Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (6)

 Συνέχεια από Παρασκευή, 5 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

19. ΓΡΗΓ. Κι εγώ είπα: «Κανείς βέβαια δεν αντιλέγει ότι τα στοιχεία ενώνονται μεταξύ τους και πάλι χωρίζονται, και αυτό αποτελεί τη σύσταση αλλά και τη διάλυση του σώματος. Επειδή μάλιστα αυτά απέχουν πολύ μεταξύ τους και διαφέρουν το ένα από το άλλο και σχετικά με τη θέση τους στο χώρο και με τη διαφορετική και ιδιαίτερη ποιότητά τους· όταν, λοιπόν, συγκεντρωθούν μεταξύ τους όλα τα στοιχεία στο υποκείμενο, είναι επόμενο να έχουν σύμφυτη προς αυτή την ενότητα την ίδια τη νοερή και αδιαίρετη φύση, την οποία την ονομάζουμε ψυχή.

Όταν όμως αυτά τα στοιχεία χωριστούν μεταξύ τους και πάει το καθένα εκεί που η φύση το οδηγεί, τότε τί θα πάθει η ψυχή που το όχημά της (το σώμα)θά σκορπίσει σε πολλά σημεία; Συμβαίνει ό,τι μ’ ένα ναύτη, που διαλύεται το πλοίο του σε ναυάγιο· αδυνατεί να κολυμπάει συγχρόνως σε όλα τα μέρη του πλοίου που σκόρπισαν σε πολλά σημεία του πελάγους· θα πιάσει εκείνο που θα τύχει μπροστά του και τα υπόλοιπα θα τ’ αφήσει στην τύχη των κυμάτων. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ψυχή, επειδή από τη φύση της δεν μπορεί να διασπαστεί ανάλογα με τα στοιχεία, αλλά και επειδή δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί το σώμα, πάντως σίγουρα θα προσδεθεί σ’ ένα από τα στοιχεία και θα χωριστεί από τα υπόλοιπα. Μάλιστα, η λογική δεν επιτρέπει να πιστεύουμε ότι η ψυχή γίνεται λιγότερο αθάνατη επειδή ζει σ’ ένα στοιχείο, αλλά ούτε κι ότι γίνεται θνητή επειδή δεν ζει σε περισσότερα στοιχεία.

20. ΜΑΚΡ. «Αλλά, λέει εκείνη, το νοητό και αδιάστατο ούτε συστέλλεται ούτε διαστέλλεται – διότι η συστολή και η διαστολή είναι χαρακτηριστικό των σωμάτων· καθόσον (η ψυχή), σύμφωνα με την αΐδιο και ασώματη φύση της, παραβρίσκεται εξίσου και στη σύσταση των στοιχείων γύρω στο σώμα και στη διάλυσή τους· ούτε στενοχωρείται όταν τα στοιχεία συνθέτουν το σώμα ούτε όταν διαλύονται στα οικεία τους και γυρίζουν στη φύση απ’ όπου προήλθαν· παρά το ότι θεωρείται πολύ μεγάλη η απόσταση μεταξύ των στοιχείων, λόγω της ετερότητας της φύσεώς τους.

Διότι, πράγματι, είναι μεγάλη η διαφορά του ελαφρού και άδειου από το βαρύ και στέρεο· του θερμού από το ψυχρό, του υγρού από το αντίθετό του. Καμιά δυσκολία όμως δεν υπάρχει στο να βρίσκεται η νοερή φύση σε καθένα απ’ αυτά, με τα οποία μια και μοναδική φορά ενώθηκε με μίξη, και δεν κομματιάζεται εξαιτίας της αντίθεσης των στοιχείων μεταξύ τους.

Δηλαδή, επειδή θεωρείται ότι τα στοιχεία απέχουν μεταξύ τους πολύ και τοπικά και ποιοτικά, γι’ αυτό δεν κουράζεται η αχώριστη φύση να συνδέεται μ’ αυτά που απέχουν τοπικά μεταξύ τους. Επειδή και τώρα επιτρέπεται στο νου να θεωρεί και τον ουρανό αλλά και να επεκτείνεται στα πέρατα του κόσμου με την πολυπραγμοσύνη του· και παρ’ όλ’ αυτά, η θεωρητική δύναμη της ψυχής μας, με την επέκτασή της σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, δεν διασπάται.

Επομένως, κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει στην ψυχή να παραβρίσκεται εξίσου στα στοιχεία του σώματος, και όταν συγκροτούν τη σύνθεση και όταν σκορπίζουν με τη διάλυση. Όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν λειώνουν μαζί το χρυσάφι και το ασήμι· υπονοείται ότι υπάρχει κάποια τεχνική δύναμη που έλιωσε τις δύο ύλες. Κι όταν πάλι μετά το λιώσιμο η μία ύλη χωριστεί από την άλλη, η δύναμη της τεχνικής διατηρείται εξίσου και στις δύο· η ύλη, λοιπόν, χωρίστηκε, ενώ η τεχνική δεν ακολούθησε το χωρισμό των υλών. Διότι, πώς θα διαιρεθεί το αδιαίρετο;

Κατά τον ίδιο τρόπο και η νοερή φύση της ψυχής συνυπάρχει με τα στοιχεία που ενώνονται (στο σώμα)· κι όταν αυτά διαλυθούν, δεν διασπάται αλλά διατηρείται σ’ αυτά· μετά το χωρισμό τους, επεκτείνεται μαζί τους χωρίς να διακόπτει την επαφή μ’ αυτά, και χωρίς να κομματιάζεται σε μικρά τεμάχια ανάλογα με τον αριθμό των στοιχείων. Διότι η διαίρεση αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της σωματικής και διαιρετής φύσεως· ενώ η νοερή και αχώριστη φύση δεν επιδέχεται τις ιδιότητες της διαίρεσης.

Υπάρχει, επομένως, η ψυχή μέσα σ’ αυτά, που μία και μοναδική φορά εισήλθε· και καμιά δύναμη δεν την αποσπά από την ένωσή της μ’ αυτά. Ποιό σκοτεινό σημείο, λοιπόν, υπάρχει σ’ αυτά; Ότι το αόρατο ανταλλάσσεται με το ορατό; Γιατί έχει επηρεαστεί τόσο αρνητικά ο νους σου προς το θάνατο;».

21. ΓΡΗΓ. Εγώ τότε, αφού έλαβα υπόψη μου τον ορισμό για την ψυχή που εκείνη προηγουμένως είχε πει, απάντησα: «τα επιχειρήματά σου δεν μου απέδειξαν επαρκώς τις δυνάμεις που θεωρούμε ότι κατέχει η ψυχή. Ο ορισμός λέει ότι η ψυχή είναι νοερή ουσία και ότι εισάγει στον οργανισμό του σώματος δύναμη ζωής για να ενεργούν οι αισθήσεις. Διότι η ενέργεια της ψυχής δεν περιορίζεται μόνο στην επιστημονική και θεωρητική έρευνα, εργαζόμενη μόνο στα όρια της νοερής ουσίας της· ούτε πάλι χρησιμοποιεί τις αισθήσεις για να ενεργεί με αυτές σύμφωνα με τα όρια της φύσεως. Αλλά, παρατηρείται στη φύση μεγάλη ενεργοποίηση τόσο του επιθυμητικού όσο και του θυμικού της ψυχής. Επειδή και οι δύο (ενέργεια επιθυμητικού και θυμικού) υπάρχουν γενικά μέσα μας, παρατηρούμε την κίνηση τους να προχωρεί σε ενέργειες με πολλές και ποικίλες διαφορές.

Διότι βλέπουμε πολλές ενέργειες στις οποίες αίτιο είναι το επιθυμητικό· πολλές πάλι έχουν σαν αιτία το θυμικό· ούτε όμως το ένα ούτε το άλλο είναι σώμα. Το ασώματο πάντως είναι νοερό· και ο ορισμός χαρακτήρισε την ψυχή νοερό πράγμα. Επομένως, σύμφωνα με το συλλογισμό, από τα δύο άτοπα ισχύει το ένα: ή το θυμικό και το επιθυμητικό αποτελούν άλλες ψυχές μέσα μας και έχουμε αντί μία πολλές ψυχές ή ότι δεν πρέπει να θεωρούμε και το διανοητικό μας ως ψυχή. Διότι, εάν εφαρμόσουμε σε όλα εξίσου το νοερό, ή θ’ αποδείξει ότι όλα αυτά είναι ψυχές ή το καθένα απ’ αυτά θα εξαιρεθεί εξίσου από την ιδιότητα της ψυχής».

22. ΜΑΚΡ. Εκείνη απάντησε: «Κι άλλοι πολλοί ήδη είχαν θέσει αυτό το ζήτημα· τώρα το κάνεις και συ· δηλαδή, τί τάχα πρέπει να θεωρούμε ότι είναι αυτά, το επιθυμητικό και το θυμικό· ή έχουν την ίδια ουσία με την ψυχή και αμέσως με τη δημιουργία της συνυπάρχουν μ’ αυτήν ή είναι κάτι άλλο έξω απ’ αυτήν και ύστερα προστίθενται σε μας (στην ψυχή μας).

Όλοι βέβαια παραδέχονται ότι αυτά φαίνονται να συνυπάρχουν στην ψυχή. Δεν έχει βρει όμως ακόμη η λογική σκέψη τί πρέπει να πιστεύουμε γι’ αυτά, έτσι ώστε να έχουμε αποκρυσταλλωμένη την αντίληψη τους. Διότι οι περισσότεροι αμφιταλαντεύονται ακόμη σε πλανεμένες και διαφορετικές γι’ αυτά αντιλήψεις.

Εάν για μας αρκούσε για απόδειξη της αλήθειας η κοσμική φιλοσοφία, η οποία εξετάζει όλα αυτά μεθοδικά, θα ήταν ίσως περιττό να θέτουμε για συζήτηση το θέμα της ψυχής. Σ’ εκείνους όμως η θεωρία για την ψυχή προήλθε ελεύθερα, όπως τους φαινόταν ορθό· εμείς όμως δεν έχουμε μια τέτοιου είδους εξουσία ελευθερίας, να λέμε δηλαδή ό,τι θέλουμε· διότι χρησιμοποιούμε ως κανόνα και νόμο κάθε δόγματος την Αγία Γραφή. Υποχρεωτικά ανατρέχουμε σ’ αυτήν· και δεχόμαστε μόνον ό,τι είναι σύμφωνο με τον σκοπό όσων αυτή καταγράφει.

Παραμερίζουμε, λοιπόν, το πλατωνικό άρμα και την υποζευγμένη σ’ αυτό δυάδα των αλόγων, τα οποία δεν έχουν ορμές το ένα έναντι του άλλου ούτε έχουν τον αρματηλάτη πάνω σ’ αυτά· είναι όλα εκείνα με τα οποία αυτός (ο Πλάτων) φιλοσοφεί παραβολικά για την ψυχή.

Ας παραμερίσουμε, επίσης, τις αρχές που εφαρμόζει ο μετά από εκείνον (τον Πλάτωνα) φιλόσοφος (εννοεί, τον Αριστοτέλη), που παρακολουθεί μεθοδικά τα φαινόμενα και εξετάζει με επιμέλεια το προκείμενο θέμα μας· βάσει αυτών αποφάνθηκε ότι η ψυχή είναι θνητή. Ας παραμερίσουμε και όλους τους φιλοσόφους, τους πριν και μετά απ’ αυτούς, που φιλοσόφησαν είτε με πεζό λόγο είτε με ποιητικό, με ρυθμό και μέτρο. Ας θέσουμε κριτήριο του λόγου μας τη θεόπνευστη Αγία Γραφή, η οποία αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία εξαιρετική ιδιότητα της ψυχής που να μην είναι και ιδιότητα της φύσεως του Θεού.

Εκείνος μάλιστα που είπε ότι η ψυχή αποτελεί ομοίωμα του Θεού, διακήρυξε επίσης ότι, ό,τι είναι ξένο προς το Θεό, αυτό βρίσκεται και έξω από την ψυχή. Διότι, όπου υπάρχει παραλλαγή, δεν διατηρείται η ομοιότητα. Επειδή, λοιπόν, δεν βλέπουμε να υπάρχει κανένα απ’ αυτά στη φύση του Θεού, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι αυτά ούτε και με την ουσία της ψυχής συνυπάρχουν.

23. Η έρευνα των δικών μας δογμάτων, με τη διαλεκτική μέθοδο της επιστήμης του συλλογισμού και της αναλύσεως, αποτελεί σαν τέτοιο είδος συλλογισμού σαθρό και ύποπτο μέσο για απόδειξη της αλήθειας, και θα την αφήσουμε στην άκρη. Διότι είναι σε όλους φανερό ότι η διαλεκτική μέθοδος έχει ίση ικανότητα και στα δύο, τόσο για ν’ ανατρέπει την αλήθεια, όσο και για να καταδικάζει το ψέμα. Γι’ αυτό πολλές φορές, όταν η ίδια η αλήθεια αποδεικνύεται με μια τέτοια μέθοδο, την υποψιαζόμαστε, διότι αυτή η φοβερή μεθοδολογία εξαπατά τη διάνοιά μας και την κάνει να χάνει την αλήθεια.

Εάν πάλι κάποιος μας παρουσίαζε απλό και αστόλιστο συλλογισμό, θ’ απαντήσουμε παρουσιάζοντας κατά το δυνατόν, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, την θεωρία γι’ αυτά. Τί εννοούμε μ’ αυτό που λέμε; Ότι το λογικό αυτό ον, ο άνθρωπος, είναι δεκτικός και του νου και της επιστήμης· μας το βεβαιώνουν οι φιλόσοφοι της κοσμικής σοφίας. Και δεν θα όριζε έτσι τη φύση μας ο ορισμός (της ψυχής), εάν θεωρούσε το θυμικό και το επιθυμητικό και όλα τα παρόμοια συνουσιωμένα στη φύση μας. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να δοθεί ορισμός κάποιου υποκειμένου, εάν το κοινό χαρακτηριστικό οριζόταν σαν ιδιαίτερο.

Επειδή, λοιπόν, και το επιθυμητικό και το θυμικό υπάρχουν εξίσου τόσο στην άλογη όσο και στη λογική φύση, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρήσει κάποιος το κοινό χαρακτηριστικό ως ιδιαίτερο. Και ό,τι είναι περιττό και απορριπτέο για ορισμό της φύσεως, πώς παρουσιάζεται ως μέρος της φύσεως και ισχύει ανατρέποντας τον ορισμό; Διότι, κάθε ορισμός της φύσεως αναφέρεται στο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του υποκειμένου. Και ό,τι δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, βγαίνει έξω από τον ορισμό σαν ξένο.

Και βέβαια, όλοι παραδέχονται ότι η ενέργεια του θυμικού και επιθυμητικού είναι κοινή και στην άλογη και στη λογική φύση. Και κάθε κοινό δεν ταυτίζεται με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι επομένως ορθό, αυτά (τα δύο) να μην προσμετρώνται στα διακριτικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση. Αλλά, όπως ακριβώς όταν δει κανείς στη φύση μας το χαρακτηριστικό της αισθήσεως, της θρέψεως και της αυξήσεως δεν καταργεί μ’ αυτά τον ορισμό της ψυχής (ότι τάχα δεν συμπεριλαμβάνονται) –διότι δεν σημαίνει ότι, επειδή κάποιο υπάρχει στην ψυχή, το άλλο δεν υπάρχει–· έτσι, κι όταν κατανοήσει τις σχετικές με το θυμικό και επιθυμητικό κινήσεις της φύσεώς μας, δεν θα ήταν εύλογο ν’ αρνηθεί τον ορισμό, ότι τάχα ορίζει ελλιπώς τη φύση της ψυχής μας».

Συνεχίζεται

Αρχαίο κείμενο

19. ΓΡΗΓ. Κἀγὼ εἶπον, «Ἀλλὰ τὰ μὲν στοιχεῖα συμπίπτειν τε πρὸς ἄλληλα, καὶ πρὸς ἀλλήλων διακρίνεσθαι, καὶ τοῦτο εἶναι τὴν τοῦ σώματος σύστασίν τε καὶ διάλυσιν, οὐδεὶς ἂν ἀντείποι. Ἐπειδὴ δὲ πολὺ τὸ μέσον ἑκάστῳ νοεῖται τούτων ἑτερογενῶς ἐχόντων πρὸς ἄλληλα, κατά τε τὴν τοπικὴν θέσιν, καὶ τὴν τῶν ποιημάτων διαφοράν τε καὶ ἰδιότητα, συνδεδραμηκότων μὲν ἀλλήλοις περὶ τὸ ὑποκείμενον τῶν στοιχείων, τὴν νοερὰν ταύτην καὶ ἀδιάστατον φύσιν ἣν καλοῦμεν ψυχὴν, ἀκόλουθον συμφυῶς πρὸς τὸ ἡνωμένον ἔχειν·
εἰ δὲ ἀπ᾿ ἀλλήλων διακριθείη ταῦτα, κἀκεῖσε γένοιτο, ὅπηπερ ἂν ἕκαστον ἡ φύσις ἄγοι, τὶ πείσεται ἡ ψυχὴ πολλαχῆ τοῦ ὀχήματος αὐτῇ διασπαρέντος· ὥσπερ τις ναύτης τῆς ὁλκάδος ἐν ναυαγίῳ διαλυθείσης ἀδυνατῶν πᾶσι τοῖς τοῦ πλοίου μορίοις ἄλλοις ἀλλαχῆ τοῦ πελάγους ἐσκεδασμένοις κατ᾿ αὐτὸν ἐπινήξασθαι παντὸς γὰρ τοῦ ἐπιτυχοῦντος λαβόμενος τὰ λοιπὰ φέρειν καταλείψει τοῖς κύμασι, τὸν αὐτὸν τρόπον ἡ ψυχὴ τῇ διακρίσει τῶν στοιχείων συνδιασχισθῆναι τὴν φύσιν οὐκ ἔχουσα, εἴπερ δυσαπαλλάκτως ἔχει τοῦ σώματος, ἑνί τινι πάντως προσφυεῖσα στοιχείων, τῶν ἄλλων ἀποσχισθήσεται, καὶ οὐδὲν μᾶλλον ἀθάνατον αὐτὴν διὰ τὸ ἐν ἑνὶ ζῆν, ἢ θνητὴν, διὰ τὸ ἐν τοῖς πλείοσι μὴ εἶναι, ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου δίδωσιν οἴεσθαι.
20. ΜΑΚΡ. «Ἀλλ᾿ οὔτε συστέλλεται, φησὶν, οὔτε διαχεῖται τὸ νοητόν τε καὶ ἀδιάστατον σωμάτων γὰρ ἴδιον συστολὴ καὶ διάχυσις, ἐπίσης δὲ κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν τὴν ἀειδῆ καὶ ἀσώματον τῇ τε συγκρίσει τῶν στοιχείων περὶ τὸ σῶμα καὶ τῇ διακρίσει πάρεστιν, συνεσφιγμένων ἐν τῷ συγκρίματι τῶν στοιχείων στενοχωρουμένη, οὔτε ἀποφοιτησάντων ἐπὶ τὰ συγγενῆ, καὶ κατὰ φύσιν αὐτοῖς ἀπολιμπανομένη, κἂν πολὺ τὸ μέσον εἶναι δοκεῖ τὸ τῆς ἑτερότητος τῶν στοιχείων ἐνθεωρούμενον.
Πολλὴ γὰρ ἡ διαφορὰ τοῦ ἀνωφεροῦς τε καὶ κούφου πρὸς τὸ βαρὺ καὶ γεῶδες, τοῦ θερμοῦ πρὸς τὸ ψυχρόν, καὶ τοῦ ὑγροῦ πρὸς τὸ ἐναντίον· ἀλλ᾿ ὅμως οὐδεὶς πόνος τῇ νοερᾷ φύσει ἑκάστῳ παρεῖναι, οἷς ἅπαξ ἐνεφύη, διὰ κράσεως μὴ συνδιασχιζομένη τῇ τῶν στοιχείων ἐναντιότητι.
Οὐ γὰρ ἐπειδὴ κατὰ τὴν τοπικὴν διάστασιν, καὶ τὴν ποίαν ἰδιότητα, πόῤῥωθεν ἀλλήλων ταῦτα νομίζεται, διὰ τοῦτο κάμνει ἡ ἀδιάστατος φύσις τοῖς τοπικῶς διεστηκόσι συναπτομένη, ἐπεὶ καὶ νῦν ἔξεστι τῇ διανοίᾳ ὁμοῦ τε τὸν οὐρανὸν θεωρεῖν, καὶ ἐπὶ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου ταῖς πολυπραγμοσύναις ἐκτείνεσθαι· καὶ οὐ διασπᾶται πρὸς τοσαῦτα μήκη τὸ θεωρητικὸν τῆς ψυχῆς ἡμῶν διατεινόμενον.
Οὐκοῦν οὐδὲν ἐμπόδιόν ἐστι τῇ ψυχῇ κατὰ τὸ ἶσον παρεῖναι τοῖς τοῦ σώματος στοιχείοις, καὶ συγκεκραμένοις διὰ τῆς συνδρομῆς, καὶ ἀπολυομένοις διὰ τῆς ἀνακράσεως. Καθάπερ γὰρ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου συντετηκότων ἐνθεωρεῖταί τις τεχνικὴ δύναμις ἡ τὰς ὕλας συντήξασα· καὶ εἰ πάλιν ἀποτακείη τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον, οὐδὲν ἔλαττον ὁ τῆς τέχνης λόγος ἐν ἑκατέρῳ μένει· καὶ ἡ μὲν ὕλη διεμερίσθη, ἡ δὲ τέχνη οὐ συνδιετμήθη τῇ ὕλῃ· πῶς γὰρ ἂν διαιρεθείη τὸ ἄτμητον;
κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ἡ νοερὰ τῆς ψυχῆς φύσις, καὶ τῇ συνδρομῇ τῶν στοιχείων ἐνθεωρεῖται, καὶ διαλυθέντων οὐκ ἀποκρίνεται, ἀλλὰ καὶ ἐν αὐτοῖς μένει καὶ ἐν τῷ χωρισμῷ αὐτῶν συμπαρεκτεινομένη οὐ διακόπτεται, οὐδὲ πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν στοιχείων εἰς μερικὰ τμήματα κατακερματίζεται. Τοῦτο γὰρ ἴδιον τῆς σωματικῆς καὶ διαστηματικῆς ἐστι φύσεως· ἡ δὲ νοερά τε καὶ ἀδιάστατος φύσις τὰ ἐκ διαστάσεως οὐκ ἀναδέχεται πάθη.
Οὐκοῦν ἐστιν ἐν αὐτοῖς ἡ ψυχὴ, ἐν οἷς ἅπαξ ἐγένετο, οὐδεμιᾶς ἀνάγκης τῆς πρὸς ἐκεῖνα συμφυΐας αὐτὴν ἀποσπώσης. Τί οὖν τὸ σκυθρωπὸν ἐν τούτοις ἐστὶν, εἰ τοῦ ὁρωμένου τὸ ἀειδὲς ἀνταλλάσσεται; καὶ ὑπὲρ τίνος οὕτω διαβέβληταί σοι πρὸς τὸν θάνατον ἡ διάνοια;».
21. ΓΡΗΓ. Ἐγὼ δὲ, ἀναλαβὼν τῇ διανοίᾳ τὸν ὁρισμόν, ὃν ἐν τοῖς πρὸ τούτου λόγοις περὶ ψυχῆς ἐποιήσατο, «οὐχ ἱκανῶς εἶπον ἐνδεδεῖχθαί μοι τὸν λόγον ἐκεῖνον τὰς ἐνθεωρουμένας τῇ ψυχῇ δυνάμεις· ὅς φησι νοερὰν αὐτὴν εἶναι οὐσίαν, καὶ τῷ ὀργανικῷ σώματι ζωτικὴν δύναμιν πρὸς τὴν τῶν αἰσθήσεων ἐνέργειαν ἐμποιεῖν· οὐ γὰρ μόνον περὶ τὴν ἐπιστημονικήν τε καὶ θεωρητικὴν διάνοιαν ἐνεργός ἐστιν ἡμῶν ἡ ψυχὴ, ἐν τῷ νοερῷ τῆς οὐσίας τὸ τοιοῦτον ἐργαζομένη, οὐδὲ τὰ αἰσθητήρια μόνα πρὸς τὴν κατὰ φύσιν ἐνέργειαν οἰκονομεῖ· ἀλλὰ πολλὴ μὲν ἡ κατὰ ἐπιθυμίαν, πολλὴ δὲ καὶ ἡ κατὰ θυμὸν κίνησις ἐνθεωρεῖται τῇ φύσει· ἑκατέρας δὲ τούτων γενικῶς ἡμῖν ἐνυπαρχούσης, εἰς πολλάς τε καὶ ποικίλας διαφορὰς ὁρῶμεν προϊοῦσαν ταῖς ἐνεργείαις ἀμφοτέρων τὴν κίνησιν.
Πολλὰ μὲν γὰρ ἔστιν ἰδεῖν, ὧν τὸ ἐπιθυμητικὸν καθηγεῖται· πολλά γε πάλιν ἃ τῆς θυμοειδοῦς αἰτίας ἐκφύεται, καὶ οὐδὲν τοῦτο σῶμά ἐστι, τὸ δὲ ἀσώματον νοερὸν πάντως· νοερὸν δέ τι τὴν ψυχὴν ὁ ὁρισμὸς ἀπεφήνατο, ὥστε δυοῖν ἀτόποις τὸ ἕτερον ἐκ τῆς ἀκολουθίας ἀνακύπτειν τοῦ λόγου, ἢ καὶ τὸν θυμὸν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἄλλας ἐν ἡμῖν εἶναι ψυχάς, καὶ πλῆθος ψυχῶν ἀντὶ μιᾶς καθορᾶσθαι, ἢ μηδὲ τὸ διανοητικὸν τὸ ἐν ἡμῖν ψυχὴν οἴεσθαι. Τὸ γὰρ νοερὸν ἐπίσης πᾶσιν ἐφαρμοζόμενον, ἢ πάντας ψυχὰς ἀποδείξει ταῦτα, ἢ ἕκαστον τούτων ἐκ τοῦ ἴσου τοῦ ἰδιώματος τῆς ψυχῆς ἐξαιρήσει».
22. ΜΑΚΡ. «Ἡ δὲ, πολλοῖς, φησὶν, ἤδη καὶ ἄλλοις ἐζητημένον τὸν λόγον τοῦτον ἀκολούθως καὶ αὐτὸς ἐπιζητεῖς, ὅ,τι ποτὲ χρὴ ταῦτα νομίζειν εἶναι τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ τὸ θυμοειδὲς, εἴτε συνουσιωμένα τῇ ψυχῇ, καὶ παρὰ τὴν αὐτὴν εὐθὺς τῇ κατασκευῇ συνυπάρχοντα, εἴτε τι ἄλλο παρ᾿ αὐτὴν ὄντα καὶ ὕστερον ἡμῖν ἐπιγινόμενα.
Τὸ μὲν γὰρ ἐνορᾶσθαι τῇ ψυχῇ ταῦτα, παρὰ πάντων ἐπίσης ὁμολογεῖται· τὸ δὲ ὅ,τι χρὴ περὶ αὐτῶν οἴεσθαι, οὔπω δι᾿ ἀκριβείας εὗρεν ὁ λόγος, ὥστε βεβαίαν τὴν περὶ τούτων ὑπόληψιν ἔχειν, ἀλλ᾿ ἔτι πεπλανημέναις οἱ πολλοὶ καὶ διαφόροις ταῖς περὶ τούτων δόξαις ἐπιδιστάζουσιν.
Ἡμῖν δὲ εἰ μὲν ἱκανὴ πρὸς ἀπόδειξιν ἀληθῶς ἦν ἡ ἔξω φιλοσοφία, ἡ τεχνικῶς περὶ τούτων διαλαβοῦσα, περιττὸν ἂν ἦν ἴσως τὸν περὶ ψυχῆς λόγον προτιθέναι τῷ σκέμματι. Ἐπεὶ δὲ τοῖς μὲν κατὰ τὸ φανὲν ἀκόλουθον κατ᾿ ἐξουσίαν προῆλθεν ἡ περὶ ψυχῆς θεωρία· ἡμεῖς δὲ τῆς ἐξουσίας ἄμοιροι ταύτης ἐσμὲν, τῆς λέγειν φημὶ ἅπερ βουλόμεθα, κανόνι παντὸς δόγματος καὶ νόμῳ κεχρημένοι τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ· ἀναγκαίως πρὸς ταύτην βλέποντες, τοῦτο δεχόμεθα μόνον, ὅ,τι περ ἂν ᾖ συμφωνοῦν τῷ τῶν γεγραμμένων σκοπῷ.
Οὐκοῦν παρέντες τὸ Πλατωνικὸν ἅρμα, καὶ τὴν ὑπεζευγμένην αὐτῷ ξυνωρίδα τῶν πώλων, οὐχ ὁμοίως ταῖς ὁρμαῖς πρὸς ἀλλήλους ἐχόντων, καὶ τὸν ὑπὲρ τούτων ἡνίοχον, δι᾿ ὧν ἁπάντων τὰ τοιαῦτα περὶ ψυχῆς φιλοσοφεῖ δι᾿ αἰνίγματος·
ὅσα θ᾿ ὁ μετ᾿ ἐκεῖνον φιλόσοφος ὁ τεχνικῶς τοῖς φαινομένοις ἀκολουθῶν, καὶ τὰ νῦν ἡμῖν προκείμενα δι᾿ ἐπιμελείας κατεξετάζων, θνητὴν εἶναι διὰ τούτων τὴν ψυχὴν ἀπεφήνατο, καὶ πάντας τούς τε πρὸ τούτων, καὶ τοὺς ἐφεξῆς, τούς τε καταλογάδην καὶ τοὺς ἐν ῥυθμῷ τινι καὶ μέτρῳ φιλοσοφήσαντας καταλιπόντες, σκοπὸν τοῦ λόγου τὴν θεόπνευστον Γραφὴν ποιησώμεθα, ἣ ψυχῆς ἐξαίρετον μηδὲν νομίζειν εἶναι νομοθετεῖ, ὃ μὴ καὶ τῆς θείας φύσεώς ἐστιν ἴδιον.
Ὁ γὰρ ὁμοίωμα Θεοῦ τὴν ψυχὴν εἶναι φήσας, πᾶν ὃ ἀλλότριόν ἐστι Θεοῦ, ἐκτὸς εἶναι τοῦ ὅρου τῆς ψυχῆς ἀπεφήνατο. Οὐδὲ γὰρ ἂν ἐν τοῖς παρηλλαγμένοις διασωθείη τὸ ὅμοιον. Οὐκοῦν ἐπειδὴ τοιοῦτον οὐδὲ τῇ θείᾳ συνθεωρεῖται φύσει, οὐδὲ τῇ ψυχῇ συνουσιοῦσθαι ταῦτα κατὰ λόγον ἄν τις ὑπονοήσειε.
23. Τὸ μὲν οὖν κατὰ τὴν διαλεκτικὴν τέχνην διὰ συλλογιστικῆς τε καὶ ἀναλυτικῆς ἐπιστήμης βεβαιοῦσθαι καὶ τὰ ἡμέτερα δόγματα, ὡς σαθρόν τε καὶ ὕποπτον εἰς ἀπόδειξιν ἀληθείας τὸ τοιοῦτον εἶδος τοῦ λόγου παραιτησόμεθα. Πᾶσι γάρ ἐστι πρόδηλον τὸ τὴν διαλεκτικὴν περιεργίαν ἴσην ἐφ᾿ ἑκάτερα τὴν ἰσχὺν ἔχειν, πρός τε τὴν τῆς ἀληθείας ἀνατροπὴν, καὶ πρὸς τὴν τοῦ ψεύδους κατηγορίαν. Ὅθεν καὶ αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, ὅταν μετά τινος τοιαύτης τέχνης προάγηται, δι᾿ ὑποψίας πολλάκις ποιούμεθα, ὡς τῆς περὶ ταύτης δεινότητος παρακρουομένης ἡμῶν τὴν διάνοιαν, καὶ τῆς ἀληθείας ἀποσφαλείσης.
Εἰ δέ τις τὸν ἀκατάσκευόν τε καὶ γυμνὸν πάσης περιβολῆς προσίοιτο λόγον, ἐροῦμεν ὡς ἂν οἷόν τε ᾖ κατὰ τὸν εἱρμὸν τῆς γραφικῆς ὑφηγήσεως τὴν περὶ τούτων θεωρίαν προσάγοντες. Τί οὖν ἐστιν ὅ φαμεν; Τὸ λογικὸν τοῦτο ζῶον ὁ ἄνθρωπος νοῦ τε καὶ ἐπιστήμης δεκτικὸν εἶναι, ἢ παρὰ τῶν ἔξω τοῦ λόγου τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς μεμαρτύρηται, οὐκ ἂν οὕτω τοῦ ὁρισμοῦ τὴν φύσιν ἡμῶν ὑπογράφοντος, εἴπερ ἐνεώρα θυμόν τε καὶ ἐπιθυμίαν καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα συνουσιωμένα τῇ φύσει. Οὐδὲ γὰρ ἐπ᾿ ἄλλου τινὸς ὅρον ἄν τις ἀποδοίη τοῦ ὑποκειμένου, τὸ κοινὸν ἀντὶ τοῦ ἰδίου λέγων.
Ἐπεὶ οὖν τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ θυμοειδὲς κατὰ τὸ ἴσον καὶ ἐπὶ τῆς ἀλόγου τε καὶ λογικῆς φύσεως καθορᾶται, οὐκ ἄν τις εὐλόγως ἐκ τοῦ κοινοῦ χαρακτηρίζει τὸ ἴδιον. Ὃ δὲ πρὸς τὴν τῆς φύσεως ὑπογραφὴν περιττόν τε καὶ ἀπόβλητον, πῶς ἔνεστιν ὡς μέρος τῆς φύσεως, ἐπ᾿ ἀνατροπῇ τοῦ ὅρου τὴν ἰσχὺν ἔχειν; Πᾶς γὰρ ὁρισμὸς οὐσίας πρὸς τὸ ἴδιον τοῦ ὑποκειμένου βλέπει. Ὅ, τι δ᾿ ἂν ἔξω τοῦ ἰδιάζοντος ᾖ, ὡς ἀλλότριον παρορᾶται τοῦ ὅρου.
Ἀλλὰ μὴν ἡ κατὰ θυμόν τε καὶ ἐπιθυμίαν ἐνέργεια κοινὴ πάσης εἶναι τῆς λογικῆς τε καὶ ἀλόγου φύσεως ὁμολογεῖται. Πᾶν δὲ τὸ κοινόν, οὐ ταὐτόν ἐστι τῷ ἰδιάζοντι. Ἀνάγκη ἄρα διὰ τούτων ἐστὶ, μὴ ἐν τούτοις εἶναι ταῦτα λογίζεσθαι, ἐν οἷς κατεξαίρετον ἡ ἀνθρωπίνη χαρακτηρίζεται φύσις. Ἀλλ᾿ ὥσπερ τὸ αἰσθητικὸν καὶ τὸ θρεπτικὸν καὶ αὐξητικὸν ἐν ἡμῖν τις ἰδὼν οὐκ ἀναλύει διὰ τούτων τὸν ἀποδοθέντα τῆς ψυχῆς ὅρον οὐ γὰρ ἐπειδὴ τοῦτό ἐστιν ἐν τῇ ψυχῇ, ἐκεῖνο οὐκ ἔστιν, οὕτω καὶ τὰ περὶ τὸν θυμὸν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν κατανοήσας τῆς φύσεως ἡμῶν κινήματα, οὐκ ἂν εὐλόγως τῷ ὅρῳ μάχοιτο, ὡς ἐλλειπῶς ἐνδειξαμένῳ τὴν φύσιν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου