Συνέχεια από Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2020
HANS JONAS
- TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
5. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ
(3η συνέχεια)
Το πόσα πολλά ηθικά ερωτήματα γεννιούνται στο «εσωτερικό» πλέον τής (άλλοτε) «ιερής» περιοχής (( βλ. προηγούμενη ανάρτηση )) γίνεται σαφές, αν αναλογιστούμε τη χρήση φυσικών εργαλείων στην έρευνα – το πώς δηλ. αποκτά ο ερευνητής τη γνώση του. Θα δούμε τότε καθαρά, ότι ο σύνδεσμος τής επιστημονικής ανακάλυψης με την πράξη είναι βαθύτερος από μια συμπληρωματική και ενδεχόμενη χρήση της: ότι η εξάσκηση μάλλον τής φυσικής επιστήμης περιλαμβάνει μιαν ήδη απαλλαγμένη από «φυσικές υποχρεώσεις» πράξη, ότι σκέψη και πράξη «αλληλοπεριχωρούνται» στη διαδικασία τής ίδιας της έρευνας έτσι, ώστε ο διαχωρισμός «θεωρίας και πράξης» να καταρρέη μέσα στην ίδια τη θεωρία. Κάτι που έχει σημαντικές συνέπειες για την πανηγυριζόμενη «ελευθερία τής έρευνας», όσον αφορά στην τωρινή πραγματικότητα και όχι στο παρελθόν. Υπήρχε μια εποχή, όπου εκείνοι που αναζητούσαν την αλήθεια δεν χρειαζόταν να «βρωμίσουν» τα χέρια τους. Απ’ αυτό το ευγενές «είδος» επιβιώνουν σήμερα στο πεδίο τών «επιστημών τής ακρίβειας» (στις οποίες και αφορά η φυσική έρευνα) μόνον οι μαθηματικοί. Η σύγχρονη φυσική επιστήμη «γεννήθηκε» με την απόφαση, να αποσπασθή εκβιαστικά, με ενεργητική άρα παρέμβαση στο «αντικείμενο» της γνώσης, η αλήθεια απ’ τη φύση. Κι αυτή η παρέμβαση ονομάζεται «πείραμα», το οποίο και κατέστη ένα ζωτικό στοιχείο για κάθε σύγχρονη φυσική επιστήμη. (( Σημ. τ. μετ.: Μοιάζει εδώ το πείραμα να αντικαθιστά την εμπειρία, μ’ έναν τεράστιο πια σήμερα βαθμό αυθαιρεσίας και αυτο-καταστροφής… Φτιάχνοντας ενδεχόμενες «εμπειρίες»! … )) . Η παρατήρηση περιλαμβάνει εδώ (και) τον «χειρισμό» (της)! Η παρεχόμενη όμως στη σκέψη και τον λόγο ελευθερία (απ’ όπου και παράγεται η ελευθερία τής έρευνας) δεν επεκτείνεται και στην πράξη, ακόμα κι αν η πράξη θα έπρεπε να υπηρετή τη σκέψη. Κάθε πράξη υπόκειται ανέκαθεν και για πάντοτε σε νόμιμους και ηθικούς περιορισμούς. Δυό χαρακτηριστικά τού «πειραματίζεσθαι» εξασφάλιζαν βέβαια αρχικά την «αθωότητα» αυτής τής «εσωτερικής» επιστημονικά δραστηριότητας: «απευθυνόταν» στην άψυχη ύλη, και παρέμενε σε μικρή κλίμακα. Για να μελετηθούν ο κεραυνός κι η αστραπή δεν παράγονταν πραγματικές θύελλες, αλλά εκφορτίσεις από συμπυκνωτές. Προσποιητά υποδείγματα (μοντέλλα) εκπροσωπούσαν τη φύση στις ιδιαίτερες συνθήκες τού εργαστηρίου. Όλη η τάξη τού πειράματος ήταν ένα υποκατάστατο της φύσης. Απ’ αυτήν την άποψη, η «σφαίρα» τής γνώσης προφυλασσόταν ακόμα κάπως απ’ την «προσβολή» (την «ύβρι», να φτάση να προσβάλη η ίδια) τού πραγματικού κόσμου.
Και οι δυό ωστόσο αυτές εγγυήσεις «αθωότητας» – άρα και ελευθερίας –έπαυσαν να ισχύουν στον πειραματισμό, σύμφωνα με ορισμένες νεώτερες εξελίξεις τής επιστημονικής τεχνικής. Τα πειράματα ενδέχεται να είναι λιγότερο «αθώα» σήμερα, και μάλιστα διφορούμενα στην πραγματικότητα ως προς τον απλώς και μόνο πειραματικό χαρακτήρα τους. Μια ατομική έκρηξη που γίνεται για πειραματικούς έστω λόγους (experimenti causa) και προς χάριν τής θεωρητικής έρευνας, αποτελεί από πλευράς «μεγέθους» ένα αυθεντικό γεγονός, που «προσβάλλει» ολόκληρη την ατμόσφαιρα και πολλές ίσως ανθρώπινες ζωές, σήμερα και στο μέλλον. Ο ίδιος ο «κόσμος» κατέστη εργαστήριο, κι ανακαλύπτει κανείς εκ των υστέρων, αν το εκλάβη στα σοβαρά, τί θα επιθυμούσε καλύτερα να μην είχε κάνει. Όσον αφορά δε στους πειραματισμούς με έμψυχα «αντικείμενα», εδώ δεν χρησιμεύει στην έρευνα κανένα υποκατάστατο και κανένα αντιπροσωπευτικό «μοντέλλο», αλλά πρέπει να «παρίσταται» το ίδιο το πραγματικό «πρωτότυπο», οπότε όταν πρόκειται για ανθρώπινα υποκείμενα παύει το αργότερο να υφίσταται η λεγόμενη «ηθική ουδετερότητα». Γιατί αυτό που «συμβαίνει» σε κείνους τούς ανθρώπους είναι εντελώς πραγματικό, και δεν μπορεί να το «καλύψη» από ηθικής πλευράς (όπως καλύπτουμε ένα κείμενο με ένα «μπλάνκο») καμμιά απολύτως αναζήτηση της γνώσης. Σ’ αυτά τα δυό «είδη» πειραμάτων – το υπέρμετρα μεγάλο, κι αυτό που συντελείται με ανθρώπινα πρόσωπα (στα οποία μπορούν να προστεθούν στη συνέχεια και άλλα, περαιτέρω πρόσωπα) – βρίσκεται η προστατευτική διαχωριστική γραμμή μεταξύ «αντιπροσωπευτικής» και πραγματικής δράσης, μεταξύ πειράματος και «σοβαρότητας», μια γραμμή που εξαφανίζεται στην εξέλιξη της ίδιας της έρευνας. Για να «παλαιωθή» (να «αχρηστευθή») έτσι, κατά κάποιον τρόπο, και η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ «καθαρής» και «εφαρμοσμένης» επιστήμης. Δεν υφίσταται μόνον το «τί», αλλά και το «πώς», σ’ αμφότερες τις πλευρές τής «διαχωριστικής γραμμής»: η «εφαρμογή» είναι ένα αναπόσπαστο πια μέρος κάθε πειράματος. Έχοντας ως συνέπεια, το ότι η ελευθερία τής έρευνας δεν μπορεί πια να είναι απροϋπόθετη.
Είμαστε δικαίως ευαισθητοποιημένοι απέναντι σε «αλλοιώσεις» («προσμείξεις») σ’ αυτήν την ελευθερία, όχι μόνον επειδή χρειάστηκε ν’ αποκτηθή επίπονα κάποτε, ελέγχοντας διεξοδικά σε προηγούμενες εποχές τη σκέψη, και αποτελώντας γι’ αυτό ένα πολύτιμο και άξιο κάθε προφύλαξης αγαθό, αλλά επειδή γνωρίζουμε ως αυτόπτες μάρτυρες και τη «ντροπιαστική» για το ανθρώπινο γένος καταπίεσή της από απολυταρχικά καθεστώτα τού καιρού μας. Επιμένοντας δε περισσότερο στην ίδια την ελευθερία τής επιστήμης, παρά στις ιστορικές συνθήκες, καλούμαστε να πούμε πως κάθε «επέμβαση» πρέπει να περιορίζεται, όποτε κριθή βέβαια αναγκαία, στο κατώτατό της όριο, τόσο προς όφελος τής επιστήμης, που δεν ευδοκιμεί παρά σε συνθήκες αυτονομίας, όσο και προς όφελος της ανθρωπότητας, που συνδέεται ασφαλώς, πολύ περισσότερο από μιαν απλή, ωφελιμιστική άποψη, με την ανάπτυξη της γνώσης (( Σημ. τ. μετ.: Προσπαθώντας να «διασωθή» κάτι το ανθρώπινο μέσα στην καταιγιστική επέμβαση της σύγχρονης τεχνολογίας σε κάθε «πτυχή» τής ζωής μας… )) . Οφείλουμε ωστόσο να μην ξεχνάμε, ότι το «υψηλό προνόμιο της θεωρίας» βασίστηκε εξαρχής στη διάκριση σκέψης και πράξης, και ότι η δύναμη αυτού τού προνομίου εξακολουθεί να είναι αυτή η διάκριση. Στον βαθμό άρα που η επιστημονική διαδικασία «εμπλέκεται» με την «κοσμική» πράξη, υπάγεται κι αυτή στο ίδιο «δίκαιο» και τους νόμους, τον ίδιο κοινωνικό έλεγχο και την ηθική έγκριση ή απόρριψη, όπως κάθε «εξωτερική» πράξη σε μιαν κοινή ζωή. Και η ιδιαίτερη, εσωτερική της ηθική παύει τότε να ισχύη, ακόμα και στο δικό της «έδαφος»· καθώς τα μέσα και οι τρόποι με τους οποίους αποκτάται η γνώση εγείρουν σημαντικά ερωτήματα, πολύ πριν τεθή το επιπλέον ερώτημα για τη χρήση μιας τέτοιας γνώσης.
Η σύγχρονη, άκρως «επιτυχημένη» και συνεχώς «επευφημούμενη» φυσική επιστήμη βρίσκεται λοιπόν «ξαφνικά» εκτεθειμένη κι απ’ τις δυό πλευρές – τόσο τών τελικών, τεχνολογικών «επιτευγμάτων» της, όσο και των ιδιαιτέρων εκείνων «τεχνικών διαδικασιών», που προετοιμάζουν το θεωρητικό έδαφος γι’ αυτά τα επιτεύγματα – στους ασυνήθιστους γι’ αυτήν «ανέμους» ενός ηθικού ελέγχου. Μας ενδιαφέρει ωστόσο εδώ, περισσότερο η εσω-επιστημονική πλευρά αυτή τη στιγμή, παρά ο κατά το πλείστον συζητούμενος προβληματισμός τών τεχνολογικών συνεπειών. Και τα δυό αυτά παραμένουν εν τούτοις, οι δυό και μόνον όψεις τού ίδιου νομίσματος. Η πανανθρώπινη προσπάθεια για γνώση «μετατοπίστηκε», όπως είδαμε, γενικά και εκ βάθρων σε «κοσμική» σκοπιμότητα και δράση στη σύγχρονη φυσική επιστήμη. Ας το πούμε ωστόσο άλλη μια φορά: τα όρια μεταξύ σκέψης και πράξης εξαφανίζονται συχνά, όχι μόνον στο ίδιο το «αντικείμενο» που η φυσική επιστήμη επιζητά να γνωρίση, αλλά και στον τρόπο που αποκτάται εκ μέρους της αυτή η γνώση. Και αυτό είναι ακριβώς που καθιστά και την ελευθερία τής έρευνας προβληματική.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου