Συνέχεια από Τρίτη, 22 Δεκεμβρίου 2020
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
3. Ο ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
γ) Κεφαλή και ψυχή τής Εκκλησίας;
Η συμβολική γλώσσα τής θεολογίας, που
κρίνεται η ίδια από την πολλαπλότητά της, μπορεί εύκολα να μας παραπλανήση στο
να σχετικοποιήσουμε τη συνύπαρξη δράσης
τού αναληφθέντος Χριστού και του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, λέγοντας πως ο
Χριστός ενεργεί «μόνον» ως «κεφαλή» και το Πνεύμα «μόνον» ως «ψυχή» τής
Εκκλησίας, διαφοροποιώντας έτσι τον τρόπο με τον οποίον ενώνουν αμφότεροι την Εκκλησία. Πρέπει να
παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς, ότι ο χαρακτηρισμός «κεφαλή» για τον Χριστό
εμφανίζεται μόνο στις επιστολές (του Παύλου) απ’ τη φυλακή, ενώ οι σίγουρα
γνήσιες επιστολές τού Παύλου μιλούν μόνο για το «σώμα τού Χριστού». Ο δε
χαρακτηρισμός «ψυχή» για το Άγιο Πνεύμα χρησιμοποιείται συχνά, μεταφορικά και
μόνο (μαζί με άλλες εικόνες) απ’ τους Πατέρες, τους Σχολαστικούς, και νέους
«εγκυκλιστές» (συγγραφείς εγκυκλίων), χωρίς καμμιάν όμως ονομαστική βάση στη
Γραφή, παρ’ όλο που το Πνεύμα περιγράφεται βέβαια ως αυτό που «ζωοποιεί, ενώνει
και γονιμοποιεί» την Εκκλησία. Μήπως δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την
Ευχαριστία (Eucharistie)
του Υιού; Μπορούμε άραγες γι’ αυτό να πούμε, ότι η δράση τής «κεφαλής» και
εκείνη τού Πνεύματος μπορούν να «αντιπαρατεθούν», κι αυτό καθ’ όσον ο επίγειος
Ιησούς «παρήγαγε» μια «νομικο-κοινωνική» κατ’ αρχάς ενότητα, με το να
«διαμορφώση» προπαντός σε «δασκάλους, οδηγούς και ιερείς» τούς μαθητές, ενώ το
Πνεύμα, το οποίο εκπνεύστηκε στον Σταυρό
(( Ω, της μωρίας! Και «τιμωρίας»…
)) , και εμπνεύστηκε το Πάσχα και την Πεντηκοστή στην Εκκλησία, την ζωοποίησε,
όπως ο Αδάμ απέκτησε κατ’ αρχάς στον Παράδεισο από τον πηλό μια σχηματισμένη
μορφή, στην οποία και εμπνεύστηκε κατόπιν η ζωή;
Πριν προχωρήσουμε, ας αναφερθούμε εν
συντομία στο μεγάλο τριαδικό χωρίο τής προς
Εφεσίους επιστολής 3, 14 -19, στο οποίο ο Παύλος απευθύνει μια τριπλή
παράκληση στον Θεό Πατέρα: η (εκκλησιαστική) κοινότητα «να ενισχυθή με το δικό
του (του Πατρός!) Πνεύμα στον εσωτερικό άνθρωπο», «ο Χριστός να κατοικήση με
την πίστη στις καρδιές σας», και η κοινότητα (η «ενορία») να γνωρίση (και με τα
δυό), ριζωμένη στην αγάπη, όλες τις διαστάσεις τής υπέρμετρης αγάπης τού
Χριστού, ώστε να «πληρωθή» με όλο το «πλήρωμα» του (τριαδικού) Θεού. Η ενίσχυση
με το Πνεύμα του Πατρός θα οδηγήση στο να κατοικήση ο Χριστός στις καρδιές, με
την πίστη, που είναι ένα και το αυτό (όπως παντού στον Παύλο) με την αγάπη· ενώ
και τα δυό μαζί οδηγούν στη χριστιανική γνώση
(gnosis)
εκείνου τού «πληρώματος», που είναι πέρα από κάθε γνώση. Υποστηρίχθηκε βάσιμα η
άποψη, πως η ανάπτυξη του «εσωτερικού
ανθρώπου» ταυτίζεται τελικά με την εγκατοίκηση του Χριστού στις καρδιές,
κάτι που αντιστοιχεί στην παύλεια «πνευματική
ανθρωπολογία». Ο Χριστός δεν εμφανίζεται εδώ, όπως αλλού στην ίδια
Επιστολή, ως «κεφαλή» τής Εκκλησίας, αλλά ως η εσώτατη αρχή τής ζωής της –
αδιαχώριστος από το Άγιο Πνεύμα. Αντίστοιχα μιλούν και κάποιοι Πατέρες (όπως ο
Ωριγένης) για τον Χριστό ως ψυχή τής
Εκκλησίας, ενώ αναφέρουν άλλοι (όπως ο Suarez, αντίστοιχα προς το χωρίο τής
προς Εφεσίους) στην πίστη αυτόν τον ρόλο. Ο δε Κύριλλος Αλεξανδρείας βλέπει σε
πολλά σημεία, να εκπληρώνουν αδιαχώριστα συνδεδεμένοι ο Χριστός και το Άγιο
Πνεύμα αυτό το έργο.
Ο δυαλισμός
που περιγράφηκε στην αρχή πρέπει λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, να ξεπερασθή. Ο
δοξασμένος Χριστός ενώνεται με την Εκκλησία του (είτε ως «σώμα» είτε ως «νύμφη»
του) μεταδίδοντας βέβαια το Άγιό του
Πνεύμα
(( Filioque…
)) , αλλά και «παραδιδόμενος» επίσης στα μυστήριά του, υψίστως στην Ευχαριστία·
κι όταν λέγεται, πως όποιος προσκολλάται στην πόρνη, καθίσταται μια σάρκα μαζί
της, όποιος όμως προσκολλάται στον Χριστό, «καθίσταται ένα πνεύμα μαζί του» (Α’ Κορ. 6, 6-17), εννοείται μ’ αυτό το
«ένα πνεύμα» ένα «πνευματικό», σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, «σώμα», καθώς
παραινούμαστε αμέσως μετά στο να κρατήσουμε αγιασμένο το σώμα (μας). Πρόκειται
στην πραγματικότητα για μια «συμφωνία» σε ένα «πνευματικό σώμα», όπως λέει ο
Κλήμης Αλεξανδρείας. Κι αυτή η «συμφωνία» διεκπεραιώνει την υπόσχεση (( την «προφητεία», γράφει ο Μπαλτάσαρ! ))
του Χριστού, ότι θα τους ελκύση όλους κοντά του, όταν «ανυψωθή» (Ιωάν. 12, 32). Πρέπει να αναζητηθή άρα
μια «αλληλοπεριχώρηση» των δύο εικόνων, της «κεφαλής» και της «ψυχής», όπου δεν
αρκεί να παρατηρήσουμε την υποστατική «συμφωνία» τού Χριστού και τον
«προικισμό» του με τα δώρα τού Πνεύματος (gratia capitis), παραχωρώντας κατόπιν την
ζωοποιό διάρθρωση της Εκκλησίας (μόνο) στο Πνεύμα του, γιατί δεν θα
συμπεριλαμβανόταν έτσι καθόλου η εκλαμβανόμενη ως καθαρά νομική προ-διάρθρωση
της Εκκλησίας μέσω τού προπασχάλιου Ιησού, τη στιγμή που η παροχή τού Πνεύματός
του «τελειοποιεί» όλη αυτή την προετοιμασία
εκ μέρους τού ίδιου του Χριστού (και όχι μόνον εκ μέρους τού Πνεύματός του
ως «αναπληρωτού» - vicarious) (( Όλα «πρέπει» να τείνουν προς μια
«πρωτοκαθεδρία» τού Πνεύματος, του Αγίου Πνεύματος (!), σ’ αυτήν την «τρίτη
εποχή» τής «Εκκλησίας» τών Λατίνων, ως κυρίαρχων ή συγκυρίαρχων αυτού τού κόσμου… )) .
Η δομή τής επίγειας, «προσκυνήτριας»
Εκκλησίας κατανοείται κατ’ αρχάς στην
ενότητα αυτού που θεμελίωσε ο «προ-πασχάλιος» Ιησούς (συμπεριλαμβανομένης τής
εορτής τού ορατού Δείπνου και της ρητής παράδοσής της στους Μαθητές, στην
επίσημη δηλ. ιερατική «χειροτονία») με εκείνο που χαρίζει ως Αναστημένος στην
Εκκλησία του εν Πνεύματι· γιατί κάθε τι το πνευματικό και χαρισματικό πρέπει να
είναι συνδεδεμένο σε ορατές δομές για εμάς που διαμένουμε «εν σαρκί», δομές που
πληρούνται ωστόσο εσωτερικά με τα «αγαθά» τού αναστημένου και
πνευματοποιημένου (( ! )) Χριστού. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει πολλά
περισσότερα απ’ το να πούμε απλώς ότι η Εκκλησία είναι ταυτόχρονα ορατή και
αόρατη· θά ’πρεπε να πούμε πιο συγκεκριμένα, ότι είναι, για όσο διάστημα
«μάχεται» επί τής γης, ταυτόχρονα προ-
και μεταπασχάλια. Το δε σημείο στο οποίο αυτές οι δυό «σφαίρες»
(«περιοχές») συναντιούνται είναι ο
θάνατος του Ιησού, που κατακλείει με
μιαν ύψιστη θυσιαστική πράξη την επίγεια ζωή του, απελευθερώνοντας έτσι
ταυτόχρονα το Άγιο Πνεύμα για την Εκκλησία. Κι αυτό σημαίνει ότι η
εκκλησιαστική Ευχαριστία συμπεριλαμβάνεται, ως «αναγγελία τού θανάτου» τού
Ιησού (Β’ Κορ. 11, 26), στην τέλεια
θυσία του: ολόκληρη η Εκκλησία καλείται (ως πρώτος αποδέκτης τής Ευχαριστίας)
να θυσιαστή: «Ανήκει στη φύση αυτής τής Εκκλησίας, να θυσιάζεται η ίδια
εκτελώντας την ευχαριστιακή θυσία· να θυσιάζεται για τις δικές της αμαρτίες,
και για τις αμαρτίες τού κόσμου. Δεν υπάρχει λύτρωση σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς
τη θυσία, και δεν υπάρχει ύπαρξη που λυτρώνεται, χωρίς ταυτόχρονα να θυσιαστή»
(J. Auer, Das Mysterium der Eucharistie, στη Μικρή Καθολική Δογματική VI
– Regensburg
1974). Φανερώθηκε λοιπόν πόσο «πολύ»
προϋποθέτουν όλα τα χαρίσματα του Πνεύματος αυτήν τη θυσιαστική ύπαρξη. Ενώ όμως ξεκινούν όλα τα χαρίσματα του Πνεύματος από
τη θυσία, και αποβλέπουν όλα τα μυστήρια (πάλι) στη θυσία (ο Παύλος το αναφέρει
αυτό σαφέστατα για το βάπτισμα: Ρωμ. 6,
3), η θυσία αυτή βρίσκεται στο
κέντρο ακριβώς τής ιερωσύνης (του «κλήρου»!): η οποία είναι «θεσμός»
(«εγκαθίδρυση»), απ’ την πλευρά τής (επίγειας) ζωής τού Χριστού, ενώ γίνεται
χάρισμα ως μόνιμο αξίωμα, απ’ την πλευρά τού Αναστάντος· χάρισμα το οποίο
αναφέρεται ωστόσο στον Σταυρό – «γι’ αυτούς (τους παρόντες μαθητές) θυσιάζομαι,
ώστε να θυσιαστούν (κι αυτοί) στην αλήθεια», Ιωάν. 17, 19 -, και υποχρεώνει τον ιερέα «να ζήση την ενότητα
υπαρκτικής και θεσμικής αγιότητας»· ο ιερέας ζη μεσολαβώντας ανάμεσα σ’ ένα «θρησκευτικό σύστημα» και τη μοναδική
«αυτο-παράδοση» του Χριστού, και δεν έχει γι’ αυτό «καμμιά πλέον
προσωπική-ιδιωτική ζωή»· πρέπει δε να
βιώνη την «κανονική ενσάρκωση» του ενανθρωπήσαντος Θεού, αυτήν την
«αντικειμενοποίηση του εσωτερικού Πνεύματος», με τρόπο ώστε «να μπορή να
παρουσιάζη στον χώρο και τον χρόνο, εδώ και τώρα, τη θυσία τού Χριστού» (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο «μακριά» είναι από
εδώ η φοβερή φράση τού προηγούμενου Πάπα σε σύναξη καρδιναλίων: «Βρίσκεται
μπροστά σας και σας μιλά ο (απόστολος) Πέτρος!» … )) . «Γι’ αυτό και ο απλώς και μόνον αντικειμενικός, ο απλώς και
μόνον αντιδονατι(στι)κός ιερέας τού Opus
operatum
(του «δραστήριου» έργου), που δεν (εκ)πληρώνει με όλη την προσωπική
του δύναμη, εσωτερικά, αυτό το έργο, δεν είναι αυτός που οφείλει να είναι» (K. Rahner, Einübung
in
die
priesterliche Existenz
– «Εξασκώντας την ιερατική ύπαρξη» - Herder 1970).
Μ’ αυτό θίξαμε όμως ήδη το θέμα τού επόμενου κεφαλαίου.
( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Υποκειμενικό και αντικειμενικό Πνεύμα» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου