Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (13)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

53. ΓΡΗΓ. Εγώ τότε, αφού συλλογίστηκα για λίγο και σκέφτηκα την έννοια των λόγων της, είπα: «Μου φαίνεται, με όσα ειπώθηκαν, προκύπτει κάποια αντίφαση στα θέματα που συζητήθηκαν για τα πάθη. Διότι, νομίσαμε ότι αυτά τα κινήματα των παθών, τα οποία απαρίθμησες στην προηγούμενη συζήτησή μας, όπως ο θυμός, ο φόβος, η ηδονή, η επιθυμία και τα παρόμοια, ενεργούν στην ψυχή μας εξαιτίας της συγγένειάς της με τα άλογα. Παράλληλα όμως είπες ότι η καλή χρήση τους (των παθών) είναι αρετή, ενώ η σφαλερή κακία· και πρόσθεσες ακόμη στη συζήτηση ότι και κάθε άλλο (πάθος) συμβάλλει στον ενάρετο βίο, διότι με την επιθυμία ανεβαίνουμε προς το Θεό, σαν να αναρριχόμαστε προς Αυτόν με μια αλυσίδα κάτω από τη γη. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα επιχειρήματα (του λόγου σου) αντιφάσκουν με το συμπέρασμα».

54. ΜΑΚΡ. «Πώς το λες αυτό;», με ρώτησε εκείνη.

ΓΡΗΓ. «Αφού με την κάθαρση, απάντησα, σβήνει μέσα μας κάθε άλογη κίνηση, είναι επόμενο ότι δεν υφίσταται καθόλου ούτε η επιθυμία· κι αφού δεν υπάρχει αυτή, δεν υπάρχει επιθυμία ούτε για τα καλύτερο (αγαθό)· διότι δεν έμεινε στην ψυχή καμιά κίνηση (πάθος), που να την διεγείρει να επιθυμεί τα αγαθά».

55. ΜΑΚΡ. «Στην αντίρρηση αυτή, είπε εκείνη, απαντάμε το εξής: η θεωρητική και διακριτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα της θεοείδειας της ψυχής· διότι και το Θεό με αυτές τον αντιλαμβανόμαστε. Εάν, λοιπόν, είτε με τον πνευματικό αγώνα τής παρούσης ζωής είτε με την κάθαρση μετά απ’ αυτήν, ελευθερωθεί η ψυχή από την εξάρτησή της από τα άλογα πάθη, τότε τίποτε δεν την αποκλείει από τη θεωρία του καλού. Διότι το καλό από τη φύση του ελκύει καθέναν που προσβλέπει σ’ αυτό. Εάν, λοιπόν, η ψυχή καθαριστεί από κάθε κακία, σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στο καλό. Και καλό στη φύση του είναι το Θείο, στο οποίο η ψυχή θα προσδένεται με την καθαρότητά της όπως συνδέεται με συγγενή της.

Εάν, λοιπόν, γίνει αυτό, τότε δεν θα μας χρειάζεται πλέον η λειτουργία της επιθυμίας, για να μας οδηγήσει στο καλό. Μόνον όποιος βρίσκεται στο σκοτάδι, αυτός επιθυμεί το φως. Εάν όμως βρεθεί στο φως, την επιθυμία διαδέχεται η απόλαυση· και η κυριαρχία της απολαύσεως θα καταστήσει αργή και άχρηστη την επιθυμία.

Καμία, λοιπόν, ζημία δεν θα έχει η ψυχή στη μετοχή της στο αγαθό, εάν απελευθερωθεί από τέτοια κινήματα (των παθών)· θα επανέλθει πάλι στον εαυτό της και θα δει ακριβώς την ύπαρξή της, ποιά ακριβώς είναι· και, σαν σε καθρέφτη που απεικονίζει, θα βλέπει με το δικό της κάλλος το αρχέτυπό της.

Πράγματι, σ’ αυτό ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι αποτυπώνεται η ακριβής ομοίωση με το Θεό· να μιμείται δηλαδή, όσο γίνεται, η δική μας ψυχή την ανωτέρή μας ύπαρξη. Διότι η φύση (του Θεού), που υπάρχει πάνω από κάθε (κατα)νόηση, βρίσκεται μακριά από τις δικές μας αντιλήψεις· διάγει τη ζωή της με διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως εμείς ζούμε την παρούσα ζωή. Διότι εμείς οι άνθρωποι, επειδή η φύση μας βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση, πηγαίνουμε εκεί που μας οδηγεί η ορμή της προαιρέσεώς μας· η ψυχή όμως, θα έλεγε κανείς, δεν διάγει το επόμενο στάδιο της υπάρξεώς της όπως και το προηγούμενο.

56. Διότι η ελπίδα καθοδηγεί (την ψυχή) στην κίνησή της προς τα μπρος, ενώ η μνήμη διαδέχεται την ελπίδα, όταν προχωρήσει η κίνηση προς τα μπρος. Αλλά, εάν βέβαια η ελπίδα οδηγεί την ψυχή σ’ αυτό που είναι καλό από τη φύση του, τότε η κίνηση της προαιρέσεως χαράσσει στη μνήμη ίχνος ευχάριστο. Εάν όμως ο άνθρωπος αποτύχει στην επιδίωξη τού καλύτερου, επειδή η ελπίδα ξεγέλασε την ψυχή με ψεύτικο κάλλος, η μνήμη, που ακολουθεί τα γεγονότα, γίνεται αιτία ντροπής. Και έτσι γίνεται μέσα στην ψυχή εμφύλιος πόλεμος· η μνήμη μάχεται ενάντια στην ελπίδα, επειδή έγινε κακός οδηγός της προαιρέσεως.

Τέτοια πράγματι έννοια έχει σαφώς το πάθος της ντροπής, όταν η ψυχή πληγώνεται από το αποτέλεσμα· χρησιμοποιεί τη μετάνοια σαν μαστίγιο εναντίον της αθέλητης ορμής και προκαλεί σε συμμαχία τη λησμονιά ενάντια στη λύπη. Αλλά σε μας βέβαια η φύση, επειδή είναι φτωχή από το καλό, πάντοτε τρέχει προς αυτό που της λείπει· και αυτός ο πόθος του ελλείποντος αποτελεί την ίδια την επιθυμητική διάθεση της φύσεώς μας· η οποία, είτε σφάλλει από απειρία (ακρισία) να φτάσει το όντως καλό, είτε πετυχαίνει εκείνο που τυγχάνει να είναι αγαθό.

57. Η φύση πάλι (Θεός) που ξεπερνά κάθε έννοια του αγαθού και κάθε δύναμη, επειδή δεν έχει ανάγκη κανένα από εκείνα που θεωρούνται αγαθά, αποτελεί η ίδια την πληρότητα όλων των αγαθών. Δεν βρίσκεται στο καλό γιατί μετέχει σε κάποιο καλό, αλλά η ίδια είναι η φύση του καλού, οτιδήποτε κι αν υποθετεί ο νους ότι είναι το καλό. Αυτή η φύση δεν δέχεται για τον εαυτό της την κίνηση της ελπίδος –διότι η ελπίδα κινείται μόνον προς αυτό που δεν υπάρχει· "αυτό όμως που το έχει κάποιος, γιατί να το ελπίζει;", λέει ο Απόστολος. Ούτε πάλι χρειάζεται την ικανότητα της μνήμης για να γνωρίζει ακριβώς τα όντα· διότι αυτό που βλέπει, δεν έχει ανάγκη να το θυμάται.

Επειδή, λοιπόν, η θεία φύση είναι πέρα από κάθε αγαθό –και το αγαθό βέβαια αγαπά το αγαθό–, γι’ αυτό βλέποντας μέσα της και ό,τι έχει θέλει και ό,τι θέλει έχει· δεν δέχεται τίποτε απέξω για τον εαυτό της, ενώ έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτε εκτός από την κακία, η οποία –όσο κι αν είναι παράδοξο να το πούμε– έχει την ύπαρξή της στην ανυπαρξία. Διότι τίποτε άλλο δεν γεννά την κακία παρά η στέρηση του όντος. Και αυτό που όντως είναι ον (ύπαρξη) είναι η φύση του αγαθού. Και ό,τι δεν βρίσκεται στην ύπαρξη (δεν είναι ον), βρίσκεται στην ανυπαρξία.

58. Όταν, λοιπόν, και η ψυχή πετάξει από πάνω της όλα τα διάφορα κινήματα (πάθη) της φύσεως και γίνει όμοια με τη θεία φύση· όταν ξεπεράσει την επιθυμία και βρίσκεται εκεί που προηγουμένως την οδηγούσε η επιθυμία· τότε, δεν επιτρέπει πλέον τίποτε στον εαυτό της, ούτε την ελπίδα ούτε τη μνήμη, διότι κατέχει αυτό που ελπίζει. Η ασχολία πάλι για την απόλαυση των αγαθών αποβάλλει τη μνήμη από το νου. Και έτσι μιμείται την υπεροχική ζωή που έχει αποτυπωθεί από τις ιδιότητες της θείας φύσεως· ώστε, τίποτε άλλο να μην επιδιώκει παρά μόνον την αγάπη, η οποία από τη φύση της βλαστάνει μαζί με το αγαθό. Διότι αγάπη είναι το εξής, η εσωτερική σχέση προς το επιθυμητό.

Όταν, λοιπόν, η ψυχή γίνει απλή και έχει μόνο ένα πάθος (αγάπη) και είναι περίπου όμοια με τη θεία φύση, θα βρει πράγματι ένα απλό και άϋλο αγαθό, που είναι το μόνο αγαπητό και επιθυμητό. Ενώνεται και αναμειγνύεται (η ψυχή), με την αγαπητική διάθεση και ενέργειά της, μ’ αυτό (αγαθό=Θεός)· εκτυπώνει την μορφή της σύμφωνα μ’ αυτό, που πάντοτε νοείται και υπάρχει. Γίνεται, με την ομοίωση του αγαθού, ό,τι ακριβώς είναι η φύση αυτού στο οποίο μετέχει. Επειδή εκείνο (το αγαθό=Θεός) δεν έχει καμιά επιθυμία, διότι δεν του λείπει κανένα από τα αγαθά, είναι επόμενο και η ψυχή να γίνεται κι αυτή ανενδεής· διώχνει από πάνω της την επιθυμητική κίνηση και διάθεση, η οποία τότε μόνον υφίσταται, όταν απουσιάζει το αντικείμενο του πόθου.

Στο δόγμα αυτό μας οδηγεί και ο θείος Απόστολος (Παύλος), ο οποίος προανήγγειλε παύση και καταστολή όλων των ενεργημάτων που υπάρχουν τώρα μέσα μας και μας κατευθύνουν στο αγαθό· μόνο για την αγάπη δεν υπάρχει τέλος. Διότι, είπε, οι προφητείες θα καταργηθούν και τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς θα σταματήσουν· η αγάπη όμως ποτέ δεν πέφτει· πράγμα που σημαίνει ότι (η αγάπη) πάντοτε μένει η ίδια. Αλλά, λέγοντας ότι θα παραμείνουν μαζί με την αγάπη η πίστη και η ελπίδα, πάλι αυτήν, δικαιολογημένα, τοποθετεί επικεφαλής. Διότι η ελπίδα ενεργεί μέχρις ότου δεν έχει έλθει η απόλαυση των ελπιζομένων· και η πίστη παρόμοια γίνεται στήριγμα της αβεβαιότητας των ελπιζομένων. Γι’ αυτό και έδωσε τον ορισμό της, λέγοντας: "πίστη είναι υπόσταση (πραγμάτωση) όσων ελπίζουμε".

59. Όταν όμως εκπληρωθεί αυτό που ελπίζουμε και όλες οι άλλες (αρετές) καταργούνται, τότε μένει μόνον η ενέργεια της αγάπης, χωρίς να βρίσκει διάδοχό της. Γι’ αυτό και (η αγάπη) είναι πρώτη σ’ όλα τα επιτεύγματα των αρετών και των εντολών του (θείου) νόμου. Εάν, λοιπόν, φτάσει κάποτε η ψυχή σ’ αυτό το τέρμα, τότε δεν θα έχει ανάγκη τις άλλες αρετές, επειδή θα έχει πραγματώσει τον ανώτατο σκοπό των όντων και μόνη της θα φαίνεται ότι διατηρεί μέσα της τα χαρακτηριστικά της θείας μακαριότητας.

Διότι η ζωή της άνω (θείας) φύσεως είναι αγάπη· επειδή το καλό είναι αγαπητό σ’ εκείνους που το γνωρίζουν, και ο Θεός πάλι γνωρίζει τον εαυτό του· γι’ αυτό, και η γνώση αυτή είναι αγάπη. Διότι, είναι καλό από τη φύση του αυτό που γνωρίζεται· και το αληθινά καλό δεν το αγγίζει η ύβρις του χορτασμού. Εφόσον, λοιπόν, ο χορτασμός δεν διακόπτει τη σχέση της αγάπης προς το καλό, πάντοτε η θεία ζωή θα ενεργεί με την αγάπη, η οποία είναι από τη φύση της καλή, και αγαπά αυτό που από τη φύση του είναι καλό· η ενέργεια της αγάπης δεν έχει όριο, διότι ούτε του καλού υπάρχει τέρμα, ώστε η αγάπη να τερματίζει στο τέρμα του καλού. Διότι το καλό σταματά μόνον από το αντίθετό του. Όπου όμως η φύση δεν αποδέχεται το κακό, τότε το αγαθό θα προχωρεί στο ατελείωτο και απεριόριστο.

60. Επειδή, λοιπόν, κάθε φύση ελκύει τα συγγενή της –και ο άνθρωπος συγγενεύει κάπως με το Θεό, διότι αποτελεί ο εαυτός του εικόνα (μίμηση) του αρχετύπου–, υποχρεωτικά η ψυχή έλκεται προς το θείο και συγγενικό της (Ον). Πρέπει βέβαια οπουδήποτε και οπωσδήποτε να αποδοθεί στο Θεό το δικό του. Εάν, λοιπόν, η ψυχή είναι ελαφριά και απλή, χωρίς να την πιέζει κανένα σωματικό βάρος, τότε η προσκόλλησή της προς αυτό που την ελκύει γίνεται ευχάριστη και εύκολη.

Εάν, όμως, (η ψυχή) είναι προσηλωμένη στα υλικά με τα καρφιά των βιωτικών φροντίδων, τότε παθαίνει κάτι ανάλογο με τα σώματα τα καταπλακωμένα από χώματα στην περίπτωση των σεισμών. Και ας υποθέσουμε ότι τα σώματα δεν έχουν μόνο πάνω τους το βάρος των συνεπειών του σεισμού, αλλά ορισμένα έχουν τρυπηθεί κιόλας με βέλη και ξύλα που ήταν μέσα στα χώματα· κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό να συμβαίνει στα σώματα που βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση και τα ανασύρουν οι συγγενείς τους, για να τα θάψουν. Τα σώματα αυτά σίγουρα θα φανούν και θα κομματιαστούν και θά πάθουν κάθε τι το φοβερό, διότι τα ξεσχίζουν τα χώματα και τα καρφιά, καθώς ανασύρονται με δύναμη.

Από κάποιο τέτοιο πάθος, νομίζω, υποφέρει και η ψυχή, όταν η δύναμη του Θεού από αγάπη ελκύει εκείνο που της ανήκει από τις παράλογες και υλιστικές καταστάσεις. Διότι ο Θεός, που απαιτεί και ελκύει προς τον εαυτό του κάθε τι που αυτός το δημιούργησε, δεν επιφέρει, σύμφωνα με τη γνώμη μου, αυτές τις οδυνηρές διαθέσεις στους αμαρτωλούς, από μίσος και τιμωρία για την κακή τους ζωή. Αλλά, για καλύτερο σκοπό ελκύει Αυτός την ψυχή προς τον εαυτό του, που αποτελεί την πηγή κάθε ευτυχίας. η οδυνηρή όμως διάθεση είναι φυσιολογικό να συμβαίνει σε κάθε ελκυόμενο.

Και όπως όσοι καθαρίζουν με φωτιά την ύλην που αναμίχθηκε με το χρυσό, δεν λειώνουν μόνο το ψεύτικο στοιχείο, αλλά αναγκαστικά μαζί με το κίβδηλο λειώνουν και το καθαρό, κι όταν το κίβδηλο κατακαεί, μένει μόνο αυτό (το καθαρό)· έτσι κι όταν η κακία λειώνει στην ακοίμητη φωτιά της καθάρσεως, υποχρεωτικά βρίσκεται στη φωτιά και η ψυχή που είναι ενωμένη μαζί της· έως ότου η διεσπαρμένη απατηλή, υλιστική και κίβδηλη κατάσταση (της κακίας) κατακαεί με την αιώνια φωτιά.

Και όπως ακριβώς όταν ένα σχοινί περιτυλιχθεί από παχύ στρώμα κολλώδους λάσπης και, στη συνέχεια, η αρχή του σχοινιού περάσει από μια στενή τρύπα και το τραβάει κάποιος με δύναμη από την άκρη του μέσα απ’ αυτήν, υποχρεωτικά το σχοινί ακολουθεί το τράβηγμα· ενώ η λάσπη που το περιβάλλει από το δυνατό τράβηγμα αποξύνεται και μένει έξω από την τρύπα που περνάει το σχοινί· η λάσπη γίνεται αιτία να μην περνάει εύκολα το σχοινί την τρύπα, αλλά να υφίσταται βίαιο τέντωμα από το τράβηγμα. Κάτι τέτοιο, νομίζω, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι παθαίνει και η ψυχή, που έχει τυλιχθεί με τα γήϊνα και υλιστικά πάθη· υποφέρει και κουράζεται, επειδή ο Θεός ελκύει προς τον εαυτό του ό,τι είναι δικό του· και ό,τι ξένο έχει κολλήσει πάνω της, αποξύνεται με βία και δημιουργεί στην ψυχή οξείς και ανυπόφορους πόνους».

61. ΓΡΗΓ. «Έτσι, λοιπόν, είπα εγώ, όπως φαίνεται απ’ όσα λέχθηκαν προηγουμένως, δεν τιμωρεί με την κόλαση τους αμαρτωλούς η κρίση του Θεού, αλλά, όπως απέδειξαν τα επιχειρήματα, ενεργεί μόνο για να ξεχωρίσει το αγαθό και να τραβήξει την ψυχή στην κοινωνία της μακαριότητος· το ξεχώρισμα όμως των συνυφασμένων στοιχείων (ψυχής και παθών) προκαλεί πόνο στην ελκόμενη (ψυχή)».

ΜΑΚΡ. «Αυτή είναι και η δική μου άποψη, είπε η δασκάλα. Μέτρο του πόνου είναι η ποσότητα της κακίας που υπάρχει στον καθέναν. Διότι δεν είναι δίκαιο, αυτός που πέφτει σε τόσα πολλά απαγορευμένα κακά και αυτός που έχει διαπράξει ελαφρά πλημμελήματα, να υποστούν την ημέρα της κρίσεως την ίδια τιμωρία για την κακή τους συνήθεια. Αλλά, εκείνη η φλόγα που προκαλεί οδύνη θα κάψει ανάλογα με την ποσότητα της κακίας, λίγο ή πολύ, έως ότου υπάρχει υλικό που την τρέφει.

Σ’ όποιον, λοιπόν, είναι πολύ το φορτίο της υλοφροσύνης, εξ ανάγκης και η η φωτιά που θα τον κατακαίει θα είναι μεγάλη και θα διαρκεί πολύ. Σ’ όποιον όμως το υλικό που έχει αναμιχθεί για να καεί είναι λιγότερο, τόσο πιο χαμηλή σε ένταση και δριμύτητα θα είναι η φωτιά που θα τιμωρεί (κόλαση)· θα ελαττώνεται ανάλογα με την ποσότητα της κακίας του υποκειμένου (ανθρώπου).

Διότι πρέπει εξάπαντος και με οποιοδήποτε τρόπο να βγεί κάποτε το κακό από το ον (ύπαρξη)· και όπως είπαμε παραπάνω, να μην υπάρχει καθόλου το μη ον (κακό). Επειδή, πράγματι, η κακία έχει τη φύση της έξω από την προαίρεση (θέληση), όταν κάθε προαίρεση είναι με το Θεό, τότε η κακία θ’ αφανιστεί εντελώς, διότι δεν θα της απομείνει καμιά ψυχή να τη δεχθεί».

62. ΓΡΗΓ. «Αλλά, ρώτησα, ποιό είναι το κέρδος αυτής της καλής ελπίδος για εκείνον που σκέφτεται πόσο μεγάλο είναι το κακό, να υποστεί την οδύνη του και για ένα μόνο χρόνο; Κι αν, βέβαια, η ανυπόφορη εκείνη οδύνη παραταθεί στην αιωνιότητα, ποιά παρηγοριά μένει για την μετέπειτα ελπίδα σ’ εκείνον που η κόλαση διαρκεί για την αιωνιότητα;».

63. ΜΑΚΡ. Ώστε, λοιπόν, πρέπει να φροντίσουμε ή να διατηρήσουμε την ψυχή μας καθαρή και αμόλυντη από τις προσβολές της κακίας ή, εάν αυτό είναι παντελώς αδύνατο, εξαιτίας της εμπαθούς φύσεώς μας, να προσέξουμε τα λάθη της απομακρύνσεώς μας από την αρετή να είναι, κατά το δυνατόν, ασήμαντα και να θεραπεύονται εύκολα.

Διότι η διδασκαλία του Ευαγγελίου αναφέρει οφειλέτες μυρίων ταλάντων, πεντακοσίων δηναρίων, πενήντα δηναρίων και ενός κοδράντη, ο οποίος είναι το μικρότερο νόμισμα. Η δικαιοσύνη όμως του Θεού τους κρίνει όλους (τους οφειλέτες), και επιβάλλει υποχρεωτικά την εξόφληση ανάλογα με το ποσό της οφειλής, χωρίς να παραβλέπει και το μικρότερο χρέος.

Η αποπληρωμή της οφειλής, διηγείται το Ευαγγέλιο, δεν γίνεται με την επιστροφή των χρεωστουμένων χρημάτων, αλλά ο οφειλέτης παραδίνεται στους βασανιστές, έως ότου ξοφλήσει όλο το χρέος. Αυτό σημαίνει ότι με τα βασανιστήρια εξοφλείται το υποχρεωτικό χρέος, δηλαδή με την τιμωρία να γευθεί οδύνες και λύπες· αυτές, δηλαδή, που χρεώθηκε στη διάρκεια του βίου του, επειδή προτίμησε, από απερισκεψία, την ασύδοτη και άμετρη ηδονή του αντιθέτου (κακού). Και έτσι, αφού αποθέσει κάθε τι το ξένο προς τον εαυτό του, την αμαρτία δηλαδή, και αποβάλει την ντροπή των χρεών, θα βρεθεί πάλι ελεύθερος και άφοβος.

64. Ελευθερία πάλι είναι η εξομοίωση με την ανεξαρτησία και την αυτονομία· ο Θεός στην αρχή μας δώρησε την ελευθερία, αλλά με τις ντροπές των χρεών των αμαρτιών μας την καταχωνιάσαμε. Και κάθε μορφή ελευθερίας μία είναι στην ουσία της και βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό της. Επομένως, κάθε τι το ελεύθερο ταιριάζει με το όμοιό του. Και μόνον η αρετή είναι ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη όμως είναι και η ελευθερία και θα συναφθεί με την (ανεξάρτητη) αρετή. Και, βέβαια, αιτία κάθε αρετής είναι η θεία φύση. Επομένως, όσοι έχουν απαλλαγεί από την κακία θα ενωθούν μ’ αυτήν (τη θεία φύση), για να είναι ο Θεός το παν για τα πάντα, όπως λέει ο Απόστολος.

Αυτά τα λόγια, νομίζω, πιστοποιούν τη σκέψη που είχαμε εκθέσει προηγούμενα και λέει, ότι ο Θεός θα γίνει τα πάντα και θα είναι σε όλα. Διότι, η παρούσα ζωή βιώνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους και είναι πολλά αυτά στα οποία μετέχουμε, όπως ο χρόνος, ο αέρας και ο τόπος, η βρώση και πόση, τα σκεπάσματα, ο ήλιος, το λυχνάρι και άλλα πολλά απαραίτητα για τη ζωή των πολλών, από τα οποία όμως κανένα δεν είναι ο Θεός. Αντίθετα, η προσδοκώμενη μακαριότητα (της αιώνιας ζωής) δεν έχει ανάγκη από τίποτε, διότι θα τα αντικαταστήσει όλα για χάρη μας η θεία φύση, επιμερίζοντας κατάλληλα τον εαυτό της, για να καλύψει κάθε ανάγκη της ζωής εκείνης.

Και αυτό το βεβαιώνουν τα λόγια της Αγίας Γραφής, ότι δηλαδή ο Θεός γίνεται για τους αξίους και τόπος, και οικία, και ένδυμα, και τροφή, και πόση, και φως, και πλούτος, και βασιλεία, και κάθε έννοια και όνομα απ’ όσα συναπαρτίζουν την αγαθή (αιώνια) ζωή μας. Και Αυτός που γίνεται τα πάντα, θα είναι και σε όλα. Μ’ αυτή τη φράση, μου φαίνεται, η Γραφή εννοεί την ολοκληρωτική εξαφάνιση της κακίας. Διότι, εάν ο Θεός θα είναι σε όλα τα όντα, τότε η κακία δεν μπορεί να βρίσκεται σ’ αυτά. Εάν κανείς υποθέσει ότι και εκείνη βρίσκεται εκεί, τότε πώς θα σωθούν (τα όντα) από το Θεό που βρίσκεται σε όλα αυτά; Διότι, η εξαίρεση εκείνης (να βρίσκεται και η κακία στα όντα), κάνει ελλιπή την συμπερίληψη όλων των όντων (στο Θεό). Αυτός που θα είναι σε όλα, δεν θα είναι στα μη όντα (κακία).

65. ΓΡΗΓ. «Τί, λοιπόν, ρώτησα, πρέπει να λέω σ’ εκείνους που συμπεριφέρονται με γογγυσμό στις συμφορές;»

ΜΑΚΡ. «Θα τους πούμε, απάντησε η δασκάλα, ότι μάταια δυσανασχετείτε, φίλοι μας, και παραπονείσθε για τη σειρά της αναγκαίας ροής των πραγμάτων (στη ζωή)· αγνοείτε το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί το κάθετι στο σύμπαν, ότι δηλαδή όλα, ακολουθώντας κάποια τάξη και συνέπεια σύμφωνα με το σχέδιο του σοφού καθοδηγητή, πρέπει να οικειωθούν τη θεία φύση. Γι’ αυτό το σκοπό δημιουργήθηκε η λογική φύση, για να μη μένει ανεκμετάλλευτος ο πλούτος των θείων αγαθών. Αλλά είναι, σαν να κατασκεύασε η θεία Σοφία, που έφτιαξε τα πάντα, τα δοχεία των ψυχών ως αγγεία προαιρετικά, στα οποία υπάρχει χώρος για να δεχτούν τα αγαθά· και ο οποίος (χώρος) συνέχεια αυξάνει με την προσθήκη εισερχομένων αγαθών.

Τέτοια είναι η μετοχή στα αγαθά του Θεού, ώστε αυτόν που μετέχει να τον καθιστά μεγαλύτερο και πιο δεκτικό· προσθέτει δύναμη και μέγεθος σ’ αυτόν που τα δέχεται (τα αγαθά), με αποτέλεσμα να αυξάνεται αυτός που τρέφεται μ’ αυτά και να μην σταματά ποτέ η αύξηση. Διότι, καθώς η πηγή των αγαθών είναι αστείρευτη, η φύση του μετέχοντος σ’ αυτά, επειδή τίποτε απ’ όσα λαμβάνει δεν είναι σκουπίδι και άχρηστο και όλο όσο εισέρχεται προστίθεται στο μέγεθος του, γίνεται πιο ελκυστική για το αγαθό και περισσότερο ευρύχωρη. Διότι και τα δύο ενισχύονται το ένα από το άλλο: και η δύναμη που τρέφεται με την αφθονία των αγαθών συντελεί στην αύξηση, και η χορηγία που τρέφει μεγαλώνει κι αυτή μαζί με την επίδοση των μετεχόντων που αυξάνουν. Και είναι εύλογο να φτάσει σε τέτοιο μέγεθος (η φύση μας), επειδή δεν υπάρχει κανένα όριο να σταματήσει την αύξησή της.

66. Αφού, λοιπόν, υπάρχουν μπροστά μας τέτοια αγαθά, αγανακτείτε για την πορεία που έχει χαραχθεί στη φύση μας, για να βαδίσει προς το σκοπό της; Διότι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος να βαδίσουμε προς εκείνα (τα αγαθά), αν αυτό το βάρος μας, εννοώ το βαρύ και γήϊνο φορτίο μας, δεν ξεφορτωθεί από την ψυχή μας· κι αν δεν καθαρθούμε με μεγαλύτερη επιμέλεια από την προσκόλλησή μας σ’ αυτό, που την αποκτήσαμε στην παρούσα ζωή, ώστε με την καθαρότητα να μπορέσουμε να πλησιάσουμε στο όμοιό μας (Θεό).

Εάν πάλι είσαι πολύ δεμένος με το σώμα αυτό και σε στενοχωρεί ο χωρισμός από το αγαπημένο σου, μην απελπίζεσαι γι’ αυτό. Διότι θα δεις αυτό το σωματικό περίβλημα, που τώρα το διαλύει ο θάνατος, να υφαίνεται πάλι με τα ίδια υλικά· όχι βέβαια για να δώσει την ίδια παχιά και βαρειά μορφή, αλλά με κλώσιμο του νήματος για να υφάνει πιο λεπτή και αέρινη μορφή. Έτσι, και θα είναι κοντά σου το αγαπημένο (σώμα) και θα έχει αποκαταστασθεί αυτό σε καλύτερη και ωραιότερη ομορφιά».

Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΚΟΣΜΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ΝΟΥΣ. ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΦΘΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΙ.

Το πρωτότυπο κείμενο


53. ΓΡΗΓ. Ἐγὼ δὲ μικρὸν ἐπισχὼν καὶ ἀναλαβὼν τὴν τῶν εἰρημένων διάνοιαν, «Δοκεῖ μοι, εἶπον, τοῖς περὶ παθῶν προεξητασμένοις ἀνακύπτειν ἐκ τῶν εἰρημένων τις ἐναντίωσις. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς πρὸς τὰ ἄλογα συγγενείας ἐνομίσθη τὰ τοιαῦτα τῆς ψυχῆς ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖσθαι κινήματα, ὅσα προσλαβὼν ὁ λόγος ἀπηριθμήσατο, θυμόν τε καὶ φόβον, καὶ ἡδονὴν καὶ ἐπιθυμίαν, καὶ τὰ τοιαῦτα· εἴρηται δὲ τὴν μὲν ἀγαθὴν τῶν τοιούτων χρῆσιν ἀρετὴν εἶναι, διὰ δὲ τῆς ἐσφαλμένης τὴν κακίαν γίνεσθαι· προσέθηκε δὲ ὁ λόγος ἑκάστου τε τῶν ἄλλων τὴν πρὸς τὸν κατ᾿ ἀρετὴν βίον συνεισφοράν, ὅτι δι᾿ ἐπιθυμίαν πρὸς τὸν Θεὸν ἀναγόμεθα, οἷόν τινα σειρὰν κάτωθεν πρὸς αὐτὸν ἀνελκόμενοι, δοκεῖ πως, ἔφην, ἐναντιοῦσθαι πρὸς τὸν σκοπὸν ὁ λόγος».

54. ΜΑΚΡ. «Πῶς τοῦτον λέγεις;» φησίν.

ΓΡΗΓ. «Ὅτι τοι, εἶπον, τῆς ἀλόγου πάσης κινήσεως μετὰ τὴν κάθαρσιν ἐν ἡμῖν ἀποσβεσθείσης, οὐδὲ τὸ ἐπιθυμητικὸν πάντως ἔσται· τούτου δὲ μὴ ὄντος οὐδ᾿ ἂν ἡ τοῦ κρείττονος ἔφεσις εἴη, μηδενὸς ὑπολειφθέντος τῇ ψυχῇ τοιούτου κινήματος, τοῦ πρὸς τὴν ὄρεξιν τῶν ἀγαθῶν ἐπεγείροντος».

55. ΜΑΚΡ. Ἀλλὰ πρὸς τοῦτο, φησὶν, ἐκεῖνό φαμεν, ὅτι τὸ θεωρητικόν τε καὶ διακριτικὸν ἴδιόν ἐστι τοῦ θεοειδοῦς τῆς ψυχῆς, ἐπεὶ καὶ τὸ Θεῖον ἐν τούτοις καταλαμβάνομεν. Εἰ τοίνυν εἴτε ἐκ τῆς νῦν ἐπιμελείας, εἴτε ἐκ τῆς μετὰ ταῦτα καθάρσεως ἐλευθέρα γένοιτο ἡμῖν ἡ ψυχὴ τῆς πρὸς τὰ ἄλογα τῶν παθῶν συμφυΐας, οὐδὲν πρὸς τὴν τοῦ καλοῦ θεωρίαν ἐναποδισθήσεται. Τὸ γὰρ καλὸν ἑλκτικόν πως κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν παντὸς τοῦ πρὸς ἐκεῖνο βλέποντος. Εἰ οὖν πάσης κακίας ἡ ψυχὴ καθαρεύσειεν, ἐν τῷ καλῷ πάντως ἔσται. Καλὸν δὲ τῇ ἑαυτοῦ φύσει τὸ Θεῖον πρὸς ὃ διὰ τῆς καθαρότητος τὴν συνάφειαν ἕξει τῷ οἰκείῳ συναπτομένη.

Εἰ οὖν τοῦτο γένοιτο, οὐκέτι ἔσται χρεία τῆς κατ᾿ ἐπιθυμίαν κινήσεως, ἣ πρὸς τὸ καλὸν ἡγεμονεύσει. Ὁ γὰρ ἐν σκότει τὴν διαγωγὴν ἔχων, οὗτος ἐν ἐπιθυμίᾳ τοῦ φωτὸς ἔσται· εἰ δὲ ἐν τῷ φωτὶ γένοιτο, τὴν ἐπιθυμίαν ἐκδέξεται ἡ ἀπόλαυσις, ἡ δὲ ἐξουσία τῆς ἀπολαύσεως ἀργὴν καὶ ἕωλον τὴν ἐπιθυμίαν ἐργάζεται.

Οὐκοῦν οὐδεμία τις ἔσται διὰ τούτων ζημία πρὸς τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίαν, εἰ τοιούτων ἡ ψυχὴ κινημάτων ἐλευθέρα γένοιτο, πρὸς ἑαυτὴν πάλιν ἐπανελθοῦσα, καὶ ἑαυτὴν ἀκριβῶς εἰδοῦσα, οἵα τῇ φύσει ἐστὶ, καὶ οἷον ἐν κατόπτρῳ καὶ εἰκόνι διὰ τοῦ οἰκείου κάλλους πρὸς τὸ ἀρχέτυπον βλέπουσα.

Ἀληθῶς γὰρ ἐν τούτῳ ἔστιν εἰπεῖν τὴν ἀκριβῆ πρὸς τὸ Θεῖον εἶναι ὁμοίωσιν, ἐν τῷ μιμεῖσθαί πως τὴν ἡμετέραν ψυχὴν τὴν ὑπερκειμένην οὐσίαν. Ἡ γὰρ ὑπεράνω παντὸς νοήματος φύσις πόῤῥω τῶν ἐν ἡμῖν θεωρουμένων ἀφιδρυμένη, ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ τὴν ἰδίαν ἐξοδεύει ζωὴν, καὶ οὐ καθὼς ἡμεῖς νῦν ἐν τῷ ζῆν ἐσμεν. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ, διὰ τὸ ἀεὶ πάντως ἐν κινήσει τὴν φύσιν εἶναι, καθάπερ ἂν ἡ ὁρμὴ τῆς προαιρέσεως γένηται, κατ᾿ ἐκεῖνο φερόμεθα, οὐχ ὁμοίως τῆς ψυχῆς κατὰ τὸ ἔμπροσθεν αὐτῆς, ὡς ἂν εἴποι τις, καὶ τὸ ὀπίσω διακειμένης.

56. Ἐλπὶς μὲν γὰρ καθηγεῖται τῆς ἐπὶ τὸ πρόσω κινήσεως, μνήμη δὲ δέχεται πρὸς τὴν ἐλπίδα προϊοῦσαν τὴν κίνησιν· ἀλλ᾿ εἰ μὲν πρὸς τὸ φύσει καλὸν ἡ ἐλπὶς τὴν ψυχὴν ἄγοι, φαιδρὸν ἐνσημαίνεται τῇ μνήμῃ τὸ ἴχνος ἡ τῆς προαιρέσεως κίνησις· εἰ δὲ διαψευσθείη τοῦ κρείττονος, εἰδώλῳ τινὶ καλοῦ παρασοφισαμένης τὴν ψυχὴν τῆς ἐλπίδος, ἡ ἐπακολουθοῦσα τοῖς γινομένοις μνήμη αἰσχύνη γίνεται. Καὶ ἐμφύλως οὗτος ὁ πόλεμος ἐν τῇ ψυχῇ συνίσταται, μαχομένης τῇ ἐλπίδι τῆς μνήμης, ὡς κακῶς καθηγησαμένης τῆς προαιρέσεως.

Τοιοῦτον γάρ τινα νοῦν ἑρμηνεύει σαφῶς τὸ κατ᾿ αἰσχύνην πάθος, ὅταν δάκνηται πρὸς τὸ ἀποβὰν ἡ ψυχὴ, οἷόν τινι μάστιγι τῇ μεταμελείᾳ καθαπτομένη τῆς ἀβουλήτου ὁρμῆς, καὶ εἰς συμμαχίαν κατὰ τοῦ λυποῦντος ἐφελκομένη τὴν λήθην. Ἀλλ᾿ ἡμῖν μὲν, διὰ τὸ πτωχὴν εἶναι τοῦ καλοῦ, ἡ φύσις ἀεὶ πρὸς τὸ ἐνδέον ἴεται, καὶ ἡ τοῦ λείποντος ἔφεσις αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπιθυμητικὴ τῆς φύσεως ἡμῶν διάθεσις, ἤτοι σφαλλομένη δι᾿ ἀκρισίαν τοῦ ὄντος καλοῦ, ἢ καὶ τυγχάνουσα οὗ τυχεῖν ἀγαθόν.

57. Ἡ δὲ ὑπερέχουσα πᾶσαν ἀγαθὴν ἔννοιαν φύσις, καὶ πάσης ὑπερκειμένη δυνάμεως, ἅτε μηδενὸς ἐνδεῶς ἔχουσα τῶν πρὸς τὸ ἀγαθὸν νοουμένων, αὕτη τῶν ἀγαθῶν οὖσα τὸ πλήρωμα, οὐδὲ κατὰ μετοχὴν καλοῦ τινος ἐν τῷ καλῷ κινουμένη, ἀλλ᾿ αὐτὴ οὖσα ἡ τοῦ καλοῦ φύσις, ὅ τί ποτε καὶ εἶναι τὸ καλὸν ὁ νοῦς ὑποτίθεται, οὔτε τὴν ἐλπιστικὴν κίνησιν ἐν ἑαυτῇ δέχεται (πρὸς γὰρ τὸ μὴ παρὸν ἡ ἐλπὶς ἐνήργηται μόνον· "ὅ δὲ ἔχει τις, τί καὶ ἐλπίζει;" φησὶν ὁ Ἀπόστολος), οὔτε τῆς μνημονευτικῆς ἐνεργείας πρὸς τὴν τῶν ὄντων ἐπιστήμην ἐπιδεής ἐστι· τὸ γὰρ βλεπόμενον τοῦ μνημονευθῆναι οὐκ ἐπιδέεται.

Ἐπεὶ δὲ οὖν παντὸς ἀγαθοῦ ἐπέκεινα ἡ θεία φύσις, τὸ δὲ ἀγαθὸν ἀγαθοῦ φίλον πάντως, διὰ τοῦτο ἐν ἑαυτῇ βλέπουσα, καὶ ὃ ἔχει θέλει, καὶ ὃ θέλει ἔχει, οὐδὲν τῶν ἔξωθεν εἰς ἑαυτὴν δεχομένη, ἔξω δὲ αὐτῆς οὐδὲν, ὅτι μὴ ἡ κακία μόνη, ἥτις, εἰ κἂν παράδοξον εἰπεῖν, ἐν τῷ μὴ εἶναι τὸ εἶναι ἔχει· οὐ γὰρ ἄλλη τίς ἐστι καὶ κακίας γένεσις, εἰ μὴ τοῦ ὄντος στέρησις. Τὸ δὲ κυρίως ὂν ἡ τοῦ ἀγαθοῦ φύσις ἐστίν. Ὃ οὖν ἐν τῷ ὄντι οὐκ ἔστιν, ἐν τῷ μὴ εἶναι πάντως ἐστίν.

58. Ἐπειδὰν οὖν καὶ ἡ ψυχὴ πάντα τὰ ποικίλα τῆς φύσεως ἀποσκευασαμένη κινήματα θεοειδὴς γίνεται, καὶ ὑπερβᾶσα τὴν ἐπιθυμίαν ἐν ἐκείνῳ ᾖ, πρὸς ὃ ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας τέως ὑπῄρετο, οὐκέτι τινὰ σχολὴν δίδωσιν ἐν ἑαυτῇ, οὔτε τῇ ἐλπίδι, οὔτε τῇ μνήμῃ, τὸ γὰρ ἐλπιζόμενον ἔχει· ἡ δὲ περὶ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν ἀσχολία τὴν μνήμην ἐκκρούει τῆς διανοίας· καὶ οὕτω τὴν ὑπερέχουσαν μιμεῖται ζωὴν τοῖς ἰδιώμασι τῆς θείας φύσεως ἐμμορφωθεῖσα, ὡς μηδὲν ὑπολειφθῆναι τῶν ἄλλων αὐτῇ, πλὴν τῆς ἀγαπητικῆς διαθέσεως, φυσικῶς τῷ καλῷ προσφυομένης. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη, ἡ πρὸς τὸ καταθύμιον ἐνδιάθετος σχέσις.

Ὅταν οὖν ἡ ἁπλῆ καὶ μονοειδὴς καὶ ἀκριβῶς θεοείκελος ἡ ψυχὴ γινομένη εὕροιτο ἀληθῶς ἁπλοῦν τε καὶ ἄϋλον ἀγαθόν, ἐκεῖνο τὸ μόνον τοιόν τι ἀγαπητὸν καὶ ἐράσμιον προσφύεταί τε αὐτῷ καὶ συνανακιρνᾶται διὰ τῆς ἀγαπητῆς κινήσεώς τε καὶ ἐνεργείας, πρὸς τὸ ἀεὶ καταλαμβανόμενόν τε καὶ εὑρισκόμενον ἑαυτὴν μορφοῦσα· καὶ τοῦτο γινομένη διὰ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ ὁμοιότητος, ὅπερ ἡ τοῦ μετεχομένου φύσις ἐστὶν, ἐπιθυμίας ἐν ἐκείνῳ μὴ οὔσης διὰ τὸ μηδέ τινος τῶν ἀγαθῶν ἔνδειαν ἐν αὐτῷ εἶναι, ἀκόλουθον ἂν εἴη καὶ τὴν ψυχὴν ἐν τῷ ἀνενδεεῖ γινομένην ἐκβάλλειν ἀφ᾿ ἑαυτῆς καὶ τὴν ἐπιθυμητικὴν κίνησίν τε καὶ διάθεσιν, ἣ τότε γίνεται μόνον, ὅταν μὴ παρῇ τὸ ποθούμενον.

Τοῦ δὲ τοῦ τοιούτου δόγματος καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἡμῖν καθηγήσατο, πάντων τῶν νῦν ἐν ἡμῖν καὶ ἐπὶ τῷ κρείττονι σπουδαζομένων παῦλάν τινα καὶ καταστολὴν προαγγείλας, μόνης δὲ τῆς ἀγάπης οὐχ εὑρὼν τὸν ὅρον. Προφητεῖαι γὰρ, φησὶ, καταργηθήσονται καὶ γλῶσσαι παύσονται· ἡ δὲ ἀγάπη οὐδέ ποτε πίπτει· ὅπερ ἴσον ἐστὶ τῷ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχειν· ἀλλὰ καὶ πίστιν καὶ ἐλπίδα συμπαραμεμενηκέναι τῇ ἀγάπῃ λέγων, πάλιν καὶ τούτων αὐτὴν ὑπερτίθησιν εἰκότως. Ἡ γὰρ ἐλπὶς μέχρι ἐκείνου κινεῖται, ἕως ἂν μὴ παρείη τῶν ἐλπιζομένων ἀπόλαυσις, καὶ ἡ πίστις ὡσαύτως ἔρεισμα τῆς τῶν ἐλπιζομένων ἀδηλίας γίνεται. Οὕτω γὰρ αὐτὴν καὶ ὡρίσατο λέγων· Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις.

59. Ἐπειδὰν δὲ ἔλθῃ τὸ ἐλπιζόμενον, τῶν ἄλλων οὐ παραμενόντων πάντων, ἡ κατὰ τὴν ἀγάπην ἐνέργεια μένει, τὸ διαδεχόμενον αὐτὴν οὐχ εὑρίσκουσαν. Διὸ καὶ προτερεύει τῶν τε κατ᾿ ἀρετὴν κατορθουμένων ἁπάντων, καὶ τῶν τοῦ νόμου παραγγελμάτων. Εἰ οὖν ἐπὶ τοῦτό ποτε τὸ τέλος φθάσειεν ἡ ψυχὴ, ἀνενδεῶς ἕξει τῶν ἄλλων, ἅτε δὴ τοῦ πληρώματος περιδεδραγμένη τῶν ὄντων, καὶ δοκεῖ μόνη πως αὐτῆς τῆς θείας μακαριότητος ἐν αὐτῇ σώζειν τὸν χαρακτῆρα.

Ἥ τε γὰρ ζωὴ τῆς ἄνω φύσεως ἀγάπη ἐστὶν, ἐπειδὴ τὸ καλὸν ἀγαπητὸν πάντως ἐστὶ τοῖς γινώσκουσι· γινώσκει δὲ ἑαυτὸ τὸ Θεῖον· ἡ δὲ γνῶσις ἀγάπη γίνεται. Διότι καλόν ἐστι τῇ φύσει τὸ γινωσκόμενον, τοῦ δὲ ἀληθῶς καλοῦ ὁ ὑβριστὴς οὐ προσάπτεται κόρος· κόρου δὲ τὴν ἀγαπητικὴν πρὸς τὸ καλὸν σχέσιν οὐ διακόπτοντος, ἀεὶ ἡ θεία ζωὴ δι᾿ ἀγάπης ἐνεργηθήσεται, ἣ καλή τε κατὰ φύσιν ἐστὶ, καὶ ἀγαπητικῶς πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχει, καὶ ὅρον τῆς κατὰ τὴν ἀγάπην ἐνεργείας οὐκ ἔχει, ἐπειδὴ οὐδὲ τοῦ καλοῦ τι πέρας καταλαμβάνεται, ὡς συναπολήγειν τῷ πέρατι τοῦ καλοῦ τὴν ἀγάπην· μόνῳ γὰρ τῷ ἐναντίῳ τὸ καλὸν περατιοῦται· οὗ δὲ ἡ φύσις ἀνεπίδεκτός ἐστι τοῦ χείρονος, πρὸς τὸ ἀπέραντόν τε καὶ ἀόριστον τὸ ἀγαθὸν προελεύσεται.

60. Ἐπεὶ οὖν ἑλκτικὴ τῶν οἰκείων πᾶσα φύσις ἐστὶν, οἰκεῖον δέ πως τῷ Θεῷ τὸ ἀνθρώπινον, ἅτε δὴ φέρον ἐν ἑαυτῷ τοῦ ἀρχετύπου μιμήματα, ἕλκεται κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην πρὸς τὸ θεῖόν τε καὶ συγγενὲς ἡ ψυχή. Δεῖ γὰρ πάντη καὶ πάντως τῷ Θεῷ ἀποσωθῆναι τὸ ἴδιον· ἀλλ᾿ εἰ μὲν κούφη καὶ ἀπέριττος τύχῃ, μηδεμιᾶς σωματικῆς ἀχθηδόνος αὐτὴν πιεζούσης, ἡδεῖα καὶ εὔκολος αὐτῇ ἡ πρὸς τὸν ἐπισπώμενον προσχώρησις γίνεται.

Εἰ δὲ τοῖς τῆς προσπαθείας ἥλοις εἰς τὴν πρὸς τὰ ὑλώδη σχέσιν καταπαρῇ, οἷόν τινα πάσχειν εἰκὸς ἐν τοῖς συμπτώμασι τῶν σεισμῶν, τὰ ἐμπιεσθέντα τοῖς χώμασι σώματα· προκείσθω δὲ καθ᾿ ὑπόθεσιν τὸ μὴ βεβαρῆσθαι μόνον αὐτὰ τοῖς συμπτώμασιν, ἀλλὰ καὶ διαπεπερονῆσθαί τισιν ὀβελοῖς ἢ ξύλοις τοῖς ἐνευρεθεῖσι τῷ χώματι· ὅπερ οὖν εἰκὸς ὑπομεῖναι τὰ οὕτω διακείμενα σώματα, παρὰ τῶν οἰκείων τῆς συμπτώσεως ὁσίας αἰτίας ἕνεκεν ἐξελκόμενα· ξανθήσεται γὰρ πάντως, καὶ σπαραχθήσεται, καὶ πᾶν ὁτιοῦν τῶν χαλεπωτάτων πείσεται, τοῦ χώματος αὐτὰ καὶ τῶν ἥλων διὰ τὴν τῶν ἐφελκομένων βίαν καταξαινόντων·

τοιοῦτόν τί μοι δοκεῖ καὶ περὶ τὴν ψυχὴν γίνεσθαι πάθος, ὅταν ἡ θεία δύναμις ὑπὸ φιλανθρωπίας ἐκ τῶν ἀλόγων τε καὶ ὑλικῶν συμπτωμάτων ἐφέλκηται τὸ ἴδιον. Οὐ γὰρ μισῶν οὐδ᾿ ἀμυνόμενος ἐπὶ τῇ κακῇ ζωῇ, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, ἐπάγει τοῖς ἐξημαρτηκόσι

τὰς ὀδυνηρὰς διαθέσεις ὁ Θεὸς, ὁ ἀντιποιούμενός τε καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων πᾶν ὅτιπερ αὐτοῦ χάριν ἦλθεν εἰς γένεσιν· ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐπὶ τῷ κρείττονι σκοπῷ πρὸς ἑαυτόν, ὅς ἐστι πηγὴ πάσης μακαριότητος, ἐπισπᾶται τὴν ψυχήν· ἐπισυμβαίνει δὲ κατ᾿ ἀνάγκην ἡ ἀλγεινὴ διάθεσις τῷ ἑλκομένῳ.

Καὶ ὥσπερ τὴν ἐμμιχθεῖσαν τῷ χρυσίῳ ὕλην οἱ διὰ πυρὸς ἐκκαθαροῦντες οὐ μόνον τὸ νόθον τῷ πυρὶ τήκουσιν, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην καὶ τὸ καθαρὸν τῷ κιβδήλῳ συγκατατήκεται, κἀκείνου δὲ δαπανωμένου τοῦτο μένει· οὕτω καὶ τῆς κακίας τῷ ἀκοιμήτῳ πυρὶ δαπανωμένης, ἀνάγκη πᾶσα καὶ τὴν ἑνωθεῖσαν αὐτῇ ψυχὴν ἐν τῷ πυρὶ εἶναι, ὡς ἂν τὸ κατεσπαρμένον νόθον καὶ ὑλῶδες καὶ κίβδηλον ἀπαναλωθῇ τῷ αἰωνίῳ πυρὶ δαπανώμενον.

Καὶ καθάπερ εἴ τινι σχοινίῳ πηλὸς τῶν κολλωδεστέρων διὰ βάθους περιπλασθείη, εἶτα διά τινος λεπτοῦ χωρήματος ἡ ἀρχὴ διεξαχθείη τῆς σχοίνου, καὶ βιαίως τις ἐπὶ τὰ ἐντὸς ἐκ τοῦ ἄκρου τὴν σχοῖνον ἐφέλκοιτο, ἀνάγκη πᾶσα τὴν μὲν ἕπεσθαι τῷ ἐπισπωμένῳ, τὸν δὲ παραπλασθέντα πηλὸν ἐκ τῆς βιαίας ὁλκῆς ἔξω τῆς τρυμαλιᾶς μένειν τῆς σχοίνου ἀποξυόμενον, καὶ αἴτιον αὐτῇ γίνεσθαι τοῦ μὴ εὐοδοῦσθαι κατὰ τὴν πάροδον, ἀλλὰ βιαίαν ὑπομένειν ἐκ τοῦ ἐφελκομένου τὴν τάσιν· τοιοῦτόν τί μοι δοκεῖ καὶ τὸ περὶ τὴν ψυχὴν ἐννοεῖν ταῖς ὑλικαῖς τε καὶ γεώδεσι προσπαθείαις ἐνειληθεῖσαν, κάμνειν καὶ διατείνεσθαι, τοῦ μὲν Θεοῦ τὸ ἴδιον πρὸς ἑαυτὸν ἕλκοντος· τοῦ δ᾿ ἀλλοτρίου, διὰ τὸ συμφυῆναί πως αὐτῇ, βιαίως ἀποξυρομένου, καὶ τὰς δριμείας αὐτῇ καὶ ἀνυποστάτους ἀλγηδόνας ἐπάγοντος».

61. ΓΡΗΓ. «Οὐκοῦν, εἶπον, οὐχ ἡ θεία κρίσις, ὡς ἔοικε, κατὰ τὸ προηγούμενον, τοῖς ἐξημαρτηκόσιν ἐπάγει τὴν κόλασιν, ἀλλὰ τὸ μὲν ὡς ὁ λόγος ἀπέδειξεν, ἀγαθὸν ἐνεργεῖ μόνον τοῦ κακοῦ ἀποκρίνουσα, καὶ πρὸς τὴν τῆς μακαριότητος κοινωνίαν ἐπισπωμένη· ὁ δὲ τῆς συμφυΐας διασπασμὸς ὀδύνη τῷ ἑλκομένῳ γίνεται».

ΜΑΚΡ. «Οὕτω, φησὶν ἡ διδάσκαλος, καὶ ὁ ἐμός ἐστι λόγος, καὶ ὅτι μέτρον τῆς ἀλγηδόνος ἡ τῆς κακίας ἐν ἑκάστῳ ποσότης ἐστίν. Οὐ γὰρ εἰκὸς ἐκ τοῦ ἴσου τὸν εἰς τοσοῦτον ἐν ἀπηγορευμένοις γεγονότα κακοῖς, καὶ τὸν μετρίοις συνενεχθέντα πλημμελήμασιν, ἐν τῇ κρίσει τῆς μοχθηρᾶς ἕξεως ἀνιαθῆναι. Ἀλλὰ παρὰ τὸ ποσὸν τῆς ὕλης, ἢ πλεῖον ἢ ἔλαττον ἡ ὀδυνηρὰ ἐκείνη φλὸξ ἐξαφθήσεται, ὡς ἂν τὸ ὑποτρέφον ᾖ.

Ὧ τοίνυν πολὺς ὁ ὑλώδης ἔπεστι φόρτος, πολλὴν ἀνάγκη καὶ διαρκεστέραν ἐπ᾿ αὐτῷ γίνεσθαι τὴν ἀναλίσκουσαν φλόγα· ᾧ δὲ ἐπ᾿ ἔλαττον ἡ τοῦ πυρὸς δαπάνη ἐγκαταμέμικται, τοσοῦτον ὑποκαταβαίνει τῆς σφοδροτέρας τε καὶ δριμυτέρας ἐνεργείας ἡ κόλασις,ὅσον ἠλάττωται τῷ τῆς κακίας μέτρῳ τὸ ὑποκείμενον.

Χρὴ γὰρ πάντη καὶ πάντως ἐξαιρεθῆναί ποτε τὸ κακὸν ἐκ τοῦ ὄντος, καὶ ὅπερ ἐν τοῖς φθάσασιν εἴρηται, τὸ ὄντως μὴ ὂν, μηδ᾿ εἶναι ὅλως. Ἐπειδὴ γὰρ ἔξω τῆς προαιρέσεως ἡ κακία εἶναι φύσιν οὐκ ἔχει, ὅταν πᾶσα προαίρεσις ἐν τῷ Θεῷ γένηται, εἰς παντελῆ ἀφανισμὸν ἡ κακία μὴ χωρήσει, τῷ μηδὲν αὐτῆς ὑπολειφθῆναι δοχεῖον».

62. ΓΡΗΓ. «Ἀλλὰ τί κέρδος τῆς χρηστῆς ἐλπίδος, εἶπον ἐγὼ, τῷ λογιζομένῳ ὅσον ἐστὶ κακὸν καὶ ἐνιαυσιαίαν μόνην ὑποσχεῖν ἀλγηδόνα; Εἰ δ᾿ εἰς αἰώνιόν τι διάστημα ἡ ἄσχετος ἐκείνη ὀδύνη παραταθείη, τίς ἐκ τῆς ὕστερον ἐλπίδος ὑπολέλειπται παραμυθία, ᾧ πρὸς ὅλον αἰῶνα συνδιαμετρεῖται ἡ κόλασις;».

63. ΜΑΚΡ. «Ὥστε προνοητέον ἢ καθόλου τῶν τῆς κακίας μολυσμάτων φυλάξαι τὴν ψυχὴν ἀμιγῆ τε καὶ ἀκοινώνητον· ἢ εἰ τοῦτο πάντη ἀμήχανον διὰ τὸ ἔμπαθες τῆς φύσεως ἡμῶν, ὡς ὅτι μάλιστα ἐν μετρίοις τισὶ καὶ εὐθεραπεύτοις εἶναι τὰ τῆς ἀρετῆς ἀποτεύγματα.

Οἶδε γὰρ ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ μυρίων ὀφειλέτην τινὰ ταλάντων, καὶ πεντακοσίων δηναρίων, καὶ πεντήκοντα, καὶ κοδράντου τινὸς, ὅπερ τὸ ἔσχατόν ἐστιν ἐν νομίσμασι· τὴν δὲ τοῦ Θεοῦ δικαίαν κρίσιν διὰ πάντων διεξιέναι, καὶ τῷ βάρει τοῦ ὀφλήματος συνεπιτείνουσαν τὴν ἀνάγκην τῆς ἀπαιτήσεως, καὶ οὐδὲ τῶν σμικροτάτων ὑπερορῶσαν.

Τὴν δὲ ἀπόδοσιν τῶν ὀφλημάτων τὸ Εὐαγγέλιον εἶπεν οὐκ ἐκ χρημάτων διαλύσεως γίνεσθαι, ἀλλὰ παραδίδοσθαι τοῖς βασανισταῖς τὸν ὑπόχρεων, ἕως ἂν, φησὶν, ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον· ὅπερ οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν, ἢ διὰ τῆς βασάνου τὴν ἀναγκαίαν ὀφειλὴν ἀποτίσαι, τὸ ὄφλημα τῆς τῶν λυπηρῶν μετουσίας, ὧν παρὰ τὸν βίον ὑπόχρεως ἐγένετο, ἀμιγῆ τε καὶ ἄκρατον τοῦ ἐναντίου τὴν ἡδονὴν ὑπὸ ἀβουλίας ἑλόμενος, καὶ οὕτως, ἅπαν ἀποθέμενος τὸ ἀλλότριον ἑαυτοῦ, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁμαρτία, καὶ τὴν ἐκ τῶν ὀφλημάτων αἰσχύνην ἀποδυσάμενος, ἐν ἐλευθερίᾳ τε καὶ παῤῥησίᾳ γένηται.

64. Ἡ δ᾿ ἐλευθερία ἐστὶν ἡ πρὸς τὸ ἀδέσποτόν τε καὶ αὐτοκρατὲς ἐξομοίωσις, ἡ κατ᾿ ἀρχὰς μὲν ἡμῖν παρὰ Θεοῦ δεδωρημένη, συγκαλυφθεῖσα τῇ τῶν ὀφλημάτων αἰσχύνῃ. Πᾶσα δ᾿ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καὶ πρὸς ἑαυτὴν οἰκείως ἔχει. Ἀκολούθως οὖν πᾶν τὸ ἐλεύθερον τῷ ὁμοίῳ συναρμοσθήσεται· ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον. Οὐκοῦν ἐν ταύτῃ γενήσεται πᾶν τὸ ἐλεύθερον, ἀδέσποτον γὰρ τὸ ἐλεύθερον. Ἀλλὰ μὴν ἡ θεία φύσις ἡ πηγὴ πάσης ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐν ταύτῃ ἄρα οἱ τῆς κακίας ἀπηλλαγμένοι γενήσονται, ἵνα, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν.

Αὕτη γὰρ ἡ φωνὴ σαφῶς μοι δοκεῖ βεβαιοῦν τὴν προεξητασμένην διάνοιαν, ἡ λέγουσα, καὶ εἰς πάντα γενέσθαι τὸν Θεόν, καὶ ἐν πᾶσι. Τῆς γὰρ ἐν τῷ παρόντι ζωῆς ποικίλως τε καὶ πολυειδῶς ἡμῖν ἐνεργουμένης, πολλὰ μέν ἐστιν ὧν μετέχομεν, οἷον χρόνου καὶ ἀέρος καὶ τόπου, βρώσεώς τε καὶ πόσεως, καὶ σκεπασμάτων, καὶ ἡλίου, καὶ λύχνου, καὶ ἄλλων πρὸς τὴν χρείαν τοῦ βίου πολλῶν, ὧν οὐδέν ἐστιν ὁ Θεός· ἡ δὲ προσδοκωμένη μακαριότης μὲν οὐδενός ἐστιν ἐπιδεής, πάντα δὲ ἡμῖν καὶ ἀντὶ πάντων ἡ θεία γενήσεται φύσις, πρὸς πᾶσαν χρείαν τῆς ζωῆς ἐκείνης ἑαυτὴν ἁρμοδίως ἐπιμερίζουσα.

Καὶ τοῦτο δῆλόν ἐστιν ἐκ τῶν θείων λόγων, ὅτι καὶ τόπος γίνεται ὁ Θεὸς τοῖς ἀξίοις, καὶ οἶκος, καὶ ἔνδυμα, καὶ τροφὴ, καὶ πόσις, καὶ φῶς, καὶ πλοῦτος, καὶ βασιλεία, καὶ πᾶν νόημά τε καὶ ὄνομα τῶν πρὸς τὴν ἀγαθὴν ἡμῖν συντελούντων ζωήν. Ὁ δὲ πάντα γινόμενος καὶ ἐν πᾶσι γίνεται. Ἐν τούτῳ δέ μοι δοκεῖ τὸν παντελῆ τῆς κακίας ἀφανισμὸν δογματίζειν ὁ λόγος. Εἰ γὰρ ἐν πᾶσι τοῖς οὖσιν ὁ Θεὸς ἔσται, ἡ κακία δηλαδὴ ἐν τοῖς οὖσιν οὐκ ἔσται. Εἰ γάρ τις ὑπόθοιτο κἀκείνην εἶναι, πῶς σωθήσεται τὸ ἐν πᾶσι τὸν Θεὸν εἶναι; Ἡ γὰρ ὑπεξαίρεσις ἐκείνης, ἐλλιπῆ τῶν πάντων ποιεῖ τὴν περίληψιν. Ἀλλ᾿ ὁ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐσόμενος, ἐν τοῖς μὴ οὖσιν οὐκ ἔσται.

65. ΓΡΗΓ. «Τί οὖν χρὴ λέγειν, εἶπον, πρὸς τοὺς μικροψύχως ταῖς συμφοραῖς διακειμένους;».

ΜΑΚΡ. «Εἴπωμεν πρὸς αὐτοὺς, φησὶν ἡ διδάσκαλος, ὅτι μάτην, ὦ οὗτοι, δυσανασχετεῖτε καὶ δυσχεραίνετε τῷ εἱρμῷ τῆς ἀναγκαίας πραγμάτων ἀκολουθίας, ἀγνοοῦντες πρὸς ὅντινα σκοπὸν τὰ καθ᾿ ἕκαστον ἐν τῷ παντὶ οἰκονομούμενα φέρεται, ὅτι πάντα χρὴ τάξει τινὶ καὶ ἀκολουθίᾳ κατὰ τὴν τεχνικὴν τοῦ καθηγεμόνος σοφίαν τῇ θείᾳ προσοικειωθῆναι φύσει. Τούτου γὰρ ἕνεκεν ἡ λογικὴ φύσις ἦλθεν εἰς γένεσιν, ὡς τὸν πλοῦτον τῶν θείων ἀγαθῶν μὴ ἀργὸν εἶναι· ἀλλ᾿ οἷον ἀγγεῖά τινα προαιρετικὰ τῶν ψυχῶν δοχεῖα, παρὰ τῆς τὸ πᾶν συστησαμένης σοφίας κατεσκευάσθαι, ἐφ᾿ ᾧτε εἶναί τι χώρημα δεκτικὸν ἀγαθῶν, τὸ ἀεὶ τῇ προσθήκῃ τοῦ εἰσχεομένου μεῖζον γινόμενον.

Τοιαύτῃ γὰρ ἡ τοῦ θείου ἀγαθοῦ μετουσία, ὥστε μείζονα καὶ δεκτικώτερον ποιεῖν τὸν ἐν ᾧ γίνεται, ἐκ δυνάμεως καὶ μεγέθους προσθήκην ἀναλαμβανομένη τῷ δεχομένῳ, ὡς ἂν αὔξεσθαι τὸν τρεφόμενον, καὶ μὴ λήγειν ποτὲ τῆς αὐξήσεως. Τῆς γὰρ πηγῆς τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτα πηγαζούσης, ἡ τοῦ μετέχοντος φύσις, διὰ τὸ μηδὲν τοῦ λαμβανομένου περιττωματικόν τε εἶναι καὶ ἄχρηστον, ὅλον τὸ εἰσρέον προσθήκην τοῦ ἰδίου ποιουμένου μεγέθους, ἑλκτικωτέρα τε ἅμα τοῦ κρείττονος, καὶ πολυχωρητοτέρα γίνεται, ἀμφοτέρων ἀλλήλοις συνεπιδιδόντων, τῆς τε τρεφομένης δυνάμεως ἐν τῇ τῶν ἀγαθῶν ἀφθονίᾳ πρὸς τὸ μεῖζον ἐπιδιδούσης, καὶ τῆς τρεφούσης χορηγίας, τῇ τῶν αὐξανομένων ἐπιδόσει συμπλημμυρούσης. Ἔστιν οὖν εἰκὸς εἰς τοιοῦτον ἀναβήσεσθαι μέγεθος, ἐφ᾿ ὃν ὅρος οὐδεὶς ἐπικόπτει τὴν αὔξησιν.

66. Εἶτα τοιούτων ἡμῖν προκειμένων, χαλεπαίνετε διὰ τῆς τεταγμένης ἡμῖν ὁδοῦ πρὸς τὸν ἴδιον σκοπὸν προϊούσης τῆς φύσεως; Οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐπέκεινα γενέσθαι τὸν δρόμον ἡμῖν, μὴ τοῦ βαροῦντος ἡμᾶς, τοῦ ἐμβριθοῦς λέγω τούτου καὶ γεώδους φορτίου, τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἀποσεισθέντος, τῆς τε πρὸς αὐτὸ συμπαθείας, ἣν ἐν τῷδε τῷ βίῳ ἐσχήκαμεν, διὰ κρείττονος ἐπιμελείας ἐγκαθαρθέντας, ἐν τῷ καθαρῷ δυνηθῆναι προσοικειωθῆναι τὸ ὅμοιον.

Εἰ δέ σοί τις καὶ πρὸς τὸ σῶμα τοῦτο σχέσις ἐστὶ, καὶ λυπεῖ σε ἡ τοῦ ἠγαπημένου διάζευξις, μηδὲ τοῦτό σοι ἀπ᾿ ἐλπίδος ἔσται. Ὄψει γὰρ τοῦτο τὸ σωματικὸν περιβόλαιον τὸν νῦν διαλυθὲν τῷ θανάτῳ ἐκ τῶν αὐτῶν πάλιν ἐξυφαινόμενον, οὐ κατὰ τὴν παχυμερῆ ταύτην καὶ βαρεῖαν κατασκευὴν, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὸ λεπτότερόν τε καὶ ἀερῶδες μετακλωσθέντος τοῦ νήματος, ὥστε σοι καὶ παρεῖναι τὸ ἀγαπώμενον, καὶ ἐν ἀμείνονι καὶ ἐρασμιωτέρῳ κάλλει πάλιν ἀποκαθίστασθαι».


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εχεις παντα την αγαπη μας Αμεθυστε.