Οι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης τάσσονται εναντίον των εθνικών οικονομιών, ισχυριζόμενοι πως η πτώση των τιμών καταναλωτή σε αγαθά όπως τα παπούτσια και οι τηλεοράσεις, οφείλονται στο άνοιγμα των συνόρων. Με τον τρόπο αυτό όμως θέλουν να πείσουν πως το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι η τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές για τα προϊόντα που αγοράζουν – ότι οι χαμηλής αμοιβής ανασφαλείς θέσεις εργασίας δεν μετρούν, πως η αδυναμία αγοράς ενός σπιτιού από τους σημερινούς εργαζόμενους δεν έχει σημασία, ότι η εξαΰλωση της μεσαίας τάξης είναι στη φαντασία μας ή πως η εθνική ταυτότητα είναι αδιάφορη, αρκεί να μειώνονται οι τιμές στα καταναλωτικά αγαθά. Η αλήθεια όμως είναι πως η δουλεία της κοινωνίας σε μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και η έλλειψη εθνικής ταυτότητας, δημιουργούν τεράστια ανασφάλεια στους ανθρώπους – καθώς επίσης συναισθήματα αδυναμίας και ανισότητας που αποσταθεροποιούν όλο και περισσότερο ένα Έθνος κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά.
Ανάλυση
Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη λογική της παγκοσμιοποίησης, κάθε Έθνος θα πρέπει να πουλήσει τα βασικά περιουσιακά του στοιχεία, εάν η τιμή πώλησης είναι αρκετά υψηλή. Εν προκειμένω, τα μειονεκτήματα της συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης είναι κάτι περισσότερο από φανερά.
Ειδικότερα, επειδή οι γεωπολιτικές συγκρούσεις δεν έχουν εξαλειφθεί από την παγκοσμιοποίηση, ούτε πρόκειται να εξαλειφθούν, ακόμη και αν οι πολυεθνικές εταιρείες καταφέρουν να σβήσουν τα εθνικά σύνορα, εκείνα τα Έθνη που θα έχουν πουλήσει όλα τους τα περιουσιακά στοιχεία, θα είναι ευάλωτα σε οποιαδήποτε σύγκρουση. Στην ουσία θα έχουν μετατραπεί σε «κενά κελύφη», όπως σύντομα δυστυχώς η Ελλάδα που θα εξαρτώνται από ξένες οντότητες – οπότε «θα άγονται και θα φέρονται» από τα ξένα συμφέροντα.
Από την άλλη πλευρά, μία πλήρως παγκοσμιοποιημένη οικονομία εξυπηρετεί το εκάστοτε εθνικό συμφέρον που είναι κοινωνικό και πολιτικό; Ή μήπως η παγκοσμιοποίηση θυσιάζει το Έθνος για να ωφελήσει τους όλο και λιγότερους που κερδίζουν τα περισσότερα από την ελεύθερη κίνηση των ιδιωτικών κεφαλαίων, σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη χωρίς σύνορα;
Εκτός αυτού, τι είδους κοινωνίες προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας; Δεν πρόκειται για κοινωνίες με μία συνεχώς αυξανόμενη ανισότητα πλούτου και εισοδημάτων, καθώς επίσης με μειωμένη οικονομική ασφάλεια των πολλών; Δεν προάγεται μία οικονομία των νικητών που ευνοεί αυτούς που έχουν πρόσβαση σε πιστώσεις και που ελέγχουν μονοπωλιακά τόσο τις εγχώριες, όσο και τις παγκόσμιες αγορές;
Βέβαια, οι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που αποτελεί ασφαλώς μία διακριτή πολιτική ιδεολογία, ισχυρίζονται πως τα παραπάνω δεινά για την πλειοψηφία των Πολιτών ενός Έθνους, ανεξάρτητα εάν είναι πλούσιο ή φτωχό, δεν προέρχονται από την παγκοσμιοποίηση. Εν τούτοις, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι εντελώς λανθασμένοι – αφού οι πλέον θεμελιώδεις αλλαγές στις εθνικές οικονομίες είναι σαφώς το αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Αυτή άλλωστε εξυμνεί την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, πιστώσεων και εργατικού δυναμικού σε ολόκληρο τον πλανήτη – εκμεταλλευόμενη τις εθνικές ανεπάρκειες, τη χαμηλού κόστους εργασία, τους ανεκμετάλλευτους φυσικούς πόρους, τους χαλαρούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς, τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις, τις μεταναστευτικές ροές και γενικότερα την κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου επί της εργασίας και της εθνικής ταυτότητας.
Οι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης τώρα τάσσονται εναντίον των εθνικών οικονομιών, ισχυριζόμενοι πως η πτώση των τιμών καταναλωτή σε αγαθά όπως τα παπούτσια και οι τηλεοράσεις, οφείλονται στο άνοιγμα των συνόρων. Με τον τρόπο αυτό όμως θέλουν να πείσουν πως το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι η τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές για τα προϊόντα που αγοράζουν – ότι οι χαμηλής αμοιβής ανασφαλείς θέσεις εργασίας δεν μετρούν, πως η αδυναμία αγοράς ενός σπιτιού από τους σημερινούς εργαζόμενους δεν έχει σημασία και ότι η εθνική ταυτότητα είναι αδιάφορη και οι εύκολα ελεγχόμενες πολυπολιτισμικές κοινωνίες θετικές, αρκεί να μειώνονται οι τιμές στα καταναλωτικά αγαθά.
Η αλήθεια όμως είναι πως η δουλεία της κοινωνίας σε μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και η έλλειψη εθνικής ταυτότητας, δημιουργούν τεράστια ανασφάλεια στους ανθρώπους – καθώς επίσης συναισθήματα αδυναμίας και ανισότητας που αποσταθεροποιούν όλο και περισσότερο ένα Έθνος κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά. Λογικά λοιπόν θεωρούμε εντελώς καταστροφική τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που υποστηρίζουν σήμερα στην Ελλάδα τα κόμματα των μνημονίων – υπενθυμίζοντας τα εξής:
Ο οικονομικός πατριωτισμός
Ο πρώην πια πρόεδρος των Η.Π.Α., κατά την προεκλογική του εκστρατεία του 2016, υπέδειξε τις λανθασμένες εξελίξεις στην αμερικανική οικονομία από το 1980 και μετά – όπου ουσιαστικά ξεκίνησε η δεύτερη εποχή της παγκοσμιοποίησης, ενώ επικράτησε στις Η.Π.Α. ο νεοφιλελευθερισμός. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην κατάρρευση της βιομηχανίας της χώρας, στους στάσιμους μισθούς των μεσαίων και κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, οι οποίοι συμπληρώνονταν με τη λήψη δανείων, στην πλήρη ασυδοσία του τραπεζικού συστήματος κοκ. – ενώ με το σύνθημα «Ας κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη» πήγε πολύ πιο πίσω στο παρελθόν, υπενθυμίζοντας στους Πολίτες τη «χρυσή εποχή» του 1950, όπου οι Η.Π.Α. δεν ήταν μόνο στρατιωτικά ισχυρές αλλά, επίσης, οικονομικά.
Ειδικότερα, εκείνη την εποχή ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν υψηλός, είχε επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση των εργαζομένων, οι μισθοί αυξάνονταν ανάλογα με την παραγωγικότητα τους, η χώρα είχε εμπορικά πλεονάσματα, τα δημόσια χρέη διατηρούνταν πολύ χαμηλά κοκ. – γεγονότα που οφειλόταν κυρίως στο σύστημα του «Bretton–Woods» που καθιερώθηκε το 1944, το οποίο προέβλεπε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς επίσης μία πολύ περιορισμένη κυκλοφορία των διεθνών κεφαλαιακών ροών.
Με το σύστημα αυτό η κάθε χώρα ήταν ελεύθερη να υιοθετήσει μία οικονομική πολιτική, επικεντρωμένη σε εθνικούς στόχους – ειδικά μία νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Ταυτόχρονα όμως ήταν η ίδια υπεύθυνη όταν δεν πετύχαινε τους στόχους της, κυριότερος των οποίων ήταν τότε η πλήρης απασχόληση – η εργασία για όλους δηλαδή.
Περαιτέρω εντός των συνόρων της εκάστοτε χώρας, η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων έδινε ελάχιστη σημασία στις χρηματαγορές – οι οποίες ήταν πολύ αυστηρά ρυθμισμένες, με την έννοια ότι ελέγχονταν από τα κράτη. Στο παράδειγμα των Η.Π.Α., τα επιτόκια στις τραπεζικές καταθέσεις απελευθερώθηκαν πλήρως μόλις το 1981 – ενώ σε άλλες χώρες πολύ αργότερα. Ίσχυε δε ο κανόνας του χρυσού, όπου το δολάριο είχε αντίκρισμα σε χρυσό, ενώ όλα τα υπόλοιπα νομίσματα είχαν αντίκρισμα σε δολάρια.
Από την άλλη πλευρά οι αποκλίσεις, καθώς επίσης οι ανισορροπίες των διαφόρων χωρών μεταξύ τους, αποτυπώνονταν στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους –τα οποία εξισορροπούνταν μέσω των συναλλαγματικών ισοτιμιών, έτσι όπως είχε συμφωνηθεί από το σύστημα του «Bretton–Woods». Στα πλαίσια αυτά, οι χώρες που είχαν πλεονάσματα, όπως η Γερμανία, η Κίνα, η Ελβετία κοκ. σήμερα, ανατιμούσαν τα νομίσματα τους – ενώ τα κράτη που παρουσίαζαν ελλείμματα τα υποτιμούσαν.
Με τον τρόπο αυτό αποφευγόταν η δολοφονία ενός κράτους μέσω του εμπορίου και της πολιτικής της φτωχοποίησης του γείτονα – όπως της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας σήμερα από τη Γερμανία, ή των Η.Π.Α. από την Κίνα. Ως εκ τούτου, τα πλεονάσματα στα ισοζύγια διατηρούνταν χαμηλά τόσο σε απόλυτα μεγέθη, όσο και σε ποσοστιαία – οπότε καμία χώρα δεν ζούσε εις βάρος της άλλης.
Τέλος, το σύστημα του «Bretton-Woods» προέβλεπε μεν την ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών, αλλά όχι τις ζώνες ελευθέρου εμπορίου, όπως είναι η CETA και η TTIP σήμερα – ενώ οι εγχώριες αγορές εργασίας ήταν απολύτως προστατευμένες.
Έτσι εξασφαλιζόταν η αύξηση των μισθών ανάλογα με την άνοδο της παραγωγικότητας των εργαζομένων, μέσω των συνδικάτων που λειτουργούσαν σωστά και δεν εκβιάζονταν από τις επιχειρήσεις, με τη μεταφορά της παραγωγής τους σε άλλες χώρες φθηνού εργατικού κόστους – όπως στο παράδειγμα των Η.Π.Α., όπου οι αμερικανικές βιομηχανίες εγκαταστάθηκαν στο Μεξικό και εξήγαγαν τα προϊόντα τους στην αμερικανική αγορά ή των άλλων που μετέφεραν την παραγωγή τους στην Κίνα και στην υπόλοιπη Ασία.
Όταν βέβαια οι εργαζόμενοι υπερέβαλαν με τις απαιτήσεις τους, δημιουργούνταν πληθωρισμός – κάτι που έπαψε να συμβαίνει μετά το 1980, λόγω των εισαγωγών από άλλες φθηνότερες χώρες, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Έτσι όμως εμφανίσθηκε ο αποπληθωρισμός, ενώ αποβιομηχανοποιήθηκαν οι ανεπτυγμένες χώρες – παράλληλα με την αύξηση της ανεργίας.
Το τέλος της εθνικής οικονομικής πολιτικής
Συνεχίζοντας, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τελείωσε η εποχή της εθνικής οικονομικής πολιτικής, με αιτία τη δημιουργία υψηλού πληθωρισμού – ως αποτέλεσμα λανθασμένων μακροοικονομικών αποφάσεων. Μία από αυτές ήταν η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική εκ μέρους των κυβερνήσεων στα πλαίσια του πελατειακού κράτους (στις Η.Π.Α. κυρίως λόγω των αναγκών χρηματοδότησης των πολέμων του Βιετνάμ) – ενώ μία δεύτερη οι υπερβολικές απαιτήσεις των εργαζομένων.
Ειδικότερα, λόγω των λανθασμένων μακροοικονομικών πολιτικών, η καμπύλη της προσφοράς στη συνολική οικονομία γινόταν όλο και πιο πολύ ανελαστική – γεγονός που σημαίνει ότι, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική οδηγούσε περισσότερο σε τιμολογιακά αποτελέσματα και λιγότερο σε ποσοτικά. Με απλά λόγια, αυξάνονταν οι τιμές των εμπορευμάτων και δεν παράγονταν περισσότερα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση – οπότε προκαλούταν μεγάλος πληθωρισμός.
Το πρώτο θύμα αυτής της λανθασμένης μακροοικονομικής πολιτικής των Η.Π.Α. ήταν η κατάρρευση του συστήματος του «Bretton-Woods» – επειδή οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες θα προκαλούσαν τη διάχυση του υψηλού αμερικανικού πληθωρισμού στις άλλες χώρες. Εν προκειμένω, ούτε οι Η.Π.Α. ήθελαν να παραιτηθούν από την εθνική τους οικονομική πολιτική, ούτε οι άλλες χώρες αποδεχόταν τις ονομαστικές ανατιμήσεις των νομισμάτων τους – οι οποίες ήταν απαραίτητες στην υπερδύναμη, αφενός μεν για να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό, αφετέρου την πραγματική ανατίμηση του δολαρίου, ως αποτέλεσμα της αντιπληθωριστικής αύξησης των επιτοκίων.
Για παράδειγμα, η Γερμανία δεν αποδεχόταν την ανατίμηση του μάρκου, για να υποτιμηθεί το δολάριο παρά την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Fed – επειδή δεν ήθελε να έχει ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ούτε να δημιουργηθεί πληθωρισμός στο εσωτερικό της. Αντίθετα η Ιαπωνία, η οποία είχε μεγάλα πλεονάσματα με τις Η.Π.Α. όπως η Κίνα σήμερα, υποχρεώθηκε αργότερα να το κάνει – με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το χρηματιστήριό της και να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό, από τον οποίο δεν έχει ακόμη ξεφύγει.
Ως εκ τούτου, οι δυτικές οικονομίες υιοθέτησαν το 1973 τις ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αντί τις σταθερές του συστήματος του «Bretton–Woods» – πόσο μάλλον αφού οι Η.Π.Α. κατάργησαν μονομερώς τον κανόνα του χρυσού το 1971, τυπώνοντας έκτοτε χρήματα κατά το δοκούν.
Εν τούτοις, ο αμερικανικός πληθωρισμός δεν σταμάτησε. Αντίθετα, οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973/74 και 1979/80) μετέφεραν την καμπύλη της προσφοράς ακόμη πιο πολύ προς τα αριστερά, εντείνοντας το πληθωριστικό πρόβλημα – το οποίο τελικά καταπολεμήθηκε με την απόσυρση της εγγύησης του κράτους, όσον αφορά την πλήρη απασχόληση των εργαζομένων. Αυτό συνέβη το 1979, όπου η κεντρική τράπεζα υιοθέτησε ως πρώτη προτεραιότητα της τη σταθερότητα των τιμών, αντί την πλήρη απασχόληση – έχοντας βιώσει τη μεγαλύτερη ύφεση μετά τον 2ΠΠ.
Έκτοτε έχει επικρατήσει η καινούργια νομισματική συναίνεση, όπου η βασική ευθύνη της Fed είναι η σταθερότητα των τιμών – ενώ, εκτός αυτού, η δημοσιονομική πολιτική δεν αντιμετωπίζεται ως ένα εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας, αλλά ως ένα μέσον για τη μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της ανάπτυξης, μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών (όπως αυτές που απαιτούνται τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα).
Έτσι καταργήθηκε ένα ακόμη θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής του Keynes – έχοντας αντικατασταθεί από τις μειώσεις των φόρων για τις επιχειρήσεις, καθώς επίσης από την αποχώρηση του δημοσίου από την οικονομία (νεοφιλελευθερισμός). Εν προκειμένω, με τη μορφή της απελευθέρωσης της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων πολλών κλάδων – οι οποίοι ήταν κυρίως υπό την επιρροή του κράτους, μεταξύ των ετών 1933 και 1980.
Η νεοφιλελεύθερη υπερεθνική πολιτική
Περαιτέρω, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα εφαρμόσθηκε με μεγάλη συνέπεια σε σχέση με το εθνικό και με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα – καθώς επίσης με το εξωτερικό εμπόριο. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με τις ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών παγκοσμίως, τα οποία μέχρι τότε ήταν πολύ χαμηλά – ενώ έκτοτε εξαρτώνται από την επιθυμία χρηματοδότησης των κρατών εκ μέρους των διεθνών χρηματαγορών, οι οποίες πλέον θεωρούνται ως οι κυρίαρχοι του σύμπαντος.
Στα πλαίσια αυτά, προκλήθηκαν πολλές χρηματοπιστωτικές και συναλλαγματικές κρίσεις σε διάφορες χώρες, όταν οι χρηματαγορές άλλαζαν απόψεις – με την έννοια ότι, εισέρρεαν μεγάλα κεφάλαια σε κράτη που οι αγορές θεωρούσαν υγιή και κερδοφόρα, τα οποία απομακρύνονταν αγελαία όταν πανικοβάλλονταν, με αποτέλεσμα να τους προκαλούν τεράστιες ζημίες, όπως στο παράδειγμα της ασιατικής κρίσης του 1997/98.
Αυτό ισχύει επίσης για τα κράτη που ανήκουν σε μία νομισματική ένωση, όπως τεκμηριώθηκε από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης – γεγονός που σημαίνει ότι, από το 1973 και μετά η ισοσκέλιση των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, η οποία προηγουμένως επιτυγχανόταν με τις ανατιμήσεις/υποτιμήσεις των νομισμάτων, είτε δεν γίνεται καθόλου, όπως στο παράδειγμα των Η.Π.Α., είτε γίνεται με τη βοήθεια μίας κρίσης.
Κατά την άποψη μας δε, μπορεί μέχρι σήμερα να μη βίωσαν μία κρίση ισοζυγίου οι Η.Π.Α., συνεχίζοντας να έχουν τεράστια ελλείμματα, αλλά δεν θα το αποφύγουν στο μέλλον – ενώ η κρίση αυτή θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη, λόγω της καθυστέρησης της, συνοδευόμενη από την αναβίωση του πληθωρισμού (ανάλυση), ο οποίος θα πυροδοτήσει το αναμενόμενο χρηματιστηριακό κραχ που συνέβη μεν ήδη, αλλά καλύφθηκε πίσω από την πανδημία και τις τεράστιες ενέσεις ρευστότητας.
Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους
Συνεχίζοντας, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, προέκυψε ένα διεθνές μακροοικονομικό καθεστώς, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία παγκόσμια πολιτική της προσφοράς, κυριότερος εμπνευστής της οποίας ήταν η Σχολή του Σικάγο και ο M. Friedman – εντελώς αντίθετο με την πολιτική της ζήτησης του Keynes.
Στην ΕΕ υιοθετήθηκαν οι τέσσερις βασικές ελευθερίες, οι οποίες αφορούσαν την απελευθέρωση της αγοράς των αγαθών, των υπηρεσιών και της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, καθώς επίσης το πλήρες άνοιγμα των αγορών εργασίας – γεγονός που οδήγησε, ειδικά μετά το άνοιγμα των συνόρων της ανατολικής Ευρώπης (κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης), σε μεγάλες μεταναστευτικές ροές από τις φτωχότερες προς τις πλουσιότερες χώρες.
Η Βρετανία αποτελεί ένα κλασσικό παράδειγμα ως χώρα υποδοχής μεταναστών, επειδή δεν έκανε χρήση του δικαιώματος της που αφορούσε την επταετή περίοδο προσαρμογής – όπως επίσης οι Η.Π.Α., στα πλαίσια της NAFTA, μέσω της οποίας αυξήθηκε ο αριθμός των μεταναστών από το Μεξικό, αυξάνοντας σημαντικά την προσφορά του εργατικού δυναμικού εις βάρος των μισθών των Αμερικανών εργαζομένων.
Η συγκεκριμένη πολιτική είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχώς πιο ελαστική συνολική καμπύλη της προσφοράς σε όλες σχεδόν τις δυτικές οικονομίες – με άμεση συνέπεια την επιδείνωση της αναδιανομής των εισοδημάτων, η οποία αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της πρόκλησης υφέσεων. Δηλαδή, οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι καταναλώνοντας λιγότερο, ενώ οι πλούσιοι πλουσιότεροι – όπου όμως δεν μπορούσαν να αυξήσουν την κατανάλωση τους περισσότερο από τις ανθρώπινες ανάγκες τους.
Τα ισχυρά συνδικάτα των εργαζομένων έχασαν τη δύναμη τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν επιτύχουν αξιόλογες αυξήσεις των μισθών των μελών τους, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ανάπτυξης – επειδή, λόγω του ανοίγματος των αγορών εργασίας, όλο και πιο πολλοί εργαζόμενοι στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό ήταν πρόθυμοι να δουλεύουν με χαμηλότερες αμοιβές.
Εκτός αυτού το κράτος απαγορευόταν να επέμβει, επειδή θα εμπόδιζε να δημιουργηθούν εκείνες οι αναπτυξιακές προϋποθέσεις που θα απέρρεαν από την απελευθέρωση των αγορών – σύμφωνα με το νέο μακροοικονομικό καθεστώς που επικράτησε (κάτι που συνεχίζει να επιδιώκεται μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, στα πλαίσια των μνημονίων).
Περαιτέρω, δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθεί ένα είδος αποζημίωσης των χαμένων της παγκοσμιοποίησης, όπως είχε συζητηθεί κάποτε, επειδή κάτι τέτοιο θα αύξανε το κόστος των επιχειρήσεων, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα τους – ενώ, λόγω των ανοιχτών συνόρων, οι επιχειρήσεις θα μεταφέρονταν σε άλλες χώρες για να αποφύγουν αυτού του είδους τις επιβαρύνσεις, οπότε θα ζημιωνόταν εκείνο το κράτος που θα ήθελε να στηρίξει με το συγκεκριμένο τρόπο τα αδύναμα εισοδηματικά του στρώματα.
Το νέο καθεστώς (πολιτική της προσφοράς) είχε πάντως χαρακτηρισθεί πριν από πολλά χρόνια ως «χρυσός ζουρλομανδύας» – με την έννοια πως επιβάλλεται στο εκάστοτε εθνικό κράτος μία καταναγκαστική πολιτική, επειδή λόγω της αφομοίωσης των αγορών μεταξύ τους χάνει τον έλεγχο της οικονομικής του εξέλιξης, της απασχόλησης, καθώς επίσης της αναδιανομής των εισοδημάτων.
Ο «χρυσός αυτός ζουρλομανδύας», βασικός στόχος του οποίου ήταν η καταπολέμηση του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1960 και 1970 που θεωρήθηκε πως προκάλεσε η πολιτική της ζήτησης (Keynes), είναι περισσότερο εμφανής στην Ευρωζώνη – έχοντας θεσμοθετηθεί από τη συμφωνία του Μάαστριχτ.
Τέλος, από την πλευρά των πολιτικών κομμάτων, το νέο καθεστώς στηρίχθηκε στην αρχή από τις φιλελεύθερες συντηρητικές παρατάξεις – στη συνέχεια επίσης από τις σοσιαλδημοκρατικές, όπως από τους Δημοκρατικούς στης Η.Π.Α., τους σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία (Schroeder) και τους εργατικούς στη Μ. Βρετανία (Blair).
Η αλλαγή εποχής
Επιστρέφοντας στον πρόεδρο Trump, φαίνεται πως κατάφερε να προσεγγίσει τους εκλογείς που συνήθως ψήφιζαν αριστερά, υποσχόμενος την κατάργηση της διεθνούς πολιτικής της προσφοράς – αφαιρώντας το «χρυσό ζουρλομανδύα» από τις Η.Π.Α., με την έννοια της ανάκτησης της οικονομικής πολιτικής από το εθνικό κράτος, όσον αφορά την ανάληψη εκ μέρους του της ευθύνης για τις οικονομικές εξελίξεις, για την αγορά εργασίας, καθώς επίσης για την αναδιανομή των εισοδημάτων.
Προφανώς κάτι τέτοιο είναι ενάντια στα συμφέροντα των πανίσχυρων αγορών (τράπεζες, χρηματιστήρια κλπ.), των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, καθώς επίσης των κρατών που είναι κερδισμένα από την παγκοσμιοποίηση – με κριτήριο τα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, όπως είναι η Κίνα, η Γερμανία, η Ελβετία κοκ.
Κεντρικά στοιχεία αυτής της πολιτικής είναι αφενός μεν ο περιορισμός του ελευθέρου εμπορίου (επιβολή δασμών, κατάργηση ζωνών/συμφωνιών όπως η NAFTA, TTIP κοκ.), αφετέρου η μείωση των μεταναστευτικών ροών – συμβολισμός της οποίας είναι το τείχος του Μεξικού. Φυσικά πρόκειται για συνειδητές επιλογές, με στόχο την ισοσκέλιση των δίδυμων ελλειμμάτων της υπερδύναμης, καθώς επίσης το σταμάτημα της αύξησης των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών της – προτού την οδηγήσουν στο χάος.
Σε γενικές γραμμές πάντως αυτή η αλλαγή πολιτικής, με την οποία ο νέος πρόεδρος σκόπευε την επιστροφή της χώρας του στο θετικό προστατευτισμό της δεκαετίας του 1950, χαρακτηρίζεται ως «οικονομικός πατριωτισμός» – ο οποίος είναι εξαιρετικά ελκυστικός για τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, αφού έχουν κουραστεί από την έκθεση τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό μετά από τόσα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα μειωνόταν οι μισθοί τους, οι συντάξεις τους και το κοινωνικό κράτος, με την παράλληλη αύξηση των χρεών τους.
Από την πλευρά της μακροοικονομίας τώρα, ο «οικονομικός πατριωτισμός» απαιτεί μία σειρά μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη μετατόπιση της καμπύλης της προσφοράς προς τα αριστερά – γεγονός που θα αύξανε την οικονομική δύναμη των εγχωρίων επιχειρήσεων αγαθών και υπηρεσιών, καθώς επίσης των εργαζομένων. Μεταξύ άλλων απαιτείται η διενέργεια δημοσίων επενδύσεων – ενώ έτσι θα προέκυπτε μία εναλλακτική δυνατότητα, αντίθετη με την πολιτική της προσφοράς που επικρατεί παγκοσμίως.
Θα ήταν δε πλησιέστερη στη χρυσή εποχή του 1950 και στην πολιτική της ζήτησης του Keynes, ενώ θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι δυσλειτουργίες της (υπερπληθωρισμός) – οι οποίες προήλθαν κυρίως από το ότι, το δημόσιο δεν αποχώρησε ως όφειλε από τον ιδιωτικό τομέα, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν υψηλός. Κλείνοντας, οι βασικοί λόγοι, οι οποίοι συνέβαλλαν στην άνοδο του οικονομικού εθνικισμού, εν πρώτοις στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία, είναι οι εξής:
(α) Η χρηματοπιστωτική κρίση κλόνισε την εμπιστοσύνη πολλών συντηρητικών, στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς – αποκαλύπτοντας επί πλέον πως έχει κυριευθεί από τον άκρως νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό/καζίνο, μετατρέποντας την πλειοψηφία των ανθρώπων σε σκλάβους χρέους, καθώς επίσης τα κράτη σε υποχείρια των αγορών.
(β) Κατά τη διάρκεια της κρίσης επιβλήθηκαν μέτρα για τη σταθεροποίηση του συστήματος, τα οποία ήταν αντίθετα στη φιλελεύθερη ιδεολογία – με αποτέλεσμα να μην πείθει πλέον ούτε τους οπαδούς της.
(γ) Η επιστροφή στα εθνικά κράτη αντιμετωπίζεται από πολλούς ως μία δυνατότητα διάσωσης της καθαρά φιλελεύθερης ιδεολογίας – η οποία, μέσω του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, έχει οδηγήσει στη «δικτατορία των αγορών», καθώς επίσης σε μία σοβιετικού τύπου κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, στην οποία όμως κυριαρχούν οι ελίτ.
Κλείνοντας εάν ο οικονομικός πατριωτισμός είχε επιτυχία, με την έννοια πως το κράτος θα ενδιαφερόταν για τους Πολίτες του, καταπολεμώντας ταυτόχρονα τις τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες που έχει προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός, τότε θα βιώναμε πράγματι μία μεγάλη αλλαγή εποχής – η οποία δεν θα έχει σχέση με τον προστατευτισμό της δεκαετίας του 1930, αλλά με τη «μερική παγκοσμιοποίηση» της χρυσής εποχής του 1950, σε ένα πραγματικά φιλελεύθερο πλαίσιο.
Επίλογος
Η επιτυχία του οικονομικού πατριωτισμού απαιτεί μία διεθνή «μονεταριστική» κάλυψη, όπως ήταν το σύστημα Bretton Woods στη δεκαετία του 1950 – κάτι που δεν υπάρχει σήμερα, στην εποχή των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat money), όπου κυριαρχεί παγκοσμίως το σύστημα του χρέους. Ως εκ τούτου, έχει ήδη προκαλέσει νομισματικούς και εμπορικούς πολέμους, όπως την περίοδο του 1930 – οι οποίοι θα έχουν μία αντίστοιχη κατάληξη.
Από την άλλη πλευρά, η εθνική οικονομική πολιτική είναι επιρρεπής στον πληθωρισμό – οπότε απαιτούνται ικανές κυβερνήσεις, οι οποίες να είναι σε θέση να αντισταθούν στο λαϊκισμό και στο πελατειακό κράτος. Επί πλέον στις επιθέσεις των αγορών, οι οποίες δεν θα είναι καθόλου πρόθυμες να χάσουν τα προνόμια τους.
Επομένως, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει σήμερα εάν τελικά επικρατήσει ο οικονομικός πατριωτισμός, χωρίς να προκληθούν μεγάλες ζημίες στον πλανήτη – αλλά μόνο πως το τραίνο έχει ήδη ξεκινήσει από τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία, ενώ δεν πρόκειται να σταματήσει, αφού όπως οι εργαζόμενοι συμπεριφέρθηκαν με αμετροέπεια τη δεκαετία του 1970, ηττώμενοι στη συνέχεια κατά κράτος, το ίδιο έκαναν οι αγορές μετά τη δεκαετία του 2000, οπότε θα έχουν την ίδια μοίρα. Ένα μεγάλο ερωτηματικό εδώ είναι το μέλλον της Ευρώπης, ως αποτέλεσμα του οικονομικού πολέμου που διεξάγει αυτή τη φορά και σύντομα θα κερδίσει η Γερμανία – αφού μάλλον αυτή τη φορά η Βρετανία θα απέχει, ενδεχομένως επίσης οι Η.Π.Α.
Η ήττα του προέδρου Trump πάντως στις πρόσφατες εκλογές τεκμηρίωσε πως οι αγορές που κυριαρχούνται από τις παγκόσμιες ελίτ είναι πανίσχυρες – οπότε είναι σε θέση να προστατεύσουν καλύτερα τα συμφέροντα τους, από τις ανοργάνωτες μάζες. Εν τούτοις, επειδή οι προσωπικές ευθύνες του Αμερικανού προέδρου, σε συνδυασμό με την πανδημία έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην ήττα του, ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα για τις κοινωνίες – αν και ασφαλώς πολύ αμυδρή, αφού τα τελευταία γεγονότα τεκμηρίωσαν πως αρκεί να τεθούν οι άνθρωποι ενώπιον μία απειλής για την υγεία τους, για να συμπεριφερθούν ως πρόβατα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου