Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

H IΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4)

 Συνέχεια από Κυριακή, 10 Ιανουαρίου 2021

                      HANSGEORG  GADAMER  

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)  

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

Ι.  ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΝΟΙΑ

      Επισκοπώντας την ιδιαίτερη κατ’ αρχάς θέση τού Αγαθού στην πλατωνική σκέψη περί τών Ιδεών, μάθαμε ότι η γνώση τού Αγαθού δεν μπορεί να κατανοηθή, σύμφωνα με την ιδιαίτερη (περί αυτού) θεωρία τού Πλάτωνα, κατά το πρότυπο της Τέχνης (Techne), παρ’ όλο που ο Σωκράτης χρησιμοποιεί συνεχώς αυτό ακριβώς το πρότυπο, για να αναιρέση κριτικά τις απόψεις τών συνομιλητών του. Στρεφόμενοι δε στις διαφωτιστικές αναλύσεις που μας παρέδωσε στο 6ο Βιβλίο τής Ηθικής του ο Αριστοτέλης για τους τρόπους τού «γνωρίζειν» (έξεις τού αληθεύειν), καθώς και για τη διαφορά μεταξύ τεχνικής και πρακτικής γνώσης, προκύπτει μια – ούτε καν εκπληκτική τελικά – εγγύτητα ανάμεσα στη γνώση τού Αγαθού που αναζητά ο Σωκράτης, και την αριστοτελική «φρόνηση» (Phronesis). H πρακτική γνώση διακρίνεται  κατηγορηματικά τόσο απ’ τη θεωρητική όσο κι απ’ την τεχνική γνώση, και χαρακτηρίζεται ως ένα άλλο είδος γνώσεως. Η πρακτική γνώση ή «φρόνηση» παρουσιάζεται μάλιστα ως μια «επιτομή» όσων ακριβώς έζησε ο Σωκράτης στην ζωή του. Αλλά και η εικόνα που «ζωγραφίζει» στην Απολογία ο Πλάτων, εμφανίζει κι αυτή τον Σωκράτη εντελώς απομακρυσμένο από κάθε «θεωρητικό» και μόνον ενδιαφέρον.

     Η εικόνα τού Σωκράτη στον Πλάτωνα είναι ωστόσο εντελώς διαφορετική κατά τα άλλα, καθώς τού «αναθέτει» μεγάλης εμβέλειας ρόλους, όπως π.χ. τον ρόλο ενός «δραματικού» αντιπάλου τής σοφιστικής παιδείας, αλλά και τον ρόλο ενός «χαρούμενου», «μυθικού» αφηγητή κάποιων ασυνήθιστων ενδιάμεσων «καταστάσεων» μεταξύ θρησκευτικών προσώπων και φιλοσοφικών σκέψεων· όπως και τον ρόλο ενός «διαλεκτικού», προπαντός, συζητητή, που καθιστά παράδειγμα (Paradigma) για κάθε γνώση και κάθε αλήθεια την ίδια του την τέχνη, τη διεξαγωγή δηλ. ενός διαλόγου. Ο Σωκράτης καθίσταται εδώ μια «μυθική (σχεδόν) μορφή», στην οποία και συμπίπτουν, όπως σε μιαν ύψιστη «θεωρία» (Theoria), η γνώση τού Αγαθού με τη γνώση τού Αληθινού και του Είναι. Είναι το σημείο όπου ξεκινά και η δική μας εργασία, ο συσχετισμός δηλ. αυτής τής «μυθικής» ενότητας με το πεδίο τών εννοιών, ώστε να γίνη κατανοητό τί είναι αυτό που «μοιράζεται», ακόμα κι όταν διαχωρίζεται κριτικά, ο Αριστοτέλης με τον Πλάτωνα.

      Είναι χαρακτηριστικό ότι επισημαίνει ο ίδιος ο Πλάτων, αρνητικά και μόνο πάντοτε τη γνωσιακή διαφορά ανάμεσα στη γνώση τού Αγαθού και σε κάθε άλλη μορφή γνώσης, μια διαφορά που την «επεξεργάζεται» με έναν «ανώτερο», απορητικό (aporetik) τρόπο στους σωκρατικούς του διαλόγους. Στους οποίους και αντικρούεται (συστηματικά) εκείνος που νομίζει πως γνωρίζει τί είναι η κάθε αρετή, και όπου τίθεται αυτονόητα το μέτρο τών Τεχνών για οποιαδήποτε τέτοια «γνώση». Με αποτέλεσμα, να αποδεικνύεται συνεχώς ότι λείπει παντελώς και από όλους η γνώση τού Αγαθού. Όταν όμως μιλά στη συνέχεια, στον Φαίδωνα ή στην Πολιτεία, για την υπέρβαση πέρα από κάθε τι άλλο γνωστό ο πλατωνικός Σωκράτης, για να μπορέσουμε να κατευθυνθούμε προς τη γνώση τού Αγαθού, και να διακρίνουμε έτσι τον μεταφυσικό του χαρακτήρα, ο λόγος αυτός συνδέεται ασφαλώς με το σωκρατικό ερώτημα για τις αρετές, και από τις αρετές προς το Αγαθό, έχοντας ωστόσο περάσει σε μια «θεωρητική» ξαφνικά  γνώση περί «Αγαθού» και περί «Είναι». Κι αυτό που αποκαλείται εδώ «διαλεκτική» μοιάζει πάρα πολύ με μιαν «υπερ-επιστήμη», που «φανερώνεται» πέρα κι απ’ τις μαθηματικές επιστήμες, που περιγράφονται (ήδη) ωστόσο ως καθαρά θεωρητικές επιστήμες.

      Αυτή η (υπερ-)επιστήμη δεν ονομάζεται, σίγουρα, χωρίς περίσκεψη  «διαλεκτική». Σ’ αυτήν περιέχεται άλλωστε ζωντανή η κληρονομιά τού Σωκράτη και της τέχνης του, του διαλόγου. Μπορούμε μάλιστα να πούμε, ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί συχνά, με μιαν ευρείαν έννοια, ακόμα και ως συνώνυμο της Τέχνης ή τής Επιστήμης, τη λέξη «φρόνηση», η οποία και χαρακτηρίζει την αρετή τής πρακτικής λογικότητας (ή: σύνεσης) στον Αριστοτέλη. Χωρίς να εννοείται βέβαια, πως μπορεί να είναι ποτέ μια γνώση όπως η Τέχνη η γνώση τού Αγαθού.  Είναι (απλώς) τόσο παραδειγματική για κάθε τι που συνιστά γενικά γνώση η χειρωνακτική γνώση, ώστε να χρησιμοποιείται συνεχώς στους λόγους μας, χωρίς να παρασιωπούμε απ’ την άλλη, ότι υφίσταται πράγματι κάτι το κοινό ανάμεσα στην πρακτική λογική και την τεχνική γνώση ενός «ειδήμονα». Η θεμελιακή και εκ βάθρων γνώση ισχύει, υπό μιαν ορισμένην έννοια, για τον καθέναν που κατέχει μιαν επιστήμη ή μια τέχνη, για τον γιατρό π.χ. (ένα παράδειγμα που  αγαπά ιδιαιτέρως ο Αριστοτέλης), τον μαθηματικό, αλλά και για οποιονδήποτε απαιτεί να «γνωρίζη», απέναντι στην απλή μάλιστα και επονομαζόμενη «γνώμη».

      Βλέπουμε ωστόσο μιαν ουσιαστική αμέσως διάκριση ανάμεσα στην πρακτική και την τεχνικο-θεωρητική «λογικότητα». Αν οφείλη να φανερώνη και τις αιτίες ή τούς λόγους τής γνώσης του όποιος πραγματικά «γνωρίζει», μπορεί να τους αποκτήση μέσα από μια γενικότερη γνώση, την οποία και «κατακτά» μαθαίνοντας. Πρόκειται για το βασικό χαρακτηριστικό τής «τέχνης» ή τής «επιστήμης», το οποίο ο Πλάτων ονομάζει «μάθημα» (“Mathema”). Η πρακτική λογική εξάσκηση αποδεικνύεται ωστόσο διαφορετική, εφ’ όσον δεν μπορεί κανείς να στηριχθή σε μια γενική, προαποκτηθείσα γνώση, παρ’ όλο που «απαιτεί» επίσης να κρίνη και να αποφασίζη λογικά, σταθμίζοντας ο ίδιος τα υπέρ και τα κατά σε κάθε περίσταση. Αυτός που  «διαβουλεύεται» με τον εαυτό του και με τους άλλους, για το ποιο είναι το σωστό σε μια συγκεκριμένη, «πρακτική» περίσταση, είναι προφανώς διατεθειμένος να δεχτή «καλούς» και μόνο «λόγους» για να αποφασίση, κι όποιος συμπεριφέρεται τόσο λογικά κάθε φορά, κατέχει προφανώς και την αρετή τής λογικότητας, ή τής «καλής διαβούλευσης». Η «ευβουλία» (Eubulie”) αποτελούσε πράγματι ένα πολιτικό «σύνθημα» της καινούργιας τότε παιδείας. Μου φαίνεται λοιπόν σημαντικό εδώ ως προς τον Πλάτωνα, ότι «κρατά» αυτό το χαρακτηριστικό τής «πρακτικής» γνώσης, διακρίνοντάς την έτσι από την «τεχνική», λεγόμενη, γνώση. Η διαλεκτική δεν αποτελεί κατά κανέναν τρόπο μια γενική και διδακτή γνώση, έστω κι αν ο Πλάτων την ονομάζη τέχνη ή επιστήμη, ακολουθώντας τον γενικό γλωσσικό «συρμό». Και δεν είναι  καθόλου εκπληκτικό, ότι μπορεί και την ονομάζει επίσης «φρόνηση», εφ’ όσον η διαλεκτική δεν είναι κάτι που μπορεί έτσι «απλά» να μάθη κανείς, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: «λογικότητα» (σύνεση, φρονιμάδα, το «έλλογο»).

     Ακολουθείται βέβαια πάλι εδώ η συνηθισμένη γλωσσική χρήση, που ονομάζει αυτονόητα «φρόνηση» την πραγματική «αρετή» τής ανθρώπινης πράξης. Κάτι που φαίνεται άλλωστε σαφώς και στο συγκεκριμένο χωρίο (88 b κ.ε.) του Μένωνα  (( σ.σ.: Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίον ο Πλάτων θα διακρίνη την αρετή τού φρονήσαι απ’ τις (άλλες) επονομαζόμενες αρετάς τής ψυχής στην Πολιτεία (518 e), απεικονίζει με ακρίβεια τη βασική, «αιωρούμενη» σημασία τής φρονήσεως, για την οποία μιλά π.χ. συνεχώς ο Ξενοφών. Μπορούμε εδώ να παραβάλλουμε και την πρόταση: φρόνησίν τε καί τήν άλλην αρετήν, και τα παρόμοια στο Συμπόσιο (209 a) )) . Αυτό το χωρίο έχει ξεχωριστή σημασία, εφ’ όσον ο Σωκράτης παρουσιάζεται εκπληκτικά «διαλλακτικός», εν σχέσει με προηγούμενους λόγους του, χωρίς να επιμένη καθόλου σε μια πλήρη ταύτιση αρετής και γνώσης: αφήνοντας μάλιστα «ανοιχτό» το ερώτημα, αν υπάρχη καν άλλη αρετή, πέρα από τη φρόνηση! (89 aφρόνησιν άρα φαμέν αρετήν είναι, ήτοι (και μάλιστα) σύμπασαν ή μέρος τι ! ). Για τον ίδιον τον Σωκράτη, το μόνο προφανές είναι πως η φρόνηση αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, αρετή. Όπως ακριβώς λέει και ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια VI 13 (1144 b 17 κ.ε.).

     Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν, ότι (και) ο Αριστοτέλης ακολουθεί την πραγματική χρήση τής γλώσσας, τόσο στην Ηθική του, όσο και γενικώς. Και δεν πρόκειται για την αναγωγή ενός «επιβλητικού» τεχνικού όρου τού Πλάτωνα στο ηθικό πεδίο – όπως νόμιζε ο Natorp. O Πλάτων διεύρυνε μάλλον τη συνηθισμένη λέξη (τη «φρόνηση»), που συνόδευε πάντοτε, εμπειρικά, την πράξη (Praxis)  ((σ.σ.: Μπορεί μάλιστα να συμβουλευτή κανείς την εξαντλητική έρευνα για την ομηρική της χρήση απ’ τον Bruno Snell )) , ανυψώνοντας έτσι «επιβλητικά» τη διαλεκτική γνώση, διευρύνοντας δηλ. αυτό που ονομαζόταν «πρακτική (ελ)λογικότητα» σε θεωρητική στάση τού διαλεκτικού ανθρώπου.

      Δεν είναι ωστόσο σωστό να επιβαρύνουμε με «εξελικτικές», απ’ την άλλη, «υποθέσεις» το γεγονός, ότι ακολουθεί μερικές φορές κι ο ίδιος ο Αριστοτέλης αυτή τη «διευρυμένη» γλωσσική χρήση τού Πλάτωνα – όπως το επιχείρησαν κάποια στιγμή ο Jäger, o Walzer κ.α. Εφ’ όσον αυτό δείχνει στην πραγματικότητα, ότι ο «μαθητής» εξακολουθεί να ζη εξ ολοκλήρου στον γλωσσικό κόσμο τού «δασκάλου» του.  Κι όσο ελάχιστα μπορεί αυτό να σημαίνη, ότι ο Αριστοτέλης έχει (δήθεν) λησμονήσει την πραγματική έννοια της φρονήσεως, την οποίαν όμως και ανέλυσε, ή και ότι συνειδητά «πλατώνιζε», τόσο περισσότερο δηλώνει η χρήση αυτής τής γλώσσας στον Πλάτωνα, ότι ο Πλάτων «κατευθυνόταν», πέρα κι απ’ τη διαφορά πρακτικής και θεωρητικής γνώσης, προς κάτι το Κοινό. Εδώ ανήκει δε, κατά πάσα πιθανότητα, και η «επιθυμία» του, να διευρύνη την έννοια της φρόνησης μέχρι την υψίστη γνώση. Εφ’ όσον ζητά να προσδώση, όχι μιαν απλήν ικανότητα, αλλά το πραγματικά έλλογο (στοιχείο) στον διαλεκτικό. Κάτι που σημαίνει γι’ αυτόν ταυτόχρονα, ότι ο διαλεκτικός (άνθρωπος) δεν κατέχει μιαν ανώτερη και «υπερέχουσα» τέχνη, που τη χρησιμοποιεί (προς) χάριν τής φιλονικίας, αλλ’ ότι αναζητά την πραγματική «λογο-δοσία». ‘Ότι δεν κατέχει δηλ. μια τέχνη, που τη χρησιμοποιεί κατά βούληση. Γιατί η διαλεκτική δεν είναι τόσο μια Τέχνη, μια δυνατότητα και μια γνώση, όσο ένα Είναι, μια «στάση» (ζωής) (έξις, κατά την αριστοτελικήν έννοια), που χαρακτηρίζει τον γνήσιο φιλόσοφο, απέναντι (μάλιστα) στον σοφιστή. Και θα χρειάζονταν ιδιαίτερες ασφαλώς προσπάθειες, για να υπερασπιστή κανείς τότε  (( και πάντα )) , μπροστά στους εκπροσώπους τής νέας παιδείας, αυτή τη διαφορά. Η πραγματική όμως αιτία, γιατί δεν είναι παρά «διαλεκτική» η διαλεκτική, μια «ενέργεια» και μια «πράξη» δηλ. όπου «δίνεις και παίρνεις λόγο», και όχι μια γνώση όπως η χειρωνακτική ή όπως οι ονομαζόμενες «επιστήμες», βρίσκεται προφανώς στο ότι ο κίνδυνος να «μπερδευτή» κανείς μέσω τής ομιλίας (μιλώντας) σε κείνα τα πεδία «γνώσης» δεν είναι ο ίδιος με τον κίνδυνο που υφίσταται όταν ρωτά κανείς για το Αγαθό! Διαθέτουν ασφαλώς και κείνες οι περιοχές γνώσης λόγους και αιτίες για την εκάστοτε συμπεριφορά τους, ή για το πώς θεωρούν να είναι ή να μην είναι το κάθε τι αληθινό. Μ’ αυτόν τον τρόπο αυτο-χαρακτηρίζονται εξάλλου και οι χειρώνακτες τεχνίτες, όταν τούς «ρωτά» στην Απολογία του ο Σωκράτης, αν γνωρίζουν ότι «κατέχουν» το αντικείμενό τους, αν γνωρίζουν γιατί «πράττουν» κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο ή και πώς τον «πράττουν»,  κι αν μπορούν και να διδάξουν ακόμα την τέχνη ή τη γνώση τους. Και λένε, ότι δεν είναι δυνατόν να τους «κλονίσουν» ούτε σοφιστικοί λόγοι ούτε επιχειρήματα από εκεί όπου είναι οι ίδιοι «αρμόδιοι», κι ότι δεν θα εντυπωσιαζόταν κανένας απ’ αυτούς μπροστά σε μια «μορφή» όπως τού Ιππία, που θα προσπαθούσε να παραστήση και σ’ αυτούς βέβαια πως είναι ένα είδος «παντογνώστη».

     Τα ίδια ισχύουν για τον γιατρό ή τον μαθηματικό. Γνωρίζουμε, πως η καινούργια παιδεία προσπαθεί να «εγκαταστήση» κι εδώ μια σύγχυση, με τις δικές της «τέχνες». Κάτι που άπτεται μ’ ένα γενικό, στην περίπτωση της ιατρικής τέχνης, πάθος (περί παντοδυναμίας ή παντογνωσίας), το οποίο αναστέλλεται ωστόσο συνεχώς μπροστά στα  δικά της όρια, και στο ότι δεν αποδεικνύονται τελικά οι «επιτυχίες» της. Πρόκειται άραγες, πραγματικά, για μιαν «επιστήμη»; Η καταγώμενη από σοφιστικούς καιρούς Περί τέχνης πραγματεία μπορεί να απαντήση ικανοποιητικά σ’ αυτό. Τα ίδια ισχύουν εξάλλου και για τη γνώση τού μαθηματικού, που «σκοντάφτει» κάποιες φορές, και το αντιλαμβανόμαστε, στην αντίσταση της καθημερινής εμπειρίας! Γνωρίζουμε, ότι ο Πρωταγόρας αφιέρωσε εκτεταμένα τις διαλεκτικές του τέχνες στο να «(δια)κρίνη» τούς μαθηματικούς  (( Diels VS II 266 )) . Και καθώς το «νόημα τού πράγματος» δεν είναι εδώ τόσο χειροπιαστό όσο στην περίπτωση του χειρωνακτικού έργου, αυτό που περιγράφουμε καθίσταται βαθύτερα κατανοητό. Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο, να μη μπορή να «ξεσκεπάση» ο μαθηματικός απ’ την πλευρά του την εμφάνιση τέτοιων παραπλανητικών επιχειρηματολογιών, αν και ο διάλογος Θεαίτητος αποδεικνύει πώς συμπεριφέρεται, αντιμετωπίζοντας μια τέτοια κατάσταση, ένας πραγματικός μαθηματικός. Ο Θεόδωρος και ο Θεαίτητος δεν επιτρέπουν να τους προσβάλουν τέτοιες επιχειρηματολογίες, και  απλώς τις παραμερίζουν (Θεαίτ. 164e, 169c7). Επειδή ακριβώς βλέπουν αυτό για το οποίο μιλούν, αριθμούς ή σχήματα, τρόπον τινά μπροστά τους. Η γνώση δεν είναι, πράγματι, παρά η αμεσότητα ενός πράγματος, το οποίο και καθίσταται ορατό μπροστά μας, γι’ αυτό μπορούμε να την ονομάσουμε άλλωστε και «αίσθηση» (“Aisthesis”).

      Τα πράγματα είναι εντελώς, ωστόσο, διαφορετικά, παντού όπου δεν υφίσταται κάποια «εξειδικευμένη» (ειδική) γνώση, ούτε κανένας ειδικός, απαιτεί όμως ή αξιώνη ο καθένας να έχη μια γνώμη. Καθώς αυτό ακριβώς συνιστά, τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική και πολιτική ζωή, το ερώτημα για το Αγαθό (για το τί είναι κάθε φορά αγαθό). Όλοι μιλούν με όλους, και ο καθένας με τον καθέναν, προσπαθώντας να πείσουν για την ορθότητα της άποψής τους, όταν πρόκειται για πολιτικές μάλιστα αποφάσεις. Όπου και αναπτύσσεται  μια συνεχής «αντιπαράθεση» περί τού Αγαθού, χωρίς κανείς να μπορή να επικαλεστή, όπως είδαμε, «λόγους και αιτίες». Απ’ αυτή τη «βάση» ξεκινά άλλωστε και το αίτημα της «νέας παιδείας», και το αίτημα προπαντός τής ρητορικής, η οποία και αποτελεί την πραγματικά «καινούργια τέχνη». Κάτι που παρουσιάζεται σαφέστατα στον τρόπο με τον οποίον εκπροσωπεί αυτό το αίτημα στον ομώνυμό του πλατωνικό διάλογο ο Πρωταγόρας· που ζητά να διαπαιδαγωγήση (τους νέους) στο «Αγαθό» μόνο με τη ρητορική και διαλεκτική του τέχνη (Πρωτ. 318 d). Σ’ αυτό ακριβώς το αίτημα αντιπαραθέτει την αληθινή διαλεκτική τέχνη τής «λογοδοσίας» ο Πλάτων, η οποία και εγγυάται λόγο και απάντηση περί τού Αγαθού. Καθιστώντας σαφές, ότι δεν πρόκειται μόνο για μια τεχνική τού λόγου και της φιλονικείας, ούτε καν για μιαν οξύνοια, ώστε να μη «μπερδευτή» κανείς. Οφείλουμε να ονομάσουμε βέβαια «τέχνη», το να μπορή να διακρίνη κανείς «κατά τα γένη τους» τα πράγματα, ξεσκεπάζοντας έτσι τις συγχύσεις. Τούτο απαιτεί ωστόσο κάτι περισσότερο απ’ την οξύνοια.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: