ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια
από Τρίτη, 15 Δεκεμβρίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 9
Ο Όλυμπος, ένα σχετικά
μεταγενέστερο δημιούργημα, δεν περιλαμβάνει κατά κανέναν τρόπο όλες τις
θεότητες, ακόμη και αν εξαιρέσουμε τους χθόνιους θεούς. Όχι μόνον ο Διόνυσος
αναδείχθηκε σε έναν ξεχωριστό θεό, με την ιδιαίτερη λατρεία του, αλλά και οι
άλλοτε συνοδοί τών μεγάλων θεών, όπως η Εκάτη, η Διόνη, η Νέμεσις κ.α.
περιέπεσαν σε μια σχετική λήθη, κυρίως επειδή οι ραψωδοί, που έλεγχαν σε μεγάλο
βαθμό το κύρος τών θεών, έπαψαν να τις μνημονεύουν (ή μόνο με πολύ αφηρημένο
τρόπο, όπως π.χ. τη Νέμεση). Έπειτα υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός θείων όντων,
των οποίων τα ονόματα δεν ήσαν παρά επιθετικοί προσδιορισμοί και η παρουσία
τους εντελώς ασαφής, αλλά απολάμβαναν ακόμα μεγάλης τιμής στους τόπους λατρείας
τους, ήσαν δηλαδή οι σημαντικότεροι όρκιοι
θεοί (θεοί στους οποίους ορκίζονταν) . Ορισμένα από αυτά τα ονόματα
αποτελούσαν ίσως προσωνύμια θεών, των οποίων το κύριο όνομα είχε ξεχαστεί, και
αυτή η ερμηνεία συναντάται ήδη από την αρχαιότητα· αλλά οι μαρτυρίες, σε
γενικές γραμμές, του Στράβωνα, του Διόδωρου, του Παυσανία και άλλων, μας
οδηγούν σε μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση, την επιθυμία δηλ. να κρατηθούν μυστικά τα ονόματα των θεών, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Θα μπορούσαμε
να υποθέσουμε μια προγενέστερη κατάσταση της πόλης, όπου η θεότητα που την προστάτευε
θα απέφευγε εξωτερικές, εχθρικές επιρροές με την εξ αρχής συγκάλυψη, όπως
πίστευαν, του υποτιθέμενου πραγματικού της ονόματος και την επικράτηση ενός
πλασματικού. Ένας ανώτατος άρχων και ο εκάστοτε ιερέας γνώριζαν το μυστικό,
όπως άλλωστε συνέβαινε σε αρκετές απόκρυφες τελετές, ενώ ο λαός αποδεχόταν με σεβασμό την άγνοιά του. Αλλά η γνώση αυτού τού μυστικού, που κατείχαν ελάχιστοι
άνθρωποι, θα μπορούσε βαθμιαία ή ξαφνικά να χαθεί εξ αιτίας μιας φονικής
εξέγερσης μέσα στην πόλη ή κάποιας επιδημίας, αφήνοντας πίσω του ένα
προσωνύμιο. Έτσι δεν θα γνωρίσουμε ποτέ ποιος ήταν πραγματικά αυτός ο Σωσίπολις
της Ολυμπίας και της Ηλείας, ο Επιδότης τής Μαντινείας, η Ευρυνόμη τής
Φιγκαλίας, οι «Καθαροί» τού Παλλαντίου, ο Μέγιστος στη φωκική Βούλι, οι
«βασιλικοί Παίδες» τής Άμφισσας, η Παρθένος τής Βούβαστις στην Καρία, ο Άδρανος
στην ομώνυμη σικελική πόλη κ. α. Η Δέσποινα,
που λάτρευαν στην Αρκαδία, λέγεται τώρα ότι είναι η Περσεφόνη, αλλά υπάρχει και
μια εντελώς άγνωστη θεά τής θεραπείας, με το προσωνύμιο Ημιθέα, της οποίας το
τέμενος στον Κάσταβο της Καρίας ήταν γεμάτος αφιερώματα, και παρότι δεν υπήρξαν
φύλακες ούτε τείχη, έμεινε άθικτο από τούς Πέρσες και τους πειρατές. Στις
περιπτώσεις αυτές οργανώνονταν συχνά ερμηνευτικοί αγώνες, όπως μάς αποκαλύπτει
ο Πλούταρχος σχετικά με την Πασιφάη, που λατρευόταν στις Θαλάμεις τής Λακωνίας
και διέθετε ένα μαντείο για την ερμηνεία τών οραμάτων. Αλλά και η επίσημη θρησκεία αναγνώριζε την ύπαρξη αγνώστων θεών,
δεδομένου ότι ο αρχαίος πολυδαιμονισμός, που προϋπέθετε την πανταχού ύπαρξη
αοράτων όντων, δεν είχε σβήσει εντελώς.
Μία από τις τελετές που επέτρεψαν στον Επιμενίδη να εξαλείψει, το 596 π. Χ.,
τον λοιμό και να καθαρίσει την πόλη τών Αθηνών, περιγράφεται ως εξής: «Πήρε
λευκά και μαύρα πρόβατα και τα οδήγησε στον Άρειο Πάγο, όπου τα άφησε ελεύθερα,
συμβουλεύοντας τους Αθηναίους να τα ακολουθήσουν, και όπου σταματούσε το κάθε
ζώο να το προσφέρουν θυσία στον τοπικό θεό. Έτσι σταμάτησε το κακό, και για
τούτο υπάρχουν ακόμη σήμερα στους αθηναϊκούς δήμους ανώνυμοι βωμοί αφιερωμένοι
στη μνήμη αυτού τού εξιλασμού». Επομένως, σε ορισμένες περιστάσεις, σε κάποιο
συγκριμένο σημείο, ένας άγνωστος θεός μπορεί να είχε το ενδιαίτημά του. Και ίσως έναν από αυτούς τούς βωμούς να
συνάντησε ο Απόστολος Παύλος με την επιγραφή: «Τω Αγνώστω Θεώ». Σχεδόν κάθε
στιγμή που στη ζωή τών Ελλήνων συνέβαινε ένα ανεξήγητο γεγονός, η σκέψη τους
αναγόταν σε κάτι το θείον. Στους βωμούς «αγνώστων θεών» που υπήρχαν στον Πειραιά
ίσως να κατέφευγαν οι ναυτικοί, που δεν
εμπιστεύονταν πλέον τούς γνωστούς θεούς.
Μόνο συνοπτικά μπορούμε
να αναφέρουμε τη μεγάλη λίστα τών δαιμονικών όντων, για τα οποία επικράτησε η
συνήθεια να αποκαλούνται ημίθεοι. Η
καταγωγή και η φύση τους ποικίλλει· μερικά αποτελούν ανώνυμες ομάδες, ενώ άλλα
εμφανίζουν μιαν άρτια προσωπικότητα· ορισμένα απ’ αυτά απασχολούν τον άνθρωπο
μόνον ως μυθικά πλάσματα, ενώ κάποια άλλα απολαμβάνουν πλήρους λατρείας. Σπάνια
τα συναντά κανείς ως ορατά όντα στην πραγματική ζωή· η ποίηση και οι τέχνες τα
συνδέουν με εκείνους τούς μεγάλους θεούς που βρίσκονται εγγύτερα στη φύση τους·
η θεώρηση όμως αυτή είναι μάλλον περιοριστική, και πάντως δε μπορεί να
εφαρμοστεί σε έναν μεγάλον αριθμό σημαντικών μορφών τού θεϊκού πανθέου. Στον
Όμηρο, για παράδειγμα, οι μεγάλοι θεοί, που ζουν μακαρίως, δεν χρειάζονται παρά
έναν μικρό αριθμό υπηρετών. Η Ήβη, ο Γανυμήδης και η Ίρις τούς αρκούν, ενώ οι
ζωροαστρικοί θεοί Ωρομάσδης και Αριμάν έχουν το πλεονέκτημα μιας τεράστιας
δαιμονικής συνοδείας. Στον Όλυμπο όμως η ζωή είναι απλή. Η Λητώ παίρνει η ίδια το τόξο από τούς ώμους τού θαυμαστού γιού
της και το κρεμάει στο χρυσό καρφί τής παραστάδας, εκεί όπου κάθεται ο πατέρας του ο Ζευς. Όταν
αναχωρούν οι θεοί, η Ήβη φέρνει τούς τροχούς και η Ήρα ζεύει τα άλογα· οι θεοί
οδηγούν μόνοι τους τα άρματα, χωρίς τη βοήθεια αρματηλάτη· όταν επιστρέφουν, οι
Ώρες λύνουν τούς χαλινούς και οδηγούν τα άλογα στις φάτνες με την
αμβροσία, εναποθέτοντας το άρμα δίπλα
στους λαμπερούς τοίχους· όταν έρχεται μάλιστα ο Ζευς, ο Ποσειδών λύνει τα
άλογα, τοποθετεί το άρμα πάνω στην κρηπίδα και το σκεπάζει με ένα κάλυμμα· αλλά
οι Ώρες είναι αυτές που ανοίγουν και κλείνουν τις πύλες τών νεφών. Ακόμη και στην λαμπρότερή της αποκάλυψη,
μια θεότητα εμφανίζεται χωρίς συνοδεία, και μάταια θα αναζητήσουμε την
ακολουθία τών θεοτήτων που συνήθως τής αποδίδει η μυθολογία, εξαιρώντας ίσως
τις υδάτινες μορφές που συνοδεύουν τον Ποσειδώνα, τη Θέτιδα κ.τ.λ., καθώς και
τα πλάσματα που περιβάλλουν τον Διόνυσο.
Ένα αναρίθμητο πλήθος συγκεκριμένων και ασφαλώς απεριορίστων και
ιδιαιτέρων υπάρξεων, φυσικών και κατ’ επίφαση πρωτόγονων πνευμάτων, επιβιώνει
κατ’ αρχάς από εκείνη τη μακρινή εποχή τού πολυδαιμονισμού. Η αλήθεια είναι ότι
τα αναγνωρίζουμε κυρίως από την τελειοποιημένη καλλιτεχνική τους μορφή, όπως
εμφανίζονται στη συνοδεία προπαντός τού Διονύσου, που είναι ασφαλώς
μεταγενέστερος απ’ αυτά, παρότι η σύγχρονη έρευνα μάς οδηγεί, μέσα από την
τέχνη, σε έναν κόσμο δαιμόνων, όπου για παράδειγμα οι Σάτυροι και οι Σειληνοί
δεν έχουν ακόμη διακριθεί από τούς Κενταύρους, όπου τα σύννεφα της θύελλας
παρουσιάζονται ως Άρπυιες, και κατόπιν ως Ερινύες, κ.ο.κ. Ορισμένα απ’
αυτά τα μυθικά όντα συναντώνται μόνο σε συγκεκριμένες τοποθεσίες: οι Τελχίνες
και οι Δάκτυλοι της Ίδας ανήκουν στις κοσμογονίες τής Κρήτης και της Ρόδου, ενώ
κάποια άλλα εμφανίζονται αντιθέτως παντού. Όπως οι θεοί, έτσι και αυτά τα όντα
είχαν, παρόμοια με τους δικούς μας νάνους, μανδραγόρες και ξωτικά, μιαν ήπια
και φιλάνθρωπη, αλλά και μιαν αλλόκοτη και τρομακτική όψη, προκαλούσαν μάλιστα
φόβο στην καθημερινή ζωή, ως αόρατα πνεύματα, των οποίων όμως γνώριζαν ακόμη
και τα ονόματα. Ποιήματα που αποδίδονται στον Όμηρο αναφέρουν πέντε όντα τού εργαστηρίου αγγειοπλαστικής
που είναι επικίνδυνα για τα πήλινα σκεύη, εκ των οποίων τα τέσσερα έχουν σαφείς
ιδιότητες: εκείνο που σπάζει, εκείνο που θορυβεί, εκείνο που εμποδίζει τη φωτιά
να σβήσει και εκείνο που καταστρέφει τα πήλινα σκεύη που δεν έχουν ακόμη ψηθεί.
Αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχουμε πλέον τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε την
καταγωγή και τις αιτίες αυτών τών πνευμάτων
τής φύσης, διότι οι πληροφορίες που μας παραδόθηκαν τα είχαν ήδη εμπλέξει
με πολύ περισσότερο εξελιγμένες στο μεταξύ θεότητες. Ίσως οι Κουρήτες, για
παράδειγμα, να ήταν αρχικά εντελώς διαφορετικοί
από αυτούς που γνωρίζουμε ως κηδεμόνες τού Δία και ακολούθους τής Ρέας-Κυβέλης,
και ήδη ο Στράβων αναγνώριζε τη μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με αυτά τα όντα,
όπως και με τους Κορύβαντες, τους Δακτύλους, τους Τελχίνες και τους Κάβειρους·
στον Στράβωνα μάλιστα οφείλεται η μοναδική εμπεριστατωμένη και συνεπής αναφορά.
Άλλοτε επηρεάζουν τον πολεμικό κυρίως χορό και την παραδοσιακή ευωχία, άλλοτε
την εφευρετικότητα και την επεξεργασία μετάλλων, και άλλοτε επιδρούν μαγικά στη ζωή τών ανθρώπων, χάρη κυρίως σε
ελιξίρια. Την εποχή τού Πλούταρχου, μια ένθερμη παράκληση σε περίπτωση έκτακτης
ανάγκης απαιτούσε την απαγγελία τών ονομάτων όλων τών Δακτύλων της Ίδης, τα
οποία ονόματα φρόντιζαν να τα έχουν μάλιστα εγκαίρως αποστηθίσει. Οι Κάβειροι
της Λήμνου είναι επίσης δαίμονες της καμίνου, οπλισμένοι με σφύρα, άκμονα και
λαβίδες, και πρέπει να τους ξεχωρίσουμε (κατά τον Welcker) από τις ισχυρές και μυστηριώδεις θεότητες με το ίδιο όνομα, που
είχαν όμως έδρα τους τη Σαμοθράκη. Τα μυθικά όντα που συγκροτούν αργότερα την
ακολουθία τού Διονύσου, φαίνεται, όπως είπαμε, ότι μόνον εκ των υστέρων
διαχωρίστηκαν από την αρχέγονη μορφή τους, για να γίνουν, οι μεν Σάτυροι και
Κένταυροι πνεύματα των ορέων και των δρυμών, οι δε Σειληνοί δαίμονες των πηγών·
με τον καιρό απέκτησαν και τους δικούς
τους μύθους, καθώς και τα ιδιαίτερα ονόματά τους, όπως ο Ευρυτίονας, ο Φώλος, ο
Νέσσος και ο περίφημος Χείρων ανάμεσα στους Κενταύρους. Ενώ παραμένει,
εκτός από όλους αυτούς, και μια ακόμη ισχυρή θεότητα, με διπλή, ανθρώπινη και
ζωώδη μορφή, που η εικαστική τέχνη την τοποθέτησε στην ακολουθία τού Διονύσου,
παρότι είναι πιθανότατα κατά πολύ προγενέστερή του: ο Παν. Ο αγροτικός πληθυσμός τής Ελλάδας οικειοποιήθηκε αυτόν τον θεό
με θέρμη, αρνούμενος να τον εξωραΐσει, και διατηρώντας ιδιαίτερη εγγύτητα προς
την παρουσία του σε πολύ
μεταγενέστερες εποχές. Τα θηλυκά πνεύματα των ποταμών, των πηγών και των
δρυμών, οι Νύμφες, αγαπητές στους
θνητούς και τους αθάνατους, θεραπαινίδες τών νεαρών θεών, θα πρέπει να αποδοθούν
σχεδόν ολοκληρωτικά στην ποίηση και την τέχνη, που μας παρέδωσαν ένα πλήθος προσφιλών οραμάτων, με αποκορύφωμα την
περίφημη εκείνην ωδή που περιγράφει τη ζωή τών Νυμφών του δρυμού, τη
συνδεδεμένη με τα μεγάλα πεύκα και τα ψηλά έλατα, που σβήνει με τον μαρασμό
τους. Αλλά ακόμη και αυτές οι
περικαλλείς μορφές αφήνουν να διαφανεί η τρομερή όψη τής πρωτόγονης φύσης
(Ύμνος στην Αφροδίτη), που προκαλεί τον πρόωρο θάνατο του ανθρώπου που την πλησιάζει,
μεταμορφώνοντάς τον ή απαγάγοντάς τον, απορροφώντας
τον δηλαδή μέσα στην ισχυρή της σύσταση.
Η ελληνική φαντασία θα πρέπει από πολύ νωρίς να επιδόθηκε σε μιαν ιδιαίτερα
γόνιμη επινόηση θαλάσσιων θεών και τεράτων, τα οποία περιήλθαν στη δικαιοδοσία
τού Ποσειδώνα μόνον όταν αυτός αναδείχθηκε σε έναν από τους τρείς κυρίαρχους
θεούς τού κόσμου. Η θεογονία εφεύρε πλήθος ονομάτων και γι’ αυτές τις υπάρξεις,
πριν ακόμα αποκτήσουν μιαν καθαυτό οντότητα, και είναι ασφαλώς γνωστός ο γοητευτικός πλούτος τής ποιητικής και
λογοτεχνικής εφευρετικότητας των Ελλήνων, όταν αποδίδουν ελκυστικά και με
συγκεκριμένο νόημα ονόματα στις Νηρηίδες και τις Ωκεανίδες. Ενώ εξίσου
αρχαίες και σημαντικές είναι και οι προσωποποιήσεις τών ανέμων, που απολάμβαναν
συχνά μιαν εξέχουσα λατρεία.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου