Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (24)

Συνέχεια από Δευτέρα, 25 Ιανουαρίου  2021

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

                        6.  ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ

                                             ΣΕ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»                                                                                               

     Ι.  Η ιδιαιτερότητα των «ανθρωπίνων» πειραμάτων (πειράματα με  ανθρώπους)

         Το πείραμα επικυρώθηκε κα’ αρχήν, με τη μεθοδολογική έννοια της λέξης, μέσα από τις φυσικές επιστήμες. Στην κλασσική του μορφή «πραγματεύεται» άψυχα αντικείμενα, και είναι έτσι ηθικώς ουδέτερο. Όταν όμως πειραματικά αντικείμενα καθίστανται οι ζωντανές και «ευαίσθητες» υπάρξεις, όπως συμβαίνει στις βιολογικές επιστήμες  και ειδικά στην ιατρική έρευνα, χάνει η αναζήτηση της γνώσης αυτήν την «αθωότητα», και εγείρονται σημαντικά συνειδησιακά ερωτήματα. Το πόσο βαθειά μπορούν αυτά τα ερωτήματα να «αναστατώσουν» τις ηθικές και θρησκευτικές μας ευαισθησίες, το δείχνει η διαμάχη για την «ζωοτομία» (τον πειραματικό τεμαχισμό ζώων) από τον 19ον ήδη αιώνα. Τα πειράματα σε ανθρώπους οξύνουν αυτό το πρόβλημα, καθώς αγγίζουν, απαραβίαστα εν τέλει, ιερά και όσια πεδία. Μια θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο ανθρώπινο και το «φυσικό» πείραμα είναι, εκτός απ’ τη διαφορά μεταξύ έμψυχης και άψυχης, «αισθαντικής» και «αναίσθητης» φύσης, η εξής: Το φυσικό πείραμα χρησιμοποιεί, για να αποκτήση την προσδοκόμενη γνώση, τεχνητά διευθετημένα υποκατάστατα σε σμίκρυνση, και o «πειραματιζόμενος» προεκτείνει τα συμπεράσματα απ’ αυτά τα μοντέλλα, μεγεθυμένα υπό «προσποιητές» προϋποθέσεις, στη φύση. Υπάρχει δηλ. πάντα  (( υπήρχε, θα λέγαμε σήμερα )) κάτι που υποκαθιστά την «πραγματικότητα» - όπως οι εκφορτίσεις π.χ. από φιάλες (φιάλες ή δοχεία Leyden) στη θέση τής πραγματικής αστραπής. Μια τέτοια υποκατάσταση δεν είναι ωστόσο στο βιολογικό πεδίο, τις περισσότερες φορές, δυνατή. Πρέπει να «εργαστή» κανείς με το ίδιο το «πρωτότυπο», την ζωντανή, με την  πλήρη έννοια, ύπαρξη, και να την «προσβάλη» πιθανώς αμετάκλητα. Κανένα αντίγραφο δεν μπορεί να πάρη τη θέση της.  Στο δε «ανθρώπινο» πεδίο, το πείραμα χάνει εντελώς το «προνόμιο» μιας καθαρής διάκρισης μεταξύ ενός αντιπροσωπευτικού μοντέλλου και του αληθινού αντικειμένου. Μετά από όλα τα πειράματα σε ζώα, καλείται τώρα ο ίδιος ο άνθρωπος να «προσφέρη» τη γνώση για τον άνθρωπο, και εξαφανίζεται πια η «βολική» διάκριση μεταξύ αδεσμεύτου πειράματος και δεσμευτικής πράξης.  Ένας εκπαιδευτικός πειραματισμός επηρεάζει, όπως ξεύρουμε, ολόκληρη την ζωή τών «υποκειμένων» του, μιαν ολόκληρη ίσως γενιά μαθητών. Και τα πειράματα με ανθρώπους δεν παύουν να αποτελούν κι αυτά, ανεξάρτητα μάλιστα απ’ τον σκοπό τους, μιαν «υπεύθυνη» κάθε φορά, «μη πειραματική» και σοβαρή συναναστροφή με το ίδιο το υποκείμενο. Ακόμα κι ο ευγενέστερος σκοπός δεν μας απαλλάσσει απ’ την ευθύνη που υπάρχει εδώ.

       Αυτή είναι και η ρίζα τού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε: Μπορούν άραγες να εκπληρωθούν αμφότερα, και εκείνος δηλ. ο εξω-υποκειμενικός σκοπός, και αυτή η υποχρέωση απέναντι στο υποκείμενο; Κι αν δεν μπορούν να εκπληρωθούν αμφότερα πλήρως, ποιος θα ήταν ένας δίκαιος συμβιβασμός; Ποια πλευρά καλείται να υποχωρήση μπροστά στην άλλη; Η διαμάχη αυτή μπορεί να διατυπωθή και ως εξής: Καταλαβαίνουμε («αισθανόμαστε»), πως δεν μπορούμε «κατά βάσιν» να φερόμαστε με τους ανθρώπους όπως με τα κουνέλια· απ’ την άλλη μάς επιβάλλονται ωστόσο, με αυξανόμενη μάλιστα ένταση, τέτοιες ακριβώς «συμπεριφορές», μέσω «εξωτερικών εκτιμήσεων», οι οποίες εμφανίζονται μάλιστα κι αυτές ως «θεμελιακές», και ενισχύουν αυτές τις «συμπεριφορές», ώστε να μπορούν να ξεπεράσουν την ένστασή μας. Αυτές οι «εκτιμήσεις» πρέπει να ελέγχονται ωστόσο διεξοδικά, ιδίως όταν «συνοδεύονται» από κάποιο ισχυρό (ιδεολογικό, οικονομικό ή πολιτικό) «ρεύμα».     

     Παρουσιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την κατάσταση, φτάσαμε ήδη  σε μια σημαντική, σιωπηρά, παραδοχή, «ριζωμένη» στον δυτικό μας πολιτισμό: Ο απαγορευτικός κανόνας (ό,τι μάς απαγορεύεται) είναι πρωταρχικός και αξιωματικός στον «δικό» μας τρόπο σκέψης, ενώ ο αντίθετος, επιτρεπτικός κανόνας (ό,τι μάς επιτρέπεται), που «συστέλλει» κατά κάποιον τρόπο τον πρώτο, είναι δευτερεύων και πρέπει να «δικαιολογηθή» (να «λογοδοτήση»!). Πρέπει να δικαιολογήσουμε δηλ. εδώ την προσβολή ενός πρωταρχικά απαράβατου πεδίου, το οποίο δεν έχει ανάγκη το ίδιο καθόλου να «δικαιολογηθή»· και η «δικαιολόγηση» αυτή πρέπει να στηρίζεται σε αξίες και αναγκαιότητες ισάξιες και «ισόβαθμες», με εκείνες που καλούνται να θυσιαστούν.        

     Θέλουμε να αποσαφηνίσουμε κάπως τη «συναισθηματική», τρόπον τινά, «αντίστασή» μας απέναντι σε μιαν «ωφελιμιστική» απλώς και μόνον άποψη του πράγματος. Η «αντίσταση» αυτή θεμελιώνεται σε ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό τού πειραματισμού με ανθρώπους καθεαυτού, πριν κι απ’ το ερώτημα για μιαν ενδεχόμενη βλάβη τού υποκειμένου. Εκείνο που είναι κατ’ αρχήν «απρεπές» και «άσχημο» με τη χρησιμοποίηση ενός ανθρώπου (ενός «προσώπου») ως πειραματικό αντικείμενο, δεν είναι τόσο το ότι καθιστούμε κάθε φορά αυτό το πρόσωπο ένα «μέσον» (κάτι που συμβαίνει άλλωστε συνεχώς στις κάθε είδους κοινωνικές σχέσεις), όσο το ότι το καθιστούμε ένα «πράγμα» – κάτι δηλ. το απλώς παθητικό, απέναντι σε «ενέργειες» που δεν αποτελούν καν ανθρώπινες «πράξεις», αλλά «δοκιμές» (πειράματα) για μια πραγματική πράξη, κάπου αλλού και στο μέλλον. Η ανθρώπινη ύπαρξη ενός «πειραματικού προσώπου» μειώνεται σε επινοημένη «περίπτωση» ή παράδειγμα. Κάτι το εντελώς διαφορετικό, ακόμα κι απ’ τις πιο «εκμεταλλευτικές» καταστάσεις στη «φυσιολογική» κοινωνική ζωή. Όπου οι συνθήκες είναι (τουλάχιστον) πραγματικές, και όχι πλασματικές. Το υποκείμενο παραμένει, όσο κι αν υποκύπτη στην κατάχρηση, «κάποιος που πράττει», και δεν καθίσταται «πράγμα» ή «αντικείμενο». Διδακτική είναι εδώ για εμάς η περίπτωση ενός στρατιώτη: Στον οποίον η πλέον μονόπλευρη «δύναμη διαταγής» επιβάλλει, εξαναγκαστικά σε σοβαρές περιπτώσεις, να διακινδυνεύση  να ακρωτηριασθή ή και να πεθάνη, «επιστρατευόμενος» χωρίς ή και αντίθετα ενδεχομένως προς τη θέλησή του, για να «πράξη» ωστόσο «με τις ικανότητές του», να επιμείνη ή να παραιτηθή από καταστάσεις, και να συναντήση πραγματικές προκλήσεις, στο «πεδίο» πάντα τής πραγματικότητας. Και παρ’ όλο που δεν αποτελεί παρά έναν «αριθμό» για τον ανώτατο επικεφαλής του, δεν αποτελεί πάντως ένα «απλό αντίτυπο» ούτε κάποιο «πράγμα». (Μπορούμε να φανταστούμε την αντίδραση των «επιστρατευομένων», αν αποδεικνυόταν ότι ο πόλεμος είναι σκηνοθετημένος (πειραματικός!), για να «συλλεχθούν» παρατηρήσεις και συμπεράσματα ως προς την αντοχή, το θάρρος ή τη δειλία τους!)

     Αυτοί οι «συμψηφισμοί» δεν λειτουργούν ωστόσο στα πρόσωπα ενός πειράματος, τα οποία «δοκιμάζονται» για έναν σκοπό που δεν τα αφορά, χωρίς να μετέχουν σε πραγματικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους ή με «καταστάσεις». Η απλή και τυπική «συγκατάθεση» για έναν τέτοιον πειραματικό ρόλο (που δεν λειτουργεί όμως, τις περισσότερες πια φορές, και ως «αδειοδότηση» για το πείραμα) δεν καθιστά και ηθικά σωστή αυτήν την «αντικειμενοποίηση». Γιατί μόνον η αληθινή, πλήρως αιτιολογημένη και εν γνώσει εκουσιότητα θα μπορούσε ίσως να «εξισορροπήση» (να «επανορθώση») τη μετατροπή ενός ανθρώπου σε «πράγμα». Κάτι για το οποίο θα μιλήσουμε ωστόσο αργότερα.

      (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ ο Γιόνας επιχειρεί την τελευταία ίσως προσπάθεια του «δυτικού» ανθρώπου, να αντιμετωπίση με την κοινή λογική έναν κόσμο όπου η τεχνολογία, και μάλιστα η ιατρική τεχνολογία, κυριεύει με όλο και μεγαλύτερο «παραλογισμό» την οικουμένη ))

     ( συνεχίζεται, με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: «Το άτομο και η κοινωνία ως εννοιολογικό πλαίσιο» ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: