Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ

I L S E T R A U T   H A D O T

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ

Θα επιθυμούσα να εκθέσω μερικές σκέψεις σχετικά με τη θεωρία τής ανθρώπινης λογικής σκέψης, όπως την αναπτύσσει ο Σιμπλίκιος στο σχόλιό του στο Εγχειρίδιο του Επίκτητου. Θα προσπαθήσουμε να διακρίνουμε αν υπάρχει σ’ αυτό το κείμενο κάποια απόδειξη περί προσχωρήσεως του Σιμπλικίου στις απόψεις τού δασκάλου του Δαμάσκιου, ο οποίος βεβαιώνει, σε αντίθεση με τον Πρόκλο, ότι η λογική ανθρώπινη ψυχή υπόκειται σε αλλοίωση, όχι μόνον ως προς τις δυνάμεις και τις ενέργειές της, αλλά κατά κάποιον τρόπο και ως προς την ουσία της. Η αρχική μας απάντηση είναι πως όχι, όπως υποστηρίζουν και οι Bossier και Steel στο άρθρο τους Πρισκιανός, στο «περί ψυχής» τού Ψευδο (;) – Σιμπλικίου. Σε δύο σημεία τού σχολίου του ο Σιμπλίκιος δηλώνει, πράγματι, ρητά ως προς την ψυχή, ότι η ουσία της δεν υπόκειται σε αλλαγές. Το ζήτημα είναι όμως, παρά τις εντυπώσεις, αρκετά πιο περίπλοκο, και απαιτεί, προκειμένου να διευκρινιστεί, μιαν ακριβή διάκριση των διαφορετικών επιπέδων της ψυχής, καθώς και έναν προσεκτικό ορισμό για την οντολογική  υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής. Θα χρειαστεί να εξετάσουμε επομένως τα βασικά αποσπάσματα του κειμένου που αναφέρονται στην οντολογική υπόσταση της λογικής ανθρώπινης ψυχής. Μπορούμε να παρακάμψουμε τη μακροσκελή εισαγωγική ανάλυση (5. 4-6. 25), στην οποία ο Σιμπλίκιος  παραθέτει ένα γενικό διάγραμμα της ιεραρχίας τών όντων που παράγονται από το Εν, και αποδίδει στο σύνολο της τάξεως των ψυχών, που τις χαρακτηρίζει η αυτο-κίνηση, την ενδιάμεση θέση (τα μέσα) μεταξύ τών ακινήτων, αφ’ ενός, όντων, που ακολουθούν άμεσα το Αγαθό (τα πρώτα) και είναι αυτοαγαθότητες, και των όντων που ωθούνται από κάτι έτερο και τοποθετούνται στο τέλος (τα έσχατα). Κριτήριο αυτής τής διαίρεσης σε πρώτα, μέσα και έσχατα είναι η σχέση που έχουν τα διάφορα επίπεδα των όντων με την κίνηση. Την ανάλυση αυτή την ακολουθεί ένα πρώτο κείμενο, στο οποίο προτείνεται για πρώτη φορά μια, ατελής προς το παρόν, διαίρεση της τάξεως των ψυχών, η οποία αντιπαραθέτει τις πρώτες ψυχές στις ψυχές τών ανθρώπων, έναν όρο που παραπέμπει στις λογικές, αποκλειστικά, ανθρώπινες ψυχές: 6. 31 – 7. 4: Οι πρώτες ψυχές, επειδή παράγονται άμεσα από τις αυτοαγαθότητες, έστω και αν έχουν υποστεί μείωση εν σχέσει προς εκείνα τα όντα,  καθώς δεν είναι καθαυτές αγαθές, διαθέτουν όμως την επιθυμία τού Αγαθού και διατηρούν μια συγγένεια προς αυτό, επιθυμώντας το με εγγενή και αμέριστη διάθεση, η δε επιλογή τους προσανατολίζεται ομοιόμορφα προς αυτό, χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ προς κάτι το κατώτερο. Και αν αληθεύει το ότι ουσιαστική επιλογή σημαίνει την προτίμηση ενός πράγματος από κάποιο άλλο: του καλύτερου απ’ το χειρότερο, θα μπορούσαμε ίσως να συμπεράνουμε ότι δεν υπάρχει ουσιαστική επιλογή γι’ αυτές τις ψυχές, εκτός κι αν ονομάσουμε ουσιαστική επιλογή την επιλογή τών πρώτων αγαθών. Όσον αφορά  στις ψυχές τών ανθρώπων, αυτές δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τη σχέση ανάμεσα στα πράγματα που μένουν υψηλά και σε κείνα που μένουν χαμηλά, έχοντας τη δυνατότητα να στρέφονται τόσο προς τα μεν όσο και προς τα δε. Όταν τείνουν λοιπόν εξ ολοκλήρου προς τα υψηλότερα, οι επιθυμίες και οι επιλογές τους είναι απλές και χωρίς εναλλακτική. Όταν όμως αδυνατούν να στραφούν προς τα άνω, επειδή επιθυμούν να παρεμβαίνουν επίσης στα κατώτερα πράγματα (κι αυτή η μεταστροφή προς τα κατώτερα είναι και αυτή εγγενής στην ψυχή κατά την ουσία της, διότι αυτή η μεταστροφή  αποβλέπει στην εμψύχωση και την κινητοποίηση των καθαυτό αψύχων σωμάτων, που είναι ετερο-κίνητα, καθώς και στην τακτοποίηση των πραγμάτων που από τη φύση τους δύνανται να συμμετάσχουν στο Αγαθό μόνον ωθούμενα από κάτι  έτερο· τα πράγματα αυτά δέχονται τη μετοχή χάρη στήν ψυχή, η οποία με την κίνηση που διαθέτει, θέτει σε κίνηση τα ετερο-κίνητα πράγματα), αυτήν ακριβώς τη στιγμή, επειδή η ψυχή σχετίζεται με πράγματα που υπόκεινται στη γένεση και τη φθορά και οδηγούνται βαθμιαία στη στέρηση του Αγαθού, και επειδή η ψυχή προσφέρει τον εαυτό της σ’ αυτά τα πράγματα, η επιλογή της δεν είναι πλέον μια επιλογή χωρίς εναλλακτική, αλλά μια επιλογή η οποία χωρίς αμφιβολία στρέφεται πάντοτε προς ό,τι είναι άξιο επιλογής και προς το αγαθό, ένα αγαθό που μπορεί είτε να είναι πραγματικό αγαθό  είτε και ένα υποκατάστατο, παραπλανητικό και δελεαστικό αγαθό, εξ αιτίας μιας κάποιας ηδονής που εμπεριέχει. 

     Απ’ αυτή τη διαίρεση των ψυχών ας συγκρατήσουμε το ότι οι πρώτες ψυχές δεν είναι αυτοαγαθότητες, αλλά δεν παρεκκλίνουν ποτέ προς ό,τι είναι κατώτερο, και ότι οι ανθρώπινες ψυχές, που υπηρετούν τη σχέση ανάμεσα στα πράγματα που διατηρούνται υψηλά (δηλαδή τα πράγματα του νοητού επιπέδου, που είναι ακίνητα, και τις ανώτερες  από τις ανθρώπινες ψυχές) και τα πράγματα που διατηρούνται χαμηλά (δηλαδή αυτά που είναι ετερο-κίνητα ), έχουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τη φυσική ικανότητα να τρέπονται τόσο προς ό,τι είναι ανώτερο όσο και προς ό,τι είναι κατώτερο.

     Ακολούθως συναντάμε στο κείμενο τη συνήθη νεοπλατωνική τριχοτόμηση της τάξης τών λογικών ψυχών, σε αντιπαραβολή με την πλατωνική διχοτόμηση της ανθρώπινης ψυχής σε σκεπτόμενη και εμπαθή:

     45. 52-46. 19: Αναφέρει (ο Επίκτητος) ότι ο θεός που δημιούργησε την ανθρώπινη ψυχή – η οποία δεν προορίζεται να παραμείνει υψηλά, όπως οι αγγελικές, και ακόμη περισσότερο οι θείες ψυχές, αλλά κατέρχεται κάποτε προς τη γένεση και σχετίζεται με τα γήινα πράγματα – ότι αυτός λοιπόν ο θεός πρόσφερε στην ψυχή τις κατάλληλες για κάθε περίσταση δυνάμεις, δυνάμεις χάρη στις οποίες θα δυνηθεί να παραμείνει σώα και αβλαβής στις γήινες συνθήκες, και να τις υπερνικήσει. Έτσι απέναντι σε όσα προκαλούν ικανοποίηση, ο θεός τής προσέφερε την εγκράτεια. Ο Επίκτητος δεν είπε τη σωφροσύνη, αλλά την εγκράτεια, διότι η προτροπή του απευθύνεται σ’ αυτούς που ακόμη εκπαιδεύονται και των οποίων τα πάθη εξακολουθούν να ανακινούνται και να βρίσκονται σε ασυμφωνία με τη λογική, αλλά υπερνικούνται όταν η παιδεία γίνεται αποτελεσματική. Αυτό είναι εξ άλλου και το είδος τού εγκρατούς βίου· διότι, όταν η λογική δεν κυριαρχεί στο πάθος, αλλά ηττάται απ’ αυτό, λέγεται ότι η κατάστασή της χαρακτηρίζεται από έλλειψη εγκράτειας. Σ’ αυτούς που έχουν ολοκληρώσει, αντίθετα, την εκπαίδευσή τους, το παθητικό μέρος τής ψυχής, που σ’ εμάς είναι το παιδικό (παιδιάστικο) μέρος, υπακούει απόλυτα και χωρίς καμιά διαφωνία στη λογική έτσι, ώστε να συγκινούνται μόνον από τα πράγματα που η λογική τούς παραγγέλλει να συγκινούνται, όποτε και για όσο το επιθυμεί. Κι αυτό ακριβώς είναι η σωφροσύνη, δηλαδή η διαφύλαξη της κυριαρχίας (επήρειας) αυτού που συνιστά τη σκεπτόμενη περιοχή μας. Διότι, όταν αυτό το σκεπτόμενο μέρος υπόκειται στα πάθη, διαιρείται και άγεται απ’ αυτά· αν όμως θριαμβεύσει τών παθών, διατηρείται σώο και αβλαβές στο σύνολό του.

     Η τάξη επομένως τών λογικών ψυχών διαιρείται σε θείες ψυχές, αγγελικές ψυχές και ανθρώπινες ψυχές. Οι δύο πρώτες τάξεις λέγεται ότι διαμένουν υψηλά, αλλά κάποτε κατεβαίνουν και προς τη γένεση. Εδώ συναντάμε δύο νέα στοιχεία εν σχέσει προς το πρώτο κείμενο: την αναφορά στις ενδιάμεσες, δηλαδή τις αγγελικές ψυχές, καθώς και στο παθητικό ( εμπαθές) μέρος τού ανθρώπου, που αντιστοιχεί στη μη-λογική ψυχή. Αυτή η τελευταία δεν υπόκειται ασφαλώς στο ίδιο οντολογικό καθεστώς με τη λογική ανθρώπινη ψυχή, όπως με σαφήνεια το περιγράφει ο Σιμπλίκιος:

     4, 4-51: … οι παράλογες επιθυμίες, δηλαδή ο θυμός και ο πόθος, που βρίσκονται σε εγγύτητα με το σώμα και αποτελούν καθαυτό σωματικές μορφές ζωής (ζωαί) έτσι, ώστε να φαίνεται ότι απορρέουν από τη σωματική ιδιοσυγκρασία, έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα ετερο-κινούμενων όντων, δεν τελούν πλέον υπό τον πλήρη έλεγχό μας, και τελικά οι επιθυμίες αυτές δεν εξαρτώνται απ’ αυτούς που  επιθυμούν, παρότι αυτές η παράλογες επιθυμίες συνιστούν επίσης κινήσεις που συντελούνται έσωθεν. Ακόμη κι η λογική ψυχή, όταν εγκαταλείπεται στο σώμα και στις παράλογες και σωματικές κινήσεις, άγεται και φέρεται σαν μαριονέττα από ξένα γρανάζια,  δέχεται εξωτερικές ωθήσεις και  δεν διαθέτει πλέον ελεύθερες κινήσεις, που να προέρχονται από την ίδια. Όταν όμως ενεργεί σύμφωνα με τη φύση της και την αυθεντική της ευγένεια, τότε κινείται η ίδια έσωθεν, με ελευθερία και αυτοδιάθεση.

      Ο Σιμπλίκιος αντιπαραθέτει λοιπόν σ’ αυτό το κείμενο την αυτο-κινητικότητα της λογικής ανθρώπινης ψυχής, όταν ενεργεί κατά τη φύση της, προς τις κινήσεις τής παράλογης ψυχής, που ο χαρακτήρας τους είναι ετερο-κίνητος. Όλα τα αποσπάσματα, στα οποία αναφερθήκαμε ως τώρα, εντάσσονται, εκτός από το πρώτο (6. 31-7. 4), σε ένα τμήμα τού σχολίου, που επιχειρεί να ερμηνεύσει το νόημα του εφ’ ημίν, μια κομβική έννοια της ηθικής, που τη μεταφράζω ως  αυτό που εξαρτάται από εμάς’. Η αυτο-κινητικότητα της ανθρώπινης ψυχής αποκτά έτσι εξαιρετική σημασία, διότι χρησιμεύει ως απόδειξη της αυτοδιάθεσης της ψυχής μας, και επομένως τής ευθύνης που φέρουμε για τις πράξεις μας. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, στο απόσπασμα που πραγματεύεται ‘αυτό που εξαρτάται από εμάς’, οι διαιρέσεις ακολουθούν τη σχέση που έχουν οι διαφορετικές τάξεις τών όντων με την κίνηση. Είδαμε ήδη ένα παράδειγμα στο κείμενο 5. 4-6. 25 Dϋbner, καθώς και σ’ αυτό που μόλις παραθέσαμε. Σε ό,τι όμως αφορά στη λογική ανθρώπινη ψυχή, συναντήσαμε μέχρι στιγμής τις συνήθεις μόνο θεωρίες τού ύστερου νεοπλατωνισμού, οι οποίες δεν φαίνεται να διαφέρουν απ’ αυτές τού Πρόκλου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το απόσπασμα που θα παραθέσω τώρα, το οποίο περιλαμβάνει εκ νέου την τριχοτόμηση της τάξης τών λογικών ψυχών:

     42. 43-43. 8: Ίσως αυτό που αποκαλείται ασθένεια της κακίας τής ψυχής να μην αποτελεί ένα απόλυτο κακό, αλλά να περιλαμβάνει κάτι το αναγκαίο για την πραγμάτωση της ανθρώπινης αρετής. Όπως ακριβώς και η υγεία τών γήινων σωμάτων δεν θα ήταν υγεία των γήινων σωμάτων, αν αυτά τα σώματα δεν διέθεταν, εκτός από την υγεία, και τη δυνατότητα να ασθενήσουν – διότι διαφορετικά η υγεία θα αποτελούσε μια κάποια συγκεκριμένη κατάσταση, που δεν θα ήταν αντίθετη προς την ασθένεια, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα ουράνια σώματα – , το ίδιο συμβαίνει και με τις αρετές τών ανθρώπινων ψυχών: η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η πρόνοια και όλες οι υπόλοιπες, δεν θα ήταν αρετές τής ανθρώπινης ψυχής, αν οι ανθρώπινες ψυχές δεν είχαν από τη φύση τους τη δυνατότητα να στραφούν προς το κακό (ει μη και κακύνεσθαι επεφύκεσαν αι ψυχαί) – διότι η ανθρώπινη ψυχή θα είχε τότε αγγελικές ή θείες αρετές, όχι όμως ανθρώπινες. Οι οποίες έχουν το φυσικό ιδίωμα να τρέπονται επίσης προς την κακία (τοιαύται την φύσιν εισίν ως και εις κακίαν παρατρέπεσθαι). Αν οι ανθρώπινες αρετές και η σωματική υγεία είναι σε καλή κατάσταση, και εφ’ όσον θα ήταν αναγκαίο να υπάρξουν, όχι μόνο τα πρώτα αγαθά ή καθαρά όντα, που έλκουν την ύπαρξή τους από την ίδια την πηγή τού Αγαθού, αλλά και τα ενδιάμεσα και τα έσχατα αγαθά όντα, τότε θα ήταν επίσης αναγκαίο, οι παρεκτροπές τών αγαθών όντων, τα οποία μπορούν να παρεκτραπούν, όχι ακριβώς να υπάρξουν – διότι δεν έχουν κατ’ αρχήν ύπαρξη –, αλλά να συνυπάρξουν με τα όντα ως προσαρτήσεις.

     Αυτό το κείμενο, όπως και το προηγούμενο απόσπασμα που παραθέσαμε (45,52-46.19), αποτελεί μέρος ενός μακροσκελούς σχολίου στο λήμμα:

     Μην επιζητάς καθόλου τα πράγματα να συμβαίνουν όπως εσύ επιθυμείς, αλλά άφησέ τα να συμβαίνουν όπως συμβαίνουν, και η ζωή σου θα κυλήσει γαλήνια… (Επίκτητος., Εγχειρίδιο, c.8).

     Ο Σιμπλίκιος αναρωτιέται, αν είναι πραγματικά δυνατόν ένας συνετός άνθρωπος να εύχεται ή έστω να παρακολουθεί με αδιαφορία να συμβαίνουν στο σύμπαν όλα αυτά τα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα: οι λοιμοί, η πείνα, τα ναυάγια, οι σεισμοί, οι πόλεμοι κ.ο. κ. Προκειμένου να δικαιολογήσει λοιπόν τα λεγόμενα του Επίκτητου, ο Σιμπλίκιος προσπαθεί να αποδείξει ότι αυτά τα δήθεν δεινά δεν είναι πραγματικά δεινά, και οδηγείται έτσι να αναζητήσει σε τί συνίσταται το κακό, σε ποιο επίπεδο της πραγματικότητας συναντάται, και πώς αιτιολογείται η προσαρτώμενη υπόστασή του (παρυπόστασις) – επειδή το κακό δεν υπάρχει πραγματικά. Η τριχοτόμηση της τάξης τών λογικών ψυχών αντιμετωπίζεται αυτή τη φορά μέσα από την προοπτική τής σχέσης κάθε είδους με το κακό, μετατρεπόμενη, μ’ αυτήν την προοπτική, σε διχοτόμηση: οι δύο πρώτες τάξεις τών ψυχών δεν έχουν πλέον καμία σχέση με το κακό, και  αντιτίθενται επομένως αμφότερες στις ανθρώπινες ψυχές. Ξεκινώντας από τη σύγκριση της ασθένειας της ανθρώπινης ψυχής με εκείνην τού αισθητού σώματος, ο Σιμπλίκιος αντιπαραθέτει αφ’ ενός τα ουράνια  στα γήινα σώματα, και αφ’ ετέρου τις δύο πρώτες τάξεις λογικών ψυχών στη λογική ανθρώπινη ψυχή. Η διαφορά συνίσταται, και στις δυό περιπτώσεις, στη δυνατότητα των κατωτέρων ειδών να υποστούν μιαν αλλοίωση: τα γήινα σώματα να ασθενήσουν, οι ανθρώπινες ψυχές να αποκτήσουν κακοήθεια. Δύο είναι οι όροι που υποδεικνύουν αυτή τη φθορά τής ψυχής: παρατρέπεσθαι και κακύνεσθαι, όροι που δεν περιγράφουν ακριβώς την έκταση της αλλοίωσης, αν αφορά δηλ. μόνο στις ικανότητες και τις ενέργειες της ανθρώπινης ψυχής, ή αν επιδρά επίσης και στην ουσία της. Σημειώνουμε σχετικά, ότι τόσο ο Ιεροκλής όσο και ο Πρόκλος χρησιμοποιούν, σε παράλληλα κείμενά τους σχετικά με τη λογική ανθρώπινη ψυχή, τον όρο κακύνεσθαι, και ότι  το επίθετο ακάκυντος στον Ιεροκλή και το επίθετο ακάκωτος ή η έκφραση  κακυνόμενη στον Πρόκλο χαρακτηρίζουν την πρώτη και την ενδιάμεση τάξη τών ψυχών. Στη βάση αυτών τών ανεξάρτητων, αλλά καθαρά παράλληλων κειμένων, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια πλήρη δογματική συμφωνία μεταξύ Ιεροκλή και Πρόκλου σχετικά με την ανθρώπινη ψυχή. Μια τέτοια συμφωνία δεν είναι ωστόσο στην πραγματικότητα εφικτή, διότι ο Πρόκλος αρνήθηκε την πιθανότητα αλλοίωσης της ουσίας τής ανθρώπινης ψυχής, ενώ ο Ιεροκλής την επιβεβαίωσε. Πρόκειται για μια λεπτομέρεια  της θεωρίας τού Ιεροκλή, την οποία οι ιστορικοί φαίνεται να αγνοούν μέχρι σήμερα, παρότι εκφράζεται σαφώς στο σχόλιό του στο Aurea Carmina (Τα Χρυσά Έπη τών Πυθαγορείων):

      Επειδή η φύση μας είναι λογική και επομένως ικανή να αποφασίζει, και επειδή μπορεί κατόπιν δικής της επιλογής να αποφασίσει ορθά ή εσφαλμένα, η κατά φύσιν μορφή τής ζωής διατηρεί τήν δυνατότητα τού παρατρέπεσθαι καί κακύνεσθαι.

 Μετάφραση: Aγγελική Κορωνάκη

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου