Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (71)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου  2021

                                                                                    Jacob Burckhard

                                                                                             ΤΟΜΟΣ 2ος    

                                                                                                                           
      
                                              IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 15

       Όπως δεν είναι δυνατός για τους θεούς ο καθολικός έλεγχος της φύσεως, άλλο τόσο αδύνατη είναι γι’ αυτούς η  κυριαρχία τού σύμπαντος, για την οποία θα ήταν απαραίτητο να εξουσιάζουν το πεπρωμένο. Ελέγχουν, για παράδειγμα, με ικανοποιητικό τρόπο τα ζητήματα του Τρωικού Πολέμου, μάλιστα κάποια στιγμή γίνεται λόγος για αποφασιστική παρέμβαση του Δία, αλλά θα πρέπει επίσης εδώ να επισημανθούν οι παιδαριώδεις παραλλαγές τού Ομήρου σ’ αυτό το ζήτημα: το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο Δίας δεν γνώριζε εκ των προτέρων την πτώση τής Τροίας, επειδή ήταν απόφαση της Αθηνάς, και παρότι ο ίδιος είχε υποσχεθεί άλλοτε στη Θέτιδα – με μια επιδεικτική κίνηση της κεφαλής του – ότι ο Αχιλλέας θα γινόταν ένας καταστροφέας πόλεων· και παρότι επίσης γνωρίζει ότι ο ίδιος του ο γιός, ο Σαρπηδών, θα πρέπει κατ’ αρχήν να δολοφονηθεί από τον Πάτροκλο, δεν παρεμβαίνει· όταν όμως ξεκινά μια πολεμική σφαγή, λαμβάνει περιχαρής μια θέση έξω απ’ τη μάχη, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη. Η τοποθέτηση των θεών απέναντι στην έκβαση του Τρωικού πολέμου έχει χαρακτήρα συμπτωματικό, χωρίς συγκεκριμένο κίνητρο· ένα πραγματικό επικό κάλλος αναδύεται από τα γεγονότα, χωρίς τη μεσολάβηση εκείνης τής μεροληπτικής ρητορείας και της μηχανορραφίας τών θεών, που επινόησαν με ψυχρότητα και υπολογισμό οι επίγονοι του Ομήρου, ακόμη και πέρα από την εποχή τού Σίλιου Ιταλικού. Ο Όμηρος αρκείται στην ακόλουθη επιβλητική και τρομακτική σκέψη: οι θεοί αποφάσισαν (μηχανεύτηκαν) την καταστροφή τών ανθρώπων, προκειμένου να γεννηθεί ένα έπος για τις επόμενες γενιές! Η τύχη τών ανθρώπων καθορίζεται άλλοτε από το θέλημα των θεών και άλλοτε από τη μοίρα, στην οποία ανήκει πάντως,  σχεδόν αποκλειστικά, η κρίση περί θανάτου . Η προτροπή, αντιθέτως, σε σημαντικές πράξεις – καλές ή κακές - εμπνέεται, σύμφωνα με την αντίληψη που κυριαρχεί, από τούς θεούς στους ανθρώπους, ενώ και η προδιάθεση και τα χαρίσματα αποτελούν θείο δώρο. «Αγαπούσα», λέει ο Οδυσσέας, «τα κωπήλατα πλοία, τις μάχες, τα βέλη, τα γυαλισμένα δόρατα, όσα προκαλούν σε άλλους ρίγη· αλλά αυτά που εγώ προτιμούσα, ο θεός τα χάριζε στην ψυχή μου».

 

  

   Με ποιο, ωστόσο, δικαίωμα οι θεοί εξουσιάζουν τούς ανθρώπους ; Η αρχαία ρήση σχετικά με τις αμοιβαίες σχέσεις τους, ότι δηλ. «θεοί και άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή», αναφέρεται στα Έργα και Ημέρες τού Ησιόδου, αλλά αμέσως μετά οι θεοί αναγνωρίζονται ως «δημιουργοί» τής πρώτης από τις πέντε γνωστές φυλές, καθώς και τής επόμενης, ενώ η τρίτη και η τέταρτη δεν είναι πλέον δημιούργημα πολλών θεών, αλλά μόνο τού Δία, ενώ ο Ησίοδος δυσκολεύεται εμφανώς να προσδιορίσει την προέλευση της πέμπτης. Αλλού είναι η Γαία που γεννά από το στήθος της τον πρώτο άνθρωπο, προκειμένου να υπάρξει το γένος τών θνητών. Και άλλοτε υποστηρίζεται ότι οι πρώτοι άνθρωποι προήλθαν από τούς βράχους και τις βελανιδιές, ή από τις πέτρες που ο Δευκαλίων και η Πύρρα πετούσαν πίσω τους μετά τον κατακλυσμό. Ο Προμηθέας εμφανίζεται μόνον αργότερα ως δημιουργός ανθρώπων· στον Πανοπέα τής Φωκίδας υπήρχαν ακόμη στα χρόνια του Παυσανία κομμάτια από τον πηλό που χρησιμοποίησε ο Προμηθέας· ήταν δε αμφιλεγόμενο, αν αυτός ο ίδιος ή η Αθηνά έδωσαν τη ζωή στους ανθρώπους. Την ίδια εποχή αποτυπώνεται στη Θεογονία, ανάμεσα στα άλλα, σαν να πρόκειται για ένα πασίγνωστο γεγονός, μια φράση με ένα απολύτως μυστηριώδες νόημα: «ήταν την εποχή που στη Μυκώνη (τη μεταγενέστερη Σικυώνα) κρίθηκε η διαμάχη μεταξύ θεών και θνητών…». Δίνεται αναμφίβολα η εντύπωση, ότι αυτή η ιδιότυπη σύσκεψη είχε σαν αποκλειστικό σκοπό της να ρυθμίσει τα δικαιώματα της κάθε πλευράς επί τών θυσιών, όταν όμως εμφανίζεται μια προσωπικότητα όπως ο Προμηθέας ως εκπρόσωπος των ανθρώπων, η συζήτηση θα μπορούσε ασφαλώς να περιλάβει και πολύ σημαντικότερα θέματα. Είναι αλήθεια ότι οι θεοί αρκετές φορές αποδέχονταν την κρίση τών ανθρώπων στις εσωτερικές τους υποθέσεις· ο Αιακός διευθετούσε τις διαφορές  μεταξύ τών θεών· τη διαμάχη μεταξύ Ποσειδώνα και Αθηνάς για την Αττική έκριναν κατά μίαν εκδοχή οι δώδεκα θεοί, ενώπιον τών οποίων εμφανίστηκε ως απλός μάρτυρας ο Κέκρωψ, κατά μίαν άλλη όμως, η κρίση ανατέθηκε στον Κέκροπα, τον Κραναό, ίσως και τον Ερεχθέα· ο Απόλλων και οι Ερινύες εμφανίζονται αργότερα ως αντίδικοι ενώπιον κατ’ αρχάς τού Αρείου Πάγου, και μετά η  Αθηνά καταθέτει στην κάλπη την ψήφο της υπέρ τού Ορέστη. Η ηττημένη θεότητα εκδικείται μερικές φορές τον κριτή: ο Ποσειδών αποξήρανε τις πηγές τού Άργους, επειδή ο τοπικός βασιλιάς Ίναχος έκρινε με τη μαρτυρία του, ότι η γη του ανήκε στην Αθηνά, περιττεύει δε να μνημονεύσουμε τις συνέπειες της κρίσης τού Πάρη.

     Πέρα όμως και από αυτές τις ιδιαίτερες παρεμβάσεις, μια θρησκεία χωρίς ιερατείο και ιερά κείμενα παρέχει απεριόριστες δυνατότητες στους ανθρώπους να κρίνουν τον χαρακτήρα τών θεών τους, και μάλιστα σε κάθε εποχή, πιθανότατα από την πανάρχαια εποχή τής λατρείας τού Φόβου, μέσα στους αιώνες που αγκαλιάζουν την επική ποίηση, την τραγωδία και τη φιλοσοφία. Η δε χρήση αυτής τής δυνατότητας είναι από τις πιο αντικειμενικές. Επιδιώκουν ασφαλώς να εξασφαλίσουν, μέσα από προσευχές και θυσίες, τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, χωρίς να επηρεάζεται ωστόσο καθόλου η γνώμη τους για τους θεούς. Μέχρι την εποχή που εμφανίζονται οι Στωικοί, οι οποίοι αποδέχονται έναν θεό δημιουργό τού κόσμου, οι Έλληνες δεν πίστεψαν ποτέ ότι η ζωή μάς δόθηκε από τούς θεούς, και ακόμη λιγότερο, ότι τούς όφειλαν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν την πενιχρής μάλλον αξίας, σύμφωνα με τον ελληνικό πεσιμισμό, ύπαρξη. Ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχής επειδή τον αγαπούν οι θεοί, αλλά μάλλον οι θεοί αγαπούν τούς ευτυχείς ανθρώπους, ενώ αντιμετωπίζουν με μνησικακία τον δυστυχή. Η ελευθερία που χαρακτηρίζει τη στάση τών Ελλήνων απέναντι στους θεούς τους και τις ιστορίες που τους περιγράφουν στηρίζεται σε αυτή την προϋπόθεση. Και είναι γεγονός ότι η επική ποίηση τούς προσέδωσε ανενδοίαστα αυτή την πλαστικότητα· κανείς ποτέ δεν θέλησε να αρνηθεί ούτε τούς θεούς, ούτε τη λατρεία και τις προσευχές που τους αναλογούσαν, αλλά απουσίαζε ταυτόχρονα απολύτως ο φόβος για το αν οι θεοί θα προσβληθούν από τις πραγματικά ασυνήθιστες ιστορίες που αφηγούνταν οι άνθρωποι γι’ αυτούς.

     Στον πολυθεϊσμό είναι δυνατόν οι θεοί να διαθέτουν αυτό που αποκαλείται ιερότητα, όταν εκλαμβάνονται ως μακάριοι προστάτες τού υλικού και ηθικού βίου· ουδέποτε απέκτησαν αυτή την ιδιότητα οι θεοί τών Ελλήνων, ακόμη και όταν οι φιλόσοφοι επιχείρησαν να τους την επιβάλουν. Η αιτιολογία που προβλήθηκε κατά τους νεώτερους χρόνους είναι, ότι οι αρχικά άμορφες φυσικές οντότητες προσέλαβαν  ανθρώπινες, ενίοτε τρομακτικές ή κωμικές μορφές, αποκλειστικά και μόνο χάρη στον μύθο και την εποποιία· και ότι οι ερωτικές περιπέτειες του Δία και της Αφροδίτης δεν αποτελούσαν αφορμή για μεγαλύτερο σκάνδαλο από ό,τι οι προσμείξεις τού οξυγόνου, το οποίο δεν θεωρήθηκε γι’ αυτόν τον λόγο ένα έκλυτο στοιχείο (Ménard). Θα μπορούσαμε όμως να αντιπαραθέσουμε το εξής ερώτημα: για ποιον  λόγο συνέβη να παρατηρηθεί ακριβώς στους Έλληνες μια τέτοια εξέλιξη στις φυσικές οντότητες ; και σε ποιαν ακριβώς φυσική προέλευση μπορούν να αποδωθούν οι ψευδορκίες τού Δία ; Αντίστοιχο πρόβλημα θα είχαμε και για την ερμηνεία τής αυστηρότητας και της επιείκειας, αν σημαντικοί Έλληνες στοχαστές δεν είχαν δριμύτατα αποδοκιμάσει, όπως θα δούμε, την ασέβεια των θεών και απεικονίσει με ζοφερούς χρωματισμούς την επίδρασή τους στον ηθικό βίο.

     Σχετικά με τον πασίγνωστο (σ’ εμάς) χαρακτήρα αυτών τών ιδιόρρυθμων όντων, θα αρκεστούμε εδώ σε κάποιες υποδείξεις. Οι αοιδοί είχαν πιθανότατα κάθε λόγο να αναδείξουν και να ανασκευάσουν στις διηγήσεις τους για τους θεούς όλα εκείνα τα στοιχεία που θα προκαλούσαν το ενδιαφέρον τού ακροατηρίου τους. Είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια λαϊκή αντίληψη για τους θεούς, και το λαϊκό αίσθημα είχε αρχίσει να επηρεάζει τούς θεϊκούς μύθους. Η συμπεριφορά τους είναι γεμάτη από ανθρώπινα πάθη και από κωμικές σκηνές, και όταν ο Δημόδοκος αφηγείται τούς έρωτες του Άρη και της Αφροδίτης, καταγοητεύει πιθανότατα το κοινό του. Η σοβαρότητα και η φρίκη εξαντλούνται στη Θεογονία, όπου απουσιάζει πραγματικά κάθε είδους θυμηδία· το σοβαρό και το τραγικό στοιχείο επανέρχονται συνήθως στους ηρωικούς μύθους· οι ομηρικοί θεοί εμφορούνται αντίθετα από κωμικά στοιχεία, ακόμη και όταν ενεργούν ή υφίστανται φοβερά πράγματα, και όταν ακουγόταν πως η Ήρα «περιφερόταν στα νέφη και τους αιθέρες με άκμονες στα πόδια», ο λαός δεν  αναζητούσε μια μυστηριώδη σημασία σ’ αυτήν την περιγραφή, αλλά απλώς διασκέδαζε. Η οικειότητα μεταξύ θεών και ανθρώπων, όπως τής Αθηνάς με τον Οδυσσέα, δεν προξενεί έκπληξη, παρότι και ο ίδιος ο αοιδός συγκινείται· στον (πολύ παλαιό) Ύμνο προς τον Ερμή η αληθινή χαρά υπερισχύει τής πρώιμης μοχθηρίας τού παιδικού θεού. Ο λαός και οι αοιδοί πιστεύουν όμως ταυτόχρονα, ότι οι θεοί διάγουν «άνετο» βίο, ενώ οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν δυσκολίες, και θεωρούν ως βασικόν υπεύθυνο τον Δία. Κι εδώ είναι που ο Όμηρος πρωτοστατεί με τις περιγραφές του για τον Δία, ξεκινώντας με την ψευδολογία που αποδίδει στον πατέρα τών θεών και των ανθρώπων. Στη Θεογονία, το ψεύδος και η ψευδορκία θεωρούνται βαρειά ακόμη παραπτώματα στον Όλυμπο, και ο υπαίτιος θεός τιμωρείται αυστηρά· στο Έργα και Ημέρες οι Ερινύες περιπολούν ανάμεσα στους ανθρώπους την πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και εκδικούνται στο όνομα του Όρκιου, «που γέννησε η Έρις και συνιστά τη μάστιγα των επιόρκων»· στο έπος οι απαιτήσεις είναι αντίθετα τέτοιες, ώστε ακόμη και θεότητες όπως η Ήρα να  υποχρεώνονται να ορκιστούν, για ζητήματα ελάσσονος σημασίας, στα φοβερά ύδατα της Στυγός, προκειμένου να γίνουν πιστευτοί· ο Όλυμπος καθίσταται το κάτοπτρο της αντιφατικής ανθρώπινης φύσης, και τη θεοποίηση των ιδιοτήτων τών θεών  ακολουθεί η θεοποίηση των παθών τους. Ο Ερμής θωρείται, πέρα απ’ τις άλλες του ιδιότητες, ληστής με τη συνήθη έννοια του όρου, και οι θεοί τού αναθέτουν φυσικώ τω τρόπω στο τέλος τής Ιλιάδας, την εξαφάνιση του πτώματος του Έκτορα. Ο Άρης αντιπροσωπεύει τον ίδιον τον ωμό και άγριον αγώνα, και μπορεί να αλλάζει ανεξέλεγκτα στρατόπεδο. Η Αφροδίτη είναι απλώς η επιθυμία, και η Ελένη το ακούσιο θύμα της, αλλά και μια πολύ ευγενέστερη κατ’ ουσίαν ύπαρξη, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, από την ίδια τη θεά· η δε σχέση τής Ελένης με τον Πάρι δεν είναι παρά μια συμφορά, που της απέστειλε η θεά. Ο μύθος αποδίδει μάλιστα συχνά μιαν καταστροφή στην «οργή τής Αφροδίτης», επειδή κάποιος θνητός δεν ενέδωσε σ’ έναν παράνομο έρωτα, με αποτέλεσμα την καταδίκη του σ’ ένα εντελώς εγκληματικό πάθος, όπως εκείνο τής Μύρρας, που ερωτεύτηκε τον πατέρα της.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου