Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ο Κάντ και το πρόγραμμα της νεωτερικότητας (μέρος β, Ηθική)


 Είδαμε στο πρώτο μέρος ότι ο Καντ εγκοσμιοποιεί την γνωσιολογία και αναφέρεται σε μια γνώση δίχως υπερβατικό θεμέλιο, μια γνώση την οποία ο ίδιος ονομάζει προϊόν της ανθρώπινης «αυτονομίας», που επήλθε με τον Λόγο και την Κριτική του ιδίου του Λόγου επί του εαυτού του. Μεταφυσικό θεμέλιο δεν υπάρχει πια. Τα ίδια και χειρότερα συναντούμε στον τομέα της Ηθικής, όπου ο Καντ λύνει το πρόβλημα της ελευθερίας της βουλήσεως έναντι του ντετερμινισμού. Εφόσον δεν μπορεί να θεμελιωθεί μεταφυσικά η ελευθερία της βουλήσεως, θεμελιώνεται στην ουσία ως πρακτική στην οποία πρέπει κανείς να εισέλθει ως ορθολογικό υποκείμενο.

Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να πούμε ότι στην ουσία το νεωτερικό υποκείμενο, και προπαντός αυτό του Καντ, ειναι θρυμματισμένο. Από την μια εξακολουθεί να υπάρχει ως οργανικός εαυτός, επί του οποίου δρουν όλες οι κατώτερες επιθυμίες, τα πάθη και τα ένστικτα, όλες οι φυσικές κλίσεις, ενώ από την άλλη θεωρείται ως φορέας του Καθαρού Λόγου, που στην ηθική μετασχηματίζεται σε πρακτικός, ο οποίος και παρέχει στον εαυτό την ηθική επιταγή. Και υπάρχει και ένα ανώτερο επιθυμητικό, που αναγκάζει τον εαυτό να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του πρακτικού Λόγου – αυτή η συμπλοκή ανώτερου και κατώτερου επιθυμητικού είναι μία μόνο από τις πραγματικότητες που αποσυνθέτουν το εγώ.

«Αφού λοιπόν καθιέρωσε έναν γνωσιολογικό  αγνωστικισμό όσον αφορά στον Θεό, στην ελευθερία και στην αθανασία της ψυχής, και αφού περιόρισε την αληθινή γνώση στον κόσμο της εμπειρίας, ο Καντ προσπαθεί να εδραιώσει την ηθική και την ελεύθερη επιλογή στην λογική βούληση», γράφει ο Tristram Engelhardt (ό.π. σελ. 126). Η κίνησή του να θεμελιώσει την ηθική στη βούληση είναι από τις πλέον, κατά τη γνώμη μου, απεχθείς ηθικές προσπάθειες που έχουν γίνει από τους φιλοσόφους ανέκαθεν: αντί να αποδεχτεί την ολότητα του εμπειρικού άνθρωπου, που γνωρίζει φυσικές καλές αλλά και κακές κλίσεις, και να εξυψώσει την σημασία των ευγενών συναισθημάτων και των αξιέπαινων προδιαθέσεων, ξεκινά από την γυμνή βούληση, επιφέροντας έτσι ένα βαθύτερο σχίσμα μεταξύ του εμπειρικού και του λεγομένου «ορθολογικού» ανθρώπου. Ο τελευταίος δρα εξω από τα ταλέντα, τις προδιαθέσεις του, τις φυσικές καλές παρορμήσεις του- η δράση γίνεται έτσι, υποτίθεται, «αυτόνομη», αλλά στην πραγματικότητα μη ανθρώπινη. Σε αυτό το σημείο μοιάζει πια να ειναι ο ίδιος ο Λόγος το πραγματικό υποκείμενο, ενώ ο ίδιος ο εμπειρικός άνθρωπος καταντά το άθυρμά του. Από απλό γνωστικό εργαλείο, ο Λόγος φθάνει πια να υποκαθιστά την ανθρώπινη ύπαρξη.

Η λογική βούληση γεννά τη θεωρία του ηθικώς πράττειν, το οποίο μπορεί είναι «αυτόνομο», αλλά το χαρακτηρίζει μαζί και η απ-ανθρωπία. «Και είναι αυτόνομο, γιατί καθορίζεται από τις απαιτήσεις του Λόγου και μπορεί να το αποκόψει κανείς από αιτιώδεις επιρροές» (ό.π. σε. 126). Με αυτό το τελευταίο εννοούμε ότι το ηθικώς πράττειν δείχνει καλύτερα την αξία του όταν ο δρων δρα ενάντια στις δικές του προτιμήσεις, κλίσεις και επιθυμίες: για παράδειγμα, δεν είναι τόσο αξιέπαινος ένας φύσει φιλάνθρωπος, που ευχαριστιέται όταν κάνει τους άλλους χαρούμενος, όσο κάποιος που, ενώ θέλει να αυτοκτονήσει, συγκρατείται στη ζωή από σεβασμό προς το καθήκον, που επιτάσσει ότι η αυτοκτονία είναι ηθικό σφάλμα. Το παράδειγμα δεν πρέπει να μας εξαπατήσει: σκεφθείτε την περίπτωση που επισκέπτεσθε έναν φίλο σας στο Νοσοκομείο όχι επειδή τον αγαπάτε, αλλά «από καθήκον».

Ο Καντ δεν ξεχνά -πώς αλλιώς;- ότι είμαστε προκαθορισμένα όντα, εφόσον ζούμε όντως σε έναν αισθητό κόσμο. Η έμφαση στην αιτιοκρατία είναι στον συγκεκριμένο φιλόσοφο μεγάλη: είμαστε εμπειρικά ετεροκαθορισμένα όντα. Χτυπά, όμως, αυτήν την αιτιοκρατία, ξαναλέμε, μέσω του ορθολογικού («υπερβατολογικού») εγώ, καθώς αποφθέγγεται ότι το να ενεργούμε ελεύθερα δεν σημαίνει να κάνουμε αυτό που επιθυμούμε (αιτιοκρατία), αλλά αυτό που η λογική (καθώς είμαστε και ορθολογικά όντα) απαιτεί. Και ο Καντ έψαξε να βρει τι ακριβώς απαιτεί η λογική από μας- εφόσον δρούμε στα πλαίσια της αυτονομίας, δηλαδή της απεξάρτησής μας από την θρησκεία και τον Θεό. Ας ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή, συνοψίζοντας και επεκτείνοντάς τα: θεμελιώνουμε την ηθική, πράγμα παράξενο, στην βούληση. Εφόσον τώρα μπορούμε να μιλάμε για ηθική, πρέπει να μπορούμε να μιλάμε και για καλή βούληση. Ποια είναι όμως αυτή η καλή βούληση; Αυτή που ακολουθεί τον αναγκαίο και καθολικό, μη εμπειρικό (και μη μεταφυσικά θεμελιωμένο), νόμο της ελευθερίας της βούλησης (η ελευθερία τίθεται ως αίτημα του πρακτικού λόγου) – αυτή δηλαδή που ακολουθεί τον Λόγο, ο οποίος και θέτει ως αίτημα την ελευθερία μας. Απομονώνουμε λοιπόν στην ηθική μόνο την καλή βούληση, καθώς οτιδήποτε σχετίζεται με τον εαυτό μας ως πεπερασμένο ον (φυσικές ροπές και κλίσεις, τάσεις και επιθυμίες κ.λπ.), δεν υπακούει στις αρχές του αφηρημένου «πρακτικού» λόγου. Η καλή βούληση τώρα πρέπει να κατανοήσουμε ότι είναι καλή καθεαυτήν και όχι επειδή θέτει κάποιο ανώτερο σκοπό, κάποια υψηλή ιδέα ή ιδανικό- η έκλειψη της μεταφυσικής εξαφάνισε και αυτούς τους «ανώτερους σκοπούς», τα ιδανικά. Ακόμη και τα πλέον ευγενή αισθήματα, η αγάπη, η αλληλεγγύη, η φιλανθρωπία, η ευσπλαχνία και το έλεος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «ανώτεροι σκοποί» – γιατί όλα αυτά υποβιβάζονται στον Καντ σε «κατώτερες επιθυμίες». Μας ειναι δύσκολο να το πιστέψουμε, αλλά ο Καντ θεωρεί ακόμη και την αγάπη ως ανήκουσα στο κατώτερο επιθυμητικό. Δυστυχώς, το υποκείμενο του Καντ- και τολμώ να μιλήσω με αυτόν τον τρόπο- είναι εντελώς απάνθρωπο και ξένο προς την ανθρώπινη φύση. Και όμως, μια ολόκληρη εποχή, η νεωτερικότητα (θεωρούμε την εποχή πριν τον Καντ ως προστάδιο ή πρωταρχή αυτής) εμπέδωσε και εφάρμοσε δυστυχώς πολλές φορές αυτήν την ηθική στην πράξη- πάντα στο όνομα της αποτελεσματικότητας και της χρησιμοθηρίας. Και εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, για να συνεχίσουμε τον ειρμό των σκέψεών μας όσο μπορούμε πιο απλά, η καλή βούληση δεν είναι παρά το ύψιστο αγαθό και προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα αγαθά- π.χ. για την ευτυχία, που έρχεται σε δεύτερη μοίρα έναντι της καλής βούλησης, που είναι, όπως είπαμε, το ύψιστο αγαθό.

Μένουν ακόμη ορισμένα βήματα για να ολοκληρωθεί το εγχείρημα της καντιανής ηθικής. Είχαμε μείνει στο σημείο όπου η καλή βούληση είναι το ύψιστο αγαθό, το κατ’ εξοχήν καλό καθ’ εαυτό. Τι κάνει όμως τη βούληση καλή καθ’ εαυτήν; Επειδή ο υπερβατικός Λόγος έχει ως χαρακτηριστικό του την καθολικότητα και διακρίνεται για την αυτονομία του, ο Καντ στο σημείο αυτό κάνει μια ανάλυση και αποφαίνεται σχετικά ότι αυτό που κάνει τη βούληση καλή ειναι το «καθήκον». Και το καθήκον, όπως ήδη διαφάνηκε, είναι βλοσυρό: δεν θέλει να το απολαμβάνεις, πάει κόντρα στην εμπειρική ανθρώπινη φύση. Αν κάνεις κάτι καλό από φυσική προδιάθεση, δεν έχει τόση αξία όσο το να κάνεις το καθήκον σου ενάντια ακριβώς σε αυτό που είναι η επιθυμία σου: φέραμε το παράδειγμα της αυτοκτονίας.

Το επόμενο ερώτημα ειναι ποιο είναι αυτό το καθήκον; Πώς ακριβώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο καντιανός άνθρωπος; Λοιπόν, σε γενικές γραμμές, στην πραγματικότητα το καντιανό καθήκον ταυτίζεται εν πολλοίς με την ηθική και τις απόψεις περί χρηστής συμπεριφοράς του ευσεβιστικού χριστιανικού κινήματος, στο οποίο ανήκε ο Καντ – θήτευσε σ’ αυτό από την παιδική του ηλικία και δεν το ξεπέρασε ποτέ (ο ευσεβισμός υποβιβάζει δόγμα και λατρεία). Ωστόσο, επειδή ο Καντ πια μιλά για «αυτονομία» του Λόγου, δεν μπορεί να ορίσει το καθήκον κατ’ ευθείαν με βάση τις ευσεβιστικές του πηγές. Το ορίζει ως «τον ηθικό νόμο», ο οποίος και επιτάσσει, με βάση την αρχή της καθολικότητας (=που αφορά δηλαδή κάθε άνθρωπο), την γνωστή κατηγορική προσταγή, μία από τις εκδοχές της οποίας είναι αυτή: «πράττε μόνον έτσι ώστε να θέλεις η δική σου προσωπική αρχή να καταστεί καθολικός νόμος που να ισχύει ακόμη και έναντί σου» (υπάρχουν και άλλες διατυπώσεις). Είναι ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθολικότητα του νόμου, που εκπήγασε, όπως μόλις τώρα είδαμε, από τον Λόγο και την καθολικότητά του. Η λογικοκρατία θριάμβευσε, ακόμη και εκεί όπου θα περίμενε κανείς περισσότερη ευελιξία και ευαισθησία απέναντι στα ευγενή ανθρώπινα αισθήματα. Όπως γραφεί ο Tristram Engelhardt (ό.π. σελ. 126-7): «Κάθε ιδιαιτερότητα παραμερίζεται και αυτό που παραμένει είναι μόνο η απαίτηση για παγκόσμια φιλοσοφική λογική. Και η αλήθεια ειναι ότι ο Καντ είχε μερικούς χριστιανούς μεσαιωνικούς στοχαστές ως προδρόμους στο φιλοσοφικό του πρόγραμμα: ήταν αυτοί που πίστευαν σε ένα είδος χριστιανικής αιτιοκρατίας και προσπαθούσαν να θεμελιώσουν την χριστιανική ηθική σε μια συμφωνία με τον φυσικό νόμο που επιτάσσει το ηθικό χρέος». Εδώ όμως αξίζει να παρατηρήσουμε την εξής αντίφαση του καντιανού έργου: ενώ από την μια αποθεώνει την αυτονομία και καταδικάζει την ετερονομία ( πιστεύει δηλαδή ότι κάθε άνθρωπος σκέπτεται για λογαριασμό του και ανακαλύπτει το ηθικό του χρέος), τελικώς αποφαίνεται ότι ο άνθρωπος ετερονομείται: υπάρχει ο Λογος μέσα του, ο οποίος και προστάζει με μεγάλη ακρίβεια και επιτακτικότητα τι είναι το ηθικώς ορθό. Είμαστε αθύρματα του λόγου.

Όλα αυτά παρουσιάζει η Κριτική του Πρακτικού Λόγου και είναι το επίσημο πρόγραμμα του Καντ, ο οποίος στην πραγματικότητα κρατά διπλά βιβλία. Μπορούμε να πάμε βαθύτερα στη σκέψη του. Μια ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη του κινούμενη προς το σωστό δρόμο ερμηνεία του Καντ θα ήταν να πούμε, όπως το κάνει ο φιλόσοφος Hilary Putnam, ότι ο Καντ τελικά –αν λάβουμε υπόψη ορισμένες σποραδικές εκφράσεις στα έργα του-, αποτινάσσει κάθε θεμέλιο της ηθικής, ακόμη και τον ίδιο τον Λόγο. Αυτό πάει τελείως κόντρα στις ρητές επιθυμίες του, συνάγεται όμως από κάποια κείμενά του. «Αν αυτόνομο άτομο, λέγει ο Putnam, είναι εκείνο που έχει συνείδηση ότι έχει ελεύθερη βούληση  και λόγο και που χρησιμοποιεί την ελεύθερη βούλησή του και το λόγο στην επιλογή των ηθικών άρχων, τότε ειναι άραγε τόσο σαφές ότι ο Καντ κάνει κάτι διαφορετικό από εκείνο που θα του ζητούσε ο Θωμάς ο Ακινάτης; Ο Θωμάς αφήνει μεγάλο πεδίο δράσης στο ‘φυσικό φως’ και αναγνωρίζει τη δυνατότητα να φθάσει κανείς σε μια ικανοποιητική ηθική μέσω του ‘φυσικού φωτός’. Έτσι, ίσως να συμφωνούσε σε πολλά σημεία με τον Καντ, αν η άποψη ότι οι άνθρωποι είναι αυτόνομα όντα σημαίνει απλώς ότι έχουν ελεύθερη βούληση και λόγο» («Τα πολλά Πρόσωπα του Ρεαλισμού», Π.Ε.Κρήτης, Ηράκλειο 1998, σελ. 62). Μετά από μια μικρή σχετική ανάλυση, στην οποία ο Putman προβαίνει ακολούθως και δεν μπορούμε να αναπαραγάγουμε εδώ, ο Αμερικανός φιλόσοφος συμπεραίνει το εξής: «Αν ο Καντ έχει δίκιο, η θέση μας δεν είναι καθόλου αυτή στην οποία νόμισε ο Θωμάς ο Ακινάτης ότι βρισκόμαστε. Για  να το πούμε χωρίς περιστροφές, καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε το λόγο και την ελεύθερη βούληση σε μια κατάσταση στην οποία, ως προς ορισμένες πλευρές της, ειναι πολύ σκοτεινή. Η κατάσταση είναι σκοτεινή γιατί ο λόγος δεν μας παρέχει έναν περιεκτικό ανθρώπινο σκοπό που όλοι θα έπρεπε να αναζητούμε (εκτός κι αν είναι η ίδια η ηθικότητα, αλλά αυτός δεν είναι σκοπός που να μπορεί να καθορίσει το περιεχόμενο της ηθικότητας). Η κίνηση του Καντ ( σημ.: ο οποίος δέχθηκε πρωτύτερα ότι αγνοούμε σε τι ακριβώς έγκειται η ανθρώπινη φύση ή η ευτυχία), ή μια από τις κινήσεις του Καντ -γιατί νομίζω ότι και εδώ υπάρχει μια ένταση στη σκέψη του, δηλαδή μια πλευρά που ανάγεται σε κάτι πολύ συγγενές με τη μεσαιωνική αντίληψη- αλλά στην τάση εκείνη του Καντ την οποία αναλύω, είναι να πάρουμε αυτήν ακριβώς την κατάσταση και, αντί να λυπόμαστε για αυτήν ή να θρηνούμε, να πούμε ότι είναι ακριβώς αυτό που οφείλουμε να επιθυμούμε! Να πούμε ότι στην πραγματικότητα θα ήταν κακό αν μας είχε αποκαλυφθεί το ανθρώπινον έργον ή η φύση της Ευδαιμονίας» (ό.π. σελ. 64). Και αυτό γιατί τότε θα είμαστε ετερόνομοι ή γιατί κάτι τέτοιο θα έφερνε θρησκευτικό φανατισμό – οι φιλόσοφοι έχουν στην πραγματικότητα μεγάλη ικανότητα να αντιστρέφουν τα πράγματα: ο Putnam δεν βλέπει ότι, αν ο ίδιος ο Λόγος μας παρείχε κατευθείαν την αλήθεια, δεν θα υπήρχε καμιά αιτία πια για φανατισμό. Θα συμφωνούσαν κατ’ ανάγκην όλοι στο ίδιο πράγμα.  Δεν μπορούμε να πούμε εδώ πολύ περισσότερα, πάντως οι σύγχρονοι μοντέρνοι στοχαστές πανηγυρίζουν που δεν έχουμε πια όχι απλώς μεταφυσικά, αλλά ούτε καν έλλογα θεμέλια! Επιχαίρουν που μένουμε στο σκοτάδι και μάλιστα είναι άκρως ικανοποιημένοι με το να μείνουμε εσαεί σε αυτό- και ευγνωμονούν τον Καντ…

Επιστρέφουμε στα όχι και τόσο απόκρυφα κατάστιχα του Καντ: αναδομημένη μέσα στην λογικοκρατία και σχετικώς μετασχηματισμένη η χριστιανική ηθική φαίνεται πια εδραιωμένη στο έργο του– ωστόσο υπάρχει πια μια μεγάλη διαφορά. Ποια είναι αυτή; «Κάθε χριστιανική εσχατολογική ερμηνεία παραμένει μόνον ως μύθος, για να εμπνέει και κατά καιρούς να κατευθύνει τη λογική πράξη», λέγει ο Engelhardt. Ο Καντ μάλιστα, ενθυμούμενος δυνατότερα τον ευσεβισμό του, γράφει ότι το άτομο πρέπει να ενεργεί σαν να υπάρχει Θεός και αθανασία, έστω και αν αυτά δεν μπορούν να αποδειχτούν, και αυτό γιατί έτσι θα επέλθει απόλυτη αρμονία μεταξύ του σωστού και του αγαθού. Γράφει στην Κριτική του Καθαρού Λόγου τα εξής: «Επομένως, αφού η ηθική αρχή είναι ταυτόχρονα και αξίωμά μου (η λογική λέει ότι έτσι πρέπει να είναι), αναπόφευκτα πιστεύω στην ύπαρξη του Θεού και μιας μελλοντικής ζωής, και είμαι βέβαιος πως τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει αυτή την πίστη, δεδομένου ότι οι ηθικές αρχές μου θα ανατρέπονταν και δεν μπορώ να τις αποποιηθώ, χωρίς να φανώ απαράδεκτος στα ίδια μου τα μάτια» («Κριτική του Καθαρού Λόγου», Α828=Β856, βλ. Engelhard…, σελ. 127). Το να σκέπτεται κανείς ότι υπάρχει Θεός και αθανασία, τον βοηθά μάλιστα πολύ να υποβληθεί σε θυσίες, οι οποίες απαιτούν και πολύ πόνο και μόχθο από τον άνθρωπο. Γράφει μάλιστα ότι «Χωρίς Θεό και χωρίς έναν κόσμο αόρατο σ’ εμάς τώρα αλλά ελπιζόμενο, οι λαμπρές ιδέες της ηθικής γίνονται πράγματι αντικείμενα επιδοκιμασίας και θαυμασμού, όχι όμως πηγές σκοπού και πράξης» («Κριτική του Καθαρού Λόγου», Α813=Β841). Δηλαδή θα θαυμάζαμε το αγαθό, αλλά δεν θα το πράτταμε ποτέ, δίχως μια τέτοια έξωθεν – αλλά ποτέ μεταφυσικά θεμελιωμένη- έμπνευση από την Θρησκεία.

Ο Θεός, εν τέλει, γίνεται αποδεκτός στην «Λογική του Πρακτικού Λόγου», για λόγους καθαρά χρησιμοθηρίας. Δεν μπορούμε να Τον αποδείξουμε και «η Κριτική του Καθαρού Λόγου» Τον έβαλε στο περιθώριο, άρα, όπως αναλύσαμε, η αλήθεια του χριστιανισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υποστήριξη που δίνει στο ηθικώς πράττειν. Ο χριστιανισμός λειτουργεί στην καλύτερη περίπτωση, επαναλαμβάνουμε, ως πηγή έμπνευσης για αξιέπαινες πράξεις, δίνει ένα περιεχόμενο στην έννοια του «καθήκοντος», που δίχως αυτόν θα έμενε σκοτεινό, μολονότι, όπως είδαμε ήδη, οι μοντέρνοι στοχαστές θεωρούν ότι αυτό δεν ήταν παρά μια υποχώρηση του Καντ προς χάριν της παραδοσιακής ηθικής. Το να παραμένουμε στο σκοτάδι είναι γι’ αυτούς στην πραγματικότητα κάτι θεμιτό. Για να επιστρέψουμε στον Hilary Putnam και όσα αυτός λέγει, ο Καντ -πάντα σε λίγα αλλά υπαρκτά χωρία- αποτινάσσει και αυτό το υπόλειμμα χριστιανικής ηθικής, το οποίο ωστόσο, σύμφωνα με τις αρχές του πρακτικού Λόγου, διακηρύχθηκε ως έλλογο.  Γράφει ο Putnam, σχολιάζοντας τη ρήση του Καντ ότι «θα ήταν κακό αν οι αλήθειες της θρησκείας μπορούσαν να παραχθούν από το λόγο, γιατί αυτό θα προκαλούσε φανατισμό»: «Προσέξτε, λέγει ο Αμερικανός φιλόσοφος, πώς ο Καντ χρησιμοποίει τον όρο ‘φανατισμός’. Λέει -και με βαθιά ψυχολογική διορατικότητα- ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον φανατικό δεν είναι ότι οι πεποιθήσεις του είναι κατ’ ανάγκην λανθασμένες ή τα επιχειρήματά του εσφαλμένα. Ειναι δυνατόν να έχει κανείς αληθείς πεποιθήσεις που υποστηρίζονται από ορθά επιχειρήματα και να εξακολουθεί να είναι αυτό που ο Καντ ονομάζει ‘φανατικός’. Ειναι δυνατόν να έχει το είδος εκείνο της ανεπιθύμητης μισαλλοδοξίας, της έντασης, της εχθρικής στάσης προς άλλους που σκέπτονται για λογαριασμό τους, που  χαρακτηρίζει τον ‘φανατισμό’ σύμφωνα με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού, και παρ’ όλα αυτά να είναι τελείως λογικός. Στην πραγματικότητα, ο τελείως λογικός φανατικός, λέει ο Καντ, ειναι το πιο επικίνδυνο είδος φανατικού. Ο φανατισμός, λέει ο Καντ, ειναι ανεπιθύμητος καθ’ εαυτόν. Το ότι οι αλήθειες της θρησκείας -που αποτελούν για τον καθένα τις πιο σημαντικές αλήθειες- είναι από την ίδια τους τη φύση προβληματικές είναι καλό και όχι κακό. Εδώ η ρήξη του Καντ με τον Μεσαίωνα ειναι ολοκληρωτική» («Τα πολλά Πρόσωπα…», σελ. 64-5).

Ο Καντ, προσθέτει ο Putnam, αποστρέφεται και τον φιντεϊσμό, γιατί και αυτός οδηγεί, κατά τη γνώμη του, στον φανατισμό. Ο Καντ έμμεσα λέγει ότι  «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε μια θρησκευτική ανάγκη αλλά δεν πρέπει να είμαστε φανατικοί σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιούμε αυτή την ανάγκη» (ό.π.). Αφού κάνει διάφορες παρατηρήσεις επί του φιντεϊσμού, ο Putnam συμπεραίνει: «Αν διαβάζω τον Καντ σωστά, η ιδανική κοινότητά του είναι μια κοινότητα ανθρώπων που σκέπτονται για λογαριασμό τους χωρίς να γνωρίζουν ποια ειναι η ‘ουσία του ανθρώπου’, χωρίς να γνωρίζουν τι ειναι ‘ευδαιμονία’ και που σέβονται ο ένας τον άλλον γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους. Αυτό είναι το καντιανό βασίλειο των σκοπών» (ό.π. σελ. 66). Και ο Putnam επιλέγει ότι (εκτός από τις διδασκαλίες του Καντ για το καθήκον, την κατηγορική προσταγή, τον πρακτικό λόγο κ.λπ.) ο Γερμανός φιλόσοφος «προσφέρει, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, μια ηθική εικόνα του κόσμου που εμπνέει αυτές τις αρχές και χωρίς την οποία οι τελευταίες δεν έχουν νόημα. Μια ηθική εικόνα του κόσμου, με τη σημασία που χρησιμοποιώ τον όρο, δεν ειναι μια διακήρυξη ότι αυτό ή εκείνο είναι αρετή ή ότι αυτό ή εκείνο είναι αυτό που πρέπει κανείς να κάνει. Είναι μια εικόνα του πώς οι αρετές και τα ιδανικά μας συνδέονται μεταξύ τους και του πώς σχετίζονται με τη θέση στην οποία βρισκόμαστε. Μπορεί να είναι τόσο αόριστη όσο η έννοια της ‘αδελφοσύνης’∙ εκατομμύρια άνθρωποι, πράγματι, έχουν βρει σε αυτή την μεταφορά μια ηθική εικόνα που θα μπορούσε να οργανώσει τον ηθικό βίο τους – και αυτό παρά το τεράστιο πρόβλημα του να την ερμηνεύσουν και να αποφασίσουν τι θα μπορούσε να σημαίνει να την πραγματοποιήσουν» (ό.π. σελ. 67).

Ο Καντ προβαίνει και σε διάφορες άλλες παραδοξολογίες. Δεν καταδίκασε μόνο το χριστιανικό δόγμα, αλλά και τη λατρεία. Ήθελε να αποδομηθούν οι θρησκευτικές τελετές και προτιμούσε να υπάρχουν κάποιες «γιορτές λόγου», οι οποίες θα προέβαιναν απλώς σε μια ενθάρρυνση του ηθικού βίου και όπου ο Χριστός θα ερμηνευόταν απλώς ως ένα ανθρώπινο ηθικό πρότυπο. Τα θαύματά Του θα ερμηνεύονταν και αυτά ως συμβολικές εποικοδομητικές διηγήσεις, με ηθική σημασία. Η ασκητική και μυστική θεολογία της ιστορικής Εκκλησίας απορρίπτεται. Από την άποψη αυτή, ο Καντ ολοκληρώνει το πρόγραμμα του Προτεσταντισμού. Και επειδή, τελικά, πράγμα που δεν μπορούμε να εξετάσουμε εδώ, δεν κατάφερε να προβεί σε μια παγκόσμια αναθεώρηση της ηθικής, δεν κατάφερε δηλαδή να βγάλει το περιεχόμενο της κανονιστικής , περιεκτικής ηθικής από τα καθαρά φιλοσοφικά επιχειρήματα και τον Λόγο, έφτασε στην πραγματικότητα σε αυτό που περιέγραψε πιο πριν ο Putnam: είναι καλό που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε διά του Λόγου τι είναι αρετή και τι όχι και τι είναι στην πραγματικότητα η Ευδαιμονία. Αυτές οι δύο φιλοσοφίες του Καντ διαπλέκονται στενότατα.

Ο Καντ ήταν η απόληξη του Προτεσταντισμού, ήταν η απόληξη του νέου τύπου ανθρώπου που δεν νοιάζεται παρά για τα επίγεια, εγκόσμια συμφέροντα. Ο ρόλος της θρησκείας ως απλής εισαγωγής στην ηθική ειναι μια καθαρή παρωδία, ενώ παράλληλα οπισθοχώρησε και η ηθική, προς όφελος ενός πλουραλισμού των αξιών, όπου, εκ προοιμίου, κάθε διάλογος για το τι πραγματικά αξίζει και τι πρέπει να παραμεριστεί, θεωρείται αδύνατος. Η ορθολογικότητα της ηθικής δεν πρόσφερε ένα αληθινό περιεκτικό νόημα στην ανθρώπινη ζωή, πέρα από ορισμένες χοντροκομμένες ηθικολογίες και ευσεβιστικής καταβολής ηθικά ρητά. Η ζωντανή σχέση με τον Θεό εξοβελίστηκε. Ο ανθρώπινος πόνος και το είναι-προς-θάνατον, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, έμειναν χωρίς απάντηση. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, ακόμη και ο περίφημος «Λόγος» του κατέρρευσε εντελώς, σε μια εποχή όπου ο «λογοκεντρισμός» είναι πια μια βαριά κατηγορία για πολλές φιλοσοφίες, π.χ. την αποδόμηση. Το δίχως θεμέλια καθήκον προετοίμασε τον μεταμοντερνισμό, τουλάχιστον αν κρατήσουμε την ερμηνεία που δίνει ο φιλόσοφος Putnam στον καντιανισμό. Προσωπικά πιστεύω και τολμώ να πω ότι ο Καντ υπήρξε μια από τις πιο σκοτεινές μορφές της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, που θα του άξιζε οπωσδήποτε ο τίτλος του νεωτερικού «Μεγάλου Ιεροεξεταστή» – λογοκρατία και έλλειψη θεμελίων πάνε μαζί στο έργο του, για να επιτευχθεί το κοσμικό του πρόγραμμα,  από το οποίο απέμεινε πια μονάχα το δεύτερο σκέλος. Απέμεινε το πιο θλιβερό, η έλλειψη θεμελίων.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο Καντ με τους φίλους του στο τραπέζι”, 1892) είναι έργο του, γερμανού, Emil Doerstling.

Ο Κάντ και το πρόγραμμα της νεωτερικότητας (μέρος β, Ηθική) - Αντίφωνο (antifono.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: