Η επερχόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση, θα «κάψει» πολλές θέσεις εργασίας και θα επιδεινώσει το πρόβλημα της ανάπτυξης – ενώ οι λύσεις που αναζητούνται με τη «Μεγάλη Επαναφορά» δεν θα βοηθήσουν καθόλου. Η διαχείριση βέβαια του Covid 19 με τα κλειδώματα των οικονομιών, θα στηρίξει την ανάπτυξη στα δύο επόμενα χρόνια – αφού η ύφεση που προκλήθηκε, ενδεχομένως σκόπιμα, θα τοποθετήσει το σημείο εκκίνησης πολύ χαμηλότερα, ενώ θα προσφέρει μία ακόμη δικαιολογία στις κεντρικές τράπεζες για να πλημμυρίσουν με ρευστότητα την οικονομία. Σε κάποιο βαθμό θα βοηθήσει επίσης το ψηφιακό νόμισμα που δρομολογείται από πολλές χώρες – αφού θα καταστήσει εφικτή την απ’ ευθείας στήριξη των νοικοκυριών, χωρίς τη μεσολάβηση των εμπορικών τραπεζών. Εκτός αυτού υπάρχει η πιθανότητα αποκλεισμού της Κίνας από τις δυτικές αγορές και γενικότερα της Ασίας – με στόχο την αναβίωση της παραγωγής στη Δύση, οπότε τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Όλα αυτά όμως είναι υπό αίρεση – ενώ η καλύτερη λύση θα ήταν το σβήσιμο και η επανεκκίνηση της οικονομίας Όσον αφορά την Ελλάδα, είναι προφανές πως υπό τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί σήμερα και αφορούν γενικότερα τις προοπτικές του καπιταλισμού, αλλά και το μέλλον της νομισματικής ένωσης, θα πρέπει τουλάχιστον να επιλέξει ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης – το οποίο να εγγυάται έστω την αποφυγή της πλήρους καταστροφής της. Πόσο μάλλον στην απίστευτα άσχημη κατάσταση της οικονομίας της, η οποία είναι αδύνατον να αναπτυχθεί με το δημόσιο χρέος της στο 230% του ΑΕΠ – ακόμη χειρότερα, με το κόκκινο ιδιωτικό πάνω από το 150%, με τεράστια δίδυμα ελλείμματα, με εξαθλιωμένους Πολίτες, με χρεοκοπημένες τράπεζες, με αποψιλωμένο τον παραγωγικό της ιστό κοκ. Στα πλαίσια αυτά, οι κυρίαρχοι κοινωνικοί συνασπισμοί και τα πολιτικά κόμματα έχουν το συντριπτικό μέρος της ευθύνης της επιλογής – ενώ θα πρέπει να πάψουν αμέσως να παραπλανούν και να χειραγωγούν τους Πολίτες. Να αντιληφθούν πως οδηγούν την Ελλάδα σε μία εθνική καταστροφή άνευ προηγουμένου – από την οποία δεν θα ωφεληθεί κανένας, εκτός από τις ξένες δυνάμεις που εποφθαλμιούν τα περιουσιακά στοιχεία και τον πλούτο της χώρας μας. Κυρίως οι Τούρκοι και οι Γερμανοί, αν και οι Η.Π.Α. θέλουν το δικό τους μερίδιο στη λεία – στρατιωτικές βάσεις, αγωγούς ενέργειας κοκ.
.Ανάλυση
Ο καπιταλισμός, στη νεοφιλελεύθερη του μετάλλαξη, παρομοιάζεται με ένα αεροπλάνο που παραμένει στον αέρα, μόνο όσο πετάει προς τα επάνω – ενώ όταν δεν έχει πλέον τη δυνατότητα ή το χώρο να ανεβαίνει, να αναπτύσσεται δηλαδή συνεχώς στην περίπτωση της οικονομίας, τότε ακολουθεί μία κάθετη πτωτική πορεία με τελικό αποτέλεσμα τη συντριβή του. Στα πλαίσια αυτά, έως το 1990 περίπου, η ανάπτυξη των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, των μικρότερων επίσης μεταξύ άλλων τα πρώτα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ, βασίσθηκε στη σταθερή άνοδο των μισθών – όπου, με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο, οι πραγματικοί μισθοί (=μείον τον πληθωρισμό), αυξήθηκαν με τον ίδιο ή με μεγαλύτερο ρυθμό από την παραγωγικότητα των εργαζομένων, τροφοδοτώντας την κατανάλωση των ιδιωτικών νοικοκυριών.
Η άνοδος της ζήτησης, λόγω της κατανάλωσης, ενεθάρρυνε τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα (οπότε μαζί και τα δύο έδιναν την απαιτούμενη ώθηση στο ΑΕΠ), οι επενδύσεις οδηγούσαν σε μία περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας επειδή ευνοούσαν τη στήριξη καινοτόμων τεχνολογικών λύσεων τόσο στις διαδικασίες, όσο και στην παραγωγή, ενώ από την αυξανόμενη ζήτηση δημιουργούνταν οικονομίες κλίμακας – ένας άλλος μηχανισμός δηλαδή, με τον οποίο μπορούσε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.
Συνεχίζοντας, αυτό το μοντέλο ανάπτυξης που είναι προσανατολισμένο στους μισθούς, έπαψε πια να υπάρχει στην αρχική του μορφή – έχοντας υπονομευθεί τόσο από τις εθνικές, όσο και από τις διεθνείς εξελίξεις. Εν πρώτοις λόγω του αγώνα εναντίον του πληθωρισμού που οδήγησε τελικά σε μία σειρά πολιτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, γνωστές ως νεοφιλελεύθερες πολιτικές – σημειώνοντας πως οι μισθολογικές πιέσεις τείνουν να προκαλούν πληθωρισμό, αφού θέτουν σε λειτουργία το φαύλο κύκλο «μισθών-τιμών», οπότε την πληθωριστική άνοδο των τιμών.
Μία από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν η πλήρης ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες έθεσαν ως στόχο τους τη μείωση του πληθωρισμού – με σκοπό τη σταθερή αγοραστική δύναμη των νομισμάτων. Επί πλέον, η απελευθέρωση των κινήσεων των κεφαλαίων, κατέστησε αδύνατον για τους υπευθύνους χάραξης της εθνικής πολιτικής, να προσαρμόζουν τα εγχώρια επιτόκια κάτω από το επίπεδο των διεθνών αγορών. Με τον τρόπο αυτό οι επενδύσεις έγιναν πιο «ευαίσθητες», όσον αφορά την κερδοφορία τους – ενώ η διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου μετά το «άνοιγμα» των συνόρων χωρών όπως η Κίνα, αύξησε τη συστημική σημασία της συγκράτησης των μισθών, όπως συνειδητοποίησε πρώτη η Γερμανία ήδη από το 2000. Παράλληλα, η άνοδος των μεταναστευτικών ροών από την Ανατολή προς τη Δύση, στήριξε τη συμπίεση των μισθών των δυτικών χωρών – αφού αύξησε την προσφορά εργασίας, οπότε μείωσε τις τιμές της.
Συμπερασματικά λοιπόν το μοντέλο ανάπτυξης που ήταν προσανατολισμένο στην άνοδο των μισθών στην αρχική του μορφή, έπαψε πλέον να υπάρχει – μαζί του τα σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης τα εργατικά συνδικάτα που το στήριζαν, εν μέρει και τα παραδοσιακά αριστερά. Για κάποιο χρονικό διάστημα δε η ανάπτυξη μέσω της κατανάλωσης, στηρίχθηκε με δάνεια που συμπλήρωναν τα χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων ή/και των κρατών – με τελικό αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους.
Σε ένα μοντέλο ανάπτυξης τώρα βάσει των μισθών, ο περιορισμός των πραγματικών μισθών τείνει να επιβραδύνει την ανάπτυξη – ενώ, από την άλλη πλευρά, η συγκράτηση των ονομαστικών μισθών, χωρίς να λαμβάνεται δηλαδή υπ’ όψιν η αγοραστική τους δύναμη, όπως στην περίπτωση της «εσωτερικής υποτίμησης», ευνοεί τις εξαγωγές έναντι των εισαγωγών. Τότε μόνο βέβαια, όταν οδηγεί σε χαμηλότερο εγχώριο πληθωρισμό από αυτόν των εκάστοτε εμπορικών εταίρων μίας χώρας και δεν αντισταθμίζεται από την ονομαστική άνοδο (ανατίμηση) της συναλλαγματικής ισοτιμίας – όπως στην περίπτωση της Γερμανίας λόγω του κοινού νομίσματος.
Εν προκειμένω, σε συνθήκες επαρκώς ανοιχτών οικονομιών, ο περιορισμός των μισθών έχει εκτεταμένη επίδραση και λειτουργεί αναπτυξιακά – αφού η επιβράδυνση της εγχώριας ζήτησης αντισταθμίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από την άνοδο του εξωτερικού εμπορίου, λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας εξαιτίας της πτώσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος.
Οι βασικές οικονομικές τάσεις
Περαιτέρω, οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες υπόκεινται σε τρεις μεγάλες οικονομικές τάσεις για αρκετές δεκαετίες:
(α) στην απελευθέρωση των οικονομικών θεσμών της αγοράς εργασίας – όπως είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και γενικότερα η προστασία των εργαζομένων,
(β) στην αλλαγή όσον αφορά τη λειτουργική κατανομή των εισοδημάτων – με την απομάκρυνση από το εργατικό εισόδημα προς το εισόδημα του κεφαλαίου και
(γ) στην αυξανόμενη δυσκολία δημιουργίας επαρκούς επιπέδου συνολικής ζήτησης – έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά όλοι οι συντελεστές παραγωγής και ειδικά η εργασία. Η τελευταία εξέλιξη έχει χαρακτηρισθεί ως «κοσμική στασιμότητα» – όπως την περιέγραψε ο Larry Summers.
Οι τρεις αυτές τάσεις όχι μόνο αλληλεπικαλύπτονται χρονικά αλλά, επίσης, έχουν μία αιτιώδη σχέση. Ειδικότερα, η απελευθέρωση των θεσμών της αγοράς εργασίας, οδηγεί στη μείωση του ποσοστού των μισθών των εργαζομένων στο εκάστοτε εθνικό εισόδημα (ΑΕΠ). Το γεγονός αυτό με τη σειρά του μειώνει τη συνολική ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες – ενώ την ίδια στιγμή η ζήτηση για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι οι μετοχές, τα ομόλογα και τα ακίνητα, καθώς επίσης η ζήτηση για αυξημένες αποδόσεις αυτών των περιουσιακών στοιχείων, αυξάνονται.
Αυτές οι εξελίξεις, εκτός του ότι η τελευταία έχει συμβάλει στη δημιουργία των χρηματιστηριακών και λοιπών υπερβολών που διαπιστώνονται (φούσκες), έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στα μοντέλα ανάπτυξης των καπιταλιστικών οικονομιών – επειδή αποδυναμώνουν τη βιωσιμότητα του μακροχρόνιου μοντέλου ανάπτυξης που βασίζεται στους μισθούς (οπότε επιδεινώνουν το ασφαλιστικό κοκ.).
Προκειμένου τώρα να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, οι πολιτικοί παράγοντες σε εθνικό επίπεδο αναζητούν εναλλακτικές κινητήριες δυνάμεις – με δεδομένη την ύπαρξη των εξής δύο εναλλακτικών στρατηγικών:
(α) είτε η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται από την κατανάλωση των νοικοκυριών, όπως στο παλαιότερο μοντέλο που ήταν προσανατολισμένο στους μισθούς – όπου όμως, όπως αναφέραμε, η κατανάλωση χρηματοδοτείται λιγότερο από τους πραγματικούς μισθούς και περισσότερο από την ευκολότερη πρόσβαση των νοικοκυριών στο χρέος,
(β) είτε από τη ζήτηση του εξωτερικού, ως μοχλό ανάπτυξης – η οποία αυξάνει τις εξαγωγές και συχνά οδηγεί σε υψηλά εμπορικά πλεονάσματα.
Βέβαια, συχνά μία χώρα δεν βρίσκει εναλλακτικούς τομείς ανάπτυξης, οπότε παραμένει σε στασιμότητα – η οποία όμως, όπως αναλύσαμε στην αρχή, στο καπιταλιστικό σύστημα οδηγεί αργά ή γρήγορα σε πτώση. Παράδειγμα η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας κατέρρευσε παταγωδώς το 2020, όταν εμφανίσθηκε το πρόβλημα του Covid – όπου στην ουσία η κατάρρευση ήταν αναμενόμενη, ενώ οφείλεται στο ότι δεν έχει μία εναλλακτική στρατηγική ανάπτυξης, παραμένοντας όμηρος ενός απαρχαιωμένου και αναποτελεσματικού οικονομικού μοντέλου.
Τα κύρια μοντέλα καπιταλιστικής ανάπτυξης
Συνεχίζοντας, εάν ερευνήσει κανείς τα δεκαπέντε έτη πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, θα διαπιστώσει τέσσερα μοντέλα ανάπτυξης που έχουν αντικαταστήσει το προσανατολισμένο στους μισθούς μοντέλο – ενώ αντιπροσωπεύονται από τις εξής τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες:
(1) Μεγάλη Βρετανία: Πρόκειται για ένα μοντέλο που στηρίζεται στην κατανάλωση – όπου η εύκολη πρόσβαση στην πίστωση πριν από την κρίση, μεταξύ άλλων λόγω του ανεπτυγμένου χρηματοπιστωτικού της συστήματος και της νομισματικής της κυριαρχίας, διευκόλυνε την ανάπτυξη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου μοντέλου είναι η τάση αύξησης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – ακριβώς όπως των Η.Π.Α. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως εισάγονται περισσότερα αγαθά από όσα εξάγονται – ενώ υπό κανονικές συνθήκες τα ελλείμματα αυτά θα έπρεπε να είχαν διορθωθεί, με τη μείωση της εγχώριας ζήτησης και των εισαγωγών, μέσω της υποτίμησης του νομίσματος της.
Εν τούτοις, εάν ο υπόλοιπος πλανήτης είναι πρόθυμος να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα (γράφημα), τότε μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια – ενώ η ύπαρξη ενός μεγάλου χρηματοοικονομικού κέντρου στο Λονδίνο, με υψηλή ρευστότητα, βοηθάει στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, οπότε διευκολύνει τους περιορισμούς που θέτει το ελλειμματικό ισοζύγιο στην ανάπτυξη. Η αιτία είναι το ότι, «παράγει» χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που ο υπόλοιπος κόσμος θέλει να διατηρήσει στο χαρτοφυλάκιο του (όπως οι Η.Π.Α. το δολάριο) – ενώ αυξάνει τη ζήτηση για αλλοδαπούς εργαζόμενους μεσαίας και χαμηλής εξειδίκευσης στον τομέα των υπηρεσιών που καθιστούν δυνατή μία άνοδο των πραγματικών μισθών.
(2) Γερμανία: Το μοντέλο ανάπτυξης της Γερμανίας είναι το ακριβώς αντίθετο – αφού προσανατολίζεται στις εξαγωγές αντί στην εγχώρια κατανάλωση και άρα στη ζήτηση των άλλων χωρών. Βασίσθηκε σε τρία στοιχεία: (α) σε έναν αρκετά μεγάλο εξαγωγικό τομέα που λειτουργεί ως ατμομηχανή για την οικονομία στο σύνολο της, (β) στη θεσμοθετημένη συγκράτηση των μισθών με την ατζέντα 2010 που δρομολογήθηκε το 2000 (ανάλυση) και (γ) σε ένα σταθερό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών που της το εξασφαλίζει το ευρώ – ακόμη περισσότερο, της δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί υποτιμημένο το νόμισμα της, λόγω των προβλημάτων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Ουσιαστικά τα δύο τελευταία στοιχεία οδήγησαν στην υποτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, με αποτέλεσμα την άνοδο των εξαγωγών και τη μείωση των εισαγωγών – οπότε τη συνεχή αύξηση των πλεονασμάτων των ισοζυγίων της (εμπορικό, τρεχουσών συναλλαγών – το τελευταίο στο γράφημα). Επόμενο χαρακτηριστικό του μοντέλου της είναι η περιορισμένη άνοδος των μισθών, οπότε της εγχώριας ζήτησης και η άτυπη απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών.
(3) Σουηδία: Έως το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το μοντέλο ανάπτυξης της Σουηδίας ήταν διττό – με την έννοια πως στηριζόταν τόσο στην κατανάλωση, όσο και στις εξαγωγές, ενώ μετά την κρίση προσανατολίσθηκε περισσότερο στην κατανάλωση. Σε αντίθεση τώρα με τη γερμανική οικονομία, στην οποία κυριάρχησε ο μεταποιητικός τομέας, οι σουηδικές εξαγωγές ήταν πιο διαφοροποιημένες – με τους τομείς της πληροφορικής και των υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
.Οι κλάδοι δε αυτοί ήταν λιγότερο ευαίσθητοι στις τιμές, από ότι η μεταποίηση, συμβάλλοντας στα υψηλότερα πλεονάσματα της (γράφημα) – ενώ οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών δεν ήταν μόνο υψηλότερες από ότι στη Γερμανία, αλλά, επί πλέον, κατανεμήθηκαν πιο ομοιόμορφα. Δικαιότερα δηλαδή, μεταξύ της βιομηχανίας υψηλής προστιθέμενης αξίας και του λιγότερο επικερδούς τομέα των υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό, μαζί με το αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών (ανάλυση), καθώς επίσης το ισχυρό κράτος πρόνοιας, ενθάρρυνε περισσότερο την κατανάλωση – ενώ το άνοιγμα των συνόρων της στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση το 2015, με τη συμβολή της Γερμανίδας καγκελαρίου, της δημιούργησε πολλά προβλήματα.
(4) Ιταλία: Το μοντέλο ανάπτυξης της Ιταλίας στηριζόταν αρχικά στην κατανάλωση, οπότε στους μισθούς – η οποία κατανάλωση μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, ενώ η συμβολή των εξαγωγών αυξήθηκε πρόσφατα, μετά την εσωτερική υποτίμηση στα πλαίσια των άτυπων μνημονίων (πολιτική λιτότητας) που της επιβλήθηκαν με το ξεκίνημα ουσιαστικά της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Ο ιταλικός εξαγωγικός τομέας όμως παραμένει πολύ μικρός, για να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης – ενώ οι καθαρές εξαγωγές της επιβαρύνονται από μία πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία που είναι πολύ υψηλή για τις ανάγκες της χώρας, λόγω της συμμετοχής της στο ευρώ.
Αν και επανήλθε λοιπόν σε πλεονάσματα του ισοζυγίου της, στην ουσία δεν έχει κανένα μοντέλο (κατά πολύ χειρότερα η Ελλάδα), αφού δεν είναι προσανατολισμένη ούτε στην κατανάλωση, ούτε στις εξαγωγές – οι πραγματικοί της μισθοί αυξάνονται πολύ λίγο, τα νοικοκυριά, το κράτος, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις της είναι υπερχρεωμένα, οι τιμές των εξαγωγικών προϊόντων της χαμηλής προστιθέμενης αξίας είναι πολύ αναίσθητες, ενώ η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της επιδεινώνεται συνεχώς.
Οι κοινωνικοί φορείς και η κομματική πολιτική
Συνεχίζοντας, υποθετικά οι κυρίαρχοι κοινωνικοί συνασπισμοί υποστηρίζουν το μοντέλο ανάπτυξης της εκάστοτε χώρας – όπως οι γερμανικοί, με την ατζέντα 2010 της τότε σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης που άλλαξε πορεία. Οι συνασπισμοί δε αυτοί περιλαμβάνουν εκπροσώπους των αντίστοιχων βασικών οικονομικών τομέων – συμπεριλαμβανομένων των σχετικών ενώσεων των επιχειρήσεων, των εργοδοτών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ένα βασικό χαρακτηριστικό τους είναι πως τα μέλη τους έχουν την απαραίτητη νομιμοποίηση – ενώ είναι σε θέση να παρουσιάζουν τα συμφέροντα τους, έτσι ώστε να συμπίπτουν κάθε φορά με τα εθνικά συμφέροντα.
Αυτοί οι βασικοί τομείς, όπως είναι η παραγωγή μηχανημάτων και η αυτοκινητοβιομηχανία στη Γερμανία, θεωρούνται συστημικής σημασίας για τις χώρες τους – οπότε έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, σε σχέση με τη διαμόρφωση της μακροοικονομικής πολιτικής που επιλέγεται από τις κυβερνήσεις. Εν προκειμένω πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των τομέων που εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό και εκείνων που παράγουν για την εγχώρια αγορά – αφού στην πρώτη περίπτωση έχει σημασία η εξωτερική ζήτηση, ενώ στη δεύτερη η εσωτερική.
Μία διάκριση τώρα που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή είναι, για παράδειγμα, αυτή των κατασκευών και ορισμένων τμημάτων της μεταποιητικής βιομηχανίας – με την έννοια πως, όσον αφορά τις πρώτες, τις κατασκευές, ο υψηλότερος πληθωρισμός οδηγεί σε χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια, τα οποία στηρίζουν τη ζήτηση για την παραγωγή του κλάδου. Ακριβώς για το λόγο αυτό αναπτύχθηκαν οι κατασκευές στα πρώτα χρόνια του ευρώ στην Ελλάδα – αλλάζοντας το παραγωγικό μοντέλο της χώρας που αργότερα κατέρρευσε παταγωδώς, με τη μαζική εκροή των ξένων κεφαλαίων, την άνοδο των χρεών, των πραγματικών επιτοκίων που συνεχίζονται σήμερα λόγω του αποπληθωρισμού της τάξης των 2,4% (προστίθεται στα ονομαστικά επιτόκια) κοκ.
Όσον αφορά το δεύτερο κλάδο όμως, ο υψηλότερος πληθωρισμός είναι δυσμενής, επειδή καθιστά τις εισαγωγές φθηνότερες και τις εξαγωγές πιο ακριβές – γεγονός που σημαίνει γενικότερα πως οι φορείς των δύο κλάδων θα έχουν διαφορετικές απόψεις και προτιμήσεις σε σχέση με τη νομισματική πολιτική, τη φορολογική, τη συναλλαγματική και τη μισθολογική, αφού από αυτές εξαρτάται ο πληθωρισμός.
Στα πλαίσια αυτά, η κομματική πολιτική διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, όσον αφορά τα μοντέλα ανάπτυξης – επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις ο κυρίαρχος κοινωνικός συνασπισμός δεν έχει την πλειοψηφία των ψήφων. Ως εκ τούτου, είναι υποχρεωμένος να οικοδομήσει μία εκλογική πλειοψηφία γύρω από την πολιτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του – γεγονός που σημαίνει πως τα κυβερνητικά κόμματα βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, με στόχο να διαχειριστούν το εκάστοτε μοντέλο ανάπτυξης και να στηρίξουν τον κυρίαρχο κοινωνικό συνασπισμό όσο το δυνατόν καλύτερα.
Εάν τώρα το μοντέλο ανάπτυξης είναι σαφώς καθορισμένο, κάτι που στην Ελλάδα χαρακτηρίζει κυρίως τις κατασκευές και δυστυχώς τον τουρισμό (όπου ακόμη και οι πολλαπλασιαστές στο ΑΕΠ που δημοσιεύει ο ΣΕΤΕ είναι επίπλαστες, αποσκοπώντας στη χειραγώγηση του συστήματος προς όφελος του – παρά το ότι δεν συνάδουν με το εθνικό συμφέρον), ο ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων δεν συνίσταται στην προσφορά θεμελιωδώς διαφορετικών εναλλακτικών συστημάτων – αλλά αναμένεται πως τα κόμματα θα συμφωνήσουν σε πολιτικές που θα ωφελήσουν τον κυρίαρχο κοινωνικό συνασπισμό: τον πλέον οικονομικά ισχυρό που συνήθως χειραγωγεί τους πάντες, μέσω των ΜΜΕ που διαθέτει.
Τα κόμματα δε συμβάλλουν στη σταθεροποίηση του κυρίαρχου κοινωνικού συνασπισμού με δύο τρόπους: (α) συνάπτουν συμμαχίες βάσει κοινών ενδιαφερόντων εκτός του πυρήνα του κοινωνικού συνασπισμού και (β) στις συμμαχίες αυτές αναδιανέμουν μέρος των διαδικασιών και των εσόδων της ανάπτυξης. Κυρίως βέβαια ερμηνεύουν «πολιτιστικά» τις ατομικές και ομαδικές προτιμήσεις – έτσι ώστε να τις καταστήσουν πιο εύπεπτες στους ψηφοφόρους.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι προφανές πως η Ελλάδα, υπό τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί σήμερα και αφορούν γενικότερα τις προοπτικές του καπιταλισμού, αλλά και το μέλλον της νομισματικής ένωσης, θα πρέπει τουλάχιστον να επιλέξει ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης – το οποίο να εγγυάται έστω την αποφυγή της πλήρους καταστροφής της.
Πόσο μάλλον στην απίστευτα άσχημη κατάσταση της οικονομίας της, η οποία είναι αδύνατον να αναπτυχθεί με το δημόσιο χρέος της στο 230% του ΑΕΠ (κεντρική κυβέρνηση) – ακόμη χειρότερα, με το κόκκινο ιδιωτικό πάνω από το 150% (μόνο το κόκκινο!), με τεράστια δίδυμα ελλείμματα, με εξαθλιωμένους Πολίτες, με χρεοκοπημένες τράπεζες, με αποψιλωμένο τον παραγωγικό της ιστό κοκ.
Στα πλαίσια αυτά, οι κυρίαρχοι κοινωνικοί συνασπισμοί και τα πολιτικά κόμματα έχουν το συντριπτικό μέρος της ευθύνης της επιλογής – ενώ θα πρέπει να πάψουν αμέσως να παραπλανούν και να χειραγωγούν τους Πολίτες. Να αντιληφθούν πως οδηγούν την Ελλάδα σε μία εθνική καταστροφή άνευ προηγουμένου (ανάλυση) – από την οποία δεν θα ωφεληθεί κανένας, εκτός από τις ξένες δυνάμεις που εποφθαλμιούν τα περιουσιακά στοιχεία και τον πλούτο της χώρας μας. Κυρίως οι Τούρκοι και οι Γερμανοί, αν και οι Η.Π.Α. θέλουν το δικό τους μερίδιο στη λεία – στρατιωτικές βάσεις, αγωγούς ενέργειας κοκ.
Τέλος, σε διεθνές επίπεδο, η επερχόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση (ανάλυση), θα «κάψει» πολλές θέσεις εργασίας και θα επιδεινώσει το πρόβλημα της ανάπτυξης – ενώ οι λύσεις που αναζητούνται με τη «Μεγάλη Επαναφορά» (πηγή) δεν θα βοηθήσουν καθόλου. Η διαχείριση βέβαια του Covid 19 με τα κλειδώματα των οικονομιών, θα στηρίξει την ανάπτυξη στα δύο επόμενα χρόνια – αφού η ύφεση που προκλήθηκε, ενδεχομένως σκόπιμα, θα τοποθετήσει το σημείο εκκίνησης πολύ χαμηλότερα, ενώ θα προσφέρει μία ακόμη δικαιολογία στις κεντρικές τράπεζες για να πλημμυρίσουν με ρευστότητα την οικονομία.
Σε κάποιο βαθμό θα βοηθήσει επίσης το ψηφιακό νόμισμα που δρομολογείται από πολλές χώρες (ανάλυση) – αφού θα καταστήσει εφικτή την απ’ ευθείας στήριξη των νοικοκυριών, χωρίς τη μεσολάβηση των εμπορικών τραπεζών (ένα θετικό του αποτέλεσμα). Εκτός αυτού υπάρχει η πιθανότητα αποκλεισμού της Κίνας από τις δυτικές αγορές και γενικότερα της Ασίας – με στόχο την αναβίωση της παραγωγής στη Δύση, οπότε τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Όλα αυτά όμως είναι υπό αίρεση – ενώ η καλύτερη λύση θα ήταν το σβήσιμο και η επανεκκίνηση της οικονομίας (ανάλυση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου