ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 18 Ιανουαρίου 2021
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 13
Κατά την “ευημεριστική” θεωρία, το
περιεχόμενο του μύθου ερμηνεύεται με τεχνικό τρόπο ή εκλαμβάνεται ως
διακοσμητικό στοιχείο: η πλημμύρα τής Λυκίας δεν οφείλεται στις κατάρες τού
Βελερεφόντη, αλλά στο ότι κατεδάφισε τους αμμόλοφους· τα φτερά με τα οποία ο
Δαίδαλος εφοδίασε τον Ίκαρο είναι ιστία πλοίου, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν
καινοφανές και ασυνήθιστο· ο ταύρος τής Ευρώπης δεν ήταν παρά ένα πλοίο, που
την πλώρη του στόλιζε ένας γυαλιστερός ταύρος, και ίσως ακόμη και ο κριός τού
Φρίξου να ήταν κάτι ανάλογο· η Λερναία
Ύδρα δεν ήταν παρά ένα φρούριο που κατέλαβε
ο Ηρακλής. Τα τέρατα γίνονται φυσικά
φαινόμενα, όπως η Χίμαιρα, που ως βραχώδης οροσειρά αντανακλούσε τις ακτίνες
τού ήλιου σε βαθμό που να αποξηραίνεται όλη η περιοχή· το σαρκοφάγο πτηνό
τού Προμηθέα ήταν ένας χείμαρρος, αποκαλούμενος Αετός, που κατέστρεφε το πιο
εύφορο μέρος τής γης τού Προμηθέα, που
το συμβόλιζε το συκώτι του. Στο όνομα μιας σοφής διδακτικής αφήγησης
υποστηριζόταν, ότι η επίσκεψη του Ηρακλή στον Άτλαντα αποτελούσε μέρος τών
σπουδών του στην αστρονομία· ο Θυέστης δεν εγκατέλειψε τις Μυκήνες εξ αιτίας
τών γνωστών, αποτρόπαιων πράξεων του Ατρέα αλλά από φθόνο, επειδή ο αδελφός του
είχε ανακαλύψει, δηλαδή υπολογίσει με ακρίβεια, μιαν έκλειψη του ηλίου· ο
έρωτας του Ενδυμίωνα για τη Σελήνη αναφέρεται απλώς στον αρχαιότερο παρατηρητή
τού ουρανίου σώματος· τέλος το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν παρά οδηγίες γραμμένες
πάνω σε δέρματα για τη χημική παρασκευή χρυσού. Ερμήνευσαν τα θαύματα με τη συνδρομή εκφράσεων που πήραν κατά γράμμα:
οι άνδρες τού Κάδμου, που φάνηκαν σαν να είχαν «ξεφυτρώσει από τη γη»,
υποτίθεται ότι γεννήθηκαν από τα δόντια τού δράκου που τα έσπειρε στη γη· οι
εχθροί τού Περσέα τρόμαξαν τόσο πολύ, που έμειναν «σαν απολιθωμένοι», και οι
σκύλοι τού Ακταίωνος καταβρόχθισαν τον κυνηγό, διότι, παρασυρόμενος από το
πάθος του, κατέληξε σε πλήρη ένδεια. Η ανεπάρκεια αυτών τών ερμηνειών δεν μας
εμποδίζει ωστόσο να αναφέρουμε μερικές ακόμη. Τα τείχη τού Ιλίου δεν
κατασκευάστηκαν από τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα για λογαριασμό τού
Λαομέδοντος, αλλά αυτός (σαν άλλος έλληνας τύραννος) καταχράστηκε τους
θησαυρούς τών θεών που φυλάσσονταν στο ιερό τής Ακροπόλεως, για να οικοδομήσει
τα οχυρά. Οι μεταμορφώσεις τού Πρωτέα και της Έμπουσας οφείλονταν σε μιμητικές
δυνάμεις, που τους επέτρεπαν να υποδύονται διάφορους ρόλους. Η τέχνη που
επέτρεπε στη Μήδεια να αναζωογονεί τούς γέροντες ήταν μια βαφή για τα μαλλιά. Η χλαμύδα με το αίμα τού Νέσσου που στέλνει
η Διηάνειρα στον Ηρακλή σημαίνει τα πολύ θερμά σκεπάσματα που χρησιμοποίησε,
για να καταστήσει τον σύζυγό της
μαλθακό και αναξιόμαχο. Οι λίθοι που ο ήχος τής λύρας τού Αμφίωνος
μετακίνησε, σχηματίζοντας τα τείχη τών Θηβών, ενέπνευσαν μάλιστα την ακόλουθη
ερμηνεία: επειδή εκείνη την εποχή οι
άνθρωποι δεν γνώριζαν τις χρηματικές συναλλαγές, όποιος επιθυμούσε να ακούσει
μουσική, έπρεπε να συνεισφέρει στην οικοδόμηση
του τείχους. Θα τελειώσουμε με ένα παράδειγμα από τον Βιτρούβιο, που
μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο, σχετικά με την ιδιότητα της Σαμαλκίδας πηγής
τής Αλικαρνασσού να καθιστά τούς άνδρες θηλυπρεπείς: κατά την παραμονή τους σε
ένα πολυτελές πανδοχείο στην περιοχή τής πηγής, οι άξεστοι Κάρες δεν γίνονταν
θηλυπρεπείς, αλλά αναγκάζονταν να εξευγενιστούν.
Μύθοι, θρύλοι, ακόμη και
δεισιδαιμονίες γεννιούνται και μέσα στις
θρησκείες, όταν η λαϊκή φαντασία διατηρεί μαζί τους έναν ζωντανό ή και πύρινο
δεσμό. Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν πρόκειται για ένα στοιχείο αδυναμίας, ή μάλλον
ισχύος, για τη δεδομένη θρησκεία. Υπήρξαν όμως θρησκείες, στους κόλπους τών
οποίων αναδείχθηκαν σε διάφορες εποχές «μερίδες» που πολέμησαν τον μύθο, με
αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλα σχίσματα. Η
ελληνική θρησκεία ελάχιστα επηρεάστηκε από τέτοιες διαιρέσεις· η
παγανιστική παράδοση εγκαταλείφθηκε για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με τον
«ευημερισμό», ο οποίος ουδέποτε απέκτησε πραγματική επιρροή στον λαό. Ακόμη και
την εποχή τής Αυτοκρατορίας, τον 3ον αιώνα, οι ίδιοι οι
εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασπάστηκαν τον «ευημερισμό», βρέθηκαν αντιμέτωποι
με την επιβίωση του αρχαίου μύθου. Διότι
οι παραμάνες τους διηγούντο στα παιδιά, και συχνά δάκρυζαν από συγκίνηση,
μιλώντας για την Αριάδνη και την εγκατάλειψή της από τον Θησέα.
Αναφερόμενοι στη φύση τών θεών τών
Ελλήνων, στο μεγαλείο και τα όρια τής θείας υποστάσεώς τους,
μπορούμε να ιχνηλατήσουμε συνοπτικά το πεδίο στο οποίο ο μύθος υποκινεί θεούς
και ανθρώπους. Δεν πρόκειται εδώ για μιαν εκτεταμένη μυθική γεωγραφία και για
τις συχνά αμφιλεγόμενες μορφές της, αλλά απλώς
για τον ιδιότυπο καθαγιασμό τής φύσεως του μύθου, όπως μας παραδόθηκε μέσα από
τους ήχους και τη λάμψη τής ελληνικής ποίησης. Πρόκειται για έναν κόσμο θεών και νεανικής ανθρωπότητας, που
προσδιορίζεται φευγαλέα, αλλά με όρους μυστηριακού κάλλους· σποραδικά μόνο
καταγράφονται οι λεπτομέρειες κάποιας πτυχής, κυριαρχεί όμως η τέρψη τού αοιδού
και του ακόμη και πολύ μεταγενέστερου ακροατή.
Η ιερή νύχτα – η καθαγιασμένη ημέρα – η
βροχή που φέρνει ο Δίας – η ιερή Ηώ, η Αυγή που κατοικεί και χορεύει στη
μακρινή νήσο Αία – ο Ήλιος που βυθίζεται στον Ωκεανό, σέρνοντας πίσω του τη
σκοτεινή Νύχτα πάνω στην τροφοδότρια Γη – απλές
αναφορές, που ακόμη και επαναλαμβανόμενες διατηρούν τη μαγεία τους. Και
όπως ένα θραύσμα μαρμάρου μιας ολοκληρωμένης τέχνης μπορεί από μόνο του να
ξυπνήσει ένα έντονο συναίσθημα κάλλους, το ίδιο ακριβώς συναίσθημα μπορεί να
προκαλέσει και το περίφημο απόσπασμα του Στησιχόρου, που περιγράφει τη διαδρομή
τού θεού Ήλιου: «Ο Ήλιος, γιός τού Υπερίωνα, ανέβηκε στον χρυσό κρατήρα (τον
ηλιακό δίσκο) για να διαβεί, πέρα από τον Ωκεανό, τα βάθη τής ιερής και
σκοτεινής Νύχτας, να τρέξει στη μητέρα και τη γυναίκα του και τα λατρεμένα
παιδιά του· αλλά εκείνος, ο γιός τού Δία, βάδισε μέσα στο δαφνοσκεπές άλσος». Ή
ακόμη τα λίγα εκείνα λόγια, με τα οποία ο Σοφοκλής στρέφει τον νου μας στη
μαγική χώρα τών Υπερβορείων: «Πάνω από
την απέραντη θάλασσα, στα πέρατα του κόσμου, στις πηγές τής νύχτας, εκεί που
εκτείνεται ο ουρανός, στον αρχαίο κήπο τού Φοίβου».
Ο Ωκεανός, απ’ όπου αναδύονται οι θεοί,
είναι το λουτρό τους. Όταν όμως τα θεία όντα κατοικούν και κυκλοφορούν στη γη,
τότε γίνεται κυρίως λόγος για σκιερά όρη, για κοιλάδες που αντηχούν, για
ανθισμένα λιβάδια, και πάλι για τη σκοτεινή, θεία νύχτα. Τόπος κατοικίας για
τις Βάκχες τού Ευριπίδη είναι ένα λιβάδι που το διασχίζουν ρυάκια, και το
σκιάζουν πεύκα, σε μια μακρινή κοιλάδα. Το άντρο τής Καλυψώς, οι κήποι τού Αλκίνοου,
το σπήλαιο των Νυμφών, και η Μελάνυδρος πηγή τής Ιθάκης αποτελούν αλησμόνητες ομηρικές εικόνες. Σε ένα χορικό τού Σοφοκλή
εμφανίζεται, με όλο το μεγαλείο του, το ιερό άλσος τού Κολωνού, όπου περπάτησαν
επίσης ο Ασκληπιός, η Αφροδίτη και οι Μούσες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον
ευλαβικό θαυμασμό τών Ελλήνων απέναντι στη φύση. Λουσμένο από μια
περισσότερο σιωπηλή μαγεία, απλώνεται
μπροστά μας, στον Ευριπίδη, «το άβατο
λιβάδι, όπου κανένας βοσκός δεν μπορεί να οδηγήσει τα κοπάδια του, που ποτέ
δεν οργώθηκε, όπου μονάχα οι μέλισσες πετούν, που το προστατεύει η ιερή
Σεμνότητα, και το αρδεύουν ζωηρά ρύακα»· εκεί
ο Ιππόλυτος έπλεξε το στεφάνι που τοποθέτησε στην κεφαλή τής Αρτέμιδος.
Αλλά αν κάποιο θαυμαστό φυτό λατρεύτηκε, αυτό είναι ο Νάρκισσος, το ομορφότερο από τα άνθη που γέννησε η Γαία, για να
εξαπατήσει την Περσεφόνη: «χάρμα οφθαλμών για θεούς και ανθρώπους· από τη
ρίζα του φύτρωσε ένας μίσχος με εκατό κεφαλές, και στο άρωμα αυτής τής
ανθισμένη σφαίρας, χαμογέλασε από ψηλά ο απέραντος Ουρανός, και ολόκληρη η Γη, και η αλμυρή καμπύλη τού θαλασσίου κύματος». Στην πλούσια σε μαγευτικές
εικόνες Ιλιάδα, ο Όμηρος δανείζεται από το βασίλειο των δέντρων τις
πλέον ισχυρές παρομοιώσεις του: τις δυο βελανιδιές που αντιστέκονται στη
θύελλα, του πυρακτωμένου δάσους, του κυκλώνα στον δρυμό, του χείμαρρου που
πλημμυρίζει και παρασύρει στο διάβα του ολόκληρους δρυμώνες και πευκώνες.
Η αλήθεια
είναι ότι αυτές οι χαριτωμένες περιγραφές αναφέρονται συνήθως σε ό,τι είναι
εγγύς, σε ό,τι είναι περίκλειστο, σε δασώδεις κοιλάδες, σπήλαια κ.ο.κ., ακόμη
δε και σε μεταγενέστερη εποχή, η περιγραφή τών Τεμπών από τον Αιλιανό συνιστά
μια λεπτομερή εικόνα τού ίδιου τύπου· αντίθετα απουσιάζουν, παρ’ όλες τις
ακροπόλεις που υψώνονται πάνω από τις πόλεις, περιγραφές που το βλέμμα να
βυθίζεται από τα ύψη στα βάθη και τα πλάτη. Από το ύψος τής Ακρόπολης
των Αθηνών, ο Σόλων δεν διακρίνει τριγύρω παρά μόνο τις στέγες τών σπιτιών τής
πόλης, και αναλογίζεται την ένδεια που αυτές καλύπτουν. Όμως κάποια φορά
βλέπουμε να αστράφτει ένα μεγαλειώδες
θέαμα στον Όμηρο: είναι η στιγμή που ο Δίας διώχνει τα πυκνά σύννεφα από τις
υψηλές κορφές τού μεγαλοπρεπούς όρους:
«Τότε τα
πάντα αποκαλύπτονται, οι κορυφές, τα απόκρημνα παρατηρητήρια και οι κοιλάδες· και
ο απέραντος αιθέρας τού ουρανού διαρρηγνύεται».
Αλλά ίσως
αυτή η όμορφη γη να μην είναι και τόσο στέρεη· ίσως κάτω από αυτά τα κραταιά
όρη να βρίσκονται εδώ κι εκεί, ακόμη ζωντανοί στη φαντασία τών ανθρώπων,
κρυμμένοι γίγαντες και φυλακισμένα τέρατα, αθάνατες υπάρξεις που έχουν μόνον εν
μέρει εξολοθρευτεί. Ο Τυφώνας παλεύει ακόμη κάτω
από την Αίτνα που πέταξε επάνω του ο Ζευς· κάτω από τη Νίσυρο, κομμάτι τού
νησιού τής Κω, βρίσκεται ακόμη παγιδευμένος ο γίγας Πολυβώτης, και στον δρόμο
από τη Λέρνη προς την Ελαιούντα, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τον βράχο που
κύλησε ο Ηρακλής πάνω στο μοναδικό αθάνατο κεφάλι τής Ύδρας.
Η φύση τών θεών τών
Ελλήνων ανάγεται εδώ σε ένα καθαρά ιστορικό φαινόμενο· διότι υπήρξε ένα έθνος
που όφειλε και επέλεξε ως ανώτερα όντα
αυτούς ακριβώς και όχι οτιδήποτε άλλο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου