Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (66)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Πέμπτη, 24 Δεκεμβρίου 2020

                                                                       Jacob Burckhard

                                                                           ΤΟΜΟΣ 2ος

                                            

IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 10

     Οι θεότητες που εκπροσωπούν πνευματικές και ηθικές αξίες δεν αναδύονται πλέον από αυτά τα σκοτεινά βάθη τού δαιμονικού κόσμου, αλλά είναι δημιουργήματα ευαισθησίας και συχνά στοχασμού. Προσαρτώνται από μόνες τους στους μεγάλους θεούς, αλλά με ελευθερία και χωρίς καταναγκασμούς, πολλές φορές μάλιστα σε περισσότερους από έναν. Στο σύνορο του στοιχειακού κόσμου βρίσκονται ακόμη οι Ώρες, των οποίων τα ονόματα προέρχονται εν μέρει από άνθη και καρπούς και εν μέρει από ηθικές αξίες (νομιμότητα, δικαιοσύνη, ειρήνη), δηλαδή από τις ευλογίες τών εποχών και ταυτόχρονα από τη διατήρηση της τάξης· έχουμε ήδη αναφερθεί στα καθήκοντά τους στον Όλυμπο. Εξίσου πανάρχαιες, αλλά δημιουργίες ταυτόχρονα ενός ιδιαιτέρως εξελιγμένου έθνους είναι οι Χάριτες, πνεύματα γοητευτικά και χαριτωμένα, που εξωραΐζουν με την παρουσία τους τούς ισχυρότερους των θεών, και τοποθετούνται στο πλευρό όχι μόνο τού πατέρα τους Δία, της Αφροδίτης και του Διόνυσου, αλλά ακόμη και της Ήρας και του Απόλλωνα, θεού τής μουσικής, της Αθηνάς και του Ερμή. Συνδέονται προφανώς με τις Μούσες, τις κόρες τού Δία και της Μνημοσύνης, θεότητες του άσματος στην πλέον καλλιεργημένη μορφή του, υπάρξεις που αιτιολογούν τη ζηλόφθονη αντιμετώπιση του ελληνικού πνεύματος από όλα τα υπόλοιπα έθνη. Η εμφάνισή τους συμπίπτει με την πλήρη άνθιση της ίδιας της ποίησης.

      Οι υπόλοιπες συνοδεύουσες θεότητες εκτελούν πρακτικές υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα  η θεά τού τοκετού,  η οποία είναι υπηρέτρια, ή και κόρη τής μεγάλης θεάς τού γάμου, της Ήρας, ενώ η θεά Ειλείθυια εμφανίζεται ενίοτε με πολλά πρόσωπα, διότι κατά την άσκηση των καθηκόντων της η ενιαία προσωπικότητα παραχωρεί τη θέση της σε μια πολλαπλότητα, μιαν ολόκληρη κατηγορία. Άλλες πάλι υπάρξεις συνοδεύουν, όπως υποδεικνύουν ήδη τα ονόματά τους,  μεγάλες θεότητες ως ιδιότητες και γνωρίσματα, ως συνέπειες, ή ως νέου είδους σχέσεις με αυτές, χάρη σε μια γλώσσα και μια λαϊκή φαντασία, απόλυτα ικανές εξ αρχής, όχι μόνο να χειριστούν μιαν υπαρκτή αφαίρεση, αλλά και να συλλάβουν μορφές αφηρημένων όντων. Το νόημα του υπηρέτη, του πρόπολου, παρέμεινε όμως γενικά αρκετά ασαφές και δεν στάθηκε δυνατόν να συγκεκριμενοποιηθεί ούτε στο θεολογικό επίπεδο· θα χρειαστεί να ανατρέξουμε σε έναν μέγιστο ποιητή για να συλλάβουμε το μεγαλείο αυτής τής έννοιας. Η Ηλέκτρα στρέφεται προς το μνήμα τού πατέρα της και τον μέμφεται, επειδή δεν έπεσε νεκρός στα τείχη τής Τροίας: «Θα έλαμπες τότε στον κάτω κόσμο, μεταξύ τών άλλων γενναίων πεσόντων, φίλος μεταξύ φίλων θα βασίλευες ανάμεσά τους, πρίγκιψ περιβεβλημένος θείο σεβασμό, πρόπολος των ισχυρών τυράννων τού Άδη» (Αισχύλος).

     Οι θεές, τέλος, του πεπρωμένου (οι Μοίρες), που επιδιώχθηκε να προσαρτηθούν άλλοτε στον Δία και άλλοτε στον Απόλλωνα, δεν ανήκουν σε καμία θεότητα, καθώς βρίσκονται υπεράνω όλων.

     Επιπλέον όλων αυτών, ο ελληνικός κόσμος τών θεών εμπλουτίστηκε από ένα ιδιαίτερο γνώρισμα, χάρη σ’ αυτή τη δύναμη της αφαίρεσης που προαναφέραμε. Θα παραμερίσουμε εδώ εντελώς τον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα και η φαντασία τών Ελλήνων δημιούργησαν έναν κόσμο αφηρημένων όντων, και το πώς η ποίηση και οι εικαστικές τέχνες απέδωσαν μιαν ακόμη μεγαλύτερη αίγλη σε ορισμένα απ’ αυτά· θα περιοριστούμε σε μια σύντομη αναφορά σ’ εκείνα που ανυψώθηκαν στο επίπεδο μιας λατρείας προορισμένης αποκλειστικά για τους θεούς. Ποιος άλλος αρχαίος λαός επέδειξε μια τέτοια αφαιρετική δύναμη, και μια παρόμοια ανάγκη θεοποίησης του σύμπαντος ;

     Για τους Έλληνες ήταν αρκετό, ένα τέτοιο ον να αποκτήσει απλώς διαρκή δύναμη. Ο Ησίοδος μας το λέει ρητά σχετικά με τη Φήμη, που διαδίδει ο λόγος τών ανθρώπων: «Αποκτά διάρκεια και μεταμορφώνεται σε θεά». Ίσως αυτό το παράδειγμα, όπως και αρκετά άλλα, να σχετίζεται μόνο με την ποίηση, ενώ ένας σημαντικός αριθμός αφηρημένων όντων είχαν πραγματικούς βωμούς, στους οποίους προσφέρονταν δημόσιες θυσίες, σε ορισμένες τουλάχιστον πόλεις. Οι Ολύμπιοι και οι λοιποί θεοί είχαν ασφαλώς το ιδιαίτερο πεδίο αρμοδιοτήτων τους, συγχρόνως όμως χαρακτηρίζονταν από μεγάλη πολυσημία, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις και στιγμές τής ζωής να υπάρχει η εντύπωση μιας ιδιαίτερα ισχυρής και ενεργής παρουσίας μιας θείας δύναμης, που δεν ήταν δυνατόν να αποδωθεί σε κάποιαν ήδη γνωστή θεότητα· ο κόσμος τών θεών αποδεικνυόταν ατελής, παρόλη την έκτασή του, σε στιγμές ακριβώς που τον είχαν περισσότερο ανάγκη. Μια αφηρημένη έννοια εξέφραζε το ποθούμενο· το περιεχόμενό της ήταν σαφές και συγκεκριμένο, και το νόημά της περιοριζόταν στο ίδιο της το όνομα· γινόταν αντικείμενο μιας ευγνώμονης λατρείας, η οποία εξέφραζε την επιθυμία διατήρησης της εύνοιας, ή μιας έμφοβης λατρείας με στόχο την αποτροπή τού κακού. Συχνά συνυπήρχαν και οι δύο λατρείες, επειδή δεν τολμούσε κανείς να εξαντλήσει ολόκληρο το νόημα σε μια λέξη, και επειδή επεδίωκε να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση.

     Δημόσια λατρεία προσφερόταν – κυρίως στην Αθήνα – στις θεότητες του δικαίου: τη Θέμιδα, τη Δίκη, την Ευνομία· σ’ αυτές τού ήθους και της επιείκειας: την Αιδώ και τον Έλεο· στη θεότητα της Ειρήνης, και τη θεότητα της Πειθούς προς δύο κατευθύνσεις, την Εκκλησία τού Δήμου, και τον ιδιωτικό βίο. Μετά τη σφαγή τών οπαδών τού Κύλωνα, οι Αθηναίοι ανήγειραν βωμούς στην «Επίθεση» και την «Ασέβεια». Στην Κόρινθο υπήρχε ένα ιερό άβατο, αφιερωμένο στον «Εξαναγκασμό» και τη «Βία», ενώ αργότερα ένας Μακεδόνας πειρατής συνήθιζε να αφιερώνει στις ακτές όπου αποβιβαζόταν βωμούς στην «Αθεΐα» και την «Ασέβεια». Καμιά φορά ο χρησμός συνιστούσε κάποια λατρεία με μια συγκεκριμένη αφορμή, όπως στην Κόρινθο τη λατρεία τής «Φρίκης», στη Σπάρτη τού «Φόβου», του «Θανάτου» και του «Γέλωτα». Στην Ολυμπία, τον τόπο τών σφοδρότερων πνευματικών εντάσεων, η «κατάλληλη Στιγμή» (Καιρός) είχε το βωμό της στην είσοδο του σταδίου. Μετά τη νίκη του κατά τών Σικελών τυράννων, ο Τιμολέων κατασκεύασε έναν ναό αφιερωμένο στην Αυτοματία, που ίσως στη συνείδησή του να είχε το νόημα της αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην «τύχη» και την «εσωτερική παρότρυνση».

     Το γεγονός ότι και οι Ρωμαίοι αφιέρωσαν μιαν αξιόλογη λατρεία, ακόμη και ναούς, σε αφηρημένα όντα, θα μπορούσε να μας προσφέρει πληροφορίες σχετικά με την αρχαιότητα της ελληνικής θρησκείας. Μήπως η ικανότητα δημιουργίας και λατρείας αφηρημένων όντων χρονολογείται από την πανάρχαια εποχή τού μη διακριτού ακόμη ελληνο-ιταλικού έθνους ; Από τα παραδείγματα που μας προσφέρει η Ρώμη, αρκετά ανήκουν σε μια πρωτόγονη εποχή, που δεν μας επιτρέπει  να κάνουμε ακόμη λόγο για την επίδραση ενός ώριμου ελληνικού πολιτισμού, εκείνου που αργότερα δημιούργησε τόσο σημαντικά επιτεύγματα, παρ’ όλο που κι εκείνα αποτελούν παραδείγματα εξαιρετικής σημασίας. Ο Τύλλος Οστίλιος προσέφυγε στον ναό τού «Φόβου» και του «Τρόμου»  μπροστά στον κίνδυνο μιας ακραίας πολεμικής απειλής, ένας συγκλητικός  στον ναό τής Bellona (θεάς τού πολέμου) στη διάρκεια μιας σκληρής μάχης εναντίον τών Ετρούσκων, ο Κάμιλλος στον ναό τής «Ομόνοιας», όταν επανήλθε η ειρήνη μετά από σοβαρές εσωτερικές αναταραχές, και ο μέγας Μάρκελλος ζήτησε αργότερα τη συνδρομή τής «Τιμής» και του «Θάρρους» στις σκληρές μάχες κατά τών Καρχηδονίων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πνεύμα τής λατρείας αφηρημένων όντων  βαθμιαία υποβαθμίστηκε, δεδομένης και της ροπής τών Ρωμαίων προς την πεζότητα, καταλήγοντας συχνά σε μια πολύ σχετική απόδοση ευλάβειας. Ο Βεσπασιανός αφιέρωσε  εν τούτοις έναν από τους πλέον περίλαμπρους ρωμαϊκούς ναούς στο πλέον κατάλληλο για την εποχή πνεύμα, την Ειρήνη, όταν ολόκληρος ο ρωμαϊκός κόσμος συναισθανόταν βαθειά το νόημα αυτής τής επίκλησης, αμέσως μετά τον δραματικό εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μετά τον θάνατο του Νέρωνα.

     Μετά από όλες αυτές τις κατηγορίες ανώτερων και παντοδύναμων όντων, θα πρέπει να αναφερθούμε και σε μιαν ιδιαίτερη και δυσερμήνευτη μορφή, τον δαίμονα. Μια θρησκεία εντελώς ανεξέλεγκτη, μια ελευθερία χωρίς όρια στη χρήση τής γλώσσας και μια ιδιαίτερα αυταρχική χειραγώγηση της φιλοσοφίας συναντήθηκαν εδώ. προκειμένου να καταστήσουν εξαιρετικά πολύπλοκη την έρευνα του ζητήματος. Ας ξεκινήσουμε αποκλείοντας τον τελευταίο κατ’ αρχάς παράγοντα: το πλατωνικό κυρίως, φιλοσοφικό δημιούργημα μιας κατηγορίας δαιμόνων ως συγκεκριμένης τάξης όντων δίπλα στους θεούς και τους ήρωες, δεν ενσωματώθηκε ποτέ στη λαϊκή παράδοση.  Κάποιοι «καλοί άνθρωποι», όπως οι συνομιλητές στην πραγματεία τού Πλούταρχου Περί τής παρακμής τών χρησμών, αποδίδουν στη συνέχεια σ’ αυτή την τάξη τών δαιμόνων όλα όσα μάς διδάσκει ο μύθος για την κακία τών θεών· υπήρχαν όμως ήδη από την εποχή τού Ομήρου και του Ησίοδου δύο ειδών αναφορές: δαίμων σήμαινε τον θεό, αλλά επίσης εκείνο το μεγάλο πλήθος πνευματικών δυνάμεων που  επιτηρούσαν τη ζωή τών ανθρώπων, και αυτός ο πολυδαιμονισμός μπορούσε να λάβει, κατακερματιζόμενος, πολύ διαφορετικές μορφές, καταλήγοντας στην ανοίκεια λατρεία ενός και μόνον όντος, που προσδιοριζόταν από ένα επίθετο. Όταν οι Σπαρτιάτες επεδίωξαν να αποτρέψουν την οργή τού «Ικεσίου Δία» για τη θανάτωση του Παυσανία, επινόησαν τη λατρεία ενός «δαίμονα Επιδότου», που σημαίνει «αυτός που καταπραΰνει». Αλλά η σημασία τού δαίμονα ως θεού απέκτησε ένα εντελώς ιδιαίτερο νόημα: όταν δηλαδή κάποιος επιθυμούσε να κατονομάσει τις άνωθεν γενικά δυνάμεις στη θέση ενός συγκεκριμένου θεού, έλεγε χωρίς διάκριση: «οι θεοί», ή «η θεότητα», αλλά κατά προτίμηση: «ο δαίμων». Δεν θα πρέπει μάλιστα να μας ξενίζει το ότι αυτό συνέβαινε με ιδιαίτερη ευκολία στις περιπτώσεις που κάποια θεότητα δεν παρείχε βοήθεια στους ανθρώπους, ή δεν τους προστάτευε από το κακό, έστω και με σατανικά μέσα· ίσως αυτό να μην ήταν μάλιστα τόσο επικίνδυνο, όσο το να κατονομασθεί ένας συγκεκριμένος θεός. Ο «δαίμων» που εξωθεί σε σφάλματα και αστοχίες τούς καλοπροαίρετους ανθρώπους στους ζοφερούς στίχους τού Θέογνη, δεν είναι άλλος από την ίδια τη θεότητα. Ο δαίμονας χάνει όμως σχεδόν ταυτόχρονα την ισχύ του στη γλώσσα τής καθημερινότητας και καταλήγει ένας απλός χαρακτηρισμός τής μοίρας, του πεπρωμένου, με την αρνητική κυρίως έννοια, ή και την απλή σύμπτωση, όπως ακριβώς συνέβη στους καθημερινούς διαλόγους τών Ρωμαίων, όπου το νόημα του genius-genii αποδυναμώθηκε εντελώς.

     Η λέξη «δαίμων» προσλαμβάνει επίσης πολύ ιδιαίτερες ερμηνείες, ακόμη και όταν αυτές δεν προσδιορίζονται και δεν διευκρινίζονται από θεολογική ή ψυχολογική σκοπιά. Από τη συνολική κατ’ αρχάς συμπεριφορά τού ανθρώπου ή της οικογένειάς του μπορεί να προκύψει μια οντότητα με ιδιαίτερη προσωπικότητα και αντικειμενική ισχύ, και αυτό το ον είναι, κατά την αντίληψη των Ελλήνων, ο φοβερός δαίμων Αλάστωρ (εκδικητής). Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου η Κλυταιμνήστρα αναφέρεται ρητά σ’ αυτό το κληρονομικό αμάρτημα, που επιδεινώνεται  στην πορεία ενός ολόκληρου γένους, στερώντας την ελευθερία από τούς ανθρώπους και οδηγώντας τους στην απελπισία. Οι Ερινύες συμμετέχουν ήδη κατά βάθος σ’ αυτό, στον βαθμό που επίσης προσωποποιούν πράξεις τού παρελθόντος. Ακόμα κι η δύστυχη μοίρα ενός ανθρώπου κι η αναπόφευκτη καταστροφή του, μπορούν επίσης να λάβουν τη μορφή ενός φαντάσματος, όπως είναι ο γνωστός δαίμων που εμφανίζεται στον Βρούτο – γιατί δεν διστάζουμε βέβαια να επικαλεστούμε εδώ και τη μαρτυρία τών ελληνικά πεπαιδευμένων  Ρωμαίων, εκτός από τούς Έλληνες. Δαίμονας μπορεί επίσης να αποκαλείται και μια ασθένεια, που «προσκολλάται», όπως ήδη αναφέρεται στον Όμηρο, «σε έναν άνθρωπο»· η ονομασία αυτή αποδόθηκε όμως κυρίως στην πνευματική ασθένεια. Ο Αίας τού Σοφοκλή αναφέρεται στη μανία του ως τον δαίμονά του, και πιστεύει ότι αυτός είναι που του υποβάλλει τούς παραλογισμούς του. Η τρέχουσα αντίληψη των ανθρώπων, την οποία εκφράζει ο χορός τής τραγωδίας, μπορεί να αναγάγει μια δυσοίωνη προφητεία στην αιφνίδια επίσης επιδρομή ενός δαίμονα· στον Αγαμέμνονα, για παράδειγμα, του Αισχύλου, ο χορός φωνάζει στην προφήτιδα Κασσάνδρα: «Ποιος μισητός θεός σε έχει εξ ολοκλήρου καταλάβει και σου προξενεί τέτοιους θρήνους και θανατερές οδύνες». Μια, προερχόμενη ίσως από την Ανατολή, μεταγενέστερη αντίληψη αφορά στους πραγματικά δαιμονισμένους, στους οποίους ο δαίμονας έχει εισβάλει έξωθεν, και οι οποίοι έχουν επομένως τη δυνατότητα να απαλλαγούν απ’ αυτόν.

     Ως προς το περίφημο δαιμόνιο του Σωκράτη, δεν γνωρίζουμε αν μπορούμε να το αντιληφθούμε ως κάτι που προέρχεται έξωθεν ή κατοικεί εντός του· ήταν ίσως μια φωνή που απλώς προειδοποιούσε, και δεν διέφερε από ένα «ατομικό προαίσθημα για την ωφέλεια ή τη βλάβη ορισμένων πράξεων» (Zeller). Τα δαιμόνια που αναφέρει η Διοτίμα βρίσκονται έξω, οπωσδήποτε, από τον άνθρωπο· έχουν αναλάβει την επικοινωνία μεταξύ θεών και ανθρώπων, στους οποίους μεταφέρουν τις εντολές τών θεών, οι οποίες δεν μπορεί παρά να είναι χρηστές και ηθικές, σύμφωνα με τα λεγόμενα των διαλεγομένων. Πρόκειται όμως για μοναδικές περιπτώσεις, που αφορούν σε έναν εντελώς ιδιαίτερο φιλόσοφο, και ίσως μάς απομακρύνουν σημαντικά από την ελληνική λαϊκή παράδοση, η οποία μάς απασχολεί εδώ. Η παράδοση αυτή δέχτηκε σποραδικά την επιρροή από κάποια κατάλοιπα, προερχόμενα απ’ ευθείας από τα  Έργα και Ημέρες, ενώ και ο Πλούταρχος αναφέρεται σε μεγάλο αριθμό δαιμόνων, που  ελέγχουν και τιμωρούν τις παραβάσεις, και κυρίως την ύβρη. Ο ίδιος ο Πλούταρχος γνώριζε επίσης μια πανάρχαια παράδοση, κατά την οποία φθονεροί και κακούργοι δαίμονες πειράζουν τούς ενάρετους ανθρώπους και τους οδηγούν στην πλάνη. Πιστεύει μάλιστα ότι μπορεί να προσδιορίσει την πρόθεση αυτών τών μιαρών υπάρξεων, να εμποδίσουν μετά θάνατον τους δίκαιους να τύχουν, λόγω τής προηγούμενης, άμεμπτης συμπεριφοράς τους, μιας καλύτερης μοίρας από τούς ίδιους τους δαίμονες· εδώ πάντως ο Πλούταρχος εκφράζει μιαν άποψη της δικής του εποχής.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: