Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (23)

Συνέχεια από Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου  2020

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

                                    5.  Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ

                                                                             (5η συνέχεια)

                                                            

         2.   Αυτό μάς οδηγεί στο δεύτερο «σημείο» (βλ. προηγούμενη ανάρτηση). Για να ανακαλύψουμε τί μπορούν να κάνουν τέτοιες υπάρξεις (με ανακατασκευασμένο το DNA). Πρέπει πρώτα να τις δημιουργήσουμε, να αποδείξουμε μάλιστα την πιθανότητά τους, μέσω ενός τετελεσμένου γεγονότος. Ο θεωρητικός ερευνητής μεταβάλλεται όμως έτσι κατά την ίδια την έρευνα σε πρακτικό δημιουργό. Δεν υπάρχουν «προσποιητά» μοντέλλα που να μπορούν να εξυπηρετήσουν εδώ, μόνον οι ίδιες οι πραγματικές «υπάρξεις», με την πληρότητα των ικανοτήτων τους, τις οποίες θα αποδείξουν στην πράξη. Το «πείραμα» συμπίπτει άρα εδώ, διαφορετικά απ’ τον «απομιμητικό» ρόλο του στη μέχρι τώρα έρευνα, με την πρωταρχική παραγωγή τού αντικειμένου τής έρευνας. Η διαδικασία τής γνώσης καθίσταται μια «πρωτότυπη» κατασκευή, κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία τής γνώσης. Είδαμε βέβαια, ότι ολόκληρη η σύγχρονη φυσική επιστήμη έχει απομακρυνθή εδώ και καιρό με τις πειραματικές της μεθόδους απ’ το καθαρά θεωρητικό πεδίο. Η τωρινή όμως περίπτωση ενέχει και το περαιτέρω βήμα, να παράγη η ίδια η ενδοεπιστημονική πράξη πρωτογενώς την πραγματικότητα, η οποία έχει ωστόσο «παραχωρηθή» στο κανονικό πείραμα (περιμένει δηλ. να επιβεβαιωθή μέσα από ένα κανονικό πείραμα).

      3.  Εδώ προστίθεται το τρίτο σημείο: ότι αυτή η «δημιουργημένη πραγματικότητα», αυτό το καινούργιο «υφάδι» στο πλέγμα τής ύπαρξης, είναι – διαφορετικά από άλλα «τεχνικά» γεγονότα – ζωντανή, άρα «αυτόματη», αυτο-αυξανόμενη και σε «αυθόρμητη» αλληλεπίδραση με την υπόλοιπη ζωή: Και βλέπουμε, ότι το «δραστικό» στοιχείο που δρα (κανονικά) μέσα στην έρευνα, έχει αποσπαστή δυναμικά και προωθητικά από τη σύνολη  ερευνητική κατάσταση, «εγκυμονώντας» πλέον την αόριστη και απρόβλεπτη επέκτασή του μέσα στον κόσμο. Στο συνολικό ισοζύγιο των πραγμάτων εισάγεται, όχι ένα καινούργιο μόνον πράγμα – αλλά μια καινούργια «κινητική» αιτία: αποκλεισμένη κατ’ αρχάς στο πειραματικό εργαστήριο, απελευθερωνόμενη όμως κάποια στιγμή μέσω ενός ατυχήματος ή και σκόπιμα, με απόλυτες και πιθανόν αμετάκλητες συνέπειες.

      Η επιστημονική κοινότητα συνειδητοποίησε εδώ κάποια στιγμή το ασυνήθιστο και απειλητικό που εμφιλοχωρούσε εξαρχής στην πράξη της. Και ζήσαμε (όλοι) το μοναδικό «δράμα» μιας εκούσιας αναστολής τής έρευνας, για να εξεταστούν οι κίνδυνοι και να επεξεργαστούν κανόνες ασφάλειας. Η ίδια, με άλλα λόγια, η «επιστήμη» ανέλαβε να επεξεργαστή, στα πρόσωπα «ανήσυχων» αμερικανών ερευνητών τής πρωτοπορείας, το θέμα «ελευθερία τής έρευνας και κοινό καλό». Η αναστολή τηρήθηκε μάλιστα, απ’ όσο γνωρίζω, για όσον χρόνο είχε συμφωνηθή. Η φροντίδα αυτή «εξατμίστηκε» ωστόσο έκτοτε απ’ τη μεριά αυτών που εκπροσωπούσαν την έρευνα – ήταν «υπερβολική», όπως είπαν οι ίδιοι, αλλά και προς το (έκθαμβο) κοινό –, ενώ και η τεχνολογία «παραδόθηκε» στο μεταξύ σε οικονομικά και βιομηχανικά χέρια, που τα «αγγίζουν» βέβαια πολύ λιγότερο οι ενδοιασμοί κάποιων «σχολαστικά ευαίσθητων» ερευνητών. Οι λιγότερο «ευαίσθητοι» ερευνητές ανέλαβαν οι ίδιοι, για την ακρίβεια, την κερδοφόρο διάθεση των ερευνητικών τους προϊόντων, και η έρευνα κατέστη έτσι «επίσημα» αγορά συναλλαγών, παραιτούμενη από κάθε μορφή «θεωρητικής αδείας», με συνέπεια να είναι (πλέον) αυτονόητη η κρατική εποπτεία για την προστασία τού κοινού καλού, συμπεριλαμβανομένων ποινικών κυρώσεων. Η «εποπτεία» μάλιστα αυτή καθίσταται, είναι σαφές, τόσο πιο επισφαλής (πιο δύσκολη), όσο περισσότερο «απλώνεται» απ’ τα αρχικά στάδια της έρευνας στην ευρεία οικονομική εκμετάλλευση. Τα εργαστήρια που ασχολούνται με επικίνδυνες καλλιέργειες ιών και βακτηρίων φαίνεται πως μπορούν ακόμα να ελεγχθούν. Κανένας όμως ευσυνείδητος νομοθέτης δεν θα μπορέση να εμποδίση, στη βιομηχανική, μαζική χρήση τών «επιτυχημένων» τεχνικών μικροβίων, σε βάθος χρόνου μιαν απρόβλεπτη διαφυγή, μέσω ενός οιουδήποτε ρήγματος στο σύστημα στεγανοποίησης, στο περιβάλλον. Κάποιες μάλιστα χρήσεις τών προσδοκωμένων καινούργιων «όντων» προβλέπουν την ελεύθερη ακριβώς διασπορά τους στον περιβάλλοντα χώρο («ελαιοφάγα» ή «δεσμευτικά τού αζώτου» μικρόβια). Και δεν μπορούμε καθόλου να παραβλέψουμε το (αγωνιώδες) ερώτημα για το ποια «δική» τους διαδρομή θα χαράξουν αυτές οι νεοεισερχόμενες «υπάρξεις» στο οικοσύστημα, ή για το πώς θα μπορούσαν να αποφύγουν κάθε προσχεδιασμένο βιολογικό έλεγχο με τις μεταλλάξεις τους.

     Εδώ σταματώ. Η πραγματική, κριτική συζήτηση για τις ηθικές πλευρές τής βιολογικής, και ειδικά γενετικής τεχνολογίας (συμπεριλαμβανομένης αυτής που μόλις διαπραγματευτήκαμε) θα ακολουθήση ξεχωριστά αργότερα. Το παράδειγμα που αναφέραμε μπορεί προς το παρόν να χρησιμεύση, για να φωτίση μόνο με ιδιαίτερη οξύτητα τη γενικότερη μας θέση: ότι η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ «καθαρής» και «εφαρμοσμένης» επιστήμης, μεταξύ άρα θεωρίας και πράξης, τείνει να εξαφανιστή στη σύγχρονη φυσική έρευνα, καθώς «συγχωνεύονται» αμφότερες στην ίδιαν ήδη τη διαδικασία τής έρευνας· κι ότι αυτό το «σύνθετο» σύνολο δεν διαθέτει πια κατ’ ουσίαν το δικαίωμα μιας απροϋπόθετης εσωτερικής ελευθερίας, που είχε παραχωρηθή άλλοτε στο πρώτο και μόνο «μέλος», καθώς δεν επαληθεύεται πια η έννοια «εσωτερική». Το δημόσιο όφελος, του οποίου άπτεται αυτό το νέο «σύνολο», πρέπει να αποκτήση κι αυτό τώρα έναν λόγο – «απ’ έξω», αν είναι αναγκαίο, ή «από μέσα», απ’ την ίδια δηλ. τη συνείδηση των ερευνητών, αν είναι δυνατόν.

     Η επιστήμη δεν είναι πράγματι, εδώ και καιρό, ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από εξωτερικούς παράγοντες ούτε στην «ελεύθερη Δύση». Γι’ αυτό ακριβώς «φροντίζει» ήδη η εξωτερική «προικοδότηση», απ’ την οποίαν εξαρτάται σήμερα κάθε σχεδόν έρευνα, και μέσω τής οποίας μπορεί να εγκρίνονται ή να απορρίπτονται διάφορα «προγράμματα» και «σχέδια». Κάτι που μπορεί συχνά να συμβαίνη στο όνομα «ιδιαιτέρων» και ιδιοτελών συμφερόντων,  όπως γίνεται φανερό με τη βιομηχανική ή και κρατική πολλές φορές «υποστήριξη».  Μπορεί να προέλθουν ωστόσο από εκεί και κάποιες «εκτιμήσεις», για  μιαν ανιδιοτελώς διορατική πολιτική ευθύνης στην καθοδήγηση της επιστήμης, με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή στην αυτονομία της, χωρίς την οποία η επιστήμη δεν ευδοκιμεί μακρόχρονα. Μιαν «αυτονομία» που πρέπει να συνυπολογίζη απολύτως απ’ την πλευρά της το «κοινό καλό» και τις μεγάλες «υποθέσεις» τής ανθρωπότητας. Η ευθύνη θα μπορέση έτσι να φτάση στο κέντρο, και την «καρδιά» τής έρευνας. Η δε ευθύνη για τα τεχνολογικά προϊόντα πρέπει να «μοιραστή» αντικειμενικά με ιεραρχικούς θεσμούς πέρα απ’ την έρευνα, όπου μπορούμε μόνο να ελπίζουμε, ότι θα αναπτυχθούν αποτελεσματικά, κοινωνικά όργανα γι’ αυτόν τον σκοπό. Η ευθύνη για την εσωτερική επιστημονική διαδικασία «πέφτει» ωστόσο ολόκληρη «στους ώμους» τών ερευνητών, και βλέπουμε πράγματι να δημιουργούνται εδώ κι εκεί, στο πεδίο τών «ανθρωπίνων» (με ανθρώπους) π.χ. πειραμάτων, εντελώς αυτόνομοι, επαγγελματικοί «κώδικες τιμής», που αποκτούν ηθική δύναμη. Από εδώ θα μπορούσε να επεκταθή περαιτέρω η «ιδέα» ενός οικειοθελούς αυτοελέγχου και να οδηγήση σε μιαν εσωτερική, στο ένα ή στο άλλο πεδίο, «συντεχνιακή» συμφωνία, να μη συνεχισθή π.χ. η έρευνα σε ορισμένα αμφισβητούμενα προϊόντα – τόσο λόγω τής αμφιβολίας ως προς τον ίδιον τον σκοπό, αν πρόκειται για έναν «υπεροπτικό» και καθόλου αναγκαίο μάλιστα στόχο (όπως η αυθαίρετη μεταλλαγή στο ανθρώπινο είδος), όσο και λόγω τών απαιτουμένων πειραμάτων, τα οποία τελούν ήδη υπό αμφισβήτηση. Απολύτως κατανοητή είναι επίσης μια διάκριση μεταξύ νομίμων και παρανόμων ερευνητικών σκοπών, όπως ακριβώς και μεταξύ επιτρεπομένων και απαγορευμένων ερευνητικών μεθόδων. Χωρίς να γνωρίζω ωστόσο πόσο πιθανή είναι μια τέτοια «συναίνεση» και ποια θα είναι η αποτελεσματικότητά της.

     Πρέπει να παραδεχτούμε τελικά, ότι το πρόβλημα της ανταπόκρισης σε μια τεράστια ευθύνη, η οποία τίθεται τόσο στους φορείς όσο και σε όλους όσους απολαμβάνουν ή υποφέρουν από μια σχεδόν ακαταμάχητη επιστημονικο-τεχνική πρόοδο, μένει παντελώς άλυτο, και είναι «σκοτεινοί» οι δρόμοι που θα οδηγούσαν στο να λυθή. Μόνο μια καινούργια συνείδηση, που αρχίζει να ξυπνά, «απαστράπτουσα» ακόμα, για πρώτη φορά από την ευφορία (Euphorie) τών μεγάλων της ακριβώς επιτυχιών, στο σκληρό, καθημερινό φως των κινδύνων που αυτές συμπεριλαμβάνουν, μαθαίνοντάς μας πάλι να «φοβόμαστε και να τρέμουμε»  (( μπροστά στην ύβρι )) , προσφέρει κάποιαν ελπίδα, ότι θα θέσουμε οι ίδιοι, εκούσια στους εαυτούς μας τα όρια της ευθύνης και δεν θα επιτρέψουμε να μας καθυποτάξη, εμάς ή και όσους ακολουθούν, η ίδια μας η γιγαντωμένη ισχύς.

      ( συνεχίζεται, με το επόμενο, 6ο κεφάλαιο υπό τον τίτλο: «Υπηρετώντας την ιατρική πρόοδο: Για τα πειράματα σε “ανθρώπινα υποκείμενα”» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: