Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (12)

 Συνέχεια από Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

44. ΓΡΗΓ. Αφού αποδέχτηκα εγώ όσα είπε, ότι εξυπηρετούν απόλυτα και ορθά το ζήτημα που εξετάζουμε, είπα: «αυτά πράγματι είναι καλό έτσι να τα λέμε και να τα πιστεύουμε. Εάν όμως κάποιος φέρει ως αντίλογο τη διήγηση του Κυρίου στο Ευαγγέλιο (Λουκά 16, 22) σχετικά με τον άδη, και υποστηρίξει ότι δεν συμφωνεί με τα αποτελέσματα της συζητήσεως, ποιά απάντηση θα πρέπει να δώσουμε σ’ αυτόν;».

45. ΜΑΚΡ. Η δασκάλα απάντησε: «Ο λόγος παρουσιάζει την ευαγγελική διήγηση πιο υλιστική· αφήνει όμως πολλές υπόνοιες, με τις οποίες προσκαλεί τον γνώστη ερευνητή σε υψηλότερη θεωρία. Διότι εκείνος που χωρίζει με μεγάλο χάσμα το κακό από το αγαθό, και κάνει τον άνθρωπο που υποφέρει να επιθυμεί μια σταγόνα νερού που θα του δοθεί με το δάχτυλο, και παρουσιάζει τον τόπο του πατριάρχη ως τόπο αναπαύσεως για τον ταλαιπωρημένο στην παρούσα ζωή και διηγείται πρώτα απ’ όλα το θάνατο και την ταφή τους (του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου), αυτός (με όλα αυτά) οδηγεί το συνετό ακροατή πολύ πιο πέρα από έναν επιπόλαιο προβληματισμό.

Διότι ποιά μάτια σηκώνει ψηλά στον άδη ο πλούσιος, αφού άφησε ήδη τα σωματικά μέσα στον τάφο; Πώς πάλι η ασώματη ύπαρξη αισθανόταν φωτιά; Ποιά γλώσσα, επίσης, επιθυμεί να δροσίσει με τη σταγόνα του νερού, αφού δεν έχει πλέον σάρκινη γλώσσα; Ποιό δάχτυλο υπάρχει για να του φέρει τη σταγόνα (του νερού); Ποιός πάλι είναι αυτός ο κόλπος της αναπαύσεως; 

Διότι, αφού τα σώματα είναι στους τάφους, και η ψυχή δεν είναι ούτε στο σώμα ούτε συνίσταται σε μέρη, είναι αδύνατον ν’ ανταποκριθούν στην αλήθεια τα στοιχεία της διηγήσεως, εάν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα. Εκτός εάν εξηγήσει κανείς το καθένα με αλληγορική σημασία· έτσι, χάσμα νοείται όχι απόσταση γης, αλλά αυτό που εμποδίζει την επαφή των αντιθέτων· διότι, ποια δυσκολία εμποδίζει την ασώματη και νοερή ύπαρξη να διαβεί το χάσμα, όσο μεγάλο κι αν είναι; Καθόσον αυτό που είναι νοερό στη φύση του, βρίσκεται όπου θέλει αχρόνως».

46. ΓΡΗΓ. «Τί είναι, λοιπόν, ρώτησα, η φωτιά, το χάσμα και τα υπόλοιπα της διηγήσεως, εάν δεν είναι εκείνα που λέγονται;».

ΜΑΚΡ. Και κατά τη δική μου αντίληψη, το δόγμα είναι το εξής: η ζωή των ανθρώπων ήταν μονοειδής· μονοειδής εννοώ ότι ήταν στραμμένη μόνο στο αγαθό, και δεν είχε καμία ανάμιξη με το κακό. Την αλήθεια αυτή την αποδεικνύει ο πρώτος νόμος του Θεού· αυτός έδινε εντολή στον άνθρωπο στον παράδεισο να γεύεται όλα τα αγαθά· απαγόρευε μόνον εκείνο τον καρπό, ο οποίος ήταν μικτός στη φύση του, αποτελούμενος και από το κακό και από το καλό. Στον παραβάτη επέβαλε ως τιμωρία το θάνατο.

Ο άνθρωπος, βέβαια, ελεύθερα με την αυτεξούσια θέλησή του εγκατέλειψε την απείραχτη από το κακό κατάστασή του και διάλεξε την ανάμικτη ζωή από τα αντίθετα. Η θεία πρόνοια όμως δεν άφησε αδιόρθωτη την απερισκεψία μας. Αλλά, επειδή για τους παραβάτες του νόμου επακολούθησε υποχρεωτικά ο θάνατος που ορίστηκε ως τιμωρία· και χώρισε στα δύο την ανθρώπινη ζωή, σ’ εκείνη μέσα στο σώμα και σ’ αυτήν έξω από το σώμα, που ακολουθεί μετά· (ο Θεός όμως) τη χρονική διάρκεια (των δύο καταστάσεων) δεν την όρισε ίση, αλλά την πρώτη (επίγεια ζωή) την όρισε να διαρκεί πολύ σύντομο χρόνο· την άλλη όμως την παρέτεινε στην αιωνιότητα. Από αγάπη για τον άνθρωπο έδωσε την εξουσία ώστε, εάν κάποιος θέλει, να εκλέγει το ένα από τα δύο, εννοώ το καλό και το κακό· να ζήσει, δηλαδή, ή τη σύντομο και προσωρινή παρούσα ζωή ή αυτήν που πάει στους απέραντους αιώνες και δεν έχει τέλος.

Επειδή όμως το καλό και το κακό λέγονται με την ίδια ονομασία, και το καθένα από τα δύο έχει διπλή έννοια, την νοητική και την αισθητική, ορισμένοι θεωρούν ως αγαθό αυτό που φαίνεται ευχάριστο στις αισθήσεις. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αγαθό είναι και καλείται αυτό το οποίο θεωρεί ως αγαθό μόνον ο νους.

Όσοι, λοιπόν, έχουν απαίδευτο το λογισμό τους, διότι δεν σκέφτεται το αγαθό, αυτοί από λαιμαργία ξοδεύουν στην παρούσα ζωή τους τα καλά αγαθά που αναλογούν στη φύση τους· δεν αποταμιεύουν τίποτε για την άλλη ζωή. Αντίθετα, εκείνοι που εξοικονομούν τη ζωή τους με διάκριση και σωφροσύνη, ενοχλούνται στην σύντομη παρούσα ζωή από τις λυπηρές εμπειρίες των αισθήσεων· αποταμιεύουν όμως τα αγαθά για τη μέλλουσα ζωή, ώστε η καλύτερη τύχη να παρατείνεται γι’ αυτούς μαζί με την αιωνιότητα.

48. Αυτό είναι, λοιπόν, σύμφωνα με την άποψή μου, το χάσμα, το οποίο δεν σχηματίζεται επειδή χωρίζεται στα δύο η γη, αλλά το δημιουργεί η επιλογή της ζωής που διαιρείται σε αντίθετες προτιμήσεις. Εκείνος που διάλεξε εφάπαξ την απόλαυση στην παρούσα ζωή και δεν μετανόησε για να θεραπεύσει την απερισκεψία του, έκανε απροσπέλαστο για τον εαυτό του τον τόπο των αγαθών στην άλλη ζωή· δημιούργησε σε βάρος του την αξεπέραστη αυτή κατάσταση, σαν κάποια αχανή και αδιάβατη χαράδρα.

49. Γι’ αυτό, μου φαίνεται ότι και την αγαθή κατάσταση της ψυχής την ονομάζει ο (εαυγγελικός) λόγος κόλπο του Αβραάμ, στον οποίο αναπαύεται ο αθλητής της υπομονής. Διότι πρώτος απ’ όλους τους ανθρώπους αυτός ο πατριάρχης λέγεται ότι προτίμησε την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών αντί για την απόλαυση των παρόντων. Αυτός στερήθηκε όλα τα αγαθά που είχε στην αρχή της ζωής του, και ζούσε ανάμεσα σε ξένους· εξασφάλισε έτσι, με την κακοπάθεια της παρούσης ζωής, τη μελλοντική μακαριότητα.

Όπως ακριβώς, λοιπόν, ονομάζουμε καταχρηστικά ένα ορισμένο μέρος της θάλασσας κόλπο, έτσι, μου φαίνεται, ο (ευαγγελικός) λόγος με το όνομα του κόλπου υπονοεί τα αμέτρητα εκείνα αγαθά. Διότι στον κόλπο, όλοι όσοι διακινδυνεύουν με την άσκηση των αρετών την παρούσα ζωή, όταν θα φύγουν απ’ αυτήν, θ’ αράξουν τις ψυχές τους στον κόλπο των αγαθών, σαν ασφαλές λιμάνι. Για τους υπόλοιπους, όμως, αυτή η στέρηση των αγαθών που υπάρχουν εκεί (στον κόλπο) γίνεται φλόγα που καίει την ψυχή τους· έχει ανάγκη (η ψυχή τους) κάποια σταγόνα από το πέλαγος των αγαθών που κατακλύζουν τους δικαίους, για να παρηγορηθεί· αλλά δεν το πετυχαίνει.

Ακούοντας, επίσης, στον (ευαγγελικό) λόγο για τα ασώματα, ονόματα όπως γλώσσα, οφθαλμός, δάχτυλο και την παρόμοια σχετική ορολογία για το σώμα, θα παραδεχθείς ότι αυτά – εάν εξετάσεις την έννοια των ονομάτων– συμφωνούν με όσα στοχαστήκαμε για το θέμα της ψυχής. Διότι, όπως η συνδρομή όλων των στοιχείων του σώματος συγκροτεί την ουσία του, έτσι είναι εύλογο η ίδια αιτία (συνδρομή) να ολοκληρώνει τη φύση των μερών, που αποτελούν το σώμα.

50. Εάν, λοιπόν, παραβρίσκεται η ψυχή στα στοιχεία του σώματος, τα οποία αναμίχθηκαν με το σύμπαν (μετά θάνατο), τότε όχι μόνο θα γνωρίσει όλο το πλήθος των στοιχείων που συνέθεσαν το σώμα, και θα βρίσκεται σ’ αυτά· αλλά, θα γνωρίσει και την ιδιαίτερη σύσταση κάθε μέρους του συνόλου, δηλαδή με ποιά μόρια των στοιχείων σχηματίστηκαν τα μέλη του σώματός μας. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο η ψυχή, που βρίσκεται σ’ όλο το σύνολο της συνθέσεως των στοιχείων, να βρίσκεται και σε κάθε μόριο. Έτσι, βλέποντας κανείς τα στοιχεία, στα οποία μέσα υπάρχουν δυνάμει τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, δεν θα κάνει σφάλμα να εννοήσει ότι η Γραφή για αυτά ομιλεί όταν αναφέρεται, μετά τη διάλυση του σώματος, σε δάχτυλο, οφθαλμό, γλώσσα και σ’ όλα τα υπόλοιπα μέλη.

Εάν, λοιπόν, η εξέταση του καθένα (στοιχείου) μεταφέρει το νου μακριά από σωματική εκδοχή της διηγήσεως, είναι εύλογο και η αναφορά τώρα σε άδη, να μην υπονοεί κάποιον τόπο που έχει αυτό το όνομα, αλλά να εννοεί μια κατάσταση βίου, αιώνια και ασώματη· σ’ αυτήν, μας διδάσκει η Γραφή, ζει η ψυχή.

Αλλά, στη διήγηση για τον πλούσιο και το φτωχό (Λάζαρο), καί κάποιο άλλο δόγμα μαθαίνουμε, το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα με όσα εξετάσαμε. Παρουσίασε (η διήγηση) εκείνο τον εμπαθή και φιλόσαρκο (πλούσιο), όταν είδε ότι η καταδίκη του ήταν αναπόφευκτη, να φροντίζει για τους συγγενείς του που ήταν στη γη, ώστε να κάμουν το ορθό· και ο Αβραάμ απάντησε ότι ο Θεός δεν άφησε αφρόντιστη την επίγεια ζωή των ανθρώπων· αλλά μπορούν, εάν θέλουν, να γνωρίσουν την ορθή ζωή από τη διδασκαλία του νόμου και των προφητών. (Ο πλούσιος) όμως εξακολουθεί να παρακαλεί τον δίκαιο (Αβραάμ), λέγοντας ότι η διδασκαλία θα έχει αποτέλεσμα μόνο με τρόπο θαυματουργικό, εάν δηλαδή κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους διδάξει».

51. ΓΡΗΓ. «Ποιό δόγμα, λοιπόν, ρώτησα, υπάρχει σ’ αυτή τη διήγηση;».

ΜΑΚΡ. «Η ψυχή του Λαζάρου, απάντησε εκείνη, δεν ενδιαφέρεται για τα παρόντα και δεν επιστρέφει σε τίποτε απ’ όσα άφησε πίσω της στη γη· ο πλούσιος όμως είναι προσκολλημένος σαν ιξός στη σαρκική ζωή ακόμη και μετά το θάνατο· απ’ αυτήν δεν απαλλάχτηκε τελείως κι όταν έπαψε να ζει, αλλά ακόμη φροντίζει για τη σάρκα και το αίμα· αφού παρακαλεί ν’ απαλλαγούν οι συγγενείς του από τα κακά, είναι φανερό ότι δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί από τις γήϊνες φροντίδες. Με όλες αυτές τις διηγήσεις, θεωρούμε ότι ο Κύριος θεμελιώνει το εξής δόγμα: αυτοί που ζουν ακόμη τη σαρκική ζωή πρέπει, με την ενάρετη βιοτή τους, ν’ απομακρύνονται κάπως και να ξεφεύγουν από τη σχέση με τη σάρκα, ώστε μετά το θάνατο να μην έχουν ανάγκη από κάποιον άλλο θάνατο, ο οποίος θα καθαρίσει τα υπολείμματα της σαρκικής ζωής. Αλλά, όπως έσπασαν τα δεσμά της ψυχής, να της γίνει εύκολος και άνετος ο δρόμος προς το αγαθό και κανένα σωματικό βάρος να μην την αποσπά.

52. Όποιος γίνει εντελώς σαρκικός στη σκέψη του και αφιερώνει κάθε κίνηση και ενέργεια της ψυχής στα θελήματα της σάρκας, αυτός, κι όταν ακόμη βγει έξω από τη σάρκα του, δεν αποχωρίζεται τα πάθη της. Όπως εκείνοι που έχουν μείνει αρκετό καιρό στους πιο βρωμερούς τόπους, ακόμη κι όταν φύγουν από κει και έλθουν στον καθαρό αέρα, δεν απαλλάσσονται από τη δυσοσμία της βρώμας, την οποία συνήθισαν λόγω της μακράς διαμονής τους σ’ αυτήν.

Έτσι, όταν γίνει η μεταφορά προς την αιώνια και αόρατη ζωή, δεν είναι δυνατόν αυτοί που αγαπούν τη σάρκα να μην ελκύονται με οποιονδήποτε τρόπο από τη δυσοσμία της σαρκικής ζωής. Απ’ αυτό η οδύνη τους γίνεται βαρύτερη, επειδή η ψυχή απ’ αυτήν την κατάσταση γίνεται περισσότερο υλόφρονη. Νομίζω μάλιστα ότι συμφωνεί μ’ αυτή την άποψή μου αυτό που λένε ορισμένοι, ότι δηλαδή πολλές φορές εκεί που βρίσκονται τα σώματα (τάφοι) φαίνονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών.

Εάν πράγματι γίνεται κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται έτσι η προσκόλληση της ψυχής στην σαρκική ζωή περισσότερο από το πρέπον· έτσι ώστε, κι όταν βγει από τη σάρκα, να μη θέλει ν’ αποχωριστεί καθαρά απ’ αυτήν, ούτε να δέχεται την ολοκληρωτική αλλαγή της στην κατάσταση της αιωνιότητας· αντίθετα, να παραμένει ακόμη, και μετά τη διάλυση, στη σωματική μορφή και, ενώ είναι ήδη έξω από το σώμα, να περιφέρεται με νοσταλγία στους τόπους της υλικής ζωής και εκεί να αναστρέφεται».

Το πρωτότυπο κείμενο

44. ΓΡΗΓ. Ἐπιδεξάμενος δὲ τὰ εἰρημένα ὡς προσφυῶς τε καὶ οἰκείως πρὸς τὸν προκείμενον εὑρεθέντα σκοπόν, «ταῦτα μὲν οὕτως, εἶπον, λέγεσθαί τε καὶ πιστεύεσθαι καλῶς ἔχει· εἰ δέ τις τὸ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου περὶ τῶν ἐν ᾅδου διήγημα πρὸς τὰ εἰρημένα προσφέροι, ὡς οὐ συμβαῖνον τοῖς ἐξητασμένοις, πῶς χρὴ παρασκευάσασθαι πρὸς τὴν ἀπόκρισιν;».

45. ΜΑΚΡ. Ἡ διδάσκαλος δὲ, «σωματικώτερον μὲν, φησὶν, ὁ λόγος ἐκτίθεται τὸ διήγημα, πολλὰς δὲ κατασπείρει τὰς ἀφορμάς, δι᾿ ὧν εἰς λεπτοτέραν θεωρίαν ἐκκαλεῖται τὸν ἐξεταστὴν ἐπαΐοντα. Ὁ γὰρ χάσματι μεγάλῳ διείργων τὸ κακὸν ἐκ τοῦ κρείττονος, σταγόνος τέ τινος δακτύλῳ κομιζομένης ἐπιδεᾶ ποιήσας τὸν ὀδυνώμενον, καὶ πατριάρχου κόλπον τῷ διὰ τῆς ζωῆς ταύτης κεκακωμένῳ ὑποθεὶς ἀνάπαυσιν, πρὸ τούτων δὲ καὶ τὸ τεθνᾶναι αὐτοὺς, καὶ ταφῇ δοθῆναι διηγησάμενος, οὐ μικρῶς ἀφίστησι τῆς κατὰ πρόχειρον διανοίας τὸν μὴ ἀσυνέτως τοῖς λεγομένοις ἑπόμενον.
Ποίους γὰρ ὀφθαλμοὺς ἐπαίρει ἐν τῷ ᾅδῃ ὁ πλούσιος, τοὺς τῆς σαρκὸς ἐναφεὶς τῷ τάφῳ; Πῶς δὲ φλογὸς ᾐσθάνετο τὸ ἀσώματον; Ποίαν δὲ γλῶσσαν καταψυχθῆναι διὰ τῆς σταγόνος ἐπιθυμεῖ, τῆς σαρκίνης αὐτῷ μὴ παρούσης; Τίς δὲ ὁ διακομίζων αὐτῷ τὴν ῥανίδα δάκτυλος; Αὐτὸς δὲ ὁ κόλπος τῆς ἀναπαύσεως, τίς;
Τῶν γὰρ σωμάτων ἐν τάφοις ὄντων, τῆς δὲ ψυχῆς οὔτε ἐν σώματι οὔσης, οὔτε ἐκ μερῶν συνεστώσης, ἄπορον ἂν εἴη τὴν τοῦ διηγήματος διασκευὴν κατὰ τὸ προχείρως νοούμενον ἐφαρμόσαι τῇ ἀληθείᾳ, εἰ μη τις μεταλάβῃ τὰ καθ᾿ ἕκαστον εἰς νοητὴν θεωρίαν· ὥστε χάσμα τὸ διεῖργον τῶν ἀμίκτων τὴν κοινωνίαν, μὴ γῆς διάστασιν οἴεσθαι· τῷ γὰρ ἀσωμάτῳ καὶ νοερῷ, τίς πόνος διαπτῆναι τὸ χάσμα, καὶ εἰ μήκιστον ἦν; Διότι τὸ νοερὸν τῇ φύσει, ἐν ᾧπερ ἂν ἐθέλῃ ἀχρόνως γίνεται».

46. ΓΡΗΓ. «Τί οὖν ἂν εἴη, φημὶ, τὸ πῦρ, ἢ τὸ χάσμα, ἢ τὰ λοιπὰ τῶν εἰρημένων, ἢ μὴ ἃ λέγεται;».
ΜΑΚΡ. «Ἐμοὶ δοκεῖ, φησὶ, δόγματά τινα περὶ τῶν κατὰ ψυχὴν ζητουμένων δι᾿ ἑκάστου τούτων ὑποσημαίνειν τὸ Εὐαγγέλιον. Προειπὼν γὰρ πρὸς τὸν πλούσιον ὁ πατριάρχης, ὅτι ἀπέσχες τῷ διὰ σαρκὸς βίῳ τῶν ἀγαθῶν τὴν μοῖραν, καὶ περὶ τοῦ πτωχοῦ τὸ ἶσον εἰπὼν, ὅτι καὶ οὗτος ἀπέπλησε παρὰ τὸν βίον τῆς τῶν κακῶν μετουσίας λειτουργίας· εἶθ᾿ οὕτως ἐπαγαγὼν περὶ τοῦ χάσματος, ὡς ἀπ᾿ ἀλλήλων διατειχίζονται, μέγα τι διὰ τούτων ἔοικεν ὑποδεικνύειν τῷ λόγω.

47. »Τὸ δὲ δόγμα, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, τοιοῦτόν ἐστι· Μονοειδὲς ἦν ἡ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ, μονοειδὲς δὲ λέγω τὴν ἐν μόνῳ τῷ ἀγαθῷ ὁρωμένην, καὶ πρὸς τὸ κακὸν ἀνεπίμικτον. Τὸν δὲ τοιοῦτον λόγον ὁ πρῶτος τοῦ Θεοῦ νόμος μαρτυρεῖται, ὁ τοῦ παντὸς μὲν δοὺς τῶν ἐν τῷ παραδείσῳ καλῶν ἄφθονον τῷ ἀνθρώπῳ τὴν μετουσίαν, ἀπείργων δὲ μόνου ἐκείνου ᾧ σύμμικτος ἦν ἐκ τῶν ἐναντίων ἡ φύσις, τοῦ κακοῦ πρὸς τὸ καλὸν συγκεκραμένου, θάνατον ἐπιθεὶς τῷ παρανομήσαντι τὴν ζημίαν.
Ἀλλ᾿ ἑκουσίως ὁ ἄνθρωπος ἐν τῷ αὐτεξουσίῳ κινήματι καταλιπὼν τὴν ἀμιγῆ τοῦ χείρονος μοῖραν, τὴν ἐκ τῶν ἐναντίων σύγκρατον ζωὴν ἐπεσπάσατο. Οὐ μὴν ἀφῆκεν ἡ θεία προμήθεια τὴν ἀβουλίαν ἡμῶν ἀδιόρθωτον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τοῖς παραβεβηκόσι τὸν νόμον ὁ κριθεὶς ἐπ᾿ αὐτῷ θάνατος ἀναγκαίως ἐπηκολούθησε, διχῆ μερίσας τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν, εἴς τε τὴν διὰ σαρκὸς ταύτην, καὶ εἰς τὴν ἔξω τοῦ σώματος μετὰ ταύτην, οὐ κατὰ τὸ ἶσον μέτρον τοῦ διαστήματος, ἀλλὰ τὴν μὲν βραχυτάτῳ τινὶ τῷ χρονικῷ περιγράψας ὅρῳ· τὴν δὲ παρατείνας εἰς τὸ ἀΐδιον, ἐξουσίαν ἔδωκεν ὑπὸ φιλανθρωπίας, ἐν ᾧ τις βούλεται, τούτων ἑκάτερον ἔχειν τό τε ἀγαθὸν λέγω καὶ τὸ κακόν, ἢ κατὰ τὸν βραχὺν τοῦτον καὶ ὠκύμορον βίον, ἢ κατὰ τοὺς ἀτελευτήτους ἐκείνους αἰῶνας, ὧν πέρας ἡ ἀπειρία ἐστίν.
Ὁμωνύμως δὲ λεγομένου τοῦ τε ἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ ἑκατέρου τούτων πρὸς διπλῆν ἔννοιαν μεριζομένου πρὸς νοῦν τε λέγω καὶ αἴσθησιν, καὶ τῶν μὲν τοῦτο ἐν ἀγαθοῦ μοίρᾳ κρινόντων ὅπερ ἂν ἡδὺ τῇ αἰσθήσει δόξῃ· τῶν δὲ μόνον τὸ κατὰ διάνοιαν θεωρούμενον πεπιστευκότων ἀγαθὸν εἶναι καὶ ὀνομάζεσθαι.
Οἷς μὲν ἀγύμναστός ἐστιν ὁ λογισμὸς, καὶ τοῦ βελτίονος ἀνεπίσκεπτος, οὗτοι ὑπὸ λαιμαργίαν ἐν τῷ σαρκίνῳ βίῳ τὴν χρεωστουμένην τῇ φύσει τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν προαναλίσκουσιν, οὐδὲν τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ ταμιευόμενοι· οἱ δὲ λογισμῷ διακριτικῷ τε καὶ σώφρονι τὴν ἑαυτῶν οἰκονομοῦντες ζωὴν, ἐν τῷ βραχεῖ τούτῳ βίῳ διὰ τῶν τὴν αἴσθησιν λυπούντων ἀνιαθέντες, τῷ ἐφεξῆς αἰῶνι τὸ ἀγαθὸν ταμιεύονται, ὥστε αὐτοῖς τῇ ἀϊδίῳ ζωῇ τὴν κρείττω λῆξιν συμπαρατείνεσθαι.

48. Τοῦτο οὖν ἐστιν, ὥς γε ὁ ἐμὸς λόγος, τὸ χάσμα, ὃ οὐχὶ γῆς διασχούσης γίνεται, ἀλλ᾿ ἡ παρὰ τὸν βίον κρίσις πρὸς τὰς ἐναντίας προαιρέσεις διασχισθεῖσα ποιεῖ. Ὁ γὰρ ἅπαξ τὸ ἡδὺ κατὰ τὸν βίον τοῦτον ἑλκόμενος, καὶ μὴ θεραπεύσας ἐκ μεταμελείας τὴν ἀβουλίαν, ἄβατον ἑαυτῷ μετὰ ταῦτα τὴν τῶν ἀγαθῶν χώραν ἐργάζεται, τὴν ἀδιάβατον ταύτην ἀνάγκην, καθάπερ τι βάραθρον ἀχανές τε καὶ ἀπαρόδευτον καθ᾿ ἑαυτοῦ διορύξας.

49. Διό μοι δοκεῖ καὶ τὴν ἀγαθὴν τῆς ψυχῆς κατάστασιν, ἐν ᾗ τὸν τῆς ὑπομονῆς ἀθλητὴν ἀναπαύει ὁ λόγος, κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ὀνομάσαι. Πρῶτος γὰρ οὗτος ὁ πατριάρχης τῶν πώποτε γεγονότων ἱστόρηται τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων τῆς ἀπολαύσεως τῶν παρόντων ἀνταλλαξάμενος, ὅς γε πάντων γυμνωθεὶς, ἐν οἷς ἦν αὐτῷ καταρχὰς ἡ ζωὴ, ἐν ἀλλοτρίοις εἶχε τὴν δίαιταν, διὰ τῆς παρούσης κακοπαθείας, τὴν ἐλπιζομένην εὐκληρίαν ἐμπορευόμενος.
Ὥσπερ οὖν τὴν ποιὰν τοῦ πελάγους περιγραφὴν ἐκ καταχρήσεώς τινος ὀνομάζομεν κόλπον, οὕτω δοκεῖ τῶν ἀμετρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν τὴν ἔνδειξιν ὁ λόγος τῷ τοῦ κόλπου διασημαίνειν ὀνόματι, ᾧ πάντες οἱ δι᾿ ἀρετῆς τὸν παρόντα διαπλέοντες βίον, ὅταν ἐντεῦθεν ἀπαίρωσιν, ὥσπερ ἐν ἀκατακλύστῳ λιμένι τῷ ἀγαθῷ κόλπῳ τὰς ψυχὰς ἐνορμίζονται, τοῖς δὲ λοιποῖς ἡ τῶν φαινομένων αὐτοῖς ἀγαθῶν στέρησις φλὸξ γίνεται τὴν ψυχὴν διασμύχουσα, ῥανίδος τινὸς ἐκ τοῦ πελάγους τῶν τοὺς ὁσίους περικλυζόντων ἀγαθῶν εἰς παραμυθίαν προσδεομένη, καὶ οὐ τυγχάνουσα.
Γλῶσσαν δὲ καὶ ὀφθαλμόν, καὶ δάκτυλον, καὶ τὰ λοιπὰ τῶν σωματικῶν ὀνομάτων ἐν τῷ διαλόγῳ τῶν ἀσωμάτων βλέπων, τὸν καταστοχασμόν, ἡμῖν ἤδη νοηθέντι περὶ ψυχῆς λόγῳ συμφώνως ἔχειν ὁμολογήσεις, ἐπισκεψάμενος τῶν ῥητῶν τὴν διάνοιαν. Ὥσπερ γὰρ ὅλου τοῦ σώματος ἡ τῶν στοιχείων συνδρομὴ ποιεῖ τὴν οὐσίαν, οὕτως εἰκὸς καὶ τῶν ἐν τῷ σώματι μερῶν ἐκ τῆς αὐτῆς αἰτίας συμπληροῦσθαι τὴν φύσιν.

50. Εἰ οὖν πάρεστιν ἡ ψυχὴ τοῖς ἐκ τοῦ σώματος στοιχείοις πρὸς τὸ πᾶν ἀναμιχθεῖσιν, οὐ μόνον τὸ πλήρωμα τῶν εἰς ὅλον τὸ σύγκριμα συνδεδραμηκότων γνωρίσει, καὶ ἐν αὐτοῖς ἔσται· ἀλλ᾿ οὐ τὴν ἰδιάζουσαν ἑκάστου τῶν μερῶν σύστασιν ἀγνοήσει, διὰ ποίων τῶν ἐν τοῖς στοιχείοις μορίων ἀποτελεσθῇ τὰ ἐν ἡμῖν μέλη. Τὴν οὖν ἐν παντὶ οὖσαν τῷ τῶν στοιχείων πληρώματι, καὶ ἐν τοῖς καθ᾿ ἕκαστον εἶναι, οὐδὲν ἔξω τοῦ εἰκότος ἐστίν· καὶ οὕτω πρὸς τὰ στοιχεῖά τις βλέπων, οἷς ἐνυπάρχει τῇ δυνάμει τὰ καθ᾿ ἕκαστον μέλη τοῦ σώματος, δάκτυλόν τε περὶ αὐτὴν εἶναι καὶ ὀφθαλμὸν καὶ γλῶσσαν, καὶ τὰ ἄλλα πάντα μετὰ τὴν διάλυσιν τοῦ συγκρίματος τὴν Γραφὴν λέγειν ὑπονοῶν, τοῦ εἰκότος οὐχ ἁμαρτήσεται.
Εἰ οὖν τὰ καθ᾿ ἕκαστον ἀπάγει τὸν νοῦν τῆς σωματικῆς περὶ τοῦ διηγήματος ὑπολήψεως, εἰκὸς δήπου καὶ τὸν μνημονευθέντα νῦν ᾅδην μὴ τόπον τινὰ οὕτως ὀνομαζόμενον οἴεσθαι, ἀλλά τινα κατάστασιν ζωῆς ἀειδῆ καὶ ἀσώματον, ᾗ τὴν ψυχὴν ἐμβιοτεύειν παρὰ τῆς Γραφῆς ἐκδιδασκόμεθα.
Ἀλλὰ καὶ ἕτερον ἐν τῷ κατὰ τὸν πλούσιον καὶ πτωχὸν διηγήματι δόγμα μανθάνομεν, ὃ πολλὴν ἔχει πρὸς τὰ ἐξητασμένα τὴν οἰκειότητα. Ἐποίησεν ἐκεῖνον τὸν ἐμπαθῆ καὶ φιλόσαρκον, ἐπειδὴ τὸ ἄφυκτον εἶδε τῆς παρ᾿ ἑαυτοῦ συμφορᾶς, φροντίδα τῶν ὑπὲρ γῆς αὐτῷ κατὰ τὸ γένος προσηκόντων ἔχειν, καὶ τοῦ Ἀβραὰμ εἰπόντος μὴ ἀπρονόητον εἶναι τῶν ἐν σαρκὶ ζώντων βίον, ἀλλὰ κατ᾿ ἐξουσίαν προκεῖσθαι αὐτοῖς τὴν ἐκ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν χειραγωγίαν· ἔτι παραμένειν προσλιπαροῦντα τὸν δίκαιον, ὅπως ἂν ἐκ τοῦ παραδόξου πιθανὸν αὐτοῖς τὸ κήρυγμα γένοιτο, ὑπό τινος ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναβεβιωκότος καταγγελλόμενον».

51. ΓΡΗΓ. «Τί οὖν, εἶπον, ἐν τούτοις ἐστὶ τὸ δόγμα;».
ΜΑΚΡ. «Ἐπειδὴ, φησὶ, τοῦ μὲν Λαζάρου πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄσχολός ἐστιν ἡ ψυχὴ, καὶ πρὸς οὐδὲν τῶν καταλειφθέντων ἑαυτὴν ἐπιστρέφει, ὁ δὲ πλούσιος οἱονεὶ ἰξῷ τινι τῇ σαρκίνῃ ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον ἔτι προσίσχεται, ἣν οὐδὲ παυσάμενος τοῦ ζῆν καθαρῶς ἀπεδύσατο, ἀλλ᾿ ἔτι αὐτῷ διὰ φροντίδος ἐστὶν ἡ σὰρξ καὶ τὸ αἷμα δι᾿ ὧν γὰρ τοὺς κοινωνοῦντας αὐτῷ τοῦ γένους ἐξαιρεθῆναι τῶν κακῶν δεῖται, δῆλός ἐστι μήπω τῆς σαρκικῆς ἐκλυθεὶς προσπαθείας, ἐκ τούτων, φησὶ, τῶν διηγημάτων οἰόμεθα τοῦτο δογματίζειν τὸν Κύριον, τὸ δεῖν ὅτι μάλιστα τοὺς ἐν σαρκὶ βιοτεύοντας, διὰ τῆς κατὰ ἀρετὴν ζωῆς, χωρίζεσθαί πως καὶ ἀπολύεσθαι τῆς πρὸς αὐτὴν σχέσεως, ἵνα μετὰ τὸν θάνατον μὴ πάλιν ἄλλου θανάτου δεώμεθα, τὰ λείψανα τῆς σαρκώδους κόλλης ἀποκαθαίροντος· ἀλλὰ καθάπερ δεσμῶν τὴν ψυχὴν περιῤῥαγέντων, κοῦφος αὐτῇ καὶ ἄνετος ὁ πρὸς τὸ ἀγαθὸν γένηται δρόμος, οὐδεμιᾶς αὐτὸν σωματικῆς ἀλγηδόνος πρὸς ἑαυτὴν ἀφελκούσης.

52. Ὡς εἴ τις ὅλος δι᾿ ὅλων ἀποσαρκωθείη τῇ διανοίᾳ, πᾶσαν ψυχῆς κίνησίν τε καὶ ἐνέργειαν ἐν τοῖς θελήμασι τῆς σαρκὸς ἀσχολῶν, ὁ τοιοῦτος οὐδὲ τῆς σαρκὸς ἔξω γενόμενος τῶν κατ᾿ αὐτὴν παθημάτων χωρίζεται, καθάπερ οἱ ἐπὶ πλέον ἐνδιατρίψαντες τοῖς δυσωδεστέροις τῶν τόπων, οὐδὲ εἰ πρὸς τὸν εὔπνουν ἀέρα μετέλθοιεν καθαρεύουσι τῆς ἀηδείας, ἥν διὰ τῆς χρονιωτέρας ἐν αὐτῇ διαγωγῆς ἀναμίξαντο·
οὕτως οὐδὲ πρὸς τὸν ἀηδῆ καὶ ἄβλεπτον βίον τῆς μεταβολῆς γενομένης, δυνατὸν ἂν εἴη τοὺς φιλοσάρκους μὴ ἀφέλκεσθαί τι πάντως τῆς σαρκικῆς δυσωδίας, δι᾿ ὧν πλέον αὐτοῖς ἡ ὀδύνη βαρύνεται, ὑλωδεστέρας ἐκ τοιαύτης περιστάσεως τῆς ψυχῆς γινομένης. Δοκεῖ δε πως πρὸς τοιαύτην ὑπόληψιν συνᾴδειν ὃ παρά τινων λέγεται, πολλάκις ὁρᾶσθαι τὰς περὶ τῶν σωμάτων θέσεις, σκιοειδῆ τινα τῶν κατοιχομένων φαντάσματα.

Εἰ γὰρ τοῖόν τι γίνεται, οὕτως ἐλέγχεται τῆς ψυχῆς ἡ πέρα τοῦ δέοντος γινομένη νῦν πρὸς τὸν σαρκώδη βίον προσπάθεια, ὡς μηδὲ ἐξωσθεῖσαν τῆς σαρκὸς καθαρῶς αὐτὴν ἐθέλειν ἀφίπτασθαι, μηδὲ συγχωρεῖν τὴν παντελῆ γίνεσθαι πρὸς τὸ ἀειδὲς τοῦ σχήματος μεταποίησιν, ἀλλὰ παραμένειν ἔτι τῷ εἴδει μετὰ τὸ λυθῆναι τὸ εἶδος, καὶ ἔξω γενομένην ἤδη τούτου πόθῳ τοῖς τῆς ὕλης ἐπιπλανᾶσθαι τόποις, καὶ περὶ αὐτοὺς ἀναστρέφεσθαι».

Δεν υπάρχουν σχόλια: