ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου 2021
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
Η κατανόηση των φυσικών ορίων που τίθενται
ως προς την ερμηνεία τών μύθων, αποτελεί ήδη ένα θετικό βήμα. Ανέκαθεν ήταν σαφές ότι οι μύθοι δεν
αποτελούν ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις τυχαίων φαντασιώσεων, και ότι ο αρχαίος
μύθος έχει διδακτικό περιεχόμενο· από τή στιγμή όμως που βρισκόμαστε
απέναντι στη γέννηση και τη συνύπαρξη εικόνας και αντικειμένου, την πανάρχαια
αλληλοπεριχώρηση των δύο, προκύπτει ένα είδος αδυναμίας. Όλα τα μέσα έκφρασης
που διαθέτουμε, όπως νόημα, σημασία κ. ο. κ., αποδεικνύονται ανεπαρκή. Και όσο περισσότερο ακριβείς προσπαθούμε να
γίνουμε στην έρευνά μας, τόσο περισσότερο πλανιόμαστε.
Οι αστρικοί μύθοι θα μπορούσαμε να πούμε
ότι είναι διαφανείς ως προς την ερμηνεία τους. Όταν π.χ. ο Υάκινθος σκοτώνεται
από τον δίσκο τού Απόλλωνα, διακρίνουμε καθαρά τη μεταφορική ερμηνεία μιας
φυσικής διαδικασίας, δηλαδή την υποχώρηση της εαρινής βλάστησης που προκαλεί ο
ηλιακός δίσκος τού έντονου καύσωνα. Η γέννηση των φυλών και των λαών από
υδάτινους θεούς συμβολίζει τη ζωηφόρο και τρέφουσα δύναμη του ρέοντος ύδατος,
διότι ο ποταμός θεωρείται το αρχαιότερο και εμβληματικότερο ζωντανό όν τής
κοιλάδας στην οποία ρέει. Με τον
Ήφαιστο η φωτιά μεταμορφώνεται, ξεκινώντας από το στοιχείο που την αποτελεί (ως
προς την εστία ή τα ηφαίστεια), μέχρι τη δημιουργία τών κορυφαίων έργων τέχνης.
Στις θεότητες του φωτός οι ακτίνες γίνονται βέλη και τα παιδιά τής Λητώς
θεότητες του θανάτου, ενώ η Άρτεμις γίνεται κυνηγός. Ο Παν είναι ασφαλώς ο
ίδιος γιδοβοσκός, παίζει φλογέρα, και χορεύει, κ. ο. κ. Αυτές όμως οι προφανείς
ερμηνείες συνυπάρχουν με έναν ολόκληρο ωκεανό αντιφατικών υποθέσεων, από τη
στιγμή που η ανθρωπομορφική περιγραφή τών θεών, που περιλαμβάνει τη γέννηση,
την παιδεία, τους πολέμους τους κ. ο. κ., θα πρέπει να αναχθεί, με κάποιο βαθμό
βεβαιότητας, σε στοιχεία αρχαϊκά, μετεωρολογικά, γεωλογικά και στις αιτιατές
τους σχέσεις. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τής ζωής ενός θεού δεν υποδηλώνει
παρά μόνο μια από τις σημασίες του, και μάλιστα όχι την πρωταρχική, αλλά μια
τυχαία, ενώ η ίδια ακριβώς μορφή είναι δυνατόν να αντιπροσωπεύει κάτι το
εντελώς διαφορετικό. Πανάρχαιες μορφές, που έχουν απωλέσει το νόημά τους,
μπορεί με τον καιρό να απέκτησαν μια επιβεβλημένη έξωθεν σημασία, όπως ακριβώς
και οι δανεισμένες από μιαν άλλη γλώσσα λέξεις αποκτούν διαφορετικό νόημα.
Όμως οι
Έλληνες δεν διανοήθηκαν, την εποχή τής μεγαλύτερης ακμής τής ιστορίας τους, να
ερμηνεύσουν τούς μύθους τους, αλλά να τους διαφυλάξουν, να τους εμπλουτίσουν
και να τους πολλαπλασιάσουν· ακόμη και
μετά από αιώνες, συνεχίζουν να δημιουργούνται σε κάποιες πόλεις ή γύρω από
κάποιους ναούς νέοι μύθοι, που συμπληρώνουν και διευκρινίζουν τούς
υφιστάμενους, και προστατεύονται με τον ίδιο ζήλο όπως και οι παλαιοί· το
γεγονός ότι έγιναν αργότερα λεία, όπως και πολλά άλλα ευρήματα, εκκλησιαστικών και
τουριστικών οδηγών, δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη μνημειώδη σημασία τους.
Υπήρξε μια
περίοδος όπου οι φιλόσοφοι, αντίπαλοι και εχθροί τού μύθου, επινόησαν τους
δικούς τους μύθους. Σημείο εκκίνησης υπήρξε το Συμπόσιο του Πλάτωνα, και τον
ακολούθησαν αργότερα και άλλοι, επιδεικνύοντας μεγάλη σπουδή στη δημιουργία
ελαττωματικών μύθων, όπως για παράδειγμα ο Πλούταρχος και ο Δίων ο Χρυσόστομος,
ο οποίος μάλιστα ομολογεί με τα λεγόμενά του τη δυσκολία του «να επεξεργαστεί
κάποιον μύθο». Ασφαλώς Οι νεώτεροι αυτοί μύθοι εξακολουθούν να έχουν βέβαια
διδακτικό περιεχόμενο, αλλά μια εποχή που αποτολμά κάτι τέτοιο, θα επιχειρήσει
αναπόφευκτα να μεθερμηνεύσει διδακτικά
και τους γνήσιους, παλαιούς μύθους. Ενώ αρχίζει να διαδίδεται ταυτόχρονα
μια άποψη, ο αντίκτυπος της οποίας εκφράζεται αργότερα και στα έργα τού
Παυσανία: ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ενσταλάξει στους μύθους τους κάποια
σοφία (σοφίαν τινά).
Δύο δρόμοι επομένως κάνουν πλέον την
εμφάνισή τους: της αλληγορικής ερμηνείας και της ορθολογικής ερμηνείας. Η πρώτη
θεώρησε ότι οι θεοί είναι, ως στοιχειακές και ηθικές δυνάμεις, αφηρημένες
έννοιες· ο θεός και ο μύθος του καθίστανται το ηθελημένα επιτηδευμένο,
συνειδητό περίβλημα μιας προϋπάρχουσας ιδέας, που διατηρείται πίσω από την
εικόνα και εξακολουθεί να κυριαρχεί και μετά απ’ αυτήν. Το ανέφικτο αυτής τής
διαδικασία καθίσταται προφανές, αμέσως μόλις την ερευνήσει κανείς προσεκτικά:
«μια μικρή μειονότητα εξεχόντων πνευμάτων αναλαμβάνει να προσδώσει σε μιαν,
αποκλειστικά σ’ αυτήν προσιτή γνώση, μια επιφανειακά κατανοητή από την πλευρά
ενός “ανηλίκου” πλήθους μορφή, το οποίο και θα εκλάβει κατόπιν το περίβλημα ως
πυρήνα, προκειμένου να ικανοποιήσει τις λατρευτικές του προσδοκίες» (Λουδοβίκος
Φρηντλαίντερ). Όσο σημαντική κι αν αποδείχθηκε η αλληγορία για τις λόγιες
εποχές, όσο απαραίτητη κι αν υπήρξε για την αρχαία τέχνη και το σύνολο της
τέχνης έκτοτε, είναι βέβαιο ότι δεν
προσφέρεται για την ερμηνεία τού αρχέγονου στοιχείου. Η μέθοδος αυτή
απέκτησε αρκετούς ωστόσο οπαδούς στους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ εντοπίζονται ήδη
από την αρχαιότητα αλληγορικές και ηθικολογικές ερμηνείες τού Ομήρου, στον
οποίον και απέδωσαν αρχικά, προκειμένου να τον προστατέψουν από τη μομφή για
ανήθικες αναφορές στους θεούς, ένα δήθεν βαθειά ηθικό και κατά φύσιν
περιεχόμενο. Ο ορισμός τού Κρόνου ως εκπροσώπου τής πορείας και της εξέλιξης
του χώρου και του χρόνου, και του Ερμή ως κινητήριας αρχής τού σύμπαντος (mundi velocior sencus, στον Αμμιανό Μαρκελλίνο)
φαίνονται να είναι εξαιρετικά σύγχρονες ερμηνείες. Αλλά και ο Περσέας
εκπροσωπεί μια γρήγορη τουλάχιστον κίνηση του ουρανού, και ο ίδιος ο Ηρακλής
πρέπει να είναι ο «λόγος» τού σύμπαντος κόσμου, σύμφωνα με τον οποίον «η φύση
παραμένει στέρεη και ισχυρή»· η δε Αθηνά συνιστά, κατά τον Αρτεμίδωρο, τη φρόνηση. Πολύ μεταγενέστερες είναι οι
ερμηνείες που αναφέρονται στους θεούς ως πλανήτες ή ακόμη και ως μέταλλα,
ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους, όταν ο Ήφαιστος αλυσοδένει π.χ. τον Άρη και
την Αφροδίτη, διότι μόνον η φωτιά μπορεί λειώσει τον σίδερο και τον χαλκό.
Οι ορθολογικές ερμηνείες αναζητούν στους
θεούς κάποιους αρχαίους άνδρες, και στους μύθους τα ανδραγαθήματά τους, και
επεκτείνουν την ίδια μέθοδο και στους μύθους τών ηρώων· ακόμη και το τερατώδες
μεταφέρεται στον συνήθη κόσμο τών ανθρώπων και των ζώων· τα ευγενή, παγιωμένα κίνητρα των αρχαίων χρόνων αντικαθίστανται από την
ηθική ή ακόμη και από σκόπιμες και ιδιοτελείς ενέργειες.
Ο Εκαταίος υποβίβασε τον τρικέφαλο Κέρβερο
σε ένα δηλητηριώδες φίδι, που ονομαζόταν «σκύλος τού Άδη» και κατοικούσε στο
Ακρωτήριο Ταίναρο· και το κριτικό πνεύμα
τού Ηρόδοτου έφτασε να θεωρεί ότι η περιστερά τής Δωδώνης είναι ιέρεια (III, 55-57), και να αμφισβητεί ότι ο Ηρακλής εξόντωσε μόνος του στην
Αίγυπτο χιλιάδες άνδρες. Εκείνος όμως που προσέδωσε κύρος στην ορθολογική
ερμηνεία τών μύθων, με ένα λεπτομερές και με ευρεία διάδοση σύγγραμμα, ήταν
ένας συγγραφέας λίγο μεταγενέστερος του Αλέξανδρου, ο Ευήμερος, του οποίου το
όνομα συνδέθηκε έκτοτε με αυτή την τάση. Ανήκε σ’ εκείνους τούς μυθομανείς
ταξιδιώτες που είχαν αναλάβει να ερμηνεύσουν στους Έλληνες την Ανατολή, που
μόλις είχαν ανακαλύψει, και οι περιγραφές του ξεκινούν με την παραμονή του σε
ένα μυθικό νησί, την Παγχαία, στα βάθη τού Ινδικού Ωκεανού. Εκεί, στον τόπο
ενός ευσεβούς λαού που λάτρευε με μεγαλοπρέπεια τους θεούς, βρίσκεται πάνω σε
ένα απόκρημνό ύψωμα ο ναός τού Τριφυλαίου Διός, που αναγέρθηκε με εντολή τού
θεού όταν ζούσε και βασίλευε στον κόσμο· μέσα στον ναό βρίσκεται ένας
χρυσός κίων, στον οποίον έχουν χαραχτεί συνοπτικά, με παγχαϊκούς χαρακτήρες, τα
κατορθώματα του Ουρανού, του Κρόνου και του Δία· ο Ευήμερος “διάβασε” εκεί ότι
ο Ουρανός υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς, ένας άνθρωπος καλοκάγαθος και ευεργέτης,
γνώστης τής αστρονομίας κ.τ.λ.· και θα σταματούσαμε ευχαρίστως εδώ αυτές τις
διηγήσεις, αν ο συγγραφέας τους δεν είχε αφήσει πίσω του ένα ισχυρό στίγμα.
Υπήρξαν κάποιοι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που επεδίωκαν να εξωραΐσουν και μόνο
κάποιες αποκρουστικές πλευρές τών μύθων, ή να αναλάβουν να θεραπεύσουν τον
«νοσούντα» μύθο, ενώ κάποιοι άλλοι επηρεάστηκαν αντίθετα με άμεσο τρόπο από τον
Ευήμερο. Ο Έννιος τον μετέφρασε στα λατινικά, ενώ μεταξύ τών μεταγενεστέρων
σημαντικών συγγραφέων, ο Διόδωρος Σικελιώτης υπήρξε ένας πιστός ευημεριστής· ο Στράβων, αντίθετα, πολύ
λιγότερο, και ο Παυσανίας εν μέρει, αποδεχόμενος την κατά το γράμμα ερμηνεία
για τους περισσότερους μύθους· όσο για τον Πλούταρχο, η στάση του καθοριζόταν
κάθε φορά από τη διαθέσιμη πηγή. Ακολούθησε ο Παλαίφατος με το σύγγραμμα Περί απιστεύτων Ιστοριών (Περί Απίστων),
όπου και προσφεύγει, ως άψογος ορθολογιστής, σε αποκλειστικά “ευημεριστικές” ερμηνείες
τών μύθων, προβάλλοντας την αναξιοπιστία τών μυθικών περιστατικών.
Μετά τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, που αποδέχθηκαν ορισμένες από αυτές τις πλάνες
(παρότι θεώρησαν, ενάντια σε κάθε λογική, ότι οι αρχαίοι θεοί υπήρξαν κακοί
δαίμονες), ακολούθησαν οι Βυζαντινοί, και μεταξύ αυτών ο Τζέτζης (στο Σχόλια εις Λυκόφρονα) και η Ευδοκία προσέφεραν
μια πλούσια κριτική σταχυολόγηση.
Η θεωρία τού “ευημερισμού” βασίστηκε
αναμφισβήτητα στο γεγονός ότι η αρχαία αυθεντική παράδοση αναγνώριζε την
απόδοση λατρείας σε κάποιους θεοποιημένους ανθρώπους. Όσο κι αν η αρχέγονη φύση
τού Ηρακλή θεωρήθηκε θεία, δεν ήταν, κατά την κρατούσα άποψη, παρά ένας
άνθρωπος που θεοποιήθηκε μόνον όταν ανέβηκε στην πυρά, και κατέκτησε έτσι μια
θέση στον Όλυμπο. Στην Αλαβάνδα, κάποιος άνδρας καλούμενος Αλάβανδος,
λατρευόταν όχι μόνον ως ήρωας αλλά και ως θεός· το ίδιος και ένας Τένης στην Τένεδο· ο Αμφιάραος διέθετε το δικό
του μαντείο στον Ωρωπό, και ο Τροφώνιος στη Λειβαδιά, παρότι αργότερα οι Ρωμαίοι εισπράκτορες φόρων δεν αποδέχθηκαν γι’ αυτά
τα δύο ιερά τη φορολογική απαλλαγή που ίσχυε για τους υπόλοιπους ναούς, με το
σκεπτικό ότι, όποιος υπήρξε κάποτε άνθρωπος, δεν μπορούσε να συγκαταλέγεται
μεταξύ τών Αθανάτων.
Κάθε επιμέρους όμως συμπέρασμα του “ευημερισμού”
χαρακτηρίζεται από στειρότητα και γελοιότητα. Κατά τη λογοκρατική ερμηνεία, «το θαύμα παύει να είναι θαύμα, χωρίς
όμως να καθίσταται ιστορικό γεγονός»
(Zoega). Και θα πρέπει τώρα να μάθει κανείς να αναγνωρίζει
μέσα από παραδείγματα τη βολική βεβαιότητα του φωτισμένου Φιλισταίου, που
υποστηρίζει ότι πουθενά δεν έσφαλε. Ο πρόλογος του Παλαίφατου μάς
προσφέρει κατ’ αρχάς το υπόβαθρο του “ευημεριστικού”
κριτηρίου: «Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν όλα όσα τούς λέγουν, διότι στερούνται
διάκρισης και γνώσης· όσοι όμως έχουν πνευματική διαύγεια και οξύνοια, δεν
πιστεύουν πως όλα όσα ακούνε είναι πραγματικά. Κατά την άποψή μου, όλα όσα
διηγούνται έχουν συμβεί, διότι δεν είναι δυνατόν να γεννηθούν ονόματα που δεν
συνοδεύονται από περιστατικά, προηγήθηκαν όμως τα ονόματα και ακολούθησαν οι
αφηγήσεις. Όσα όμως λέγεται ότι συνέβησαν στο παρελθόν και δεν συμβαίνουν
πλέον, είναι αναληθή, διότι θα συνέβαιναν αλλιώς και τώρα και στο μέλλον… Ποιητές και λογογράφοι μετέτρεψαν πολλά
ασφαλώς συμβάντα σε απίστευτα και θαυμαστά γεγονότα… Κατ’ εμέ, δεν είναι
δυνατόν να συνέβησαν αυτά όπως τα αφηγούνται, αν όμως δεν είχαν συμβεί καθόλου,
δεν θα υπήρχαν και τα αφηγήματα». Ας δούμε τώρα τις συνέπειες αυτής τής
μεθόδου.
Θα μπορούσε να συμφωνήσει κανείς με την άποψη, ότι άνθρωποι που ευεργέτησαν
και βοήθησαν την ανθρωπότητα να προοδεύσει θεοποιήθηκαν, και θεοί ονομάστηκαν.
εκτός από τον Ηρακλή, οι Διόσκουροι και ο Ασκληπιός, που ήταν όμως ήδη τέκνα
θεών. Αλλά και απλοί εφευρέτες κρίθηκαν άξιοι παρόμοιας λατρείας. Λέγεται ότι ο Αίολος έγινε ο θεός τών
ανέμων, διότι είχε εφεύρει τα ιστία και τη μετεωρολογική πρόγνωση. Ενώ μετά την επικράτηση της θεωρίας τού
Ευήμερου, περιορίστηκαν μεν οι ανθρώπινες ερμηνείες όσον αφορά στους μεγάλους
θεούς, επεκτάθηκαν όμως σημαντικά όσον αφορά σε όλα τα υπόλοιπα μυθικά όντα και
γεγονότα. Η Μέδουσα μεταμορφώθηκε σε Λίβυα πριγκίπισσα, εναντίον τής οποίας
εκστράτευσε ο Περσέας με ένα επίλεκτο σώμα Πελοποννησίων. Οι Γίγαντες της
Παλλήνης υποβιβάστηκαν σε έναν βάρβαρο και πρωτόγονο λαό. Ο Άμμων δεν είναι
πλέον ο Ζευς, αλλά στην πραγματικότητα ένας βοσκός· ο Γίγαντας Τίτυος, ένας
βίαιος τοπικός άρχοντας· θηβαϊκός δράκος, φύλακας της πηγής, ήταν ο Δράκων,
βασιλεύς τών Θηβών· ο δράκος Πύθων, ένας ανόσιος ιερόσυλος, ονόματι Δράκων. Η Σφίγξ μετατρέπεται σε μιαν ομάδα πειρατών,
που αντιμετώπισε ο Οιδίποδας με τον στρατό του· κατ’ άλλους είναι εξώγαμο
μάλιστα τέκνο του Λαΐου! Η τρικέφαλη Χίμαιρα θεωρείται θυγατέρα Λύκιου
ηγεμόνα που κατοικεί σε απόκρημνες κορφές, της οποίας τα αδέλφια, ο Λέων και ο
Δράκων, φονεύουν όποιον διασχίζει τα σύνορα. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη είναι πλοία Τυρρηνών πειρατών, και ο Πήγασος το
σκάφος τού πειρατή Βελλεροφόντη. Το
κριάρι που μετέφερε τον Φρίξο και την Έλλη ήταν ένας φιλεύσπλαχνος καπετάνιος,
που τους φιλοξένησε στο πλοίο του, ή ακόμη κι ο παιδαγωγός τού Φρίξου. Οι
Αρπυίες ήταν οι ασεβείς θυγατέρες τού Φινέα, που ταλαιπωρούσαν τον τυφλό πατέρα
τους. Και η αίγα Αμάλθεια, μια φιλάργυρη, γηραιά έμπορος, που έκρυβε τα έσοδά
της σε ένα κέρας.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου