Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (17)

 Συνέχεια από: Σάββατο, 20 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

96. ΓΡΗΓ. Αλλά το ζητούμενο, είπα εγώ, δεν ήταν αυτό. Το ότι κάποτε θα γίνει η ανάσταση και ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στην αδέκαστη κρίση του Θεού, οι περισσότεροι ακροατές θα συμφωνήσουν ότι αυτά αποδεικνύονται και από την Αγία Γραφή και απ’ όσα ήδη αναφέραμε. Μένει να εξετάσουμε, εάν η μελλοντική κατάσταση θα είναι όπως και η παρούσα. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα έλεγα ότι δεν συμφέρει στους ανθρώπους να ελπίζουν σε ανάσταση. Διότι, εάν τα ανθρώπινα σώματα αποκατασταθούν πάλι στην κατάσταση που ήταν στο τέλος της ζωής τους, τότε οι άνθρωποι προσδοκούν με την ανάσταση μια συμφορά δίχως τέλος.
Διότι, ποιό θέαμα είναι πιο τρισάθλιο από τα σώματα που στα βαθιά γεράματα έχουν συρρικνωθεί και έχουν πάρει μια απαίσια και άσχημη μορφή, καθώς η σάρκα έχει μαραζώσει από το χρόνο, ενώ το ροζιασμένο δέρμα κολλάει πάνω στα κόκαλα; Καθώς, επίσης, τα νεύρα κάνουν συσπάσεις, επειδή δεν διατηρούνται σε φυσική ικμάδα, και γι’ αυτό όλο το σώμα καμπουριάζει και παρουσιάζει ένα άθλιο και ελεεινό θέμα. Ακόμη, το κεφάλι πέφτει στα γόνατα, ενώ τα χέρια πέφτουν από δω κι από κει· αδυνατούν να κάμουν τις ενέργειες της φύσεως, τρέμουν χωρίς τη θέλησή τους και κουνιούνται συνεχώς.
Ποιά είναι πάλι τα σώματα αυτών που λιώνουν σε χρόνια νοσήματα; Αυτά τόσο διαφέρουν από τα απογυμνωμένα οστά, ώστε φαίνονται σαν να έχουν καλυφθεί μ’ ένα λεπτό και φθαρμένο δέρμα. Ποιά είναι, επίσης, τα σώματα εκείνων που έχουν φουσκώσει από την υδρωπικία; Ποιά λόγια να πει κανείς, για να περιγράψει την απαίσια λέπρα όσων προσβλήθηκαν από την ιερή νόσο; Πώς, δηλαδή, η σήψη προχώρησε σιγά-σιγά και κατατρώει όλα τα μέλη, και τα όργανα και τα αισθητήριά τους; Και τί να πει κάποιος για τους ακρωτηριασμένους από σεισμούς ή πολέμους ή από κάποια άλλη αιτία, που ζουν πολλά χρόνια πριν πεθάνουν μ’ αυτή την αναπηρία; Ή τί να πει για εκείνους που από τη γέννησή τους είχαν κάποια ανωμαλία στο σώμα και μεγάλωσαν με αναπηρία στα μέλη τους;
Και τι πρέπει να σκεφθούμε για τα νεογέννητα νήπια, όσα εκτίθενται, όσα πνίγονται και όσα πεθαίνουν αμέσως; Εάν αυτά επανέλθουν στη ζωή, άραγε θα μείνουν στη νηπιότητα; Και τί είναι πιο ελεεινό απ’ αυτό; Θα φθάσουν στο άκρο της ηλικίας; Με τί είδους γάλα πάλι θα τ’ αναθρέψει η φύση;

97. Ώστε, εάν αναστηθεί το σώμα μας πάλι στην ίδια σε όλα κατάσταση, το προσδοκώμενο θα είναι συμφορά. Εάν πάλι δεν είναι το ίδιο σώμα, τότε ο αναστημένος θα είναι άλλος και όχι εκείνος που πέθανε. Πράγματι, εάν πέθανε παιδί και ανασταίνεται τέλειος άνθρωπος, και το αντίστροφο, τότε πώς μπορούμε να πούμε ότι αναστήθηκε ο πεθαμένος, αφού ο πεθαμένος άλλαξε ηλικία; Διότι, όταν κανείς βλέπει αντί για παιδί ώριμο άνθρωπο και αντί για γέρο νέο και αντί για ανάπηρο βλέπει αρτιμελή και αντί για λιπόσαρκο εύσωμο και τα υπόλοιπα κατά παρόμοιο τρόπο –για να μη πολυλογεί κανένας αναφέροντας με λεπτομέρειες τα καθέκαστα–, τότε βλέπει άλλο άνθρωπο στη θέση άλλου.

98. Εάν όμως δεν αναστηθεί το σώμα πάλι όπως ήταν όταν παραχώθηκε στη γη, τότε δεν θα αναστηθεί ο πεθαμένος, αλλά θα πλασθεί από το χώμα άλλος άνθρωπος. Τι θα με ωφελήσει, λοιπόν, η ανάσταση, εάν αντί για μένα κάποιος άλλος θ’ αναστηθεί; Πώς θ’ αναγνώριζα εγώ τον εαυτό μου, βλέποντας στον εαυτό μου όχι τον εαυτό μου; Διότι δεν θα ήμουν αληθινά εγώ, εάν δεν ήμουν σε όλα ίδιος με τον εαυτό μου.
Όπως, λοιπόν, στην παρούσα ζωή, εάν έχω στη μνήμη μου τα χαρακτηριστικά κάποιου, και αυτός είναι, για παράδειγμα, φαλακρός, μεγαλόχειλος, πλακομύτης, λευκός, γαλανομάτης, λευκότριχος και με ρυτίδες στο σώμα· κι έπειτα, ενώ ζητώ αυτόν, βρίσκω (μετά την ανάσταση) ένα νέο, τριχωτό, γαμψομύτη, μελαχροινό και σ’ όλα τ’ άλλα με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άραγε, βλέποντας αυτόν, θα νομίσω ότι είδα εκείνον; Αλλά, γιατί χρονοτριβώ σ’ αυτές τις μικρές αντιρρήσεις για την ανάσταση και αφήνω τη σπουδαιότερη; Ποιός δεν γνωρίζει ότι η ανθρώπινη φύση μοιάζει με ρεύμα, προχωρώντας από τη γέννηση στο θάνατο πάντοτε με μια κίνηση, η οποία τότε μόνον σταματά, όταν παύει και η ύπαρξη;

99. Και η κίνηση αυτή δεν είναι τοπική μετάσταση –διότι δεν βγαίνει από τον εαυτό της η φύση–, αλλά προχωρεί με αλλοίωση. Και αλλοίωση σημαίνει αυτό που λέει το όνομά της, δεν μένει δηλαδή ποτέ στα ίδια (διότι πώς αυτό που αλλοιώνεται θα παραμένει στην ταυτότητά του;)· αλλά, όπως η φλόγα του φυτιλιού φαίνεται ότι είναι πάντοτε η ίδια (διότι η συνεχής κίνησή της κάνει τη φλόγα να φαίνεται πάντοτε αδιάσπαστα ενωμένη με τον εαυτό της), ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν μένει η ίδια, διότι διαδέχεται η ίδια τον εαυτό της· (η ύλη που βγαίνει από τη θερμότητα γίνεται φλόγα και με την καύση γίνεται καπνός, και πάντοτε η κίνηση της φλόγας ενεργεί με τη δύναμη της αλλοιώσεως μεταβάλλοντας το ενεργούμενό της σε καπνό)· όπως, λοιπόν, αν κάποιος αγγίξει δύο φορές στο ίδιο σημείο τη φλόγα, δεν είναι δυνατό να αγγίξει δύο φορές την ίδια φλόγα (διότι η ταχύτητα της αλλαγής δεν περιμένει αυτόν που την αγγίζει πάλι για δεύτερη φορά, όσο γρήγορα κι αν το κάμει), αλλά πάντοτε η φλόγα γίνεται καινούργια και νωπή, και πάντοτε διαδέχεται τον εαυτό της και ποτέ δεν μένει στο ίδιο σημείο. Κάτι παρόμοιο γίνεται και με τη φύση του σώματός μας.
Διότι η ροή και η απορροή της φύσεώς μας προχωρεί πάντοτε με την κίνηση της αλλοιώσεως· και τότε παύει να κινείται, όταν λήξει και η ζωή. Όσο χρόνο όμως ζει, δεν σταματά καθόλου· διότι ή γεμίζει ή αδειάζει ή πάντοτε κινείται με συνδυασμό και των δύο καταστάσεων. Εάν, λοιπόν, κανείς δεν είναι ίδιος με το χθεσινό εαυτό του, αλλά με την αλλοίωση γίνεται διαφορετικός, όταν η ανάσταση θα επαναφέρει πάλι το σώμα μας στη ζωή, ο ένας θα γίνει πλήθος ανθρώπων, για να μην απουσιάζει από τον αναστημένο τίποτε, το βρέφος, το νήπιο, το παιδί, ο έφηβος, ο άνδρας, ο πατέρας, ο γέροντας και όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις της ηλικίας.

100. Εφόσον όμως και η σωφροσύνη και η ακολασία γίνονται με τη σάρκα, πώς είναι δυνατόν στην Κρίση ν’ αποδοθεί το δίκαιο τόσο σ’ εκείνους που υπομένουν τις οδυνηρές τιμωρίες για την ευσέβεια, όσο και σ’ εκείνους που τις αποφεύγουν από φιλοσαρκία; Καθώς και οι δύο κατηγορίες (ανθρώπων) δείχνουν τη διαγωγή τους με τις αισθήσεις του σώματος; Ή, στην περίπτωση του ανθρώπου, που τώρα αμαρτάνει και κατόπιν με τη μετάνοια καθαρίζεται, αν τύχει να πέσει πάλι ο ίδιος σε σφάλμα, οπότε το σώμα θα έχει γευθεί, σύμφωνα με την ροή της φύσεως, και την κατάσταση της ακολασίας και της καθαρότητος, χωρίς καμία από τις δύο να καταφέρει να διαρκέσει για πάντα, τότε ποιό σώμα θα τιμωρηθεί για την ακολασία; Αυτό που ζάρωσε στα γεράματα, λίγο πριν το θάνατο; Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό απ’ αυτό που διέπραξε την αμαρτία. Μήπως αυτό που μολύνθηκε από το πάθος; Και πού θα είναι τότε ο γέρος άνθρωπος; Διότι, ή δεν θ’ αναστηθεί αυτός, οπότε δεν θα έχει γενική ισχύ η ανάσταση· ή θα αναστηθεί αυτός, αλλά θα ξεφύγει από την τιμωρία αυτός (ο νέος) που την διέπραξε.

101. Ας αναφέρω και κάτι άλλο απ’ όσα λένε αυτοί που δεν δέχονται την διδασκαλία μας (για την ανάσταση). Η φύση, λένε, κανένα μόριο του σώματος δεν έπλασε, για να είναι άπραγο. Ορισμένα (μόρια) έχουν την αιτία και τη δύναμη της ζωής μέσα μας, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει η ζωή του σώματος· για παράδειγμα, η καρδιά, το συκώτι, ο εγκέφαλος, τα πνευμόνια, το στομάχι και τα άλλα σπλάγχνα. Άλλα μόρια έχουν αποστολή να λειτουργούν τις αισθήσεις, άλλα είναι για να ενεργούν τις πράξεις και κινήσεις και άλλα είναι αρμόδια για την αναπαραγωγή των απογόνων.
Εάν, λοιπόν, η μετέπειτα ζωή μας θα συνίσταται στην ίδια αποστολή (με την παρούσα), τότε η ανάσταση δεν ωφελεί καθόλου. Εάν όμως είναι αλήθεια –όπως και είναι–, ότι στη ζωή μετά την ανάσταση δεν έχει θέση ο γάμος, ούτε η ζωή συντηρείται από το φαγητό και το πιοτό, τότε ποιά ανάγκη θα υπάρχει για τα μόρια του σώματος, αφού στην άλλη ζωή δεν θα χρειάζονται για όσα τώρα αυτά τα μέλη χρησιμεύουν; Πράγματι, εάν χάρη στο γάμο υπάρχουν τα σχετικά με το γάμο, όταν εκείνος δεν θα υφίσταται, δεν θα χρειαζόμαστε τίποτε από τα σχετικά γάμου. Παρόμοια, δεν θα είναι αναγκαία τα χέρια για την εργασία, τα πόδια για το δρόμο, το στόμα για τη λήψη τροφής, τα δόντια για να τη μασήσουν, τα σπλάγχνα για την πέψη και οι διεξοδικοί πόροι για την αποβολή των αχρήστων. Όταν, λοιπόν, οι λειτουργίες εκείνες δεν υπάρχουν, πώς και γιατί να υπάρχουν τα όργανα τα οποία τις εκτελούν;
Είναι, επομένως, ανάγκη, εάν δεν θα υπάρχουν στο σώμα τα μόρια που δεν πρόκειται να συμβάλλουν στη ζωή εκείνη, ούτε όσα είναι συμπληρωματικά στο τωρινό μας σώμα (διότι η ζωή συνίσταται από άλλα), και κανείς αυτό να μην το ονομάσει ανάσταση, αφού δεν συγκροτούν το σώμα καθένα από τα μέλη του λόγω της αχρησίας τους σ’ εκείνη τη ζωή; Εάν όμως σε όλα τα μέλη του σώματος θα συμβεί η ανάσταση, τότε αυτός που ενεργεί την ανάσταση θα δημιουργήσει για εκείνη τη (μέλλουσα) ζωή μάταια και ανώφελα μέλη. Αλλ’ όμως, πρέπει να πιστέψουμε ότι και η ανάσταση θα γίνει και δεν είναι άσκοπη. Γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε στο ζήτημα, με ποιό τρόπο θα διασωθεί στο δόγμα το ορθό».

102. ΜΑΚΡ. Αφού, λοιπόν, είπα εγώ αυτά, μου λέει η δασκάλα: με δεξιότητα και σύμφωνα με την καλούμενη ρητορική τέχνη, παρουσίασες το δόγμα της αναστάσεως· κατοχύρωσες την αλήθεια με πειστικά ανασκευαστικά επιχειρήματα, ώστε εκείνοι που δεν γνωρίζουν καλά το μυστήριο αυτό της αλήθειας, να επηρεασθούν σοβαρά από τα επιχειρήματά σου και να πιστέψουν ότι η απορία για τα λεγόμενα δεν είναι έξω από το δέον. H αλήθεια, όμως, δεν είναι αυτή, αν και δεν θα μπορούσαμε να τα αναιρέσουμε αυτά με την ίδια ρητορική δύναμη. Η αλήθεια γι’ αυτά είναι αποταμιευμένη στους απόκρυφους θησαυρούς της σοφίας· και τότε θα εμφανισθεί, όταν έμπρακτα θα μάθουμε το μυστήριο της αναστάσεως· οπότε δεν θα μας χρειάζονται λόγια για να φανερώσουμε όσα ελπίζουμε. Αλλά, όπως ακριβώς τη νύχτα, όσοι ξαγρυπνούν, λένε πολλά για τη λάμψη του ήλιου, πώς (φαντάζονται ότι) είναι· μόλις όμως εμφανισθεί η χάρη της ακτίνας του ήλιου, καταργεί κάθε περιγραφή των λόγων· έτσι, όταν το προσδοκώμενο αποκτηθεί με την πείρα, θ’ αποδείξει χωρίς καμιά αξία κάθε συλλογισμό ο οποίος στοχάζεται τη μέλλουσα κατάσταση. Επειδή, όμως, δεν πρέπει να αφήσουμε ολοκληρωτικά ανεξέταστες τις ενστάσεις που υπέβαλαν σε μας, γι’ αυτό θα συζητήσουμε τα επιχειρήματα αυτά.

103. Πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ποιός είναι ο σκοπός του δόγματος της αναστάσεως και για χάρη τίνος έχει λεχθεί αυτό από την αγία φωνή και έγινε πιστευτό. Λοιπόν, για να το ορίσουμε, αφού το βάλουμε σε συγκεκριμένες συντεταγμένες, λέμε το εξής: ανάσταση είναι η αποκατάσταση της φύσεώς μας (στο αρχαίο κάλλος της). Αλλά, στην αρχική ζωή που μας έπλασε ο Θεός, δεν υπήρχαν, όπως ήταν φυσικό, ούτε γεράματα, ούτε νηπιακή ηλικία, ούτε τα βάσανα των πολύμορφων ασθενειών, ούτε τίποτε άλλο από την σωματική ταλαιπωρία (διότι δεν είναι φυσικό να δημιουργεί τέτοιου είδους καταστάσεις ο Θεός)· αλλά η ανθρώπινη φύση ήταν κάτι το θείο, προτού ορμήσει στην ανθρωπότητα το κακό. Και όλα αυτά ήλθαν σε μας με την έλευση της κακίας. Επομένως, ο βίος που είναι χωρίς κακία, δεν θα έχει καμιά ανάγκη να γεύεται τις συνέπειες της κακίας.

104. Συμβαίνει ό,τι μ’ αυτόν που πεζοπορεί στην παγωνιά και αισθάνεται το ψύχος στο σώμα του, ή ό,τι μ’ αυτόν που βαδίζει κάτω από τις θερμές ακτίνες του ήλιου και μαυρίζει το δέρμα του· και όταν κάποιος απομακρυνθεί και από τα δύο αυτά, θα απαλλαγεί σίγουρα και από το μαύρισμα και από την ψύξη· διότι, όταν δεν υπάρχει η αιτία, κανείς δεν δικαιολογείται να ζητεί το αποτέλεσμά της. Έτσι και η φύση μας, όταν έγινε εμπαθής, αναγκαστικά υπέστη όσα συνεπάγεται η ζωή των παθών. Όταν όμως επιστρέψει πάλι στην απαθή μακαριότητα, τότε δεν θα φέρει μαζί της τις συνέπειες της κακίας.
Επειδή, λοιπόν, όσα από την άλογη ζωή αναμίχθηκαν στην ανθρώπινη φύση, δεν ανήκαν σε μας προτού πέσουμε στα πάθη με την κακία, σίγουρα, όταν καθαρισθούμε από τα πάθη, θα εγκαταλείψουμε μαζί και όλα τα συνακόλουθά τους. Επομένως, δεν είναι ορθό σ’ εκείνη τη ζωή (της αναστάσεως) να ζητάει κανείς όσα συνέβησαν σε μας εξαιτίας των παθών.
Όπως όταν κάποιος έχοντας ξεσχισμένο χιτώνα τον πετάξει από πάνω του, δεν θα βλέπει πλέον στον εαυτό του την ασχήμια του πεταμένου ρούχου, έτσι όταν κι εμείς θα απεκδυθούμε από πάνω μας εκείνο τον νεκρό και απαίσιο χιτώνα, που μας επιβλήθηκε από τα άλογα δέρματα (όταν ακούω δέρμα εννοώ τη μορφή της αλόγου φύσεως, την οποία φορέσαμε αφού εξοικειωθήκαμε με τα πάθη), τότε μαζί με την έκδυση του δέρματος θα αποβάλλουμε και όλα όσα ήταν γύρω με το δέρμα της αλόγου φύσεως.
Και αυτά που πήραμε από το άλογο δέρμα είναι η γαμική μίξη, η σύλληψη, η γέννηση, η ακαθαρσία, ο θηλασμός, η τροφή, η αποβολή των ακαθαρσιών, η βαθμιαία αύξηση προς το τέλειο, η νεότητα, τα γεράματα, η ασθένεια, ο θάνατος. Εάν, λοιπόν, δεν θα έχουμε πάνω μας εκείνο (το δέρμα), πώς θα μείνουν σε μας εκείνα που προέρχονται απ’ αυτό; Επομένως, αφού ελπίζουμε στη μέλλουσα ζωή μια άλλη κατάσταση, είναι μάταιος κόπος να αντιδρούν στο δόγμα της αναστάσεως με στοιχεία που δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Διότι, τί κοινό έχει το ζάρωμα και η παχυσαρκία, η αδυναμία και η πληθωρικότητα και ό,τι άλλο αφορά στη ρευστή φύση των σωμάτων με τη ζωή εκείνη, η οποία είναι ξένη με τη ρευστή και παροδική διαγωγή της παρούσης ζωής;

105. Ένα μόνο ζητάει το δόγμα της αναστάσεως, άνθρωπο που προήλθε από γέννηση, ή καλύτερα, όπως λέει το Ευαγγέλιο, "εάν γεννήθηκε άνθρωπος στον κόσμο"· το αν υπήρξε μακρός ή βραχύς ο βίος του ή ο θάνατός του συνέβη με τον άλφα ή βήτα τρόπο, είναι μάταιο να συνεξετάζεται με το δόγμα της αναστάσεως. Όπως κι αν υποθέσουμε ότι έγιναν αυτά, είναι σχεδόν το ίδιο, και από τη διαφορά αυτή δεν προκαλείται ούτε δυσκολία ούτε ευκολία στην ανάσταση. Εκείνος που άρχισε να ζει, πρέπει πάντως να ζήσει, αφού διορθωθεί με την ανάσταση η διάλυσή του, που στο μεταξύ έφερε ο θάνατος. Το πώς και το πότε γίνεται η διάλυση, τί σχέση έχει με την ανάσταση;

106. Η εξέταση γι’ αυτό (το δόγμα της αναστάσεως) λαμβάνει υπόψη της άλλη προϋπόθεση, αν δηλαδή έζησε κανείς με απολαύσεις ή με στερήσεις, με αρετή ή κακία, επαινετά ή με ενοχές, αν πέρασε τη ζωή του ελεεινά ή ευτυχισμένα. Διότι όλα αυτά και τα παρόμοια βρίσκονται από το μάκρος και το είδος της παρούσης ζωής. Και έτσι, όταν θα γίνει η κρίση για όσα έζησε (ο άνθρωπος), υποχρεωτικά ο κριτής θα ερευνήσει το πάθος, την πληγή, την ασθένεια, τα γεράματα, τη νεότητα, τον πλούτο, τη φτώχεια· πώς ο καθένας συμπεριφέρθηκε στην ανάλογη κατάσταση, αν πέρασε το βίο που του έλαχε καλώς ή κακώς, εάν δέχθηκε πολλά αγαθά ή κακά σε μεγάλο χρονικό διάστημα, ή μήπως δεν δοκίμασε κανένα απ’ αυτά, διότι έπαυσε να ζει προτού καν ωριμάσει; Όταν, λοιπόν, ο Θεός επαναφέρει τη φύση του ανθρώπου στην πρώτη της κατάσταση, θα ήταν άσκοπο να συζητάει κανείς τέτοια, και να πιστεύει ότι με αυτές τις αντιρρήσεις θα εμποδίσει τη δύναμη του Θεού να φθάσει στον σκοπό της.

107. Και ο σκοπός του (Θεού) είναι ένας· όταν το πλήρωμα όλης της φύσεώς μας τελειωθεί με αυτά που αφορούν στον κάθε άνθρωπο, αφού άλλοι ευθύς αμέσως από την παρούσα ζωή θα έχουν καθαρθεί από την κακία, ενώ άλλοι θα γιατρευθούν με το πυρ στο μέλλον στα αναγκαία χρόνια, και τέλος άλλοι που δεν γνώρισαν στον παρόντα βίο τη γεύση ούτε του καλού ούτε του κακού, (σκοπός του Θεού είναι) σ’ όλους να προσφέρει τη συμμετοχή στα αγαθά του, τα οποία, όπως λέει η Αγία Γραφή, μήτε οφθαλμός τα είδε μήτε αυτί τα άκουσε μήτε σκέψη τα διανοήθηκε.
Και αυτό, σύμφωνα με την αντίληψή μου, δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά το να είναι μέσα στην ύπαρξη του Θεού. Διότι το αγαθό που ξεπερνά την ακοή, την όραση και τη σκέψη, είναι αυτό(ς) (ο Θεός) που βρίσκεται πάνω απ’ όλα. Και η διαφορά μεταξύ του εναρέτου και αμαρτωλού βίου στη μέλλουσα ζωή θα φανεί περισσότερο στο εξής, στη γρήγορη ή αργή (χρονικά) συμμετοχή στην προσδοκώμενη μακαριότητα. Διότι ο χρόνος της θεραπείας θα εξαρτηθεί σίγουρα από το ποσό της κακίας που έχει ο καθένας. Και θεραπεία της ψυχής εννοείται η κάθαρση από την κακία. Αυτή δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί χωρίς πόνο, όπως το αναφέραμε προηγουμένως.

Το πρωτότυπο κείμενο


96. ΓΡΗΓ. Ἀλλ᾿ οὐ τοῦτο, εἶπον ἐγὼ, τὸ ζητούμενον ἦν· τὸ γὰρ ἔσεσθαί ποτε τὴν ἀνάστασιν καὶ τὸ ὑπαχθήσεσθαι τῇ ἀδεκάστῳ κρίσει τὸν ἄνθρωπον, διά τε τῶν γραφικῶν ἀποδείξεων, καὶ τῶν ἤδη προεξητασμένων, οἱ πολλοὶ τῶν ἀκουόντων συνθήσονται. Ὑπόλοιπον δ᾿ ἂν εἴη σκοπεῖν, φησὶν, εἰ ὥσπερ τὸ νῦν καὶ τὸ ἐλπιζόμενον ἔσται. Ὅπερ εἰ ὄντως εἴη, φευκτὸν ἄν εἶπον τοῖς ἀνθρώποις τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως εἶναι. Εἰ γὰρ οἷα γίνεται, ὅταν λήγεται τοῦ ζῆν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, τοιαῦτα τῇ ζωῇ πάλιν ἀποκαθίσταται, ἄρα τις ἀτέλεστος συμφορὰ διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῖς ἀνθρώποις ἐλπίζεται.
Τί γὰρ ἂν ἐλεεινότερον γένοιτο θέαμα, ἢ ὅταν ἐν ἐσχάτῳ γήρᾳ καταῤῥικνωθέντα τὰ σώματα μεταποιηθῇ πρὸς τὸ εἰδεχθές τε καὶ ἄμορφον, τῆς μὲν σαρκὸς αὐτοῖς ἀναλωθείσης τῷ χρόνῳ, ῥυσοῦ δὲ τοῖς ὀστέοις περιεσκληκότος τοῦ δέρματος; Τῶν δὲ δὴ νεύρων συνεσπασμένων διὰ τὸ μηκέτι τῇ φυσικῇ ἰκμάδι ὑποπιαίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο παντὸς συνελκομένου τοῦ σώματος, ἄτοπόν τι καὶ ἐλεεινὸν θέαμα γίνεται, τῆς μὲν κεφαλῆς ἐπὶ τὸ γόνυ συγκεκλιμένης, τῆς δὲ χειρὸς ἔνθεν καὶ ἔνθεν πρὸς μὲν τὴν κατὰ φύσιν ἐνέργειαν ἀπρακτούσης, ἐντρόμως δὲ κατὰ τὸ ἀκούσιον ἀεὶ κραδαινομένης.
Οἷα δὲ πάλιν τῶν ταῖς χρονίαις νόσοις ἐκτετηκότων τὰ σώματα; Ἃ τοσοῦτον διαφέρει τῶν γυμνωθέντων ὀστέων, ὅσον ἐπικαλύφθαι δοκεῖ λεπτῷ, καὶ ἐκδεδαπανημένῳ ἤδη τῷ δέρματι. Οἷα δὲ καὶ τῶν ἐν ταῖς ὑδερικαῖς ἀῤῥωστίαις ἐξῳδηκότων; Τῶν δὲ τῇ ἱερᾷ νόσῳ
κεκρατημένων τὴν ἀσχήμονα λώβην, τίς ἂν ὑπ᾿ ὄψιν ἀγάγοι λόγος, ὡς κατ᾿ ὀλίγον αὐτοῖς πάντα τὰ μέλη τὰ ὀργανικά τε καὶ αἰσθητήρια προϊοῦσα ἡ σηπεδὼν ἐπιβόσκεται; Τῶν δὲ ἐν σεισμοῖς ἢ πολέμοις ἢ ἐξ ἑτέρας τινὸς αἰτίας ἠκροτηριασμένων καὶ πρὸ τοῦ θανάτου χρόνον τινὰ ἐν τῇ συμφορᾷ ταύτῃ ἐπιβιούντων ἢ τῶν ἀπὸ γενέσεως λώβῃ τινὶ συναποτελεσθέντων ἐνδιαστρόφοις τοῖς μέλεσι, περιόν, τί ἄν τις λέγοι;
Περὶ τῶν ἀρτιγενῶν νηπίων τῶν τε ἐκτιθεμένων καὶ τῶν καταπνιγομένων καὶ τῶν κατὰ τὸ αὐτόματον ἀπολλυμένων, τί ἐστι λογίσασθαι, εἰ τὰ τοιαῦτα πάλιν πρὸς τὴν ζωὴν ἐπανάγοιτο, ἄρα ἐναπομένει τῇ νηπιότητι, καὶ τί ἀθλιώτερον; Ἀλλ᾿ ἐπὶ τὸ ἄκρον ἥξει τῆς ἡλικίας, καὶ ποίῳ γάλακτι πάλιν ἡ φύσις αὐτὰ τιθηνήσεται;
97. Ὥστε εἰ μὲν διὰ πάντων ταὐτὸν ἡμῖν τὸ σῶμα πάλιν ἀναβιώσεται, συμφορὰ ἔσται τὸ προσδοκώμενον· εἰ δὲ μὴ ταὐτόν, ἄλλος τις ὁ ἐγειρόμενος ἔσται παρὰ τὸν κείμενον. Εἰ γὰρ πέπτωκε μὲν τὸ παιδίον, ἀνίσταται δὲ τέλειος, ἢ τὸ ἔμπαλιν, πῶς ἔστιν εἰπεῖν αὐτὸν ἀνωρθῶσθαι τὸν κείμενον, ἐν τῇ τῆς ἡλικίας διαφορᾷ τοῦ πεπτωκότος ὑπηλλαγμένου ὄντος· ἀντὶ γὰρ τοῦ παιδίου τέλειον καὶ ἀντὶ τοῦ πρεσβυτέρου τὸν ἀκμηστήν τις ὁρῶν, ἕτερον ἀνθ᾿ ἑτέρου τεθέαται, καὶ ἀντὶ τοῦ λελωβημένου τὸν ἄρτιον, καὶ ἀντὶ τοῦ ἐκτετηκότος τὸν εὔσαρκον, καὶ τὰ ἄλλα πάντα ὡσαύτως, ἵνα μὴ, τὰ καθ᾿ ἕκαστόν τις διεξιὼν, ὄχλον ἐπεισάγῃ τῷ λόγῳ;
98. Εἰ μὴ οὖν τοιοῦτον ἀναβιώῃ τὸ σῶμα πάλιν, οἷον ἦν ὅτε τῇ γῇ κατεμίγνυτο, οὐ τὸ τεθνηκὸς ἀναστήσεται, ἀλλ᾿ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον ἡ γῆ διαπλασθήσεται. Τί οὖν πρὸς ἐμὲ ἡ ἀνάστασις, εἰ ἀντ᾿ ἐμοῦ τις ἄλλος ἀναβιώσεται; Πῶς γὰρ ἂν ἐπιγνοίην αὐτὸς ἐμαυτόν, βλέπων ἐν ἐμαυτῷ οὐκ ἐμαυτόν; Οὐ γὰρ ἂν εἴην ἀληθῶς ἐγὼ, εἰ μὴ διὰ πάντων εἴην ὁ αὐτὸς ἐμαυτῷ.
Καθάπερ γὰρ κατὰ τὸν παρόντα βίον εἴ τινος ἔχοιμι διὰ μνήμης τὸν χαρακτῆρα, ὑποκείσθω δὲ κατὰ τὸν λόγον ψεδνὸς ὁ τοιοῦτος εἶναι, προχειλής, ὑποσιμὸς, λευκόχρους, γλαυκόμματος, ἐν πολιᾷ τῇ τριχὶ, καὶ ῥυσῷ τῷ σώματι· εἶτα ζητῶν τὸν τοιοῦτον, ἐντύχοιμι νέῳ, κομήτῃ, γρυπῷ, μελανόχροϊ, καὶ τὰ λοιπὰ πάντα τοῦ κατὰ τὴν μορφὴν χαρακτῆρος ἑτέρως ἔχοντι. Ἆρα τοῦτον ἰδὼν ἐκεῖνον οἰήσομαι; Μᾶλλον δὲ τί χρὴ ταῖς ἐλάττοσι τῶν ἐνστάσεων ἐνδιατρίβειν τὸν ἰσχυρότερον ἀφιέμενον; Τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι ῥοῇ τινι προσέοικεν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἀπὸ γενέσεως εἰς θάνατον ἀεὶ διά τινος κινήσεως προϊοῦσα, τότε τῆς κινήσεως λήγουσα, ὅταν καὶ τοῦ εἶναι παύσηται;
99. Ἡ δὲ κίνησις αὕτη οὐ τοπική τίς ἐστι μετάστασις (οὐ γὰρ ἐκβαίνει ἑαυτὴν ἡ φύσις), ἀλλὰ δι᾿ ἀλλοιώσεως ἔχει τὴν πρόοδον. Ἡ δὲ ἀλλοίωσις ἕως ἂν ᾖ τοῦτο ὃ λέγεται, οὐδέποτε ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μένει (πῶς γὰρ ἂν ἐν ταὐτότητι φυλαχθείη τὸ ἀλλοιούμενον;) ἀλλ᾿ ὥσπερ τὸ ἐπὶ τῆς θρυαλλίδος πῦρ, τῷ μὲν δοκεῖν ἀεὶ τὸ αὐτὸ φαίνεται (τὸ γὰρ συνεχὲς ἀεὶ τῆς κινήσεως ἀδιάσπαστον αὐτὸ καὶ ἡνωμένον πρὸς ἑαυτὸ δείκνυσι), τῇ δὲ ἀληθείᾳ πάντως πάντοτε ἑαυτὸ αὐτὸ διαδεχόμενον, οὐδέποτε αὐτὸ μένει (ἡ γὰρ ἐξελκυσθεῖσα διὰ τῆς θερμότητος ἰκμάς, ὁμοῦ τε ἐξεφλογώθη καὶ εἰς λιγνῦν ἐκκαυθεῖσα μετεποιήθη, καὶ ἀεὶ τῇ ἀλλοιωτικῇ δυνάμει ἡ τῆς φλογὸς κίνησις ἐνεργεῖται, εἰς λιγνῦν δι᾿ ἑαυτῆς ἀλλοιοῦσα τὸ ὑποκείμενον)· ὥσπερ τοίνυν δὶς κατὰ ταὐτὸν τῆς φλογὸς θίγοντα, οὐκ ἔστι τῆς αὐτῆς τὸ δὶς ἅψασθαι (τὸ γὰρ ὀξὺ τῆς ἀλλοιώσεως οὐκ ἀναμένει τὸν ἐκ δευτέρου πάλιν ἐπιθιγγάνοντα, κἂν ὡς τάχιστα τοῦτο ποιῇ), ἀλλ᾿ ἀεὶ καινή τε καὶ πρόσφατός ἐστιν ἡ φλὸξ πάντοτε γινομένη, καὶ ἀεὶ ἑαυτὴν διαδεχομένη, καὶ οὐδέποτε ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μένουσα· τοιοῦτόν τι καὶ περὶ τὴν τοῦ σώματος ἡμῶν φύσιν ἐστί.
Τὸ γὰρ ἐπίῤῥυτον τῆς φύσεως ἡμῶν, καὶ τὸ ἀπόῤῥυτον διὰ τῆς ἀλλοιωτικῆς κινήσεως ἀεὶ πορευόμενον, τότε κινούμενον ἵσταται, ὅταν καὶ τῆς ζωῆς ἀπολήξῃ· ἕως δ᾿ ἂν ἐν τῷ ζῆν ᾖ, στάσιν οὐκ ἔχει· ἤ γὰρ πληροῦται ἢ διαπνέεται ἢ δι᾿ ἑκατέρων πάντως εἰσαεὶ διεξάγεται. Εἰ τοίνυν οὐδὲ τῷ χθιζῷ τις ὁ αὐτός ἐστιν, ἀλλ᾿ ἕτερος τῇ ὑπαλλαγῇ γίνεται, ὅταν ἐπαναγάγῃ πάλιν τὸ σῶμα ἡμῶν πρὸς τὴν ζωὴν ἡ ἀνάστασις, δῆμός τις ἀνθρώπων πάντως ὁ εἷς γενήσεται, ὡς ἂν μηδὲν ἐλλείποι τοῦ ἀνισταμένου τὸ βρέφος, τὸ νήπιον, ὁ παῖς, τὸ μειράκιον, ὁ ἀνὴρ, ὁ πατὴρ, ὁ πρεσβύτης, καὶ τὰ διὰ μέσου πάντα.
100. Σωφροσύνης δὲ καὶ ἀκολασίας διὰ σαρκὸς ἐνεργουμένης, τῶν τε ὑπομενόντων ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τὰς ἀλγεινὰς τῶν κολάσεων τῶν τε αὖ μαλακιζομένων πρὸς ταῦτα, διὰ τῆς σωματικῆς αἰσθήσεως ἑκατέρων τούτων ἐπιδεικνυμένων, πῶς ἔστι παρὰ τὴν κρίσιν διασωθῆναι τὸν δίκαιον; Ἢ τοῦ αὐτοῦ νῦν μὲν πεπλημμεληκότος, αὖθις δὲ διὰ μεταμελείας ἑαυτὸν ἐκκαθάραντος, κἂν οὕτω τύχῃ πάλιν ἐπὶ τὸ πλημμελὲς ὀλισθήσαντος, ὑπαμειφθέντος δὲ κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς φύσεως καὶ τοῦ μεμολυσμένου καὶ τοῦ ἀμολύντου σώματος, καὶ μηδετέρου τούτων εἰς τὸ διηνεκὲς ἐξαρκέσαντος, ποῖον τῷ ἀκολάστῳ σῶμα συγκολασθήσεται; Τὸ ῥικνωθὲν ἐν τῷ γήρᾳ πρὸς τῷ θανάτῳ; Ἀλλ᾿ ἕτερον ἦν τοῦτο παρὰ τὸ τὴν ἁμαρτίαν κατειργασμένον. Ἀλλ᾿ ὅπερ κατεμολύνθη τῷ πάθει; Καὶ ποῦ ὁ πρεσβύτης; Ἢ γὰρ οὐκ ἀναστήσεται οὗτος, καὶ οὐκ ἐνεργὸς ἡ ἀνάστασις· ἢ οὗτος ἐγερθήσεται, καὶ διαφεύξεται τὴν δίκην ὁ ὑποκείμενος.
101. Εἴπω τι καὶ ἄλλο τῶν προφερομένων ἡμῖν παρὰ τῶν οὐ δεδεγμένων τὸν λόγον. Οὐδὲν, φησὶν, ἄπρακτον τῶν ἐν τῷ σώματι μορίων ἡ φύσις ἐποίησε. Τὰ μὲν γὰρ τὴν τοῦ ζῆν αἰτίαν καὶ δύναμιν ἐν ἡμῖν ἔχει, ὧν ἄνευ συστῆναι τὴν διὰ σαρκὸς ζωὴν ἡμῶν, οὐκ ἐνδέχεται, οἷον, καρδία, ἧπαρ, ἐγκέφαλος, πνεύμων, γαστὴρ, καὶ τὰ λοιπὰ σπλάγχνα, τὰ δὲ τῇ αἰσθητικῇ κινήσει ἀποκεκλήρωται, τὰ δὲ τῆς πρακτικῆς καὶ μεταβατικῆς ἐνεργείας ἐστίν, ἄλλα δὲ πρὸς τὴν διαδοχὴν τῶν ἐπιγινομένων ἐπιτηδείως ἔχει.
Εἰ μὲν οὖν ἐν τοῖς αὐτοῖς ἡμῖν ὁ μετὰ ταῦτα βίος ἔσται, πρὸς οὐδὲν ἡ μετάστασις γίνεται· εἰ δὲ ἀληθὴς ὁ λόγος (ὥσπερ οὖν ἐστιν ἀληθὴς), ὁ μήτε γάμον ἐμπολιτεύεσθαι τῷ μετὰ τὴν ἀνάστασιν βίῳ διοριζόμενος, μήτε διὰ βρώσεως καὶ πόσεως τὴν τότε διακρατεῖσθαι ζωὴν, τίς ἔσται χρῆσις τῶν μερῶν τοῦ σώματος, οὐκέτι τῶν δι᾿ ἃ νῦν ἐστι τὰ μέλη κατὰ τὴν ζωὴν ἐκείνην ἐλπιζομένων; Εἰ γὰρ τοῦ γάμου χάριν τὰ πρὸς τὸν γάμον ἐστὶ, ὅταν ἐκεῖνος μὴ ᾖ, οὐδὲ τῶν πρὸς ἐκεῖνον δεόμεθα· οὕτω καί πρὸς τὸ ἔργον αἱ χεῖρες καὶ πρὸς τὸν δρόμον οἱ πόδες καὶ πρὸς τὴν παραδοχὴν τῶν σιτίων τὸ στόμα καὶ οἱ ὀδόντες πρὸς τὴν τῆς τροφῆς ὑπηρεσίαν καὶ πρὸς τὴν πέψιν τὰ σπλάγχνα καὶ πρὸς τὴν ἀποβολὴν τῶν ἀχρειωθέντων οἱ ἐξοδικοὶ τῶν πόρων. Ὅταν οὖν ἐκεῖνα μὴ ᾖ, τὰ δι᾿ ὧν ἐκεῖνα γίνονται πῶς ἢ ὑπὲρ τίνος ἔσται;
Ὡς ἀνάγκην εἶναι, εἰ μὲν μή εἴη περί τό σῶμα τά πρὸς οὐδὲν τῶν πρὸς τὴν ζωὴν ἐκείνην συνεργεῖν μέλλοντα, μηδὲ εἴη τι τῶν νῦν συμπληρούντων ἡμῖν τὸ σῶμα (ἐν ἄλλοις γὰρ ἡ ζωὴ), καὶ οὐκέτ᾿ ἄν τις τὸ τοιοῦτον ἀνάστασιν ὀνομάσειε, τῶν καθ᾿ ἕκαστον μελῶν διὰ τὴν ἐν ἐκείνῃ τῇ ζωῇ ἀχρηστίαν οὐ συνανισταμένων τῷ σώματι; Εἰ δὲ διὰ πάντων ἔσται τούτων ἐναργὴς ἡ ἀνάστασις, μάταια ἡμῖν καὶ ἀνόνητα ἅ πρὸς τὴν ζωὴν ἐκείνην δημιουργήσει ὁ ἐνεργῶν τὴν ἀνάστασιν. Ἀλλὰ μὴν καὶ εἶναι πιστεύειν χρὴ τὴν ἀνάστασιν, καὶ μὴ ματαίαν εἶναι. Οὐκοῦν προσεκτέον τῷ λόγῳ, ὅπως ἂν ἡμῖν διὰ πάντων ἐν τῷ δόγματι τὸ εἰκὸς διασώζοιτο.
102. ΜΑΚΡ. Ἐμοῦ δὲ ταῦτα διεξελθόντος, οὐκ ἀγεννῶς, φησὶν ἡ διδάσκαλος, κατὰ τὴν λεγομένην ῥητορικὴν τῶν τῆς ἀναστάσεως δογμάτων κατεπεχείρησας, πιθανῶς τοῖς ἀνασκευαστικοῖς τῶν λόγων ἐν κύκλῳ περιδραμὼν τὴν ἀλήθειαν, ὥστε τοὺς μὴ λίαν ἐπεσκεμμένους τὸ τῆς ἀληθείας μυστήριον παθεῖν ἄν τι κατὰ τὸ εἰκὸς πρὸς τὸν λόγον καὶ οἰηθῆναι μὴ ἔξω τοῦ δέοντος ἐπῆχθαι τοῖς εἰρημένοις τὴν ἐπαπόρησιν.
Ἔχει δὲ οὐχ οὕτω, φησὶν, ἡ ἀλήθεια, κἂν ἀδυνάτως ἔχωμεν ἐκ τῶν ὁμοίων ἀντιρητορεύειν τῷ λόγῳ, ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἀληθὴς περὶ τούτων λόγος ἐν τοῖς ἀποκρύφοις σοφίας θησαυροῖς τεταμίευται, τότε εἰς τὸ ἐμφανὲς ἥξων, ὅταν ἔργῳ τὸ τῆς ἀναστάσεως διδαχθῶμεν μυστήριον, ὅτε οὐκέτι δεήσει ῥημάτων ἡμῖν πρὸς τὴν ἐλπιζομένην φανέρωσιν. Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐν νυκτὶ πολλῶν κινουμένων τοῖς διαγρυπνοῦσι λόγοις περὶ τῆς τοῦ ἡλίου λαμπηδόνος, οἵά ἐστὶν, ἀργὴν ποιεῖ τὴν τοῦ λόγου ὑπογραφὴν προφανεῖσα μόνον τῆς ἀκτῖνος ἡ χάρις, οὕτω πάντα λογισμὸν στοχαστικῶς τῆς μελλούσης καταστάσεως ἐφαπτόμενον, ἀντ᾿ οὐδενὸς ἀποδείκνυσιν, ὅτε γένηται ἡμῖν ἐν τῇ πείρᾳ τὸ προσδοκώμενον. Ἐπειδὴ δὲ χρὴ μὴ παντάπασιν ἀνεξετάστους ἐαθῆναι τὰς ἀντυπενεχθείσας ἡμῖν ἐνστάσεις, οὑτωσὶ τὸν περὶ τούτων λόγον διαληψόμεθα.
103. Νοῆσαι χρὴ πρῶτον τίς ὁ σκοπὸς τοῦ κατὰ τὴν ἀνάστασιν δόγματος, καὶ ὅτου χάριν καὶ εἴρηται τοῦτο παρὰ τῆς ἁγίας φωνῆς καὶ πεπίστευται. Οὐκοῦν, ὡς ἄν τις ὅρῳ τινὶ τὸ τοιοῦτον περιλαβὼν ὑπογράψειεν, οὕτως ἐροῦμεν· ὅτι ἀνάστασίς ἐστιν ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον τῆς φύσεως ἡμῶν ἀποκατάστασις. Ἀλλ᾿ ἐν τῇ πρώτῃ ζωῇ, ἧς αὐτὸς γέγονε δημιουργὸς ὁ Θεὸς, οὔτε γῆρας ἦν, ὡς εἰκὸς, οὔτε νηπιότης, οὔτε τά κατὰ τὰς πολυτρόπους ἀῤῥωστίας πάθη, οὔτε ἄλλο τῆς σωματικῆς ταλαιπωρίας οὐδὲν (οὔτε γὰρ εἰκὸς ἦν τὰ τοιαῦτα δημιουργεῖν τὸν Θεὸν), ἀλλὰ θεῖόν τι χρῆμα ἦν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὶν ἐν ὁρμῇ γίνεσθαι τοῦ κακοῦ τὸ ἀνθρώπινον. Ταῦτα δὲ πάντα τῇ εἰσόδῳ τῆς κακίας ἡμῖν συνεισέβαλεν. Οὐκοῦν οὐδεμίαν ἀνάγκην ἕξει ὁ ἄνευ κακίας βίος ἐν τοῖς διὰ ταῦτα συμβεβηκόσιν εἶναι.
104. Ὥσπερ γὰρ ἐπακολουθεῖ τῷ διὰ κρυμῶν ὁδοιποροῦντι τὸ ψύχεσθαι τὸ σῶμα, ἢ τῷ διὰ θερμῶν ἀκτίνων πορευομένῳ τὸ μελαίνεσθαι τὴν ἐπιφάνειαν, εἰ δὲ ἐκτὸς ἑκατέρου γένοιτο τούτων συναπαλλαγήσεται πάντως καὶ τοῦ μελασμοῦ καὶ τῆς ψύξεως, καὶ οὐκ ἄν τις εὐλόγως ἐπιζητοίη τὸ ἔκ τινος αἰτίας συμβαῖνον, τῆς αἰτίας οὐκ οὔσης· οὕτως ἡ φύσις ἡμῶν ἐμπαθὴς γενομένη, τοῖς ἀναγκαίως ἐπακολουθοῦσι τῇ παθητικῇ ζωῇ συνηνέχθη, πρὸς δὲ τὴν ἀπαθῆ μακαριότητα πάλιν ἀναδραμοῦσα, οὐκέτι τοῖς ἐπακολουθοῦσι τῆς κακίας συνενεχθήσεται.
Ἐπεὶ οὖν ὅσα ἐκ τῆς ἀλόγου ζωῆς τῇ ἀνθρωπίνῃ κατεμίχθη φύσει, οὐ πρότερον ἦν ἐν ἡμῖν πρὶν εἰς πάθος διὰ κακίας πεσεῖν τὸ ἀνθρώπινον, ἀναγκαίως καταλιπόντες τὸ πάθος καὶ πάντα ὅσα μετ᾿ αὐτοῦ καθορᾶται συγκαταλείψομεν. Ὥστε οὐκ ἄν τις εὐλόγως ἐν τῷ βίῳ ἐκείνῳ τὰ ἐκ τοῦ πάθους ἡμῖν συμβεβηκότα ζητήσειεν.
Ὥσπερ γὰρ εἴ τις ῥωμαλέον περὶ ἑαυτὸν ἔχων χιτῶνα, γυμνωθείη τοῦ περιβλήματος, οὐκέτι ἂν τὴν τοῦ ἀποῤῥιφέντος ἀσχημοσύνην ἐφ᾿ ἑαυτοῦ βλέποι, οὕτω καὶ ἡμῶν ἀποδυσαμένων τὸν νεκρὸν ἐκεῖνον καὶ εἰδεχθῆ χιτῶνα, τὸν ἐκ τῶν ἀλόγων δερμάτων ἡμῖν ἐπιβληθέντα (δέρμα δὲ ἀκούων τὸ σχῆμα τῆς ἀλόγου φύσεως νοεῖν μοι δοκῶ, ᾧ πρὸς τὸ πάθος οἰκειωθέντες περιεβλήθημεν), πάντα ὅσα τοῦ ἀλόγου δέρματος περὶ ἡμᾶς ἦν ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ χιτῶνος συναποβαλούμεθα.
Ἔστι δὲ ἃ προσελάβομεν ἀπὸ τοῦ ἀλόγου δέρματος, ἡ μίξις, ἡ σύλληψις, ὁ τόκος, ὁ ῥύπος, ἡ θηλὴ, ἡ τροφὴ, ἡ ἐκποίησις, ἡ κατ᾿ ὀλίγον ἐπὶ τὸ τέλειον αὔξησις, ἡ ἀκμὴ, τὸ γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος. Εἰ οὖν ἐκεῖνο περὶ ἡμᾶς οὐκ ἔσται, πῶς ἡμῖν τὰ ἐξ ἐκείνου ὑπολειφθήσεται; Ὥστε μάταιον ἄλλης τινὸς καταστάσεως κατὰ τὴν μέλλουσαν ζωὴν ἐλπιζομένης, διὰ τῶν μηδὲν αὐτῇ κοινωνούντων ἐνίστασθαι πρὸς τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως. Τί γὰρ κοινὸν ἔχει ἡ ῥικνότης καὶ πολυσαρκία καὶ τηκεδὼν καὶ πληθώρα καὶ εἴ τι ἄλλο τῇ ῥευστῇ φύσει τῶν σωμάτων ἐπισυμβαίνει πρὸς τὴν ζωὴν ἐκείνην, ἣ τῆς ῥοώδους τε καὶ παροδικῆς τοῦ βίου διαγωγῆς ἠλλοτρίωται;
105. Ἓν ζητεῖ μόνον ὁ τῆς ἀναστάσεως λόγος, τὸ φυῆναι διὰ γενέσεως ἄνθρωπον, μᾶλλον δὲ, καθώς φησι τὸ Εὐαγγέλιον, εἰ "ἐγενήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον", τὸ δὲ μακρόβιον ἢ ὠκύμορον, ἢ τὸν τοῦ θανάτου τρόπον τοιῶσδε ἢ ἑτέρως συμβεβηκέναι, μάταιον τῷ τῆς ἀναστάσεως λόγῳ συνεξετάζειν. Ὅπως γὰρ ἂν τοῦτο δῶμεν καθ᾿ ὑπόθεσιν ἔχειν, ἐν τῷ ὁμοίῳ πάντως ἐστὶν, οὔτε δυσκολίας οὔτε ῥᾳστώνης ἐκ τῆς τοιαύτης διαφορᾶς περὶ τὴν ἀνάστασιν οὔσης. Τὸν γὰρ τοῦ ζῆν ἀρξάμενον ζῆσαι χρὴ πάντως, τῆς ἐν τῷ μέσῳ διὰ τοῦ θανάτου συμβάσης αὐτῷ διαλύσεως ἐν τῇ ἀναστάσει διορθωθείσης. Τὸ δὲ πῶς ἢ πότε ἡ διάλυσις γίνεται, τί τοῦτο πρὸς τὴν ἀνάστασιν;
106. Πρὸς ἕτερον γὰρ σκοπὸν βλέπει ἡ περὶ τούτου σκέψις, οἷον καθ᾿ ἡδονήν τις ἐβίω, ἢ ἀνιώμενος, κατ᾿ ἀρετὴν ἢ κακίαν, ἐπαινετῶς ἢ ὑπαίτιως, ἐλεεινῶς ἢ μακαρίως παρῆλθε τὸν χρόνον. Ταῦτα γὰρ πάντα καὶ τὰ τοιαῦτα ἐκ τοῦ μέτρου τῆς ζωῆς καὶ ἐκ τοῦ εἴδους κατὰ τὸν βίον εὑρίσκεται, καὶ οὕτω πρὸς τὴν κρίσιν τῶν βεβιωμένων ἀναγκαῖον ἂν εἴη τῷ κριτῇ πάθος καὶ λώβην καὶ νόσον καὶ γῆρας καὶ ἀκμὴν καὶ νεότητα καὶ πλοῦτον καὶ πενίαν διερευνᾶσθαι, ὅπως τις δι᾿ ἑκάστου τούτων γενόμενος, ἢ εὖ ἢ κακῶς τὸν συγκληρωθέντα βίον παρέδραμε, καὶ εἰ πολλῶν ἐγένετο δεκτικὸς ἀγαθῶν ἢ κακῶν, ἐν μακρῷ τῷ χρόνῳ ἢ οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ὅλως ἑκατέρου τούτων ἐφήψατο, ἐν ἀτελεῖ τῇ διανοίᾳ τοῦ ζῆν παυσάμενος; Ὅταν δὲ πρὸς τὴν πρώτην τοῦ ἀνθρώπου κατασκευὴν δι᾿ ἀναστάσεως ὁ Θεὸς ἐπανάγῃ τὴν φύσιν, ἀργὸν ἂν εἴη τὰ τοιαῦτα λέγειν, καὶ τὸ διὰ τῶν τοιούτων ἐνστάσεων οἴεσθαι τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν πρὸς τὸν σκοπὸν ἐμποδίζεσθαι.
107. Σκοπὸς δὲ αὐτῷ εἷς, τὸ τελειωθέντος ἢδη διὰ τῶν καθ᾿ ἕκαστον ἀνθρώπων παντὸς τοῦ τῆς φύσεως ἡμῶν πληρώματος, τῶν μὲν εὐθὺς ἤδη κατὰ τὸν βίον τοῦτον ἀπὸ κακίας κεκαθαρμένων, τῶν δὲ μετὰ ταῦτα διὰ τοῦ πυρὸς τοῖς καθήκουσι χρόνοις ἰατρευθέντων, τῶν ἐπίσης καὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ τὴν πεῖραν παρὰ τὸν τῇδε βίον ἀγνοησάντων, πᾶσι προθεῖναι τὴν μετουσίαν τῶν ἐν αὐτῷ καλῶν, ἅπερ φησὶν ἡ Γραφὴ, μήτε ὀφθαλμὸν ἰδεῖν μήτε ἀκοὴν δέξασθαι μήτε λογισμοῖς ἐφικτὸν γενέσθαι.
Τοῦτο δὲ οὐδὲν ἄλλο ἐστὶ, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, ἢ τὸ ἐν αὐτῷ τῷ Θεῷ γενέσθαι· τὸ γὰρ ἀγαθὸν τὸ ὑπὲρ ἀκοὴν καὶ ὀφθαλμὸν καὶ καρδίαν, αὐτὸ ἂν εἴη τὸ τοῦ παντὸς ὑπερκείμενον. Ἡ δὲ τοῦ κατ᾿ ἀρετὴν ἢ κακίαν βίου διαφορὰ ἐν τῷ μετὰ ταῦτα κατὰ τοῦτο δειχθήσεται μάλιστα, ἐν τῷ θᾶττον ἢ σχολαιότερον μετασχεῖν τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος. Τῷ γὰρ μέτρῳ τῆς ἐγγενομένης ἑκάστῳ κακίας ἀναλογήσει πάντως καὶ ἡ τῆς ἰατρείας παράτασις. Ἰατρεία δὲ ἂν εἴη ψυχῆς τὸ τῆς κακίας καθάρσιον· τοῦτο δὲ ἄνευ ἀλγεινῆς διαθέσεως κατορθωθῆναι οὐχ οἷόν τε, καθὼς ἐν τοῖς προλαβοῦσιν ἐξήτασται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: