Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (67)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 2 Ιανουαρίου

                                                                                                                  Jacob Burckhard

                                                                                                          ΤΟΜΟΣ 2ος


IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 11

   Οι θεότητες που εκπροσωπούν πνευματικές και ηθικές αξίες δεν αναδύονται πλέον από αυτά τα σκοτεινά βάθη τού δαιμονικού κόσμου, αλλά είναι δημιουργήματα ευαισθησίας και συχνά στοχασμού.

  Τη δυνατότητα αλληλοπεριχώρησης δαιμόνων, ηρώων και φαντασμάτων θα την εξετάσουμε όταν θα μιλήσουμε για τους ήρωες. Την εποχή τού Αδριανού γίνεται λόγος για δαίμονες που συνοδεύουν τούς ταξιδιώτες και (χωρίς να είναι ασφαλώς ορατοί) τους καθοδηγούν. Δεν μας είναι ωστόσο γνωστό σε ποιον βαθμό αυτά τα όντα θα μπορούσαν να συγχέονται με τα πνεύματα της φύσης, στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί.

     Σημαντικότερες θα ήταν για μας κάποιες ακριβείς περιγραφές τού προσωπικού δαίμονα του κάθε ανθρώπου, αλλά και εδώ βαδίζουμε σε ένα πεδίο όπου όλες οι ενδείξεις ταλαντεύονται και όλες οι ερμηνείες είτε αμφισβητούνται είτε επαφίενται στη διαίσθηση. Δεν διαθέτουμε καν μια ρητή απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα, αν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο δαίμων είναι κάτι ξεχωριστό από την πνευματική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου, τη στιγμή που μια μεταγενέστερη έρευνα καταλήγει στην ταύτιση αυτών τών δύο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για ένα προσωπικό αξίωμα, όπως το δαιμόνιο του Σωκράτη, αλλά για μιαν ευρέως διαδεδομένη ελληνική δοξασία, της οποίας δυστυχώς διαθέτουμε μόνον αποσπασματικές αποδείξεις.

     Κάθε άνθρωπος συνοδεύεται στη ζωή του, σύμφωνα μ’ αυτήν τη δοξασία, από έναν αόρατο για τον ίδιον δαίμονα, που μπορεί όμως να γίνει ορατός  στους άλλους. Στη μονομαχία τού Μέλανθου με τον Ξάνθο, η νεαρή μορφή που εμφανίζεται στο πλευρό τού ενός, αλλά είναι ορατή μόνο από τον άλλον, θα πρέπει να είναι ο δαίμονας του πρώτου. Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος συνοδεύεται από έναν καλό και έναν κακό δαίμονα έχει μάλλον ηθικό και φιλοσοφικό περιερχόμενο· η αληθινή παράδοση αναγνωρίζει μόνον έναν. Αλλά και αυτή η απλοποιημένη εκδοχή έχει πιθανότατα φιλοσοφική επίσης προέλευση, και μάλιστα από τούς Πυθαγόρειους, σύμφωνα με τους οποίους δύο έντιμοι άνθρωποι, ο δάσκαλος και ο μαθητής, έχουν τον ίδιον δαίμονα.

     «Του Διός ο μέγας νους κυβερνά τον δαίμονα των άξιων ανδρών», λέει ο Πίνδαρος, από τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουμε. Η σύγχρονη ερμηνεία διατείνεται όμως ότι πρόκειται για ένα ατομικό πνεύμα τού κάθε ανθρώπου, το οποίο προσδιορίζει ταυτόχρονα και την προσωπική του μοίρα. Πολύ πιο σαφείς είναι οι επιβλητικοί λόγοι που προφέρει ο Σοφοκλής μέσω τού Θησέα, υποστηρίζοντας ότι η υπόσχεση του Οιδίποδα έγινε ταυτόχρονα δεκτή από τον Ώρκιο θεό, που ακούει τα πάντα, και από τον προσωπικό του δαίμονα, ένα ανώτερο προφανώς όν, που τον συνόδευε σε ολόκληρη τη ζωή του. Αλλά και όταν ο Θησέας αρνείται, στον Ευριπίδη, εκστρατεύοντας κατά τών Θηβών τη βοήθεια του Άδραστου και του πεπρωμένου που τον συνοδεύει, και επιμένει να αναχωρήσει με μόνη συντροφιά τον δικό του προσωπικό δαίμονα, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για ένα ανώτερο, προστατευτικό πνεύμα. Ήταν φυσικό ωστόσο ο δαίμων να εξελιχθεί βαθμιαία, ακολουθώντας το κοινό αίσθημα, σε ένα αγαθό πνεύμα, ένα είδος φύλακα αγγέλλου, όπως το εξυμνεί ο Μένανδρος: «Ένας δαίμονας στέκει εκ γενετής στο πλευρό τού καθενός, ως αγαθός μυσταγωγός τής ζωής του». Ενώ φαίνεται όμως εδώ να αναδεικνύεται η συνείδηση, το βέλτιστο μέρος τού εαυτού, σε μια προσωπικότητα που συνοδεύει τον άνθρωπο, επιβιώνει ταυτόχρονα και μια αμφίσημη αντίληψη, κατά την οποία ο δαίμονας του μεγάλου ανδρός είναι επίσης μέγας, ενώ εκείνου που είναι προορισμένος να εκλείψει, ολίγος και δειλός. Ο κραταιός δαίμων που συνόδευε τον Καίσαρα σε όλον του τον βίο, εμφανίζεται να καταδιώκει αργότερα τους δολοφόνους του· ένας μάντης συμβουλεύει κατόπιν τον Αντώνιο να αποφεύγει τον Οκταβιανό, διότι ο δαίμων του φοβάται τον δαίμονα του Οκταβιανού και μόνο μακριά του μπορεί να είναι ευτυχής, ενώ κοντά του νοιώθει ασθενής και άτολμος. Ακόμη και στην περίπτωση που ο μάντης είναι Αιγύπτιος, μπορεί να εκφράζεται μια ελληνική κι εδώ, κάπως παράξενη στ’ αλήθεια αντίληψη.

     Σε μεταγενέστερη εποχή τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Μάρκος Αυρήλιος μάς προσφέρει ένα σαφές παράδειγμα του σεβασμού που έτρεφε για τον δαίμονά του. Ασφαλώς ο δαίμονας δεν είναι εδώ κάτι άλλο από την ψυχή ενός εκάστου, που του έχει όμως προσφερθεί από τον Δία, ως μέρος τού ίδιου του εαυτού του, με σκοπό την καθοδήγηση του ανθρώπου· πρόκειται για ένα είδος ειδώλου τού θεού, που βρίσκεται διαρκώς μπροστά του, και ο άνθρωπος οφείλει να το συντηρεί με καλές προθέσεις, να το τιμά εν ειρήνη και αρμονία, να το διατηρεί καθαρό, αμόλυντο και ανεπηρέαστο από τούς ανεξάντλητους πειρασμούς τής χίμαιρας· όλες οι επιθυμίες και τα πάθη τού ανθρώπου θα πρέπει να υποταχθούν σ’ αυτήν την εικόνα τού θεού, τα γεγονότα τής ζωής του να εκλαμβάνονται ως έχοντα την ίδια προέλευση με τον δαίμονα, ο οποίος θα εξακολουθήσει όμως να υφίσταται και μετά τον θάνατο του ανθρώπου.

     Ο νεοπλατωνικός Απουλήιος, σύγχρονος του Στωικού Ρωμαίου αυτοκράτορα, διακρίνει δύο διαφορετικές σημασίες αυτού τού όντος: ασφαλώς ο δαίμονας  αντιπροσωπεύει την ψυχή (animus) τού ανθρώπου, αλλά έχει ταυτόχρονα και μιαν ανώτερη υπόσταση, που δεν περιορίζεται ποτέ στα όρια μιας γήινης ύπαρξης, αλλά ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο ως αόρατος μάρτυρας και φύλακας της ζωής, αντίληψη η οποία στη συνέχεια εξωραΐστηκε με εντυπωσιακό τρόπο. Ένα τέτοιο ον, όπως περιγράφεται λεπτομερώς εδώ, αναγνώρισε και ο Σωκράτης, κατά τον Απουλήιο, στον δαίμονά του. Και συνεχίζει ο Απουλήιος, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη και άλλων δαιμόνων, ή πιστεύοντας τουλάχιστον πως υπάρχουν αυτά τα όντα: πρόκειται, καθώς λέει, για ονόματα που δίνονται σε νεκρούς, οι οποίοι γίνονται, αν ήταν όσο ζούσαν καλοί άνθρωποι, πνεύματα- φύλακες του οίκου τους, ενώ, αν ήταν κακοί, φαντάσματα. Αναγνωρίζοντας τέλος και την ύπαρξη ενδιάμεσων θεϊκών δυνάμεων, που αποκαλούνται κι αυτές δαίμονες, ρυθμίζουν τις σχέσεις θεών και ανθρώπων, μοιράζονται με τους μεν την αθανασία, με τους δε τα πάθη, όντα σωματικά κατά το ήμισυ και κατά το ήμισυ άυλα, που διαμένουν και κινούνται στους αιθέρες, και από τα οποία οι ποιητές εμπνεύστηκαν τους γνωστούς θεούς.

     Ο εξορκισμός των δαιμόνων και άλλων εξω-ανθρώπινων υπάρξεων κατέστη, λίγο καιρό αργότερα, μια συνήθης πρακτική τής νεο-πλατωνικής σχολής.

     Το πώς γεννήθηκαν οι μύθοι, και το πώς οι μορφές τών θεών έπλασαν – ταυτόχρονα με την εμφάνισή τους ή αργότερα – τις ιστορίες για τους θεούς, μπορούμε να τα διακρίνουμε σε κάποιον βαθμό. Για να είμαστε όμως βέβαιοι για τα συμβάντα αυτά, θα έπρεπε να γνωρίζουμε καλύτερα την ίδια την προέλευση των διαφόρων μορφών, θα έπρεπε επιπλέον να είμαστε σε θέση να επιτελέσουμε τούς συνδυασμούς εκείνους που συντελούνται στα όνειρα, στους οποίους επιδόθηκε ο ασύγκριτα προικισμένος λαός τών Ελλήνων κατά τη νεότητά του. Το ότι οι αοιδοί ήταν οι φορείς τής παράδοσης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το νοηματικό περιεχόμενο αυτής τής παράδοσης απέβλεπε αποκλειστικά στο κάλλος, γιατί μόνον αυτό μπορούσε να αγγίξει τον λαό. Είναι φανερό ότι δεν απουσιάζουν και τα τρομακτικά και αποτρόπαια χαρακτηριστικά, εξαίρεση όμως αποτελεί η πολλαπλώς ερμηνευόμενη ακόμη και σήμερα γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι τού Δία. Οι εξαιρετικά ειδεχθείς μύθοι αποδίδονται, όπου επιβιώνουν, σε πανάρχαιες ή ξένες  δοξασίες, όπως π.χ. η ιστορία τού Άττι και της Αγδίστιδος. Πόσοι αποτρόπαιοι, αρχαίοι μύθοι αποσιωπήθηκαν άραγες βαθμιαία, ή διατηρήθηκαν σε μυστικές μόνο λατρείες. Είναι όμως προφανές, ότι όσο περισσότερο εμπλουτίζονται όλες οι διηγήσεις, όλες οι περιγραφές και όλα τα μυθεύματα με κάλλος και ανθρωπισμό από την εποποιία, τόσο περισσότερο απομακρύνονται και διαχωρίζονται από την αρχαϊκή μορφή ενός θεού. Κάτι που αναμφίβολα ισχύει για τους μύθους κυρίως που εντάχθηκαν στους ευρύτερους, ελληνικούς συνήθως, μυθικούς κύκλους,  απευθυνόμενοι σ’ ένα ευρύτερο κοινό, ενώ στις τοπικές παραδόσεις που εξακολουθούσαν να επιβιώνουν, διατηρήθηκαν τα περισσότερο αποκρουστικά, παλαιά και ακατέργαστα χαρακτηριστικά, όπως μπορούμε να το διακρίνουμε ανατρέχοντας στον Παυσανία. Οι εικαστικές τέχνες επιδόθηκαν αργότερα στο να μας παραπλανήσουν ως προς τα αρχέγονα νοήματα, προσφέροντάς μας ωστόσο μέγιστες υπηρεσίες, καθώς αναδείκνυαν μιαν εξιδανικευμένη εικόνα τής ιδέας που είχαμε που υπήρχε γενικά για έναν θεό (ή για μερικούς από αυτούς)· Τί θα γινόταν πράγματι χωρίς αυτές τις τέχνες, αν οι αντιλήψεις μας για τους θεούς παρέμεναν περιορισμένες στις ομηρικές τους εικόνες ; Οι τέχνες όμως αυτές ζωογονούν έναν και μόνο τύπο, ή κάποιους έστω τύπους τής θεότητας, εναρμονιζόμενες πλήρως με μια μόνο σημασία, η οποία είναι συνήθως παράγωγη, και όχι πρωτογενής. Αυτή η καλλιτεχνική μορφή κυριάρχησε ωστόσο στην αντίληψή μας για τους θεούς, για τη δράση τους και για την πορεία τους μέσα από τούς μύθους.

(συνεχίζεται)

ΟΙ ΘΕΟΙ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΧΟΥΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΔΕΝ ΑΝΑΔΥΟΝΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΛΛΑ   Απαίτούν ότι οι κάτοικοι θα εκτιμήσαν περισσότερο την ειρήνη από την εκδίκηση, και ίσως και από τη δικαιοσύνη. ΓΙ' ΑΥΤΟ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΙΣΕ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΤΑΣΗ ΣΕ ΜΟΝΗ-ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ-ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: