Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ (3)

 Συνέχεια από: Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ 
Του Ugo Ugazio.
          
2. Πνεύμα και χρόνος.
          
ο κορυφαίος φιλόσοφος τού 20ου αιώνα

Ο Χάιντεγκερ σκεφτόταν ότι ή πορεία τής επιστήμης η οποία είχε αρχίσει στην Ελλάδα την εποχή τού Σωκράτη και τής σοφιστικής ήταν εναλλακτική σε κάθε εμβάθυνση τής αρνητικότητος τής α-λήθειας. Οι συνέπειες αυτής τής ερμηνευτικής θέσεως είναι ιδαιτέρως ορατές, απέναντι στον όρο τού "πνεύματος" ο οποίος είχε αναπτυχθεί παράλληλα με την διαδρομή των Ευρωπαϊκών επιστημών. Πολύ πρίν, στα έτη τού 30, ο Χάιντεγκερ είχε πιστέψει ότι θα μπορούσε να δημιούργήσει έναν στοχαστικό πυρήνα ο οποίος θα συνίστατο πάνω απ'όλα απο την δική του εργασία και απο την φαινομενολογική καταστροφή τής ιστορίας τής φιλοσοφικής σκέψης η οποία ήταν παράλληλη με τις επιστήμες, όπως η σκέψη του τόν οδηγούσε. [στην αρχαία εκκλησία η πνευματική ζωή "πραγματοποιείτο" σύμφωνα με την σημασία της καθότι ήταν χρονική αναμονή της παρουσίας-η πρωτότυπη χρονικότης ήταν διαχωρισμένη απο την κοσμική χρονικότητα χάρι σ'αυτήν την παρουσία τής πραγματικής ζωής. Σχόλιο στις 2 επιστολές του Απ.Παύλου πρός Θεσ/νικείς στην διάρκεια των μαθημάτων 1920-21].
          Το πρόγραμμα τού Είναι και Χρόνος απέτυχε στην συνέχεια άδοξα, ακριβώς επειδή δέν στάθηκε δυνατό να πραγματοποιήσει φιλοσοφικά το πέρασμα απο την υπαρκτότητα στην χρονικότητα. Να υποχρεώσει δηλαδή την γλώσσα τής φιλοσοφίας να συλλάβει το πέρασμα απο το Είναι σαν υπερβατικός ορίζοντας χρονικών γεγονότων, στον χρόνο ο οποίος είναι ικανός χρονικών γεγονότων, στον χρόνο ο οποίος είναι ικανός να προσλάβει το Είναι. Το τρίτο τμήμα τού πρώτου μέρους δέν κατέστη δυνατόν να γραφεί διότι ο θεματικός ορίζοντας ο  οποίος κατεκτήθη στα δύο προηγούμενα δέν ήταν σέ θέση να εξασφαλίσει την πραγματική εγκατάλειψη τής υπερβατικής υποκειμενικότητος και το πέρασμα σε μία οντολογία η οποία δέν θα ήταν μόνον η συνέπεια τής διακρίσεως ανάμεσα στην συνείδηση και το πράγμα! Η γιγαντομαχία περί της ουσίας, την οποία το Είναι και Χρόνος ανακοίνωνε ότι επιθυμεί να ξανανάψει, απο τις πρώτες του ήδη γραμμές, δέν μπορούσε να μπερδευτεί με το μεταφυσικό πρόγραμμα τού μοντερνισμού και να εννοήσει τον κοσμικό χρόνο σαν υποκειμενικότητα η οποία συμπεριλαμβάνει το Είναι. Σ'αυτή την περίπτωση, ακόμη και η τοποθέτηση την οποία προσέλαβε, τής θεμελιώδους οντολογίας, θα ξεχνούσε αναπόφευκτα, πρός χάρις τής γνώσεως τού όντος, τήν "ουσιώδη γνώση" η οποία για να συμπεριλάβει το θεμέλιο της, δέν είχε καμμία ανάγκη να ταυτίσει τον χρόνο με την υποκειμενικότητα τού ανθρώπου.
          Η αμηχανία των Ελλήνων απέναντι στην ουσία ερχόταν απο την αδυναμία τους να προχωρήσουν με την άλυσσο τών θεμελίων πέραν του ορίου της α-λήθειας. Ο δρόμος τον οποίο βάδισαν, τον οποίο συνέχισαν οι μοντέρνοι, είχε σαν στόχο απο'κεί κι έπειτα έναν διαφορετικό καθορισμό του όντος, τέτοιον ώστε να επιτρέπει την θεμελίωση τής ορθότητος τών εννοιών οι οποίες διατυπωνόταν κάθε φορά! Μετά απο αυτό, τουλάχιστον σύμφωνα με την επανασύσταση της Ελληνικότητος τού Χάιντεγκερ, και της κληρονομιάς της, όλα όσα αφορούσαν την νόηση θα μπορούσαν να αποδοθούν σε ένα υπόστρωμα το οποίο δέν είχε την ανάγκη καμμιάς άλλης παραπάνω βάσεως! Η διατύπωση του Καρτέσιου τής υπαρξιακής αναλυτικής είχε απαντήσει πλήρως σ'αυτή την ανάγκη! Τόσο το Cogito (η σκέψη) όσο και το sum (η ύπαρξη) παρουσιάστηκαν σαν οντολογικά πρωτότυπα!
          Η αντίρρηση του Χάιντεγκερ αφορούσε όμως ακριβώς εκείνο το πρώτο υπόστρωμα. Ήταν δυνατόν να υποστηρίξει ότι το δικό του Είναι δέν ήταν αλλοτριωμένο μόνον εάν προηγουμένως είχε αποδειχθεί "η οντολογική προέλευση τής καθαυτής τροπικότητος"Με άλλα λόγια, η οντολογία τού Καρτέσιου δέν είχε απαλλαχθεί απο την υποχρέωση τής οντολογίας μόνον απο το γεγονός ότι αρχίζει τις κινήσεις της απο το Εγώ! Το μή αλλοτριωμένο Είναι "τού υποκειμένου, τής ψυχής, τής συνειδήσεως, τού πνεύματος, τού προσώπου", δέν ήταν ένα σημείο εκκίνησης αυτό το ίδιο οντολογικά καθορισμένο. Η οντολογία του υπαρκτού, επομένως, δέν θα μπορούσε να ξεκινήσει απο καμμία υποκειμενική αμεσότητα! Τόσο οι λέξεις τις οποίες επικαλεσθήκαμε μόλις-υποκείμενο, ψυχή, συνείδηση, πνεύμα, πρόσωπο-όσο και οι λέξεις ζωή και άνθρωπος, δέν θα μπορούσαν σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ "να υποδηλώσουν το όν που είμαστε εμείς οι ίδιοι". Δικαίως ο Derrida μάς κάλεσε να προσέξουμε το ρήμα rermeiden (αποφεύγω) το οποίο χρησιμοποίησε ο Χάιντεγκερ απέναντι σ'αυτές τις λέξεις.
          Η οντολογία του υπαρκτού ήταν, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, φανερά αντιτιθέμενη στην πνευματικότητα, όπως και εάν την εννοήσουμε, χωρίς να υποχρεωθούμε να πραγματοποιήσουμε οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στην ζωτική οικειότητα και τον ορθολογισμό. Αυτό που επεδίωκε ήταν το όν, η ουσία, το ουσιώδες, δηλαδή εκείνο που θα στήριζε στην συνέχεια οποιαδήποτε άλλη διάκριση. Ακόμη και ο πόλεμος τού Ηράκλειτου έπρεπε να αναγνωσθεί μ'αυτή την σημασία. Μετά το Είναι και Χρόνος, αυτή η αναζήτηση τού θεμελίου δέν άλλαξε κατεύθυνση. Η αρνητικότης τής α-λήθειας θα μπορούσε να κατανοηθεί σαν πρόσβαση στο θεμέλιο χωρίς τον κίνδυνο τής ανθρωπολογικής ασυνεννοησίας, μόνον εάν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η αναφορά στην πνευματικότητα στην αντίθεσή της στην υλικότητα! Ο Χάιντεγκερ υπογράμμισε συχνά ότι η "απόφαση" η οποία ανεδύθη απο το δημοσιευθέν μέρος του Είναι και Χρόνος δέν αναφέρεται, σύμφωνα με την τρέχουσα εννοιολόγηση, στην στοχαστικότητα του καθενός μας, αλλά στην ριζοσπαστικότητα του υπαρξιακού αντιπαρατιθέμενου στο υπαρκτό. Σκεφτόμαστε ξεκινώντας απο τον εαυτό μας και μόλις απομακρυνόμαστε με την σκέψη χτυπάμε σε αντικείμενα!
          Με το ξεκάθαρο αίτημα τής αποφυγής  οποιασδήποτε αναφοράς στην πνευματικότητα, ο Χάιντεγκερ πίστεψε ότι θα μπορούσε να ανοίξει μία πρόσβαση στην ουσία στην οποία αναφέρθηκαν οι στοχαστές της αυγής τής σκέψης, πρίν απο το ξεκίνημα τής ιστορίας της επιστήμης. Αυτή η προσπάθεια θα έπρεπε να επιτρέψει να κατανοήσουμε ότι στο μεταξύ, απο τον Αναξαγόρα και τον Σωκράτη και εφεξής, αυτό που ήλθε μαζί με το πνεύμα, δείχνει τον βαθμιαίο αποχωρισμό απο την αρχική ουσία, μέχρι τον μηδενισμό ακριβώς. Ο μηδενισμός, όπως είναι γνωστό, περιέχει, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, μία ιδιαίτερη καμπή χάρη στην οποία το "τίποτα" γίνεται μία ανακάλυψη και επομένως εισέρχεται στην σκέψη. Έτσι ακουμπώντας στον Νίτσε, ο Χάιντεγκερ, ισχυρίστηκε ότι, λόγω μίας παρανοήσεως τής τιμιότητος, η Νέα Εποχή, η σύγχρονη, κατέληξε να συγκεντρώσει απο την φιλοσοφία μόνον εκείνο το οποίο είχε περάσει απο το φίλτρο του τρόπου σκέψης τών επιστημών τών ιδίων. Η φιλοσοφία παρεδόθη για φύλαξη στην "συστηματική" τής επιστημονικής σκέψης για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει την ανικανότητά της στην αντιμετώπιση τής αρνητικότητος τής α-λήθειας (;;;!) Η τιμιότης στην οποία αναφέρεται ο Νίτσε, λοιπόν δέν απαιτεί τόσο την εμπιστοσύνη μας αποκλειστικά σ'αυτό που πέρασε μέσω τής "συστηματικής" τής επιστημονικής σκέψης, όσο αντιθέτως την ικανότητα να συλλάβουμε την πρόκληση τού ίδιου τού Είναι: να σκεφτούμε χωρίς αντικείμενα δέν σημαίνει να "εφευρίσκουμε και να ανακαλύπτουμε τυχαία", αλλά ακριβώς να θέσουμε το όν στην ολότητα του στην προοπτική τής απόφασης".

Συνεχίζεται
 Να υποχρεώσει δηλαδή την γλώσσα τής φιλοσοφίας να συλλάβει το πέρασμα απο το Είναι σαν υπερβατικός ορίζοντας χρονικών γεγονότων, στον χρόνο ο οποίος είναι ικανός χρονικών γεγονότων, στον χρόνο ο οποίος είναι ικανός να προσλάβει το Είναι. [Αυτός ο χρόνος είναι ο ΝΟΥΣ, Ο ΑΙΩΝ. Επιθυμώντας λοιπόν νά θεμελιώσει τόν αθεισμό απέρριψε τούς υποδοχείς τού θείου στοιχείου μέσα στόν άνθρωπο, τόν νού καί τόν λόγο τής υπάρξεως, τήν γλώσσα τής υπηρέτριας φύσης καί τόν χρόνο, τόν καιρό τού ποιήσαι τώ Κυρίω καί τοίς ανθρώποις.]
Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: