αντίπαλός του Βαρλαάμ δεν δέχεται το κύρος της Γραφής, έστω και αν την επικαλείται• αλλιώς δεν θα αναζητούσε με τόσο ζήλο τη μάθηση και δεν θα εξίσωνε τις δύο σοφίες.
ΜΗΠΩΣ Η ΕΠΙΔΙΩΚΟΜΕΝΗ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΣΑΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΔΕΝ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΙΣ ΠΛΑΝΕΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΕΚΜΗΔΕΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ; ΠΟΣΟ ΑΠΕΧΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ ΟΣΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ;
Το πρωτότυπο κείμενο
5. Ἀλλά «τά τῶν θεουργῶν», φησί, «λόγις καί ἡ ἐν τούτοις σοφία τῇ παρά τῶν ἔξω μαθημάτων φιλοσοφίᾳ πρός ἕνα σκοπόν ὁρᾷ καί τό αὐτό κέκτηται τέλος, τήν τῆς ἀληθείας εὕρεσιν. Μία γάρ ἡ διά πάντων ἀλήθεια, τοῖς μέν ἀποστόλοις ἀμέσως ἐκ Θεοῦ δοθεῖσα τήν ἀρχήν, παρ᾿ ἡμῶν δέ δι᾿ ἐπιμελείας εὑρισκομένη˙ πρός δή ταύτην τήν θεόθεν τοῖς ἀποστόλοις δεδομένην ἀλήθειαν καί παρ᾿ ἑαυτῶν πέφυκε τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα κἀπί τάς ἀΰλους ἀρχετυπίας ἀνάγεσθαι τῶν ἱερῶν συμβόλων ἀπλανῶς τά μέγιστα συμβάλλεται». Τίς ταῦτ᾿ ἀκούων οὐ νεμεσήσει τῶν εὖ φρονούντων καί τό διάφορον αὐτῶν ὅσον ἐπισταμένων, ὅτι καί συντάττεται γοῦν ὅλως ἡ θεουργική σοφία τοῦ Πνεύματος τῇ παρά τῶν ἔξω μαθημάτων φιλοσοφίᾳ, καί ταῦτα παρά τῶν ταὐτά φρονεῖν δοκούντων ἡμῖν καί τάς ἀντιρρήσεις αἰτιωμένων ὡς πρός ὁμόφρονας; Οὐχ ἡ μέν «ἄγονός τε καί ἄκαρπος», κατά τόν Νύσσης θεηγόρον Γρηγόριον, μηδέν δοῦσα τῶν μακρῶν ὠδίων καρπόν, μηδ᾿ εἰς τό φῶς τῆς θεογνωσίας προάγουσα, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος γονιμωτάτη τε καί πολύτεκνος, οὐ σύνδυο καί σύντρεις, κατά τά πολυτόκα τῶν ζώων, πεφυκυῖα τίκτειν, ἀλλ᾿ ὅλας χιλιάδας εἰσάπαξ ἀναγεννῶσα κἀκ τοῦ δεινοῦ σκότους, εἰς τό θαυμαστόν τοῦ Θεοῦ μετατιθεῖσα φῶς, ὡς ἐκ τῶν Ἀποστολικῶν πράξεως ἐδιδάχθημεν; Ὅ καί ὁ προφήτης προϊδών καί τοῦ θαύματος γεγονώς ὅλος ἔλεγεν˙ «εἰ ὤδινεν ἡ γῆ αἴφνης, εἰ ἐτέχθη ἔθνος εἰσάπαξ;». Οὐχί τῇ μέν ἀμφισβητήσιμον ἔνεστι τἀληθές καί τῷ ψεύδει συμμιγές, διό καί ἀεί ἐντιλέγεσθαι πέφυκεν, ὡς καί οἱ καθηγεμόνες αὐτῆς συμμαρτυρήσαιεν ἄν, τῇ δέ οὐδείς, κατά τήν θεσπεσίαν τοῦ εὐαγγελίου φωνήν, ἀντιστῆναι δύναται, σαφές καί τοῦ ἐναντίου παντάπασιν ἄμικτον προβαλλομένῃ τό ἀληθές; Οὐχί ταύτης μέν τῆς τῶν θείων λογίων σοφίας τό ἀληθές ἀναγκαῖον ἡμῖν ἐστι καί λυσιτελές καί σωτήριον, ἐκείνης δέ τῆς ἔξωθεν προσγινομένης οὐκ ἀναγκαῖον, οὐδέ σωτήριον; Ὅθεν δείκνυται καί διπλοῦν εἶναι τό εἶδος τῆς ἀληθείας, ὧν τό μέν τέλος ἐστί τῆς θεοπνεύστου διδασκαλίας, τό δέ μή ἀναγκαῖον μηδέ σωτήριον ζητεῖ μέν ἡ ἔξω φιλοσοφία, ἐπιτυγχάνει δέ ἧττον. Πῶς οὖν δι᾿ ἀμφοτέρων τούτων μίαν εὑρίσκομεν τήν ἀλήθειαν;
6. Ἀλλά καί ἡμεῖς ἐπί τήν τῶν ἀναγκαίων ζήτησιν τό ἐξεταστικόν μεταφέροντες τῆς τῶν ἔξω μαθημάτων φιλοσοφίας καί πρός τήν τῶν λογίων σαφήνειαν ἔστιν οἷς τῆς ἐκεῖθεν παιδείας χρώμενοι ρᾷστ᾿ ἄν ἐκτραπείημεν τοῦ ὀρθοῦ, μή τήν μόνην οὖσαν κλεῖν τῶν ἱερῶν γραφῶν ἔχοντες, τήν χάριν τοῦ Πνεύματος, καί αὐτοῖς τοῖς θεοπνεύστοις λογίοις μή ποδηγούμενοι. Δῆλον γοῦν ὡς ἐντεῦθεν κἀκεῖνα πρός τό λυσιτελοῦν μεταποιεῖταί τε καί μετατάττεται˙ ἀνενδεής μέν γάρ ἡ σοφία τοῦ Πνεύματος, ἐν δέ τῷ ὄντως ἀγαθῷ καί τό μή ὄντως ἀγαθόν ἀγαθύνεται, κατά τήν τοῦ πυρός τε καί φωτός φύσιν, ὡς ἐν ἀμυδρῷ τύπῳ, πυρώδη καί φωτοειδῆ δεικνῦσαν τά πλησιάσαντα. Πῶς οὖν ἕν εἶδος σοφίας ἐκ τῶν ἱερῶν διδαγμάτων καί τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων ἡμῖν προσγενήσεται καί τῇ ἀποστολικῇ σοφίᾳ ταὐτόν, ἥτις ἐν βραχεῖ διαλάμψασα τότε, περιέσχε τῆς οἰκουμένης τά πέρατα, τούς μέν ἔξω σοφούς ἀσόφους ἐλέγξασα, τούς δέ ἰδιώτας τῆς ἰδιωτείας ἐκείνης οὐκ ἀπαλλάξασα, σοφούς δέ καί ἰδιώτας ἐκ τῆς ἀθέου πλάνης μεταθεῖσα πρός τήν εὐσέβειαν; Πῶς οὖν μία ἡ διά τούτων ἀλήθεια; Γνοίη δ᾿ ἄν τις σαφῶς τήν ἀτοπίαν τῶν τοιούτων ρημάτων, εἰ καί κατά τούς πατέρας τά μαθήματα ταῦτα προσαγορεύσας, εἶτα πειρῷτο συνάπτειν τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Πνεύματος καί τῷ καταλόγῳ τῶν κατά ταύτην θείων δώρων ἐγκρίνειν, φάσκων «ἐδωρήσατο ἡμῖν ὁ Θεός τήν θεόπνευστον διδασκαλίαν καί τήν πολυάσχολον ματαιότητα, ἵνα διά τούτων τήν τῶν προφητῶν καί ἀποστόλων σοφίαν κτησώμεθα». Τίς κοινωνία θεοπνεύστῳ διδασκαλίᾳ πρός ματαιότητας; Τί δέ μέλει τῇ θεουργικῇ σοφίᾳ πάσης τῆς ἐν ἀστράσιν ἀληθείας; Καίτοι ὁ φιλόσοφος, οὐ ταύτην τήν ἀλήθειαν ἀπολεξάμενος εἶτα τοῖς πνευματικοῖς καί θείοις ὄντως συνῆψε δώροις, ἀλλά τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα, περιττήν τήν τῶν πονηρῶν δογμάτων ἀκροβυστίαν, ὡς εἰπεῖν, περικείμενα.
7. Τό μέντοι πρός τήν τῶν ὄντων γνῶσιν εἰσάγειν αὐτόθεν τήν ἔξω φιλοσοφίαν ἴσως οὐ τελέως ψευδές, ὑπό τι γάρ ἄν εἴη ἀληθές, ἀλλ᾿ οὐ τοῦτό ἐστιν ἡ τῶν ὄντων γνῶσις καί ἡ σοφία, ἥν ὁ Θεός προφήταις καί ἀποστόλοις ἀμέσως δέδωκε. Πνεῦμα γάρ ἅγιον ἐκείνη˙ Πνεύματος δέ ἁγίου μετόχους Αἰγυπτίους καί Χαλδαίους καί Ἕλληνας οὐδέπω καί τήμερον ἀκηκόαμεν˙ καί «Πνεῦμα μέν ἅγιον παιδείας» λογισμῶν καί πράξεων ὑπαιτίων μακράν ἀπῴκισται καί «οὔτε εἰς κακότεχνον ψυχήν εἰσελεύσεται» κατά τό γεγραμμένον «οὔτε ἐν σώματι κατοικήσει κατάχρεῳ ἁμαρτίας». Τῆς δέ τῶν κατά φιλοσοφίαν μαθημάτων γνώσεως καί ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους παντός μᾶλλον ἐξίκετο ψυχή, ὅν κακότεχνον οἱ θεηγόροι προσεῖπον˙ τί δέ αὐτῷ καί τῆς τοῦ σώματος ἁγνείας τεκμήριον ἔχοι τις ἄν εἰπεῖν; Ἀλλά κἀν τῷ πλατωνικῷ σώματι ἡ τῶν μαθημάτων γνῶσις ἐνῴκει, ὅς μητρί καί θυγατράσιν ἐκείνης συνῴκει δυσί˙ καί τῶν προφητικῶν δέ καί ἀποστολικῶν λογίων εἴ τις ἐξ ἐπιμελείας τήν γνῶσιν κτήσαιτο, τοσοῦτον ἀπέχει τοῦ τήν ἐκείνων ἔχειν σοφίαν, ὁπόσον ὀφθαλμός ἥλιος ἤ σελήνη τελέσαι, τῶν ἀκτίνων ἡλίου τε καί σελήνης μεταλαχών˙ διό τά τῶν προφητῶν εἰδότες προφῆται τυγχάνομεν ὄντες οὐδαμῶς. Καί ἡ μέν ἀποστολική σοφία ἐξ ὀλίγων τῶν κεκτημένων ἐν βραχεῖ χρόνῳ κόσμον ὅλον ὑψοῦ πρός οὐρανόν ᾗρε τοῖς τοῦ εὐαγγελίου περιβαλοῦσα δεσμοῖς, νῦν δ᾿ εἰς ἕν συνελθόντες ὅσοι νῦν εἰσι σοφοί, κἄν ἐπί πλεῖστον διακαρτερήσωσι σπουδάζοντες, οὐδέ κόσμου μικρόν τι μέρος τοῦ βυθοῦ τῆς ἀσεβείας ἀνασπᾶσθε δυνηθεῖεν ἄν.
8. Ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἡ παρά τῶν λογίων ἡμῖν προσγινομένη γνῶσις, καίτοι πλεῖστον ἀποδέουσα τῆς τῶν συγγραψαμένων ἐκεῖνα σοφίας, τῇ παρά τῶν ἔξω μαθημάτων χορηγουμένη γνώσει ταὐτόν ἄν εἴη. Διό καί περί γενέσεως καί συστάσεως, λύσεώς τε καί μεταποιήσεως, ἀξίας τε τῆς προσηκούσης ἑκάστῳ τῶν ὄντων καί τῶν ἄλλων μεταξύ μικροῦ πάντων πρός τήν ἔξω σοφίαν διαφερόμεθα. Καί τῆς μέν θείας σοφίας τό πλεῖστον εἰς τοῦτο τείνει, γνῶναι τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί τέλειον καί εὐάρεστον, ὅ ζητεῖν τοσοῦτον ἀπέχει τά κατά τήν ἔξω φιλοσοφίαν μαθήματα, ὁπόσον οἱ πεφυκότες ἀεί πρός γῆν νεύειν χοῖροι τήν ἀστέρων εὔκοσμον εἰδέναι θέσιν. Ὁ δέ ζητητικός τοῦ θείου θελήματος καί τοῦτ᾿ ἐγνωκώς ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν ὄντων, τίνος ἕνεκα παρά τοῦ δημιουργοῦ τῶν ὅλων προήχθη, καί κατά τήν θείαν ταυτηνί βούλησιν αὐτοῖς χρώμενος, οὗτός ἐστιν ὁ τούς αἰτιώδεις λόγους τῶν ὄντων εἰδώς, οὗτός ἐστιν ὁ τήν γνῶσιν ἔχων τῶν ὄντων, οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθής φιλόσοφος καί τέλειος ἄνθρωπος, κατά τό σολομώντειον ἔπος, «τόν Θεόν φοβοῦ καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος». Οὗτος δή σοφίαν ἔχει τήν ἀναμφίλεκτον - μαρτυρεῖ γάρ αὐτοῦ τό φρονεῖν ὁ βίος -, ὅς ἀντιλογίαν οὐ παραδέχεται καί αὐτός ἐν ἑαυτῷ τό μαρτύριον ἔχει τῆς συνειδήσεως, πρός δέ τούτῳ καί τήν ἄνωθεν ψῆφον διά τῆς μυστικῆς ἐπιδημίας τε καί ἐμφανείας τοῦ Πνεύματος.
9. Ὁ δ᾿ ἐκ τῆς ἔξω σοφίας τό φρονεῖν συνειλοχώς, εἴ τινος καί μετέσχηκεν ἀληθοῦς, λόγῳ μόνον τάς πίστεις πρός λόγον, ὡς λόγος, ἀεί παλαίοντι, παρεχόμενος ἀβεβαίου σοφίας ἐπιγνώμων καθέστηκεν, ἔστιν ὅτε μηδ᾿ ἑαυτῷ συνάδων, μᾶλλον μέν οὖν μέγα φρονῶν καί φιλοτιμούμενος, εἰ τἀναντίας δύναιτο λέγων πείθειν περί τοῦ αὐτοῦ πράγματος˙ οὕτως ἔχει τε καί παρέχει γνώμην ἄστατόν τε καί εὐμετάβολον, τό μεταβατικόν καί μεριστόν τοῦ φρονοῦντος τῆς ψυχῆς ἀχρειοῦσαν, ὥστ᾿ οὐδ᾿ ἀκριβῶς ἄν εἴη λογικός ὁ τοιοῦτος, πόσῳ γε μᾶλλον οὐ νοερός. Τίς οὖν μηχανή τόν ἐκ τοιαύτης διανοίας ὁρμώμενον τάς ἀΰλους ἀρχετυπίας τῶν ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ θείων ἐποπτεύειν συμβόλων, ὡς ὁ τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων γενναῖος οὗτος ὑπασπιστής ἐξηγεῖται; Ὁ δέ τό τοῦ Θεοῦ θέλημα ζητῶν καί ποιῶν ἐκεῖνο φιλόσοφος, λόγον ἔχων ἔμπρακτον καί πρᾶξιν ἐλλόγιμον, δι᾿ αὐτῶν τῶν πραγμάτων τό ἀπλανές τοῦ μεταβατικοῦ τῶν οἰκείων νοήσεων ἀποδείκνυσι καί ὡς λογικός ὤν ἤδη τελέως καί πρός τό ἑνοειδές τῶν ἀρχετύπων ἀπό τῶν μεριστῶν ἱερῶν συμβόλων ἀνάγεσθαι δύναται, τελειῶν δι᾿ ἑαυτοῦ νοητῶς τά προκείμενα καί αὐτός δι᾿ αὐτῶν μυστικῶς τελειούμενος˙ ὅς ἔσθ᾿ ὅτε καί τῆς ὑπερτελοῦς θέας καί ἀναβάσεως διά τῆς πνευματικῆς ἐπιτυγχάνει προσευχῆς.
10. Ἆρ᾿ ἄν ἔχοι τις ἔτι λέγειν ὡς ἥν ἀμέσως προφήταις καί ἀποστόλοις γνῶσιν τῶν ὄντων Θεός ἔδωκε, ταύτην ἡμεῖς διά τῶν ἔξω μαθημάτων εὑρίσκομεν; Οὐ μήν ἀλλ᾿ ἐπεί τῶν ἐν ἡμῖν ἄριστον ἡ γνῶσις τῶν ὄντων, εἰσάγει δέ δι᾿ ἑαυτῶν πρός ταύτην τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα, καί ἡ μέν ἱερά Γραφή σύμβολα προτίθεται ταύτης, ἀνάγει δέ πρός τάς ἀΰλους ἀρχετυπίας τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα, ὡς ὁ φιλόσοφος λέγει, ἄριστα μέν ἡμῖν μαθημάτων ταῦτα, τοσοῦτο δέ κρείττω τῆς θείας Γραφῆς, ὁπόσον συμβόλων ἡ τῶν ἀρχετύπων ἀλήθεια˙ εἰ δέ μή κρείττω ταύτης, ἐξ ἀνάγκης οὐδ᾿ ἥττω, τῶν ἐν ἡμῖν ἀρίστου τῆς γνώσεως οὔσης˙ τῶν γάρ εἰσαγόντων εἰς ταύτην καί ἀναγόντων, τί ποτ᾿ ἄρ᾿ ἄλλο μεῖζον δράσειεν ἄν; Ἔστιν ἄρα τι τῶν ἐκ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς ἡμῖν προσγινομένων τῆς τῶν ὄντων γνώσεως ἀσυγκρίτως κρεῖττον, δι᾿ ὅ τά θεουργικά λόγια τῆς φιλοσοφίας ἐκείνης ἀσυγκρίτως ὑπάρχει κρείττω, πρός τό τῆς γνώσεως ἐκεῖνο κρεῖττον μήτ᾿ εἰσαγόντων μήτ᾿ ἀναγόντων παρ᾿ ἑαυτῶν τῶν κατ᾿ αὐτήν μαθημάτων. Ἰατρική δέ καί Θεός, πῶς τήν αὐτήν παρέχει ὑγίειαν, εἰ μή τις ἐπί πολλοστημορίου τοῦτ᾿ εἴποι ταύτης; Οὐδέ γάρ ἐκεῖνο συνιδεῖν ἴσχυσεν ὁ φιλόσοφος, ὡς τῆς μέν παρά Θεοῦ ἰατρείας τε καί σοφίας ἐπί τήν ψυχήν βλέπει τό πλέον, τά δ᾿ ἐξ ἀνθρώπων εὑρήματα ταῦτα, τῷ σώματι μόνῳ μικράν ἐπενεγκόντα τήν θεραπείαν, ἀπρακτοῦσιν ἔπειτα, διαλύσαντος τοῦ θανάτου τό ὑποκείμενον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου