Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

H IΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (6)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 1η Φεβρουαρίου  2021

                      HANS – GEORG  GADAMER  

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)  

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

                           Ι.  ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΝΟΙΑ                                    

        Tο σωκρατικό «παράδοξο» (Paradox) της γνώσης τής αρετής συνίσταται ακριβώς στο να δείξη ότι ο «κανονισμένος» κόσμος τής παράδοσης είναι αναγκασμένος να «λογοδοτήση», αλλά δεν έχει αυτήν την ικανότητα, κι ότι το καινούργιο αίτημα της «παιδείας» (των σοφιστών) δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια τέχνη (Techne) τής επιτυχίας. Πρόκειται όμως για μια λανθασμένη «εντύπωση» γνώσης, σαν να υφίσταται πράγματι εδώ μια γνώση, που θα μπορούσε να θεμελιώση μάλιστα την αυτονόητη συνέχεια του «κανονισμένου» κόσμου ή κόσμου τών κανόνων. Κάτι που αποκαλύπτεται, όπως είδαμε, κατά τη γελοιογράφηση μιας τεχνικής γνώσης τής ζωής στον Πρωταγόρα, μιας γνώσης τής μεγαλύτερης κατά το δυνατόν ηδονής (μετρητική τέχνη). Κάτι που φανερώνεται ωστόσο με το παράδοξο προπαντός γεγονός, ότι δεν μπορεί να διδαχθή, παρ’ όλο που ζητάμε να τη γνωρίσουμε, η αρετή.

      Βλέπουμε λοιπόν με πόση τέχνη συνθέτει ο Πλάτων τον Πρωταγόρα, και τί δύναμη έκφρασης υπάρχει ήδη στη δραματική «σκηνοθεσία»: η αντιπαράθεση στην οποία θέτει ο Πλάτων τον Σωκράτη απέναντι στους περίφημους σοφιστές τού καιρού του (τον Πρωταγόρα, τον Γοργία, τον Ιππία, τον Θρασύμαχο), φαίνεται πως είναι η πιο ιδιαίτερη επινόηση του συγγραφέα, που αποσκοπεί στο να αποσοβήση τη μοιραία εξίσωση του Σωκράτη με τους σοφιστές, στην οποία και στηρίχθηκε η τραγική καταδίκη τού δασκάλου του. Ο Ξενοφών περιγράφει μια και μοναδική παρόμοια «σύζευξη» με έναν σοφιστή, τον Ιππία (Απομν. Δ4), η οποία τίθεται όμως εντελώς διαφορετικά: Ο σοφιστής γνωρίζει καλά τον Σωκράτη – και παραπονιέται πως είναι πάντοτε ίδιοι οι λόγοι του, χωρίς να υπάρχη ποτέ κάποια θετική απάντηση απ’ τη μεριά του (η περίπτωση του Κλειτόφωνου). Γι’ αυτό και ο Ιππίας επιμένει, ότι πρέπει να εκφρασθή επιτέλους μια φορά θετικά περί τού δικαίου κι ο ίδιος ο Σωκράτης. Αυτό το οποίο λέει όμως, με το στόμα τού Σωκράτη, ο Ξενοφών, προέρχεται ελάχιστα από κάποια δική του, προσωπική ανάμνηση. Η «απολογία» μάλιστα αυτή είναι εξαιρετικά τετριμμένη και διάτρητη. Το ότι δεν είχε αδικήσει ποτέ του ο Σωκράτης, το εξέφρασε κι ο ίδιος μπροστά στους δικαστές του, και τον παρουσιάζει να το λέη και τώρα ο Πλάτων. Εκείνο όμως το οποίο παρουσιάζει ο Ξενοφών να λέη για το ίδιο το δίκαιο ο Σωκράτης, κι ότι είναι το «νόμιμον», αλλά και όλα τα άλλα για τους άγραφους νόμους, ώστε να δικαιολογήση την απαγόρευση της αιμομιξίας, καθώς και για τους θεούς, όλα αυτά μένουν «άχρωμα», κι απαντάει και ο σοφιστής συνομιλητής του εξίσου «άχρωμα», όπως και όλοι άλλωστε οι υπόλοιποι συνομιλητές τού Σωκράτη στα Απομνημονεύματα. Εντελώς επιφανειακή είναι εξάλλου και η άλλη συνομιλία τού Σωκράτη, με τον σοφιστή Αντίφωνα, στο ίδιο έργο (Απομν. Α6). Αυτές οι απλοϊκές απολογητικές «αντιπαραθέσεις» δεν μοιάζουν πράγματι σε τίποτα με τους μεγάλους «σοφιστικούς» διαλόγους τού Πλάτωνα.

      Ο Πλάτων αντιπαραθέτει στον Πρωταγόρα τη σοφιστική ψευδο-γνώση και το αίτημα της διδαχής της στο σωκρατικό, απλώς και μόνον αίτημα για γνώση· και το «πολύτιμο» αποτέλεσμα, στο οποίο τελειώνει ή πιο σωστά «σταματά» ο διάλογος, είναι ότι ο Σωκράτης υποχρεώνει τούς σοφιστές να συμφωνήσουν, πως είναι μεν γνώση η αρετή, αμφισβητώντας όμως απ’ τη μεριά του τη δυνατότητα να διδαχθή. Αν ο Σωκράτης εννοούσε πραγματικά  ως «τέχνη» τον χαρακτήρα αυτής τής γνώσης, θα υποστήριζε βέβαια, ότι μπορεί και να διδαχθή. Τί είδους είναι λοιπόν αυτή η γνώση, που δεν μπορεί να διδαχθή; Αυτό  οφείλουμε να αναρωτηθούμε τώρα ως αναγνώστες. Αποσαφηνίζοντας οπωσδήποτε, πως η γνώση και η «λογοδοσία» που αναζητά ο Σωκράτης, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη σοφιστική τέχνη τής «σκέψης». Κάτι που καθίσταται εξάλλου απ’ την αρχή σαφές, εφ’ όσον η αμφιβολία για τη «διδακτότητα» της αρετής κυριαρχεί σ’ ολόκληρο τον διάλογο, και είναι ήδη εμφανής στο «υπόστρωμα» της εισαγωγικής σκηνής. Μιλάμε για τη «διαλογική επινόηση», με την οποία ο Πλάτων «κλείνει κωμωδιακά» τον Πρωταγόρα: ο γνωστικός χαρακτήρας τής αρετής δεν μπορεί να είναι ο χαρακτήρας τής «τέχνης», ούτε όμως και εκείνος τής εξυμνούμενης ως τέχνης «νέας παιδείας».

      Το πόσο ανεπαρκής είναι η έννοια της «τέχνης» (γνωρίζω μια «τέχνη»), ώστε να διασαφηνισθή η γνώση τού Αγαθού και η ουσία τής αρετής, θα μπορούσε να αποδειχθή με ολόκληρη τη σειρά εκείνων τών σωκρατικών διαλόγων, που καταλήγουν όλοι «αναπάντητοι». Κεντρική θέση έχει ωστόσο εδώ ο διάλογος Μένων, που προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Ο Μένων ασχολείται με το ίδιο κατ’ αρχάς πρόβλημα όπως κι ο Πρωταγόρας, δηλ. με τη «διδακτότητα», επαναλαμβάνοντας κατά βάσιν το παράδοξο, ότι το «αίτημα» ακριβώς να λογοδοτή η αρετή θα έπρεπε να συνεπάγεται, ότι μπορεί και να διδαχθή. Μια απαίτηση γνώσης, που τη διαψεύδει ωστόσο για άλλη μια φορά η ηθική και πολιτική εμπειρία: Οι άμεσοι απόγονοι μεγάλων ανδρών συνιστούν συχνά μια μεγάλη «απογοήτευση», παρ’ όλη την εξαιρετική, κατά το δυνατόν, διαπαιδαγώγησή τους. Πρέπει άρα να υφίσταται και κάτι άλλο, πέρα απ’ τη γνώση, εδώ – κάτι το οποίο ο Πλάτων αποκαλεί θεία μοίρα, και το «επιδικάζει» ο θεός.

      Η παραδοσιακή ερμηνεία τού Πλάτωνα συναντά εδώ ένα αληθινό «μαρτύριο». Γιατί φαίνεται ασφαλώς ως ημίμετρο, το να «μετριάζεται» το «αδυσώπητο» σωκρατικό αίτημα για λογοδοσία, θέτοντας μια «θεϊκή μοίρα» στη θέση του. Κάποιο πιο «ευαίσθητοι» ωστόσο ερμηνευτές βλέπουν εδώ μιαν «αναφορά» στον μοναδικό αληθινό δάσκαλο της αρετής, τον Σωκράτη. Ολόκληρος άλλωστε ο «αποτυχημένος» διάλογος με τον Μένωνα καταλήγει στον «υπαινιγμό», ότι ο Σωκράτης είναι πράγματι ο πραγματικός και μοναδικός δάσκαλος. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε όμως και κάτι γενικώτερο: Δεν «ιεροποιείται» ο χαρισματικός Σωκράτης, παρ’ όλο που υπήρξε σίγουρα (και) «ιερός» για τον Πλάτωνα. Πρόκειται για την υπέρβαση της λανθασμένης μάλλον έννοιας περί διδασκαλίας τής γνώσης, που κυριαρχεί τόσο στον νεαρό Μένωνα όσο και στον «δάσκαλό» του Γοργία. Η αναφορά στη «θεϊκή μοίρα» θα μπορούσε να φανή πραγματικά χρήσιμη για τον μεγάλο σοφιστή.

      Ολόκληρος ο διάλογος με τον Μένωνα είναι αφιερωμένος σ’ αυτήν την «υπέρβαση». Κι εμείς δεν χρειάζεται παρά να αναρωτηθούμε, μαζί με τον Πλάτωνα, για το ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Σωκράτης, και τί ήταν στ’ αλήθεια η «γνώση» του, εφ’ όσον «κήρυξε», όπως γνωρίζουμε, τη γνώση τής άγνοιας ως τη μόνη πραγματική ανθρώπινη σοφία. Και η διδασκαλία του δεν θα μπορούσε λοιπόν να είναι άλλη, απ’ το να «αποδειχθή» η άγνοια, και να καταστή έτσι (άκρως) επείγουσα η «λογοδοσία» (δίνω, εκφέρω λόγο) και η (αληθινή) γνώση. Οι αλαζονικές υποθέσεις, που έμαθε από τον Γοργία και προβάλλει τώρα ο Μένων, είναι μάταιες και κενές, για όποιον έφτασε να αναζητά και να (ε)ρωτά ο ίδιος·  ένα σόφισμα (Sophisma), που επιδιώκει (μάλιστα) να μας αποτρέψη από κάθε αναζήτηση και ερώτηση, με «όπλο» την επιχειρηματολογία. Ο κεντρικός σκοπός τού Μένωνα δεν είναι πραγματικά άλλος, απ’ το να εξυψωθή η «απορία» (Aporie), στην οποία καταλήγουν συνήθως οι «σωκρατικοί» λεγόμενοι διάλογοι, σε «διακεκριμένο» θέμα εκ μέρους τού Πλάτωνα.

      Μια σειρά από προσπάθειες να ορισθή η αρετή οδηγούνται κι εδώ σε αποτυχία, αποκαλύπτοντας (ωστόσο), με μεγαλύτερη ή μικρότερη σαφήνεια, ότι πίσω απ’ την ηθική σύμβαση υπάρχει, ως μοναδική πραγματικότητα, η επιδίωξη ισχύος. Το εκφράζει μάλιστα με ακρίβεια η τελευταία απάντηση του Μένωνα, που οικειοποιείται (σαν να είναι «δικά» του) τα ποιητικά λόγια «χαίρειν τε καλοίσι καί δύνασθαι» μ’ έναν τρόπο, σαν να μη σημαίνη τίποτα άλλο η αρετή παρά: να μπορέσω να εξασφαλίσω το Ωραίο που επιθυμώ (77b). Το «καινούργιο» ωστόσο εδώ βήμα είναι το να «αποδειχθή», ότι η «απορία», στην οποία και περατούνται οι προσπάθειες του Μένωνα να ορίση την αρετή, αποτελεί την προϋπόθεση της δυνατότητας να (ε)ρωτήσουμε περί αρετής   (( Έν οίδα, ότι ουδέν οίδα )) . Ρωτάω σημαίνει δε εδώ: να αναρωτηθώ. Μπορούμε μόνο να επικαλεστούμε και να (ανα)καλέσουμε τη γνώση, εφ’ όσον κάθε γνώση είναι επανά-γνωση, και επανάμνηση ενός γνωστού (ενός πράγματος που μπορούμε να γνωρίσουμε).

       Ο διάλογος Μένων το ξεκαθαρίζει αυτό εξ αντιθέσεως. Ο Μένων παρουσιάζεται πράγματι ως κάποιος που θέλει να οικειοποιηθή (να καταστήση «δική» του) όσο γίνεται πιο «εύλογα» τη νεώτατη σοφία, και «εκρήγνυται» μπροστά στην υποχρέωση να αναρωτηθή για τον ίδιον τον εαυτό του. Διαθέτει άρα τη σωστή «τρέλλα», ώστε να κατανοήση τί είναι πραγματικά η γνώση. Γιατί το πραγματικό νόημα της σωκρατικής «ερώτησης» είναι η διδασκαλία τής ανάμνησης (Anamnesis). Ο ίδιος ο Σωκράτης είναι δάσκαλος, επειδή δεν κάνει κάτι άλλο απ’ το να «θυμάται», και ο Πλάτων επίσης «θυμάται», «αποκαλύπτοντας» τη σωκρατική «πράξη», ότι η γνώση είναι ανάμνηση, και επανά-γνωση.

     Αυτή η πραγματικότητα εισάγεται εδώ ως ένας μύθος, όχι δηλ. ως ένα φαινομενικά ιδιαίτερο «επιχείρημα», αλλά ως μια γνώση θρησκευτικού περιεχομένου. Κάτι το οποίο χρειάζεται ωστόσο να «φωτίσουμε» με ένα ερώτημά μας: Είναι πραγματικά ένας μύθος, ο μύθος τής ανάμνησης; Η διδασκαλία αυτή εισάγεται ασφαλώς, αναφερόμενη σε πινδαρικούς στίχους και στην πυθαγόρεια διδασκαλία για την περιπλάνηση των ψυχών, ως ένας μύθος στον Μένωνα. Η δε «αυθεντία», την οποίαν επικαλείται ο Σωκράτης, «ακούγεται» παράξενα: ιερείς και ιέρειες, που μπορούν να «λογοδοτούν»! Κάτι το παράλογο στον χώρο τής ελληνικής θρησκείας, που δεν αποτελούσε μια θρησκεία τών βιβλίων και της ορθής διδασκαλίας, αλλά τού συνεσταλμένου μάλλον, «ατομικού» σεβασμού τού καθενός, και της «κανονισμένης» δημόσιας τιμής προς το θεϊκό. Για να παρουσιασθή «ξαφνικά» και εντελώς νηφάλια εδώ η θέση, πως κάθε αναζήτηση και μάθηση δεν αποτελεί παρά μιαν «ανάμνηση», χωρίς καμμιά θρησκευτική αναφορά! Η περίφημη «ώρα διδασκαλίας», που παραδίδει στον σκλάβο τού Μένωνα ο Σωκράτης, απέχει πράγματι πάρα πολύ από οποιαδήποτε «θρησκευτική» απόδειξη περί προΰπαρξης των ψυχών. Εφ’ όσον τηρείται επιμελώς, σε κάθε βήμα αυτής τής «διδασκαλίας», η πεποίθηση ότι ο σκλάβος δεν «διδάσκεται» το παραμικρό, αλλά θεωρεί και αντιλαμβάνεται ο ίδιος το κάθε «αρνητικό» ή «θετικό» βήμα, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει (ήδη) ένα είδος γνώσης, χωρίς να έχη «μάθει» ή «διδαχθή» ποτέ τα μαθηματικά. Το «συμπέρασμα» ωστόσο για μια προ-ανθρώπινη τελικά εποχή, όπου «γνώριζε» ήδη η ψυχή, η οποία πρέπει να είναι άρα αθάνατη, δεν μπορεί να θεωρηθή, παρ’ όλες αυτές τις «αναπαραστάσεις», ένα ισχυρό «επιχείρημα». Το αίτημα μιας τέτοιας αποδείξεως «αναιρείται», μάλλον, κατηγορηματικά (Μένων 86b), και γίνεται αποδεκτή λόγω καί έργω (86c2) η πρακτική και μόνο βεβαιότητα, πως είναι καλύτερο να παραμείνουμε στο ότι μπορούμε να «αναζητάμε» ο καθένας ιδιαιτέρως, χωρίς να χρειάζεται να πλανηθούμε εδώ με τις σοφιστικές «ενστάσεις». Ο δε μυθικός ορίζοντας, στον οποίον ο Σωκράτης μεταθέτει, «πανηγυρίζοντας» ειρωνικά, αυτήν τη βεβαιότητα, χρησιμεύει στο να αποσαφηνίση και μόνο την «αυτο-εξήγηση» μιας συνείδησης που (ε)ρωτά.

      ( συνεχίζεται )

ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η ΕΝΝΟΙΑ. ΚΑΤΕΣΤΗ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΓΓΕΛ,

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

''ο Πλάτων επίσης «θυμάται», «αποκαλύπτοντας» τη σωκρατική «πράξη», ότι η γνώση είναι ανάμνηση, και επανά-γνωση.Εφ’ όσον τηρείται επιμελώς, σε κάθε βήμα αυτής τής «διδασκαλίας», η πεποίθηση ότι ο σκλάβος δεν «διδάσκεται» το παραμικρό, αλλά θεωρεί και αντιλαμβάνεται ο ίδιος το κάθε «αρνητικό» ή «θετικό» βήμα, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει (ήδη) ένα είδος γνώσης, χωρίς να έχη «μάθει» ή «διδαχθή» ποτέ τα μαθηματικά''

''Ένας από τους λίγους σύγχρονους φιλοσόφους που επισήμαναν την θετική λειτουργία της προκατάληψης, υπήρξε ο Hans Georg Gadamer ο οποίος άσκησε κριτική στην έννοια της ''μεθόδου'' και έδειξε την ανεπάρκεια της για να θεμελιώσει τις επιστήμες του πνεύματος. Δεν αρκεί η ''μέθοδος'', χρειάζονται ''προ-κατανοήσεις'' ή ''προ-κρίσεις'' σε οποιαδήποτε γνωστική πράξη''
http://theodotus.blogspot.com/2016/01/blog-post_19.html