Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (60)

Συνέχεια από Σάββατο, 5 Δεκεμβρίου  2020

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                    4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                                 V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                         3.  Ο ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

             β)  «Απόσυρση» (του Κυρίου) ώστε να δωρηθή το Πνεύμα 

                                                                       

                                                                                                     

          Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ωστόσο μια πλευρά, η οποία αναδεικνύεται σαφώς δυό φορές στους αποχαιρετιστήριους λόγους (του Κυρίου). Η ενότητα του αναληφθέντος Κυρίου και η ενότητα του Αγίου Πνεύματος μπορούν να είναι τόσο αδιάσπαστες ακόμα αναμεταξύ τους, ώστε η απαραίτητη διάσταση (Diastase), που ανήγγειλε ο επίγειος Ιησούς, ανάμεσα στην αισθητή του μορφή και τον πνευματικό τρόπο ύπαρξής του, να παραμένη η προϋπόθεση για την πρόσβαση στην αποστολή εκ μέρους του τού Πνεύματος, καθώς και για τη δική του, πνευματική επάνοδο.   Το «κενό» αυτό (η «χασμωδία»!) είναι απαραίτητο, για να μπορή να αποκαλυφθή η λανθάνουσα στη «μερικότητα» της επίγειας ύπαρξης του Ιησού καθολικότητα. 

     «Σας λέω όμως την αλήθεια: είναι καλό για σας, το ότι φεύγω· γιατί αν δεν φύγω, δεν θα έρθη σε σας βοήθεια· αν όμως φύγω, θα σας την αποστείλω» (Ιωάν. 15, 28 - ;). Η φράση αυτή μοιάζει να λέη, ότι ο Χριστός δεν μπορεί να στείλη το Πνεύμα όσο είναι επί τής γης, εφ’ όσον η παρουσία του δεν μπορεί να «συμβιβαστή» με την παρουσία τού Πνεύματος στους μαθητές. Είναι μια φράση που ακούγεται «απόλυτη», «παραβλέποντας» άλλες φράσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο απελθών Ιησούς θα επιστρέψη και στην εποχή τής κυριαρχίας τού Πνεύματος (Ιωάν. 14, 3· 14. 28)   (( Ιωάν. 14, 1-4: «Μή ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τόν Θεόν, καί εις εμέ πιστεύετε. Εν τή οικία τού πατρός μου μοναί πολλαί εισίν· ει δέ μή, είπον άν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν· καί εάν πορευθώ καί ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι καί παραλήψομαι υμάς πρός εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, καί υμείς ήτε. καί όπου εγώ υπάγω οίδατε, καί τήν οδόν οίδατε…» )) . Θα πρόκειται για μιαν άλλην όμως επιστροφή, μιαν επιστροφή εν Πνεύματι, όπως  (θα) είναι ήδη ένα «πνεύμα ζωοποιούν» (“pneuma zoopoioun” – AKορ. 15, 45) ο αναστημένος Χριστός που εμφανίζεται στους μαθητές, με τις ιδιότητες τού «εμφανίζεσθαι» και «εξαφανίζεσθαι», και της διόδου μέσα από κλειστές πόρτες, που δεν είναι βέβαια ιδιότητες μιας θνητής σάρκας   (( Α’ Κορ. 15, 44-47: «έστι σώμα ψυχικόν, καί έστι σώμα πνευματικόν. ούτω καί γέγραπται· εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν· ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. αλλ’ ου πρώτον τό πνευματικόν, αλλά τό ψυχικόν, έπειτα τό πνευματικόν. ο πρώτος άνθρωπος εκ γής χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού…»)) . Αλλά κι αυτός ο αναστημένος Κύριος, που κατέχει ήδη το Πνεύμα και μπορεί να το απονέμη (Ιωάν. 20, 22), θα «εξαφανίζεται», εφ’ όσον (για όσον καιρό) η μορφή του μπορεί να είναι ακόμα προφανής (αντιληπτή με τις αισθήσεις), όπως το περιγράφουν επανειλημμένα και εμφαντικά οι αφηγήσεις τών εμφανίσεών του μετά την Ανάσταση. Η σκηνή με τη Μαρία Μαγδαληνή στον τάφο δείχνει, ότι δεν είναι δυνατή η αφή και η συγκράτηση της μορφής Του, καθώς ο αναστημένος Χριστός πορεύεται για να ανέλθη προς τον Πατέρα. Η δε σκηνή με τον Θωμά – που «κλείνει» το πρώτο μέρος τού τέλους τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου – γενικεύει την «εντολή»: «Μακάριοι εκείνοι που δεν βλέπουν (και δεν θέλουν να αγγίξουν)  (( Σημ.τ. μετ.: Ούτε να «αγγιχθούν»… )) , κι ωστόσο πιστεύουν».

     Κανείς δεν μπορεί να ακολουθήση άμεσα τον Ιησού που «αναχωρεί»: «Εκεί που πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε»· κι όταν επιμένη ο Πέτρος, του λέει ο Χριστός: «Εκεί που πηγαίνω, δεν μπορείς τώρα να με ακολουθήσης, θα με ακολουθήσης όμως αργότερα» (Ιωάν. 13, 33. 36)  ((Ιωάν. 13, 33-38: «τεκνία, έτι μικρόν μεθ’ υμών ειμι. ζητήσετέ με, καί καθώς είπον τοίς Ιουδαίοις ότι όπου υπάγω εγώ, υμείς ου δύνασθε ελθείν, καί υμίν λέγω άρτι. εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα καί υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις. λέγει αυτώ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πού υπάγεις; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· όπου εγώ υπάγω, ου δύνασαί μοι νύν ακολουθήσαι, ύστερον δέ ακολουθήσεις μοι. λέγει αυτώ ο Πέτρος· Κύριε, διατί ου δύναμαί σε ακολουθήσαι άρτι; τήν ψυχήν μου υπέρ σού θήσω. απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· τήν ψυχήν σου υπέρ εμού θήσεις! αμήν αμήν λέγω σοι, ου μή αλέκτωρ φωνήσει έως ού απαρνήσει με τρίς…» – Ο Κύριος πηγαίνει να σταυρωθή εκουσίως, και κανείς απ’ τους μαθητές δεν μπορεί να πάρη ακόμα τον ίδιο δρόμο… Το ότι «αναχωρεί» το λέμε μόνο στις αμαξοστοιχίες που φεύγουν για οπουδήποτε… )) . Η «εξαφάνιση» του Ιησού μπροστά απ’ τα μάτια τών μαθητών στους Εμμαούς, παραδίδοντάς τους την Ευχαριστία Του (Eucharistie), είναι σαν να «ερμηνεύη» (να «σχολιάζη») την υπόσχεσή Του, ότι: «Το Πνεύμα είναι που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί καθόλου» (Ιωάν. 6, 63). Ο Θωμάς Ακινάτης σχολιάζει σωστά, χρησιμοποιώντας ένα χωρίο τού Αυγουστίνου: «Ο Χριστός δεν ήθελε να δώση το Πνεύμα στους μαθητές όσο ο Ίδιος βρισκόταν εν ζωή, γιατί ήταν απροετοίμαστοι· εφ’ όσον το Άγιο Πνεύμα αντιτίθεται, ως πνευματική αγάπη, στη σαρκική αγάπη, και οι μαθητές ήταν αφοσιωμένοι με μια συγκεκριμένη σαρκική αγάπη στην ανθρωπότητα του Χριστού· δεν είχαν δηλ. ανυψωθή ακόμα στην πνευματική αγάπη τής θεότητάς Του… Όσον καιρό ζούσε ανάμεσα στους μαθητές, φαινόταν να είναι ένας άνθρωπος όπως κι αυτοί»  (( Σημ. τ. μετ.: «Εσύ, Πέτρο, ποιος λες ότι είμαι;» - «Είσαι αληθινά ο Υιός τού Θεού, Κύριε, και γι’ αυτό σε ακολουθούμε… Έχεις ρήματα αιώνια…» –  «Ο ίδιος ο Θεός σού τα αποκάλυψε αυτά, Πέτρε»… )) . Υπάρχει βέβαια και η παρηγορητική υπόσχεση της επανόδου Του, αλλά αυτή θα είναι πνευματική και εσωτερική όσο διαρκεί αυτός ο κόσμος, και η εγκατοίκηση του Χριστού και του Πατρός στους μαθητές, το ότι θα «δουν» μάλιστα τον Κύριο (Ιωάν. 14, 19. 21. 23), θα τους δοθή, πνευματικά κι αυτό, απ’ το Πνεύμα.   (( Ιωάν. 14, 15 κ.ε.: «Εάν αγαπάτε με, τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε, καί εγώ ερωτήσω τόν πατέρα καί άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τόν αιώνα, τό Πνεύμα τής αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό· υμείς δέ γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει καί εν υμίν έσται. ουκ αφήσω υμάς ορφανούς· έρχομαι πρός υμάς. έτι μικρόν καί ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δέ θεωρείτε με, ότι εγώ ζώ καί υμείς ζήσεσθε. εν εκείνη τή ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τώ πατρί μου καί υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν. ο έχων τάς εντολάς μου καί τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με· ο δέ αγαπών με αγαπηθήσεται υπό τού πατρός μου, καί εγώ αγαπήσω αυτόν καί εμφανίσω αυτώ εμαυτόν…» ))

     Προαναγγέλλεται έτσι μια πραγματική και «αδυσώπητη» αποστέρηση, και ζητείται απ’ τους μαθητές να χαρούν, προς χάριν τουλάχιστον της αγάπης τους προς τον Κύριο, γι’ αυτήν την αποστέρηση, που αποτελεί (ωστόσο) ένα είδος θανάτου γι’ αυτούς. «Αν με αγαπούσατε, θα είχατε χαρή που πηγαίνω προς τον Πατέρα, γιατί ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος (μείζων) από εμένα» (Ιωάν. 14, 28)· αυτή η απαιτούμενη ανιδιοτελής αγάπη προϋποθέτει κατά βάσιν, ότι οι μαθητές έχουν ήδη λάβει το Άγιο Πνεύμα τής πλήρους ανιδιοτελείας, που θα τους δωρηθή ως καρπός τής «απόσυρσης» του Υιού. Η «απαίτηση» αυτή συνιστά ωστόσο ήδη την «πεμπτουσία» κάθε απαίτησης – και ταυτόχρονα υπόσχεσης – σε ολόκληρη την επίγεια διδασκαλία τού Κυρίου: «Όποιος θέλει να εξασφαλίση την ζωή του, θα τη χάση, και όποιος χάσει για μένα την ζωή του, θα την κερδίση» (Ματθ. 10, 39)   (( Ματθ. 10, 37-40: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· καί ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· καί ός ου λαμβάνει τόν σταυρόν αυτού καί ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος. ο ευρών τήν ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, καί ο απολέσας τήν ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν. Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, καί ο εμέ δεχόμενος δέχεται τόν αποστείλαντά με…» )) . ‘Η: «Όποιος θέλει να σώση την ζωή του, θα τη χάση» (Μάρκ. 8, 35), σε συνδυασμό με την απαίτηση για αυταπάρνηση και με το να φέρουμε τον σταυρό μας ακολουθώντας τον Ιησού, και πάλι ανιδιοτελώς: «προς χάριν εμού και προς χάριν τού Ευαγγελίου» απαιτείται η αυταπάρνηση, που θα μας οδηγήση στη «σωτηρία». Ή τονίζοντας ιδιαιτέρως τις λέξεις «την ίδια μας τη ζωή»: «Όποιος θέλει να κρατήση την ίδια του τη ζωή, θα τη χάση» (Λουκ 9, 24)   (( Σημ. τ. μετ.: Ο συγγραφέας μεταφράζει συνεχώς την «ψυχή» τών Ευαγγελίων ως «ζωή»… )) . Η έκφραση «προς χάριν μου» δείχνει, ότι δεν πρόκειται για ένα γενικό «θνήσκειν» και «γίγνεσθαι», αλλά για ένα «συμπεριλαμβάνεσθαι» στην πορεία τού Ιησού προς τον Σταυρό, που «θέλει» να χάση «προς χάριν τών πολλών» την ζωή του, όπου όμως η σωτηρία τής δικής Του ζωής δεν ανήκει πια στην αποστολή Του (δεν είναι πια μέρος τής δικής Του αποστολής), αλλά είναι μια «υπόθεση» του Πατρός και του Πνεύματός του.  (( Σημ. τ. μετ.: Απίστευτο! «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, είναι μάταιη η πίστη μας», γράφει ο απόστολος Παύλος. Μάλλον στα μέρη που κατοικούν δεν ψέλνουν το «Χριστός ανέστη»… ))

     Διαφορετικά απ’ ό,τι μέσω μιας ριζικής «παραίτησης» – όχι από ένα «πράγμα», αλλά απ’ τον ίδιον τον εαυτό, απ’ την «κατοχή» εδώ τού αισθητού, ορατού, υφισταμένου Ιησού (εκ μέρους τών μαθητών) – το κορυφαίο δώρο τού Θεού, το Άγιο Πνεύμα, είναι «απρόσμενο». Ταυτόχρονα πρέπει όμως να παραιτηθούμε και από κάθε πρόβλεψη για «χρόνους και καιρούς» τής αναμενόμενης βασιλείας και από κάθε «αυτοδύναμα» εκκλησιαστικά σχέδια (Πράξ. 1, 7)  (( Πράξ. 1, 6-8: «οι μέν ούν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες· Κύριε, ει εν τώ χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις τήν βασιλείαν τώ Ισραήλ; είπε δέ πρός αυτούς· ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ούς ο πατήρ έθετο εν τή ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος τού Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, καί έσεσθέ μοι μάρτυρες έν τε Ιερουσαλήμ καί εν πάση τή Ιουδαία καί Σαμαρεία καί έως εσχάτου τής γης…» )) · ολόκληρη η αποστολική ιστορία θα αποδείξη, ότι οι αποφασιστικοί σχεδιασμοί συμβαίνουν μέσω τού ιδίου τού Αγίου Πνεύματος, είτε Αυτό παρακινεί σε κάτι, είτε εμποδίζει κάποια σχέδια, είτε αποκαλύπτει εκ των προτέρων κάποια «πράγματα», που οι άνθρωποι δεν θα τα είχαν κατά κανέναν τρόπο σχεδιάσει (Πράξ. 26, 22 κ.ε.), και τα οποία καλούνται τώρα να εκπληρώσουν «περιφρονώντας» την ίδια τους τη ζωή (ό.π. 24). Η «μεταπασχάλια» κοινότητα (μετά την Ανάσταση), που προτρέπεται να αναμένη, ικετευτικά προσευχόμενη, το Άγιο Πνεύμα, ακολουθεί, μέσω τού Κυρίου που «αποσύρεται» απ’ αυτήν, τον ίδιον τον Κύριο, ο Οποίος γνωρίζει βέβαια, ότι το δώρο τής σωτηρίας που θα αφήση πίσω του, αναβλύζει απ’ τις πληγές τού θανάτου του: «Αν κάποιος διψά, ας έρθη σε μένα, και ας πίνη όποιος πιστεύει σε μένα» (Ιωάν. 7, 37)   (( Ιωάν. 7, 37 κ.ε.: «Εν δέ τή εσχάτη ημέρα τή μεγάλη τής εορτής ειστήκει ο Ιησούς καί έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με καί πινέτω. ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ τής κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. τούτο δέ είπε περί τού Πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν· ούπω γάρ ήν Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη…» )) · όπου αυτό που αναβλύζει ερμηνεύεται δικαίως απ’ τον Ευαγγελιστή (Ιωάννη) με αναφορά στο Πνεύμα, που «δεν είναι ακόμα παρόν», καθώς προϋποθέτει τον θάνατο του Ιησού έτσι, ώστε «το πνεύμα, το ύδωρ και το αίμα» να ισχύουν ως μια και μοναδική απόδειξη (Α’ Κορ. 5, 8) για το ότι ο Θεός έφτασε «μέχρι τέλους» παραδίδοντας τον Υιό του (Ιωάν. 13, 1). Το ότι αυτή η αναβλύζουσα απ’ τον θάνατο (εκ θανάτου) ζωή τού Θεού «τίθεται» στην ψυχή όποιου την υποδέχεται διψασμένος, και γίνεται η ίδια εκεί «πηγή αιωνίου ζωής», αυτό το υπόσχεται ο Ιησούς εκ των προτέρων στη Σαμαρείτιδα (Ιωάν. 4, 14).

     Ο οικονομικός θάνατος του Υιού αποσαφηνίζεται όμως έτσι ως η εγκόσμια αποκάλυψη της ενδοτριαδικής κένωσης (Kenose) ή ανιδιοτέλειας της αγάπης Πατρός και Υιού, η οποία είναι και η προϋπόθεση, όπως έχουμε δείξει, για την προέλευση (βλ. «εκπόρευση») του απολύτου, μη κενωτικού πνεύματος αγάπης τού Θεού. Η τριαδική οικονομική «αυτοεγκατάλειψη», είναι το θεμέλιο ολόκληρης της χριστιανικής ύπαρξης. «Η διδασκαλία τής κένωσης είναι η ειδοποιός διαφορά τού χριστιανισμού», λέει δικαίως ο Theo Kobusch. Ο Παύλος περιέγραψε το βάπτισμα ως είσοδο σ’ αυτήν την ύπαρξη, ως «βάπτισμα στον θάνατο του Χριστού» (Ρωμ. 6, 4), και η πρώιμη Εκκλησία εξέλαβε απολύτως σοβαρά αυτήν την έννοια του βαπτίσματος   (( Ρωμ. 6, 1 κ.ε.: «Τί ούν ερούμεν; επιμενούμεν τή αμαρτία ίνα η χάρις πλεονάση; μή γένοιτο. οίτινες απεθάνομεν τή αμαρτία, πώς έτι ζήσομεν εν αυτή; ή αγνοείτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τόν θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν; συνετάφημεν ούν αυτώ διά τού βαπτίσματος εις τόν θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά τής δόξης τού πατρός ούτω καί ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. ει γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τώ ομοιώματι τού θανάτου αυτού, αλλά καί τής αναστάσεως εσόμεθα, τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή τό σώμα τής αμαρτίας, τού μηκέτι δουλεύειν ημάς τή αμαρτία· ο γάρ αποθανών δεδικαίωται από τής αμαρτίας. ει δέ απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι καί συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει. ό γάρ απέθανε, τή αμαρτία απέθανεν εφάπαξ, ό δέ ζή, ζή τώ Θεώ…» - Ό,τι και να πούνε, ό,τι και να καταγράψουνε, η «αλήθεια» τους απέχει απ’ την αλήθεια του Κυρίου όσο το ψέμμα απ’ την αλήθεια, και το σκοτάδι από το φως… )) . Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας και ο «διάπλους» τού Κατακλυσμού απεικονίζουν, σύμφωνα με τα (χωρία) Α’ Κορ. 10, 2 και Α’ Πέτρ. 3, 21, το βάπτισμα, παραπέμποντας αμφότερα σε μιαν ζωή μέσα από τον θάνατο: ζωή που αποκτάται μέσω μιας καθόδου (descensus) στον Άδη  (( ο συγγραφέας γράφει: «σ’αυτό που φέρνει τον θάνατο, στο θανατηφόρο» )) . Οι Πατέρες «εξηγούν» τη μυστηριακή πράξη τού θανάτου ως μια «στάση» που προσδιορίζει, σύμφωνα με τα κείμενα του Ευαγγελίου, ολόκληρη τη χριστιανική ύπαρξη, ως το «να έχης πεθάνει» μαζί με τον Χριστό και να ζης «κρυμμένα» μαζί Του στον Θεό (πρβλ. Κολ. 3, 3).

    Για την αναμονή και την υποδοχή τού Πνεύματος μένει αποφασιστικό στην αποστολική ιστορία, ότι το χάρισμα της Πεντηκοστής (αποβλέποντας στην απάρνηση του θανάτου εκ μέρους τής γενόμενης Εκκλησίας) οδηγεί σε δυό κατευθύνσεις: στο ιεραποστολικό άνοιγμα της Εκκλησίας στον κόσμο και στη μίμηση (ως «μαρτύριο» - Martyrion) του διωγμού και του θανάτου τού Χριστού.

     ( συνεχίζεται, με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: «Κεφαλή και ψυχή τής Εκκλησίας;» )

AYΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ  ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ BISHOPOQUE ΕΙΣΧΩΡΗΣΕ ΚΑΙ ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ. ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΗΛΙΟΥ ΦΑΕΙΝΟΤΕΡΟΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΡΕΣ ΤΟΥ ΕΠ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ.

Αργολίδος, 20/12/20 : «όποιος θέλει να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει ενώ εμείς το απαγορεύσαμε, δουλεύει στον διάβολο και η Θεία Κοινωνία γίνεται εις κρίμα και εις κατάκριμα. Ακόμη και ο ιερέας, που παρά την γνώμη του επισκόπου λειτουργεί κρυφά και κοινωνεί κρυφά κάποιους λεγόμενους «πιστούς», «τῷ διαβόλῳ δουλεύει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: