Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Η φωτιά της ελευθερίας(1)

Η φωτιά της ελευθερίας

Η σωτηρία της φιλοσοφίας στα σκοτεινά χρόνια 1933-1943

Του Wolfram Eilenberger,  Klett-Cotta 2020

Από το εξώφυλλο:

Τα χρόνια από το 1933 μέχρι το 1943 αποτελούν το πιο σκοτεινό κεφάλαιο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ενώπιον της καταστροφής, τέσσερις γυναίκες-φιλόσοφοι, οι Simone de Beauvoir, Simone Weil, Ayn Rand και Hannah Arendt, αναπτύσσουν τις οραματικές ιδέες τους: περί σχέσης ατόμου και κοινωνίας, γυναίκας και άνδρα, σεξ και φύλου, ελευθερίας και απολυταρχίας, Θεού και ανθρώπου. Ο περιπετειώδης δρόμος τους, τίς οδηγεί από το Leningrad του Stalin μέχρι το Hollywood, από Βερολίνο του Hitler και το κατεχόμενο Παρίσι μέχρι την Νέα Υόρκη, πάνω απ΄όλα όμως τίς οδηγεί σε επαναστατικές σκέψεις, χωρίς τις οποίες το παρόν μας-αλλά και το μέλλον μας-δε θα ήταν τα ίδια όπως είναι τώρα. Οι υπάρξεις τους ως πρόσφυγες, ακτιβίστριες, αγωνίστριες της αντίστασης-αποδεικνύονται ως βιωμένη φιλοσοφία και μαρτυρούν με εντυπωσιακό τρόπο την απελευθερωτική δύναμη της σκέψης. Ένα μεγαλειώδες βιβλίο για τέσσερις παγκόσμιες εικόνες, που στην άκρη της αβύσσου του 20ου αιώνα ενσωματώνουν με παραδειγματικό τρόπο, και μέχρι σήμερα με παγκόσμια εμβέλεια, τι σημαίνει να ζει κανείς μια αληθινά ελεύθερη ζωή.

I. Σπίθες α

H Beauvoir βρίσκεται σε διάθεση, η Weil σε έκσταση, η Rand εκτός εαυτού και η Arendt μέσα σε ένα εφιάλτη

Το πρόγραμμα

«Γιατί καν να αρχίσεις, αν πρέπει πάλι να σταματήσεις;». Καθόλου άσχημο για μια αρχή. Αυτό ήταν και το θέμα του δοκιμίου: η ένταση μεταξύ της περατότητας της ιδίας ύπαρξης- και της προφανούς απειρότητας αυτού του κόσμου. Αυτό το χάσμα απειλούσε, μετά από σύντομη σκέψη, να παραδώσει στην ανοησία κάθε σχέδιο, κάθε προσχέδιο, κάθε στόχο. Αδιάφορο αν ο στόχος ήταν η κατάκτηση ολόκληρης της γης ή απλώς η φροντίδα του κήπου. Όπως και να το έπιανε κανείς, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Και αν δεν το έκανε κάποιος άλλος, ο χρόνος θα κατέστρεφε κάποτε το προσωπικό έργο και θα το βύθιζε για πάντα στη λήθη. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μια μοίρα, βέβαιη όπως ο ατομικός θάνατος.

Γιατί λοιπόν να κάνεις κάτι καί όχι τίποτα; Ή καλύτερα, με την μορφή μιας κλασσικής τριάδας ερωτήσεων: «Ποιο είναι το μέτρο του ανθρώπου; Ποιους στόχους μπορεί να θέσει στον εαυτό του, και ποια ελπίδα μπορεί να καλλιεργεί;» Ναι, αυτό ήταν σταθερό. Αυτή ήταν η επιζητούμενη δομή!

Από το γωνιακό της τραπέζι στο δεύτερο όροφο του Café Flore η Simone de Beauvoir παρακολουθούσε τους περαστικούς. Εκεί περπατούσαν αυτοί. Οι άλλοι. Καθένας και καθεμιά μια ατομική συνείδηση. Πορεύονται με τους προσωπικούς τους φόβους και έγνοιες, σχέδια και ελπίδες. Όπως ακριβώς και αυτή η ίδια. Μια μέσα στα δισεκατομμύρια. Μια σκέψη με την οποία την έλουζε κάθε φορά κρύος ιδρώτας.

Η Beauvoir δεν συμφώνησε με ευκολία. Ήταν και το θέμα το οποίο επιθυμούσε ο εκδότης Jean Grenier. Για ένα συλλογικό τόμο με θέμα τα πνευματικά ρεύματα της εποχής, ήθελε από αυτήν ένα κείμενο για τον «Υπαρξισμό». Αλλά μέχρι τότε, ούτε ο Sartre ούτε αυτή ήθελαν την έννοια αυτή για να χαρακτηρίσει την σκέψη τους. Ήταν μια επινόηση της επιφυλλίδας, τίποτα παραπάνω.

Η ειρωνεία του θέματος ήταν πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί. Γιατί αν υπήρχε ένα Leitmotiv το οποίο τα τελευταία δέκα χρόνια καθόριζε την πορεία της, όπως και αυτή του Sartre, ήταν η συνεπής άρνηση να μπουν εθελοντικά σε οποιοδήποτε συρτάρι το οποίο σχεδίασαν άλλοι γι’ αυτούς

Τα καλύτερα χρόνια

Ας το λένε οι άλλοι «υπαρξισμό». Η ίδια θα απέφευγε συνειδητά την έννοια. Και αντ’ αυτού, ως συγγραφέας θα έκανε αυτό που περισσότερο απ’ όλα προτιμούσε, από τότε που άρχισε να γράφει το νεανικό της ημερολόγιο: να αφιερωθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συγκέντρωση στις ερωτήσεις που τριγύριζαν μέσα στο Είναι της-και την απάντηση των οποίων ακόμα δεν γνώριζε. Κατά περίεργο τρόπο, οι ίδιες ερωτήσεις ήταν που την απασχολούσαν ακόμα. Πριν απ’ όλες η ερώτηση για το πιθανό νόημα της ύπαρξης της. Αλλά και το ερώτημα για την σημασία των άλλων ανθρώπων στη ζωή της.

Παρόλα αυτά, η Beauvoir δεν αισθάνθηκε ποτέ τόσο σίγουρη και ελεύθερη μέσα σε αυτό τον στοχασμό, όσο τώρα, την Άνοιξη του 1943. Στο αποκορύφωμα ενός άλλου πολέμου. Μέσα στην κατειλημμένη της πόλη. Παρά τα κουπόνια και την έλλειψη των αναγκαίων, παρά την χρόνια στέρηση καφέ και καπνού (ο Sartre ήταν τόσο απελπισμένος, που κάθε πρωί σερνόταν στο πάτωμα του Flore, μήπως βρει καμιά γόπα από το προηγούμενο βράδυ), παρά τους ελέγχους και απαγορεύσεις εξόδου, παρά την λογοκρισία και την παρουσία Γερμανών στρατιωτών, που ακόμα και εδώ, στο Montparnasse, τριγυρνούσαν στα καφέ με όλο και μεγαλύτερη αναίδεια. Όσο έβρισκε αρκετό χρόνο και ησυχία για να γράψει, όλα τα άλλα υποφέρονταν.

Το Φθινόπωρο θα κυκλοφορούσε το πρώτο της μυθιστόρημα στον Gallimard5. Ένα δεύτερο ήταν στο συρτάρι έτοιμο. Σε καλό δρόμο ήταν και ένα θεατρικό. Τώρα θα ακολουθούσε το πρώτο φιλοσοφικό δοκίμιο. Το 1000 σελίδων έργο του Sartre «Το Είναι και το Τίποτα» βρισκόταν επίσης έτοιμο προς εκτύπωση στον εκδότη. Μέσα στον μήνα θα ανέβαινε και το δράμα του «Οι μύγες» στο Théatre de la Cité. Το έργο με τον εντονότερο πολιτικό χαρακτήρα απ’ όλα του τα μέχρι τότε έργα.

Όλα αυτά ήταν στην πραγματικότητα η πνευματική συγκομιδή μιας δεκαετίας, κατά την οποία, αυτή και Sartre δημιούργησαν ένα νέο στιλ φιλοσοφίας. Όπως επίσης-επειδή το ένα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άλλο-νέα είδη και τρόπους ζωής για τους ίδιους: ιδιωτικά, επαγγελματικά, λογοτεχνικά, ερωτικά.

Ακόμα και κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στην Ecole Normale Superieure-ο Sartre την καλούσε στο δωμάτιο του για να του εξηγήσει τον Leibniz-οι δυο τους είχαν κλείσει μια ιδιαίτερη ερωτική συμφωνία: υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο απροϋπόθετη πνευματική πίστη και ειλικρίνεια-με ταυτόχρονη διαθεσιμότητα για άλλες έλξεις. Θα ήταν απόλυτα αναγκαίοι ο ένας στον άλλο, και τυχαία θα δίνονταν σε άλλους. Μια δυναμική δυάδα, μέσα στην οποία, σύμφωνα με την θέληση τους, θα αντικατοπτρίζονταν ολόκληρος ο κόσμος. Το σχέδιο αυτό τους οδήγησε σε πάντα νέες απαρχές και περιπέτειες: από το Παρίσι μέχρι το Βερολίνο και την Αθήνα. Από τον Husserl στον Heidegger και τον Hegel. Από τις διατριβές στα μυθιστορήματα και τα θεατρικά. Από την νικοτίνη στη μεσκαλίνη και την αμφεταμίνη. Από την «μικρή Ρωσίδα» στον «μικρό Bost» μέχρι την «την πολύ μικρή Ρωσίδα». Από τον Nizan στον Merleau-Ponty μέχρι τον Camus. («Το να ζήσεις ένα έρωτα σημαίνει, μέσω αυτού να επινοήσεις νέους στόχους»8)

Το εβδομαδιαίο τους πρόγραμμα μαθημάτων φιλοσοφίας (το πολύ 16 ώρες) το διεκπεραίωναν χωρίς πολύ κόπο. Αντί να τηρούν το πρόγραμμα, άφηναν τους μαθητές τους, μετά από μικρές εισαγωγικές ομιλίες, να συζητούν μεταξύ τους-αυτό είχε πάντα επιτυχία. Κάλυπταν έτσι τους λογαριασμούς τους. Ένα μέρος τουλάχιστον. Γιατί δεν είχαν να φροντίσουν μόνο τους ίδιους, αλλά και πολλά μέλη της «οικογένειας» τους. Ακόμα και μετά από 5 χρόνια στο Παρίσι, η Όλγα βρισκόταν ακόμα στην αρχή της καριέρας της ως ηθοποιός. Ο μικρός Bost, ως ελεύθερος δημοσιογράφος δεν τα έβγαζε πέρα, και η μικρή αδελφής της Όλγας, Wanda, αναζητούσε απελπισμένα κάτι που να της ταιριάζει. Μόνο η Natalie Sorokin, το νεότερο μέλος, στεκόταν στα πόδια της: από την αρχή κιόλας του πολέμου είχε ειδικευθεί στην κλοπή ποδηλάτων, και διατηρούσε μια καλά οργανωμένη-προφανώς με την ανοχή των Ναζί-μαύρη αγορά με μεγάλη ποικιλία.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: