Συνέχεια από Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020
Σκότωσε την μαριονέταΑφθονία, πλούτος για όλους και η κοινωνία της γνώσης
Αργά χαμηλώνει το φως στην «Twilight Zone», και τα Links μάς πλοήγησαν με βεβαιότητα εκεί όπου η εξερεύνηση μας είχε αρχίσει. Η «μηχανή χειραγώγησης» των αμερικάνικων ομάδων χειρισμού ραντάρ, που είχε στην αρχή μόνο ένα εκπαιδευτικό ρόλο, μεταμορφώνει τους ανθρώπους, σύμφωνα με τα λόγια τουTyler Cowen, σε ανθρώπους τους οποίους ανέθρεψε η μηχανή, έτσι όπως η μηχανή ανατράφηκε. Ο πρωτοπόρος των ηλεκτρονικών υπολογιστών Alan Turing [ήταν ομοφυλόφιλος] είχε πει για τον πρώτο υπολογιστή, πως πρέπει να του συμπεριφέρεται κανείς όπως θα συμπεριφερόταν σε ένα παιδί.
«Η ελπίδα μας είναι ότι σε ένα παιδικό εγκέφαλο υπάρχουν τόσο λίγες προσχηματισμένες μηχανικές λειτουργίες, ώστε είναι εύκολο να προγραμματιστούν. Ο κόπος που πρέπει να καταβληθεί για την αγωγή (της μηχανής)-αυτό μπορούμε να υποθέσουμε με μια πρώτη εκτίμηση-είναι ο ίδιος όπως και για ένα ανθρώπινο παιδί.310»
Όσο περίεργο και να φαίνεται σε μερικούς σήμερα, μια από τις θεμελιώδεις ερωτήσεις για το μέλλον μας θα είναι: τι ανατροφή δίνουμε στις μηχανές, πριν μεγαλώσουν τόσο πολύ ώστε αυτές να διαπαιδαγωγούν εμάς.
Και όπως λέει το δοκίμιο του Kleist για το θέατρο με τις μαριονέτες, δεν μπορούμε να περιμένουμε τόσο πολύ, ώστε μετά την «διάσχιση του απείρου» να φτάσουμε στην άλλη πλευρά όπου μας περιμένει η Εδέμ. Το ερώτημα, τι έχουμε απογίνει, τίθεται μετά την εκτίμηση των ευρημάτων, με μεγάλη ανησυχία.
Ποιος χάνει ευχαρίστως σε ένα παιχνίδι; Με τον ισχυρισμό τους, πως στις περιστάσεις κατά τις οποίες παίρνουμε αποφάσεις απλώς παίζουμε, οι στοχαστές του Ψυχρού Πολέμου πέτυχαν να μειώσουν την ανθρώπινη λογική σε ένα αποκλειστικά πράγμα: σε κίνητρο ιδιοτέλειας. Μόνο όταν όλα έχουν γίνει ένα παιχνίδι που ακολουθεί τους κανόνες του εγωισμού, είναι δυνατόν να εκφραστεί και να υπολογιστεί ο άνθρωπος και το περιβάλλον του με μαθηματικούς τύπους. Όλα συνηγορούν στο ότι βρισκόμαστε σήμερα απλώς στην αρχή αυτής της μεταμόρφωσης, αφού η λογική του Ψυχρού Πολέμου έχει κατακτήσει και κυριαρχήσει πάνω στην κοινωνία. Το επόμενο βήμα είναι το «Gamification»: η μετατροπή ολόκληρης τής ζωής σε ένα αιώνιο παιχνίδι, με εύσημα, αμοιβές και προαγωγές. Στο «Chore Wars», άνθρωποι που ζουν μαζί σε ένα νοικοκυριό, οργανώνουν την καθημερινότητά τους, από το πέταμα των σκουπιδιών μέχρι το πλύσιμο ρούχων και πιάτων, μέσω ενός αγώνα για εικονικά εύσημα και θησαυρούς. Οι ασφάλειες ασθένειας σκέφτονται να αμείψουν την υγιή συμπεριφορά, εάν είναι διαθέσιμος κανείς να επιτρέψει την καταγραφή τής καθημερινής του συμπεριφοράς σε πραγματικό χρόνο. Τα «Quests» και οι αποστολές που υπάρχουν σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, μεταφέρονται στην πραγματική ζωή: οδήγησε τώρα 10 χιλιόμετρα το ποδήλατο γυμναστικής, και φτάσε έτσι στο επόμενο Level.
Ο Evgeny Morozov αναφέρει, πως μέχρι το 2015 το 50% όλων των οργανισμών θα οργανώνουν τις πωλήσεις και τις καινοτομίες τους μέσω «Gamification». Επειδή όμως στον καπιταλισμό τής πληροφορίας, κάθε πολίτης δεν είναι παρά καταναλωτής, το «Gamification», ο μικρός αδελφός τού συμπεριφορισμού που μπορεί να εφαρμοστεί στο νοικοκυριό, μεταμορφώνει μαζί με την πολιτική την μεγαλύτερη κοινωνική αγορά που υπάρχει: τα Talkshows, ακόμα και στην γερμανική τηλεόραση, που δίνουν κάποιο βραβείο σε αυτόν με τα καλύτερα επιχειρήματα, είναι απλώς η αρχή... Ο Gabe Zichermann, ο σημαντικότερος πρωτοπόρος τής βιομηχανίας τού«Gamification», έχει ακριβή σχέδια, για το πως θα πρέπει να οργανώνονται οι εκλογές στο μέλλον. Θα δίδονται αμοιβές και εύσημα σε όποιον επισκέπτεται ημερίδες κομμάτων, κάνει κλικ στις ιστοσελίδες πολιτικών, λαμβάνει μέρος σε ερωταποκρίσεις πολιτικών, κτλ. Η ριζοσπαστική ιδέα όμως είναι η διοργάνωση «λοταρίας για ψηφοφόρους». Κάθε ψηφοφόρος λαμβάνει και ένα λαχείο μαζί με την ειδοποίηση για τις εκλογές. Μετά την καταμέτρηση των ψήφων, μεταδίδεται στην τηλεόραση μια δημόσια κλήρωση, πρώτο βραβείο 10 εκατομμύρια δολάρια, μια σταγόνα στον ωκεανό του κόστους των εκλογών», αλλά ένα τεράστιο «Incentive» (κίνητρο) ενάντια στην βαριεστημάρα για τις εκλογές. Σε αυτά προστίθενται και κάθε είδους συμβολικά βραβεία, μια πρόσκληση στο Καπιτώλιο ή τον Λευκό Οίκο, ή ως έκπληξη ένα δείπνο με τον πρόεδρο311. Το «Solar Lottery» του Philip K. Dick δεν ήταν επιστημονική φαντασία.
[Gamification: στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Wirtschafts-Woche, 10.2.14, υπάρχει ένα άρθρο του Jürgen Rees επί του θέματος. Μεγάλες εταιρίες όπως Nike, SAP, Rabobank χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά παιχνίδια για να δημιουργήσουν ένα πιο παραγωγικό εργασιακό κλίμα, αλλά και για να προσελκύσουν και νά κρατήσουν τους πελάτες τους. Επίσης, ηλεκτρονικά παιχνίδια χρησιμοποιούνται καί για την θεραπεία τού διαβήτη, την καταπολέμηση τού καρκίνου, για αδυνάτισμα. Στο πανεπιστήμιο τού Düsseldorf γίνονται και μαθήματα, που έχουν ως βάση ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Η αρχή είναι απλή: οι παίκτες βλέπουν αμέσως το αποτέλεσμα των πράξεων τους, καί βάσει του αποτελέσματος συγκρίνονται με τους άλλους πράγμα που ενισχύει τον ανταγωνισμό. Η πρόοδος αμείβεται, πράγμα που δίνει κίνητρο για να συνεχιστεί η προσπάθεια.]
Όπως πάντα τίθεται το ερώτημα, αν πρέπει να ανησυχεί κανείς, όταν έχει ξεχάσει τι έχει χάσει. Η ερώτηση δεν είναι απλοϊκή. Σε αντίθεση προς το συντηρητικό πολιτισμικό επιχείρημα, το να ξεχάσεις αυτό που έμαθες είναι θεμελιώδες στοιχείο τού αυτο-διαφωτισμού.
Εάν δεν ήταν έτσι, θα μας κυνηγούσαν ακόμα άλλα φαντάσματα.
Είναι φυσικά διαφορετικά τα πράγματα, όταν στην εποχή τού υπολογιστή παραχωρούμε τις διανοητικές ικανότητες σε ένα σύστημα που λέγεται αγορά τής πληροφορίας, και με τον τρόπο αυτό δεν είμαστε πια σε θέση να διαπαιδαγωγήσουμε τις μηχανές που δουλεύουν για το σύστημα αυτό. Και έτσι δεν μπορούμε να τους διδάξουμε τι θεωρούμε ως σωστό.
Πρέπει να προφυλαχτούμε από αυτούς, που όχι μόνο κηρύττουν την καχυποψία και την λατρεία τού εγώ, αλλά θέλουν να εγκαταστήσουν μέσα στο κεφάλι μας ένα περίεργο αυτόματο που θα κολλά τις τιμές πάνω στις σκέψεις μας.
Η πεποίθηση πως η αγορά είναι ένας τεράστιος υπολογιστής, που γνωρίζει περισσότερα από όσα γνωρίζουν μαζί όλα τα μέλη που την αποτελούν, είχε μια λειτουργία την εποχή που το πείραμα μιας ολοκληρωτικής οργάνωσης δεν είχε ακόμα αποτύχει.
Η νέα εποχή έκανε από αυτό ένα στατιστικό τέρας, όπου αυτό που είναι «αληθές» δεν ορίζεται από ατομικά περιεχόμενα, βιογραφίες, εμπειρίες, αλλά μέσω στατιστικών σχημάτων, τα οποία ερμηνεύονται με καθαρά οικονομικό τρόπο.
Ακόμα και οι αλγόριθμοι του Cataphora δεν κάνουν κάτι διαφορετικό, από το να εκφράζονται περί τής ψυχικής οικονομίας τού χαρακτήρα βάσει πολύπλοκων στατιστικών συσχετισμών. Και ο George Dyson πιστεύει πως ο ισχυρότερος κινητήρας τού πραγματικού κόσμου, η αγορά, γίνεται ο ισχυρότερος κινητήρας τής σκέψης μας:
«Ποιος είναι ο πιο ισχυρός αλγόριθμος που αφέθηκε στην γη ελεύθερος; Αρχικά ήταν ο Monte-Carlo κώδικας, για τον υπολογισμό τής συμπεριφοράς των νετρονίων. Τώρα ίσως είναι ο Adwords…η στατιστική συμπερίληψη ολόκληρου τού χώρου τών μηχανών αναζήτησης, πού ταυτόχρονα μετατρέπει τον χώρο αυτό σε χρήμα. Μια λαμπρή δουλειά.»312
Με τον τρόπο αυτό εμφανίζεται στον ορίζοντα, στον οποίο ανατέλλει το νέο αστέρι που λέγεται «Big Data», η τελευταία μεταφορά, με την οποία το «νούμερο 2» προσπαθεί να ορίσει εκ νέου τον ρόλο του, όπως και τον ρόλο τού αυτόματου: ως σύστημα κοινωνικών εντόμων.
Τα νέα συστήματα πολλαπλών πρακτόρων έχουν μάθει. Δεν εγκαταλείπουν κανένα από τα εγωιστικά τους γονίδια, αλλά συντήκουν τα συστήματα με την βιολογία. Ο J. Doyne Farmer, ο οποίος είχε ιδρύσει την θρυλική Prediction Company, την πρώτη εταιρία παραγωγής λογισμικού πρόβλεψης, την οποία αγόρασε η UBS, πιστεύει πως η κρίση μάς εξαναγκάζει να αναθεωρήσουμε και τα οικονομικά μοντέλα.
Γράφει η «New York Times»: «Αυτός και άλλοι έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μοντέλα οικονομίας που βασίζονται στους πράκτορες, οι οποίοι ζητούν να μάθουν, πώς η φαινομενικά τυχαία συμπεριφορά μεμονωμένων μυρμηγκιών, μπορεί να δημιουργήσει οικοδομήματα με σκοπό, μορφή και ευφυΐα.»313
Η Deborah M. Gordon, που διερευνά την συμπεριφορά των μυρμηγκιών, γράφει στο βιβλίο της «Twitter στην μυρμηγκοφωλιά», πώς αντίθετα με όσα πολλοί πιστεύουν, τα μυρμήγκια δεν ανταλλάσσουν «πληροφορίες» με τις κεραίες τους. Ο Francisco Salva προσπάθησε πρώτος να το κάνει (να μεταδώσει πληροφορίες) με τα βατραχοπόδαρα254. Τα μυρμήγκια κάνουν απλώς το εξής: βγάζουν αλγοριθμικά συμπεράσματα από την στατιστική ανάλυση τών αλληλεπιδράσεων και μυρωδιάς-κατά κάποιον τρόπο αξιολογούν ειδήσεις, το περιεχόμενο των οποίων δεν είναι τόσο σημαντικό, όσο η στατιστική τους κατανομή. Αυτό περίπου εκδηλώνεται στην μοντέρνα κοινωνία των μέσων ενημέρωσης μέσω τής οικονομίας τών κλικς που αξιολογεί το Adwords.
Καιρός να σκεφτούμε ποια είναι η διέξοδος.
Όπως έχουν τα πράγματα, η μόνη διέξοδος είναι να διαχωρίσουμε την εμπορευματοποίηση τής ζωής μας από τον μηχανισμό που είναι βαθιά δικτυωμένος στο σύστημα, και ο οποίος βασίζεται στον εγωισμό και μια μή αξιοπρεπή εικόνα τού ανθρώπου. Το «πνεύμα το οποίο μαθαίνει» δεν είναι η μηχανή που μαθαίνει από τις διεργασίες τής αγοράς. Σχολιάζοντας την μεταφορά που χρησιμοποίησε ο Turing για την διαπαιδαγώγηση, γράφει ο Hugh Kenner: «Ένα παιδί που μαθαίνει να μιλά είναι μια πολύ μυστήρια κατασκευή, η οποία δέχεται ως input άσχετες και απροσπέλαστες πληροφορίες, και ως output προσφέρει ένα εκπληκτικά ενιαίο αποτέλεσμα, το οποίο υπερβαίνει το input σε ποσότητα και πολλές φορές και στην ποιότητα (ήταν οι δάσκαλοι τού Shakespeare πιο ταλαντούχοι από τον ποιητή στην χρήση τής γλώσσας;)314.
Ίσως η λύση είναι πολύ απλή: να μην παίξουμε μαζί τους. Οπωσδήποτε όχι με τους κανόνες που το «νούμερο 2» θέλει να μας επιβάλλει. Είναι μια απόφαση που μόνο ο καθένας μόνος του μπορεί να πάρει - και η πολιτική. Η Γερμανία έχει καλές πιθανότητες, γιατί ο κινητήρας τής ευημερίας είναι ακόμα η πραγματική οικονομία. Φαίνεται πως η χώρα που ήταν η γενέτειρα τού ιδεαλισμού, θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίβαρο στην «οικονομία του πνεύματος», με ένα νέο ρεαλισμό.
Οι απαντήσεις είναι κατά πρώτον πολύ ρεαλιστικές: αφορούν για παράδειγμα στην δημιουργία μια ευρωπαϊκής μηχανής αναζήτησης, και φτάνουν μέχρι τον νέο ορισμό τής προστασίας τών δεδομένων, μέχρι και τα ερωτήματα περί επέμβασης στο ανθρώπινο γενετικό υλικό.
Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικοί και οι μη-οικονομολόγοι, πως οι «αγορές», και ιδιαιτέρως οι «επενδυτικές αγορές», σύμφωνα με την Karin Knorr-Cetina, έχουν γίνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ήταν, και πως δεν μπορούν να έχουν πια την απαίτηση πως εκφράζουν κάποια «αλήθεια», εφόσον είναι μηχανές πληροφορίας. Γιατί μέσα στον κόσμο η πληροφορία, πέραν τού απλού σήματος, δεν είναι σε καμιά περίπτωση αυτό το οποίο πιστεύαμε πως είναι.
Η πληροφορία είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων, μιας δημοπρασίας, προσφοράς και παζαρέματος, που παίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα σε όλο και περισσότερους τομείς τής ζωής, μέχρι που να κωδικοποιηθεί από την αυθεντία τών «οίκων αξιολόγησης».
Τίθεται το ερώτημα: πως θα το καταλάβουμε ότι η οικονομία τής πληροφορίας χρεοκόπησε, εάν κάποτε συμβεί αυτό; Όλοι ξέρουν, ότι τα κράτη, οι επιχειρήσεις ή οι άνθρωποι έχουν χρεοκοπήσει όταν δεν έχουν χρήματα. Πως είναι όμως τα πράγματα με την «οικονομία του πνεύματος»; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αρκετά στοιχεία μας λένε πως ο John Campbell επεσήμανε ένα καίριο σημείο, όταν προειδοποίησε περί ενός «πολιτισμού κρυμμένων παιγνίων», γιατί ο πολιτισμός αυτός οδηγεί σε «τρομακτικά ψυχικά προβλήματα».
Μπορεί να γελάσει κανείς με το γεγονός, ότι οι πρωταγωνιστές των Big-Data δεν ονειρεύονται μόνο μηχανές οι οποίες παράγουν κοινωνικό κεφάλαιο και εμπιστοσύνη, αλλά όπως είδαμε, προσθέτουν πως αυτά «αξίζουν πολλά λεφτά». Η ιδέα είναι να κατασκευάσουμε ρομπότ που μας είναι πιστά, αφού κανέναν άλλον δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε. Οι άνθρωποι όμως όπως ο Dirk Helbing αγγίζουν ένα βασικό σημείο. Φαίνεται πώς αξίες όπως εμπιστοσύνη, ισότητα ή fairness έχουν ζήτηση στις αγορές, γιατί δεν είναι πια επαρκώς διαθέσιμες στα κλασικά σημεία της κοινωνίας. Τι εμπιστοσύνη έχει ένας νέος άνθρωπος σε μια «παιδεία», η οποία λαμβάνει από την κοινωνία, η οποία διαπαιδαγωγεί τον νέο, από την αρχή σάν ένα «deathdating»; Αυτός είναι ο λόγος που εμπιστοσύνη και fairness παράγονται σαν τα αυτοκίνητα, με ετικέτα που γράφει την τιμή, και σε διάφορες ποιότητες;
Όπως δείχνουν οι στοχασμοί του Philp Bobbitt, η ερώτηση είναι κάθε άλλο από ακαδημαϊκή. Σε ένα κόσμο, όπου ο λογικός είναι αυτός που έχει μειωθεί στο συμφέρον του, και του οποίου όλα τα δεδομένα που αφήνει στο πέρασμα του συλλέγονται, ο κάθε ένας είναι δυνητικά ύποπτος. Σε αυτόν τον κόσμο η εμπιστοσύνη θα μπορούσε να γίνει είδος πολυτελείας, το οποίο μπορεί κανείς να «εγγράψει» στα κοινωνικά δίκτυα, και με το οποίο μπορούν να ταϊστούν οι μηχανές: στην περίπτωση αυτή, οι «αξίες» θα είχαν πράγματι μόνο την αξία τού χρήματος.
Ευτυχώς όμως, και στην οικονομία άρχισε η νέα αυτή συζήτηση, ότι δηλαδή «πράγματα όπως δικαιοσύνη και ισότητα έχουν μια κανονιστική αξία, ανεξαρτήτως εάν ικανοποιούν ή όχι προσωπικές επιθυμίες»315. Η ιδέα του Ken Binmore, ότι δηλαδή η αλτρουιστική ή απλώς η δίκαιη συμπεριφορά συμφέρει, γιατί είναι χρήσιμη σε όποιον την επιδεικνύει, μπορεί μεν να εκφραστεί ως μαθηματικό μοντέλο, υποσκάπτει (επειδή στον ψηφιακό πραγματικό χρόνο μπορεί να εφαρμοστεί σε οτιδήποτε και σε οποιονδήποτε) όμως την πίστη σε κάθε μορφή κανονιστικής δύναμης εντός της κοινωνίας, η οποία να μην σχετίζεται με την αγορά ή την οικονομία. Διαβρώνει τότε, όχι μόνο βουλές, συνταγματικά δικαστήρια ή και τα ίδια τα συντάγματα, αλλά και την κυριαρχία του ατόμου, το οποίο απλώς θέλει να είναι αυτό που είναι.
Ο Evgeny Morozov, που είναι ο πρώτος που έθεσε το ερώτημα περί της χρεοκοπίας τής οικονομίας τής πληροφορίας, λέει: «Για τον Μαρξ, αλλά και για την πολιτική οικονομία που τον ακολούθησε, ήταν σημαντικό να γνωρίζει ποιος κατείχε τα μέσα παραγωγής. Σήμερα, λόγω της οικονομίας τής πληροφορίας και τής εικονικής πραγματικότητας, το σημαντικό είναι ποιος ελέγχει τούς αισθητήρες και τους αλγόριθμους. Πρέπει να μας είναι σαφές, ότι φτάσαμε σε ένα σημείο, όπου τα μοντέλα της λογικής μας, μάς έχουν μειώσει τόσο πολύ, ώστε πιστεύουμε πως δεν είμαστε πια σε θέση από μόνοι μας να ανακαλύψουμε τι θέλουμε.316»
Ο Paul Valery, στο έργο τού οποίου ενσαρκώνεται η Ευρώπη, όσο σε κανένα άλλο συγγραφέα, έχει εφεύρει την μορφή τού «Monsieur Teste», ενός ανθρώπου που παίζει στα χρηματιστήρια, και που στην προσπάθεια του να γίνει καθαρό πνεύμα, είναι πρότυπο μόνο σε ένα σημείο: «Είχε σκοτώσει την μαριονέτα.»317
Λέει σε κάποιο σημείο: «Ίσως τα τέρατα γίνουν ιδέες-τέρατα, μέσω τής αφελούς εξάσκησης από μέρους μας τής ικανότητάς μας να θέτουμε ερωτήματα, την οποία εξασκούμε παντού, χωρίς να σκεφτόμαστε, ότι πιο σώφρον θα ήταν νά ρωτούμε αυτό, το οποίο μπορεί να μας απαντήσει;»318
Αυτή είναι η απλούστερη πρόταση, η οποία μπορεί να παραλύσει την άκαρδη λογική μιας αυτοματοποιημένης κοινωνίας και οικονομίας, και να δημιουργήσει νέες ελευθερίες. Αδιάφορο εάν έχουμε να κάνουμε με στοιχήματα για το μέλλον των αγορών ή προβλέψεις περί ανθρώπων και των παθών τους.
Η πρόταση, για να σκοτώσεις την μαριονέτα είναι: Η απάντηση ήταν λάθος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Σημειώσεις
310. Kenner, The Counterfeiters, σ. 171.
311. Gabe Zichermann, ‘Rethinking Elections with Gamification’.
312. Dyson, ‘Conversation: Technology: A Universe of Self-Replicating Code’.
313. Mark Buchanan, ‘This Economy Does Not Compute’.
314. Kenner, The Counterfeiters, σ. 172.
315. Davis, Individuals and Identity in Economics, σ. 216.
316. Evgeny Morozov, προσωπική πληροφόρηση.
317. Paul Valéry, Monsieur Teste, σ. 10.
318. Paul Valéry, Monsieur Teste, σ. 6.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου