Συνέχεια από Τετάρτη, 9 Δεκεμβρίου 2020
HANS JONAS
- TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
5. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ
(4η συνέχεια)
Θα εξασθενίζαμε το
επιχείρημά μας (περί προβληματικής ελευθερίας τής έρευνας – βλ. προηγούμενη
ανάρτηση), αν θελήσουμε να το ενισχύσουμε με τη συνηθισμένη «απέχθεια». Δεν
είναι άλλωστε δύσκολο να υπάρξη ομοφωνία σε παραδείγματα όπως τα εξής: ότι δεν
μας επιτρέπεται, προκειμένου να εξακριβώσουμε πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι
όταν βασανίζονται (κάτι εξαιρετικά ίσως ενδιαφέρον για μια «θεωρία περί
ανθρώπου»), να δοκιμάσουμε τα
βασανιστήρια σε «πειραματικά»
πρόσωπα· ή ότι δεν μας επιτρέπεται να φτάσουμε στον φόνο, προκειμένου να
προσδιορίσουμε τα όρια ανοχής σε ένα δηλητήριο· και πολλά άλλα παρόμοια. Στον νου μας έρχονται ασφαλώς τα «ιατρικά»
εγκλήματα (κάποιων διαπρεπών μάλιστα γιατρών) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των
Ναζί.
Ήταν μια «ελευθερία» τής έρευνας, αισχρότερη κι απ’ τη χειρότερη
καταπίεσή της. Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά – ή πιστεύουμε πως γνωρίζουμε –,
ότι οι εκτελεστές αυτών τών «επιστημονικών» πειραμάτων (ναι, ναι, μπορούσαν να
θεωρούνται επιστημονικά!) καταφρονήθηκαν
και τα κίνητρά τους θεωρήθηκαν «χαμηλά», ώστε να αμφισβητηθή το ότι θα
μπορούσαν να αποτελέσουν επιστημονικά
ποτέ «παραδείγματα» τέτοιες πράξεις.
Μπορούμε όμως να προχωρήσουμε περισσότερο, και να αρνηθούμε συνειδητά ότι η
αναζητούμενη γνώση μπορεί να αποτελέση έναν καθ’ οιονδήποτε τρόπο νόμιμο και
επιστημονικό σκοπό σε τέτοιες περιπτώσεις· προσθέτοντας μάλιστα, πως δεν πρόκειται καν για οιουδήποτε είδους επιστημονική πράξη, αλλά
για έναν καθαρά ανθρώπινο εκφυλισμό. Το
πρόβλημά μας δεν είναι ωστόσο η «απατηλή» ή και διεστραμμένη, αλλά η «καλόπιστη»
(bona fide) και «κανονική» επιστήμη. Στα πλαίσια της
οποίας και αναρωτιόμαστε: επιτρέπεται
άραγες να εμβολιάζουμε, ακόμα κι όταν έχουμε αναμφισβήτητα νόμιμους και
αξιέπαινους, πολλές φορές, σκοπούς, με καρκινικά κύτταρα άτομα (υποκείμενα!)
που δεν πάσχουν από καρκίνο, ή να αποκλείουμε από μιαν ενδεχόμενη θεραπεία τα «άτομα»
μιας «ομάδας ελέγχου», που πάσχουν (κι αυτά) από σύφιλη; Περιστατικά που συνέβησαν, και ήρθαν τελικά στη δημοσιότητα στην
Αμερική, «φιλάνθρωπα» ως προς την πρόθεση, αλλά και την πραγματοποίησή τους,
για έναν ευκταίο σκοπό. Αποφεύγω ωστόσο να απαντήσω εσπευσμένα, γιατί το
ερώτημα είναι περίπλοκο. Μπορώ όμως να ισχυριστώ, ότι εγείρονται στο εσωτερικό
τής ίδιας της επιστήμης ηθικά και νομικά ερωτήματα πέρα απ' τα «εγγενή»
επιστημονικά σύνορα, τα οποία πρέπει να κριθούν απ’ το κοινό «δικαστήριο» της
ηθικής και του νόμου. Η περίφημη
ελευθερία τής έρευνας καλείται να «υποταγεί» εδώ η ίδια στη δημόσια αυθεντία
ενός συλλογικά αρμόδιου οργάνου.
Με τις επόμενες σκέψεις
μου θα προσπαθήσω να «εικονογραφήσω»
συγκεκριμένα αυτό το θέμα. Χωρίς να βασίζομαι στην πυρηνική φυσική,
«αποφεύγοντας» έναν κυρίαρχο εφιάλτη, αλλά στην «ακίνδυνη» και μη καταστροφική πυρηνική βιολογία.
Η βιο-ιατρική έρευνα αποτελεί ένα
ιδιαίτερα γόνιμο πεδίο για τα προβλήματα που αφορούν στην ελευθερία τής έρευνας· και ένα εντελώς «σύγχρονο» και ανησυχητικό
παράδειγμα είναι εδώ αυτό που τελευταία αναδείχθηκε στο πεδίο τής «βαθειάς,
θεμελιακής» έρευνας: η δυνατότητα επανασυνδυασμού
τού DNΑ,
με την οποία «παροξύνεται» άλλη μια φορά ποιοτικά η σύγχυση θεωρίας και πράξης,
όπως την περιγράψαμε μέχρι τώρα. Στα πειραματικά συμπεράσματα της έρευνας πάνω
στην αδρανή ύλη, το τελευταίο μέρος
εξυπηρετεί πάντοτε τον κοινό και χρηστικό κόσμο ανθρωπίνων ακόμα πρακτικών και
αναγκών. Εδώ όμως μπορεί το ίδιο το
πείραμα να οδηγήση σε συγκεκριμένες, οριστικές «πραγματικότητες», που
χειραφετούνται από τα χέρια του δημιουργού τους σε μιαν κυριολεκτικά δική τους ζωή. Ας χρησιμοποιήσουμε αυτό
το ακραίο παράδειγμα, με όλη την ανησυχία που φέρουν οι πρώτες αρχές του,
προκειμένου να συγκεκριμενοποιήσουμε το γενικό μας θέμα. Ας προσέξουμε λοιπόν
τα εξής σημεία:
1. Ο σκοπός τής έρευνας είναι εξαρχής
πρακτικός, να υπάρξη δηλ. η ευχέρεια
παραγωγής για κάτι, που θα μπορούσε
να είναι χρήσιμο στην ιατρική, τη γεωργία και αλλού, όπου το ενδεχόμενο κέρδος
για τη θεωρία προκύπτει ως μια παράπλευρη συνέπεια της πρακτικής επιτυχίας.
2. Η μέθοδος της έρευνας, ο δρόμος δηλ.
προς τη γνώση, είναι η πραγματική παραγωγή τών ίδιων των «οντοτήτων» τις οποίες
και αναζητούμε να γνωρίσουμε, και των οποίων η χρησιμότητα μένει να δοκιμαστή.
3. Οι «οντότητες» που παράγονται μ’ αυτόν τον τρόπο στα πλαίσια της
ερευνητικής συνθήκης δεν είναι (ωστόσο) αδρανείς, ώστε να επιδρούν μόνο μέσω
μιας περαιτέρω ανθρώπινης διαμεσολάβησης, αλλά (είναι) ζωντανές, ενεργούν δηλ.
καθαυτές έτσι, ώστε να μπορούν να «εισέλθουν» οι ίδιες δυνητικά στην πρακτική
«σφαίρα», στον εξωτερικό δηλ. κόσμο, παίρνοντας απ’ τα χέρια μας την απόφαση αν
θα χρησιμοποιηθούν ή όχι.
4.
Στο θεωρητικά μη αποκλειόμενο ενδεχόμενο του γενετικού επανασυνδυασμού
σε ανθρώπινα κύτταρα (γαμέτες και
ζυγότες), στα οποία επιτρέπουμε κατόπιν να «εκδηλωθούν», οι «χίμαιρες» που
συνάγονται φαινοτυπικά από την πρώτη κιόλας «επιτυχημένη» πειραματική περίπτωση
παρουσιάζονται, ακόμα κι αν έχουμε παραμείνει εκεί, ως τελικά «γεγονότα»,
εγκαταλείποντας κάθε αδέσμευτη (απ’ τις
«επιθυμίες» μας) θεωρία. Ας αφήσουμε
ωστόσο αυτό το τελευταίο σημείο «τρόμου και φρίκης» για αργότερα, κι ας
προσεγγίσουμε περισσότερο τα τρία πρώτα, ρεαλιστικά ήδη σημεία.
1. Ο σκοπός τής έρευνας για τον επανασυνδυασμό τού DNA είναι, όπως είπαμε, κατ’ εξοχήν πρακτικός. Δεν της αμφισβητούμε βέβαια μ’ αυτό (και) ένα γνήσια θεωρητικό ενδιαφέρον. Δικαίως υπόσχονται έντιμοι ερευνητές καινούργιες «απόψεις» στον εσώτατο μηχανισμό τής (βιολογικής) ζωής μέσα από μια τέτοιου είδους «καθοδηγούμενη» αναζήτηση. Στις συζητήσεις όμως για τους κινδύνους που αναλαμβάνονται, αναφέρονται πάντοτε οι δυνητικές «ευλογίες» - για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση αυτής τής «πορείας», ή ακόμα και για να καταδικαστή ηθικά κάθε επιβράδυνση λόγω «υπερβάλλουσας προσοχής». Οφείλουμε ωστόσο να αναρωτηθούμε, ξεκινώντας απ’ το εξίσου επαγγελλόμενο ενδιαφέρον για καθαρή θεωρία, αν μπορούμε να εξυπηρετήσουμε τον πραγματικό σκοπό αυτής τής «θεωρίας», την κατανόηση δηλ. τού τί είναι η ζωή, μέσα απ’ τον συντηρητικό (και λιγότερο ίσως γρήγορο) δρόμο ενασχόλησης με τις δεδομένες μορφές τής ζωής, αντί τον επαναστατικό δρόμο τού να δημιουργήσουμε (εμείς) καινούργιες. Οι ειδικοί επιστήμονες τους οποίους ρώτησα, με διαβεβαίωσαν ότι ο καινοτόμος δρόμος είναι απαραίτητος για να υπάρξη πρόοδος στη βασική θεωρία στο παρόν στάδιο, κι ότι ο μη ειδικός δεν έχει θέση να φιλονεική γι’ αυτό μαζί τους. Η επανασυνθετική DNA-τεχνική «ταξιδεύει» πάντως, είτε υπό θεωρητική είτε υπό πρακτική «σημαία», με «ανοιχτά τα πανιά», ενώ εμείς γνωρίζουμε ότι η «επανασύνθεση» δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «νεωτερισμός» στο κέντρο τού βιολογικού ανθρώπου, η σύνθεση δηλ. καινούργιων οργανισμών. Αν αυτό (λέγεται πως) συμβαίνει στο όνομα της θεωρίας και της «αμερόληπτης» περιέργειάς της, πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η έννοια της θεωρίας έχει εδώ παράδοξα διευρυνθή: απ’ τη γνώση για το τί είναι (κάτι), στη δοκιμή για το τί θα μπορούσε να είναι – ένας λιγότερο, σίγουρα, προφανής και πιο «αυθαίρετος» σκοπός τής (φυσιολογικής) επιδίωξης του ανθρώπου για γνώση. Κανείς δεν θα μπορέση ωστόσο να αμφισβητήση, ότι το πραγματικό δέλεαρ βρίσκεται στο να ανακαλυφθή τί μπορούν να κάνουν αυτά τα νέα δημιουργήματα, και τί θα μπορούσαμε άρα να κάνουμε κι εμείς μ’ αυτά – σύμφωνα με την προδιαγεγραμμένη, εν ολίγοις, πρακτική «υπόσχεσή» τους. Είναι αυτή η «υπόσχεση», ή η συγκεκριμένη, εντελώς απλά, επιθυμία, που προσδιορίζει εκ των προτέρων τον σχεδιασμό τους, ποιο γονιδίομα π.χ. θα επιλεγή από ένα είδος, για να μετεμφυτευτή στον γενετικό «μηχανισμό» ενός άλλου: μια επίδοση που αντιστοιχεί στην αποτελεσματική μάλλον τέχνη ενός μηχανικού, παρά σε μιαν ελεύθερη, θεωρητική αναζήτηση – καθώς και τα αποτελέσματα αυτής τής επίδοσης ζητούν τώρα να αποκτήσουν, εντελώς «φυσιολογικά», (εμπορική) αποκλειστικότητα. Αντιπαρατίθεται δε αυτή ακριβώς η εκθαμβωτική συνέπεια για το «σύνολο του πληθυσμού» – με τη βακτηριακή κατασκευή ορμονών, με τα «αζωτούχα» βακτήρια και την αντίστοιχα προσαρμοσμένη γεωργική οικονομία – στους (τεράστιους) κινδύνους που αναλαμβάνονται.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου