Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (46)

 Συνέχεια από: Κυριακή, 14 Μαρτίου 2021

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


21. Και για να αφήσω τώρα τα άλλα από τα καινοφανή ακούσματα και να επαναφέρω τον λόγο στο προκείμενο θέμα μας, ποιος δεν γνωρίζει ότι και η φιλοσοφία άλλη είναι η μέσω των λόγων διατυπούμενη και άλλη η μέσω των πράξεων, και ότι η καθεμιά από αυτές έχει πολλές και ποικίλες διαφορές, μέσω των οποίων παρουσιάζεται ως σοφία μωρή και μη, σαρκική και πνευματική, αντιλεγόμενη και αναντίρρητη, πρόσκαιρη και αιώνια αναφαίνεται σοφία, διακρινόμενη με μεγάλη σαφήνεια η καθεμιά από την άλλη; «Αλλ’ εγώ», λέγει (ο Βαρλαάμ), «επαινώ την ίδια την αυτοσοφία, την ιδέα της αληθούς γνώσεως, η οποία είναι μία». Αλλ’ αυτή, καλέ μου, θα μπορούσε ίσως μόνη να ονομασθεί αυτοσοφία, όχι όμως μόνη σοφία ή φιλοσοφία. Όταν όμως εσύ λέγεις στην αρχή των λόγων σου υπέρ της φιλοσοφίας, «ότι έχουν δοθεί σε εμάς από τον Θεό και τα λόγια των θεουργών και τα κατά φιλοσοφίαν μαθήματα», οπωσδήποτε τα λόγια των θεουργών δεν τα τοποθετείς υπό την φιλοσοφία εκείνη. Γιατί πώς θα έλεγες αυτά και τα υπαγόμενα σ’ αυτήν, αν δεν διαχώριζες εκείνα από αυτήν; Τί λοιπόν ονομάζεις εκεί φιλοσοφία; Ποιά από τις δύο, την ελληνική, ή την ιδέα που ανέφερες εδώ; Αλλά, αν μεν ονομάζεις την ελληνική, λοιπόν και αυτήν εξυμνείς, αλλά τότε και αντιφάσκεις προς τον εαυτό σου, λέγοντας εδώ αντίθετα πράγματα, ότι «δεν είναι αυτά εκείνα που εξυμνούμε, αποδίδοντας σ’ αυτά το όνομα της φιλοσοφίας, όσα ο τάδε ή ο δείνα στοχάσθηκε ή συνέγραψε ή δίδαξε, ούτε αυτά είναι για εμάς φιλοσοφία, αλλ’ αυτή η ιδέα της γνώσεως», και επιπλέον ισχυρίζεσαι εδώ ότι μία καλείται φιλοσοφία, η ίδια η ιδέα, ενώ εκεί και άλλην λέγεις ο ίδιος, την ελληνική. Αν όμως όχι αυτήν (την ελληνική), αλλά και εκεί την ιδέα της γνώσεως λέγεις φιλοσοφία, δηλαδή εκείνην που περιέχει γενικά κάθε γνώση, τότε τα θεουργικά λόγια, τα οποία εσύ αποχωρίζεις εκεί από αυτήν με σαφήνεια, στερούνται κάθε γνώσεως και δεν θα μπορούσαν να είναι παρεκτικά καμιάς γνώσεως, αφού σύμφωνα με σένα είναι εντελώς διαχωρισμένα από κάθε γνώση και προστέθηκαν εκεί στη φιλοσοφία προς εξαπάτηση. Και ποιά απαραίτητη ανάγκη υπάρχει αυτών των κατά φιλοσοφίαν μαθημάτων, που εισάγουν και οδηγούν στη γνώση των όντων, η οποία βέβαια είναι τέλος κάθε ιεραρχίας, δηλαδή κάθε θείας οικονομίας και ενέργειας, όπως εσύ ο ίδιος ισχυρίζεσαι σε πολλά σημεία καθώς προχωρείς στους λόγους σου; Γιατί λοιπόν διεγείρεις εναντίον μας τους θυμούς, επειδή λέμε μαζί με τον Παύλο, ότι η σοφία των Ελλήνων καταργήθηκε και μωράνθηκε; Γιατί η σοφία κάποιων δεν είναι αυτοσοφία.

22. Ας δούμε όμως και ποιά αυτοσοφία πρεσβεύεις εδώ. Άραγε εκείνη που έχει την ύπαρξη στους λεγάμενους φιλοσόφους και στα συγγράμματα αυτών; Και όμως εσύ ο ίδιος λέγεις, ότι δεν είναι ούτε λέγεται φιλοσοφία η γνώση των φιλοσόφων, ούτε τα συγγράμματα του τάδε ή του δείνα, αλλά μερικά από αυτά δεν είναι ακριβώς φιλοσοφία, αλλά αποτέλεσμα φιλοσοφίας. Και βρέθηκες στην ανάγκη να το πεις αυτό, για να δείξεις ότι μία μόνον είναι η ιδέα της γνώσεως την οποία λέγεις, αλλά όχι πολλές φιλοσοφίες. Αν λοιπόν τίποτε από εκείνα δεν είναι φιλοσοφία, ούτε αυτή, την οποία λέγεις αυτοσοφία, έχει σύμφωνα με σένα την ύπαρξη (το είναι) σ’ αυτά. Γιατί αυτά, στα οποία έχει το είναι, θα ονομάζονταν από αυτήν, όπως και όλοι εμείς ονομαζόμαστε άνθρωποι από το καθόλου (καθολικό) είδος που έχει μέσα το είναι. Εάν λοιπόν αυτή η αυτοσοφία σου δεν έχει το είναι μέσα σε εκείνα, που θα έχει το είναι της; Στον Θεό; Και όμως εσύ o ίδιος προχωρώντας λέγεις ότι είναι μωρία ενώπιον του Θεού αυτή η φιλοσοφία την οποία επαινείς. Αυτή λοιπόν την οποία λέγεις εσύ αυτοσοφία δεν είναι αυτή που υπάρχει σ’ αυτόν κατά τον ανέκφραστο τρόπο, αλλ’ ούτε σε εκείνα που δημιουργήθηκαν από αυτόν, καθόσον εκείνο δεν θα μπορούσε ποτέ να ονομασθεί “φιλοσοφία”, ενώ ο δικός σου λόγος είναι πάνω από τη φιλοσοφία. Αν λοιπόν αυτή δεν έχει το είναι ούτε στον Θεό ούτε στους ανθρώπους, είναι όμως ιδέα, άρα λοιπόν υπάρχει καθ’ εαυτήν· επομένως θα μας αναβιώσει πάλι ο Πλάτων μαζί με τα τερετίσματα της κακοδοξίας.

23. Σύμφωνα με αυτά λοιπόν θα μπορούσε κανείς να πει ως αληθές για τη φιλοσοφία από τα κοσμικά μαθήματα απλά και σύντομα, ότι φιλοσοφία του καθενός θα μπορούσε να ονομασθεί η φιλοσοφική διαπραγμάτευση του καθενός σε συγγράμματα ή λόγους, κοινή είναι αυτή που παρατηρείται σε όλους τους φιλοσόφους, και μωρή η σοφία εκείνη που έχει εκπέσει από τον πρέποντα σκοπό της θεογνωσίας. Αυτή όμως που δεν έπαθε αυτό, δεν είναι μωρή· πως δηλαδή είναι, εφόσον πετυχαίνει τον κατά φυσικό τρόπο παραγόμενο σκοπό της και επιστρέφει προς τον δοτήρα της φύσεως Θεό; Και τέτοια είναι η σοφία των δικών μας ευσεβών και λογιών ανδρών, η οποία αποτίναξε πραγματικά με ανδρεία το επιβλαβές και επέλεξε το ωφέλιμο, και έχοντας συμπαρασταθεί στην Εκκλησία του Θεού, συνδέθηκε αρμονικά με τη σοφία του Πνεύματος. Εγώ λοιπόν νομίζω ότι αυτή έχει την αλήθεια. Ενώ ο υπέρμαχος αυτός της έξω και μωρής φιλοσοφίας, και ενώ έχει ακούσει τον Παύλο να λέγει ότι «εμώρανε ο Θεός τη σοφία του κόσμου αυτού», λέγει ότι μωραίνεται ως συγκρινόμενη προς την σοφία του Θεού, όπως και κάθε ανθρώπινη αρετή και διάνοια. Επειδή όμως εγώ δεν παραδέχομαι αυτό και αποδεικνύω με πολλά επιχειρήματα με σαφήνεια την αλήθεια, αυτός, μη μπορώντας να πει τίποτε σ’ αυτά, καταφεύγει σε σοφιστεία. Εκείνα λοιπόν τα σχετικά με την ωφέλιμη φιλοσοφία ας βρίσκονται στο προηγούμενο λόγο μου· γιατί είναι ακόμα απρόσβλητα και μένουν αναντίρρητα.

24. Και τώρα θα ερωτούσα αυτόν που με σύγκριση μωραίνει την πρεσβευόμενη από τον ίδιο σοφία, πώς δεν έχει γραφεί πουθενά, ότι ο Θεός εμίανε κάθε ανθρώπινη αρετή και εμώρανε κάθε διάνοια, έτσι όπως εμώρανε και τη σοφία του κόσμου αυτού; Που δηλαδή παρουσιάζεται εδώ είδος συγκρίσεως των αποστολικών ρημάτων; Αλλά, όπως το επώρωσε ο Θεός τις καρδιές των Ιουδαίων και εσκλήρυνε την καρδιά του Φαραώ και παρέδωσε τους σοφούς των Ελλήνων σε αδόκιμο νου, δεν σημαίνει σύγκριση, αλλά εγκατάλειψη, κατά τον ίδιο τρόπο και το εμώρανε• γιατί, τί σημαίνει και το ότι καταντρόπιασε ο Θεός τους σοφούς εκείνους, και ότι τους κατάργησε και ότι τους αποδοκίμασε, και αυτό τούτο, το ότι παρέδωσε αυτούς σε αδόκιμο νου; Μήπως ο Απόστολος τα είπε και αυτά συγκρίνοντας; Και ποιος που έχει νου θα το παραδεχόταν αυτό; Ή καλύτερα ποιός, που γνωρίζει να ακολουθεί αποστολικά λόγια, αφήνοντας εκείνα να τα εννοούμε χωρίς σύγκριση, όπως δίδαξε εκείνος, θα μπορούσε να πεισθεί σε σένα που τα συγκρίνεις; «Τα μωρά τού κόσμου πράγματι εξέλεξε ο Θεός για να καταντροπιάσει τούς σοφούς». Τί λοιπόν; Η σοφία των ανθρώπων συγκρινόμενη προς τη σοφία τού Θεού καταντροπιάζεται και μωραίνεται, και η μωρία ομιλεί με παρρησία και σοφίζεται; Ή μήπως, όσα βέβαια θέλεις τα εκλαμβάνεις κατά σύγκριση, όσα όμως δεν θέλεις, επειδή δεν σε ωφελούν στην προπαρασκευή των λόγων σου, τα αφήνεις ασύγκριτα; Και ποιός θα μπορούσε να πεισθεί σε σένα, έκτος εάν, εξαπατημένος από τούς λόγους σου, θεωρεί σωτήρια την μη χριστιανική παιδεία;

Σήμερα τιμήσαμε τήν νίκη τής ορθοδοξίας μέ μάσκες προστασίας από τίς εικόνες. Τήν επόμενη θά τιμήσουμε τόν Αγιο Γρηγόριο Παλαμά στέλνοντας φιλιά στόν πάπα;

Το πρωτότυπο κείμενο 

21. Καί ἵνα τἄλλα τῶν καινῶν ἀκουσμάτων νῦν ἀφῶ καί πρός τό προκείμενον ἐπαναγάγω τόν λόγον, τίς οὐκ οἶδε καί φιλοσοφίαν ἑτέραν μέν τήν ἐν λόγοις, ἑτέραν δέ τήν ἐν πράξεσι, καί τούτων ἑκατέρας πολλάς καί ποικίλας διαφοράς, δι᾿ ὧν μωρά τε καί μή, σαρκική τε καί πνευματική, ἀντιλεγομένη καί ἀναντίρρητος, πρόσκαιρος καί αἰώνιος ἀναφαίνεται σοφία, πλεῖστον ἑκατέρα σχεδόν τῆς ἑτέρας διεστηκυῖα σαφῶς; «Ἀλλ᾿ ἐγώ», φησί, «τήν αὐτοσοφίαν αὐτήν ἐπαινῶ, τήν τῆς ἀληθοῦς γνώσεως ἰδέαν, ἥτις μία ἐστίν». Ἀλλ᾿ ὦγαθέ μόνη μέν αὐτοσοφία ἴσως ἀν αὕτη κληθείη, μόνη δέ σοφία ἤ φιλοσοφία, οὔ. Ὅταν μέντοι τῶν ὑπέρ φιλοσοφίας λόγων αὐτός ἀρχόμενος «δεδόσθαι», λέγῃς «ἡμῖν πρός Θεοῦ τά τε τῶν θεουργῶν λόγια καί τά φιλοσοφίαν μαθήματα», τά τῶν θεουργῶν λόγια πάντως οὐχ ὑπό τήν φιλοσοφίαν τάττεις ἐκείνην. Πῶς γάρ ἄν ἔλεγες ταῦτα καί τά ὑπό ταύτην, εἰ μή διῄρεις αὐτῆς ἐκεῖνα; Τί τοίνυν ὀνομάζεις φιλοσοφίαν ἐκεῖ; πότερον τήν Ἑλλήνων ἤ τήν ἰδέαν, ἥν ἐνταῦθ᾿ εἶπες; Ἀλλ᾿ εἰ μέν τήν τῶν Ἑλλήνων, οὐκοῦν καί ταύτην ἐξυμνῶν τυγχάνεις, ἀλλά καί σαυτῷ ἀντικείμενος, ἐνταῦθ᾿ ὑπεναντίως φάσκων «οὐ ταῦτά ἐστιν, ἐφ᾿ ἅ τό τῆς φιλοσοφίας φέροντες ὄνομα ἐξυμνοῦμεν, ὅσα ὁ δεῖνα ἤ ὁ δεῖνα ἐδόξασεν ἤ συνέγραψεν ἤ ἐδίδαξεν, οὐδέ ταῦτα φιλοσοφία ἡμῖν ἐστιν, ἀλλ᾿ αὐτή ἡ τῆς γνώσεως ἰδέᾳ», προσέτι καί ὅτι μίαν μέν ἐνταῦθ᾿ ἰσχυρίζῃ καλεῖσθαι φιλοσοφίαν, τήν ἰδέαν αὐτήν, ἐκεῖ καί ἄλλην αὐτός λέγων, τήν τῶν Ἑλλήνων. Εἰ δέ μή ταύτην, ἀλλά κἀκεῖ τήν ἰδέαν τῆς γνώσεως λέγεις φιλοσοφίαν, τήν γενικῶς δηλαδή πᾶσαν περιέχουσαν γνῶσιν, τά παρά σοῦ ταύτης ἐκεῖ σαφῶς ἀποδιαιρούμενα θεουργικά λόγια πάσης γνώσεως ἐστέρηται καί παρεκτικά γνώσεως οὐδεμιᾶς ἄν εἴη, καθόλου δέ τῆς γνώσεως ἀποδιεσταλμένα κατά σέ καί πρός φενακισμόν μόνον τῇ φιλοσοφίᾳ προσετέθησαν ἐκεῖ. Τίς δ᾿ ἄν εἴη καί χρεία τούτων ἀναγκαῖα, τῶν κατά φιλοσοφίαν μαθημάτων καί εἰσαγόντων καί ἀναγόντων εἰς τήν γνῶσιν τῶν ὄντων, ἥ δή πάσης ἱεραρχίας, ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν πάσης θείας οἰκονομίας καί ἐνεργείας, τέλος ἐστίν, ὡς αὐτός πολλαχοῦ τῶν λόγων ἀποφαίνῃ προϊών; Τί τοίνυν καθ᾿ ἡμῶν τούς θυμούς ἐγείρεις τήν τῶν Ἑλλήνων σοφίαν κατηργημένην καί μεμωραμένην μετά Παύλου λεγόντων; Οὐ γάρ ἡ τινῶν σοφία αὐτοσοφία ἐστίν.

22. Ἀλλά γάρ ἴδωμεν καί τίνα κἀνταῦθα δῆλος εἶ πρεσβεύων αὐτοσοφίαν. Ἆρα τήν ἐν τοῖς ὀνομαζομένοις φιλοσόφοις κἀν τοῖς τούτων συγγράμμασιν ἔχουσαν τό εἶναι; Καί μήν αὐτός φής μή εἶναι μηδέ λέγεσθαι φιλοσοφίαν τήν γνῶσιν τῶν φιλοσόφων, μηδέ τά τοῦ δεῖνος ἤ τοῦ δεῖνος συγγράμματα, ἀλλ᾿ ἔστιν ἅ τούτων, οὐκ αὐτά φιλοσοφίαν, ἀλλ᾿ ἀποτέλεσμα φιλοσοφίας εἶναι. Τοῦτο δ᾿ εἰς ἀνάγκην περιέστης εἰπεῖν, ἵνα δείξῃς μίαν μόνην ἥν φής γνώσεως ἰδέαν, ἀλλ᾿ οὐ πολλάς λεγομένας φιλοσοφίας. Οὐκοῦν εἰ μηδέν ἐκείνων φιλοσοφία ἐστίν, οὐδ᾿ ἐν αὐτοῖς ἔχει τό εἶναι κατά σέ, ἤν λέγεις αὐτοσοφίαν. Ἐν οἷς γάρ ἔχει τό εἶναι, ἀπ᾿ αὐτῆς ἄν ἐκεῖνα κληθεῖεν, ὥσπερ καί ἄνθρωποι πάντες ἡμεῖς ἀπό τοῦ καθόλου εἴδους ἀκούομεν ἐν ἡμῖν ἔχοντος τό εἶναι. Εἰ τοίνυν μή ἐν ἐκείνοις ἡ αὐτοσοφία σοι αὕτη, ποῦ σχήσει τό εἶναι; Ἐν τῷ Θεῷ; καί μήν πάλιν αὐτός προϊών λέγεις μωρίαν εἶναι παρά τῷ Θεῷ, ἥν ἐξαίρεις φιλοσοφίαν˙ οὔκουν ἡ ἐν αὐτῷ τό ἄφραστον ἐνοῦσα τρόπον, ἥν αὐτός λέγεις αὐτοσοφίαν, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἐν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γεγενημένοις, ἐπεί μηδέ φιλοσοφία ποτ᾿ ἄν ἐκεῖνο κληθείη˙ σοί δ᾿ ὑπέρ φιλοσοφίας ὁ λόγος. Εἰ τοίνυν αὕτη μήτ᾿ ἐν θεῷ μήτ᾿ ἐν ἀνθρώποις ἔχει τό εἶναι, ἔστι δ᾿ ὅμως ἰδέα οὖσα, καθ᾿ ἑαυτήν οὐκοῦν ἐστιν ὑφεστῶσα˙ καί Πλάτων ἡμῖν αὖθις ἀναβιώσεται μετά τῶν τῆς κακοδοξίας τερετισμάτων.

23. Τοιγαροῦν ταύτῃ τἀληθές περί τῆς ἐκ μαθημάτων τῶν ἔξω φιλοσοφίας ἁπλῶς καί συντόμως φαίη τις ἄν, ὡς φιλοσοφία μέν ἑκάστου καλοῖτ᾿ ἄν ἡ ἐν συγγράμμασιν ἤ λόγοις ἑκάστου φιλοσόφοις πραγματεία, κοινή δέ ἡ πᾶσι φιλοσόφοις ἐνθεωρουμένη, μεμωραμένη δέ ἡ τοῦ προσήκοντος σοφία τέλους τῆς θεογνωσίας ἐκπεσοῦσα. Ἡ δέ μή τοῦτο πεπονθυῖα, οὐδέ μεμωραμένη˙ πῶς γάρ, τοῦ φύσει γιγνομένου τέλους ἐπιτυγχάνουσα καί πρός τόν δοτῆρα τῆς φύσεως ἐπιστρεφομένη Θεόν; Τοιαύτη δέ ἐστιν ἡ τῶν ἐφ᾿ ἡμῶν εὐσεβῶν καί ἐλλογίμων ἀνδρῶν, ἀνδρικῶς ὄντως ἀποτιναξαμένη τό βλάπτον καί τό λυσιτελές ἀπολεξαμένη καί τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ συστήσασα καί ἐμμελῶς ἁρμοσαμένη τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος. Ἐγώ μέν οὖν ταύτῃ τἀληθές ἔχειν οἴομαι. Ὁ δέ τῆς ἔξω καί μεμωραμένης φιλοσοφίας οὗτος ὑπέρμαχος, καί τό «ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου» Παύλου λέγοντος ἀκούσας, ὡς συγκρινομένην πρός τήν τοῦ Θεοῦ σοφίαν φησί μωραίνεσθαι, ὥσπερ καί πᾶσαν ἀνθρωπίνην ἀρετήν καί διάνοιαν. Κἀμοῦ μή τοῦτο παραδεχομένου, δεικνύντος δέ διά πολλῶν σαφῶς τἀληθές, αὐτός ἀντιλέγειν οὐκ ἔχων σοφιστείας καταψηφίζεται. Κείσθω μέν οὖν ἐν τῷ προτέρῳ μοι περί λυσιτελοῦς φιλοσοφίας ἐκεῖνα λόγῳ˙ καί γάρ ἀνεπηρεάστως ἔτ᾿ ἔχει καί ἀναντίρρητα μένει.

24. Καί νῦν δ᾿ ἄν ἐροίμην τόν ἐκ συγκρίσεως μωραίνοντα τήν ὑπ᾿ αὐτοῦ προεσβευομένην σοφίαν καί πῶς οὐδαμοῦ γέγραπται ὅτι ἐμίανεν ὁ Θεός πᾶσαν ἀνθρωπίνην ἀρετήν καί ἐμώρανε πᾶσαν διάνοιαν, ὡς καί τήν τοῦ κόσμου τούτου σοφίαν ἐμώρανε; Ποῦ γάρ συγκρίσεως εἶδος ἐνταῦθα τῶν ἀποστολικῶν ἀναφαίνεται ρημάτων; Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐπώρωσεν ὁ Θεός τάς καρδίας τῶν Ἰουδαίων καί ἐσκλήρυνε τήν καρδίαν Φαραώ καί παρέδωκε τούς σοφούς τῶν Ἑλλήνων εἰς ἀδόκιμον νοῦν, οὐ συγκρίσεώς ἐστιν, ἀλλ᾿ ἐγκαταλείψεως, τόν αὐτόν ἄρα τρόπον καί τό ἐμώρανεν˙ ἐπεί, τί καί τό ὅτι κατήσχυνεν ὁ Θεός τούς σοφούς ἐκείνους βούλεται, καί ὅτι κατήργησε, καί ὅτι ἀπεδοκίμασε, καί αὐτό τοῦτο ὅτι παρέδωκεν αὐτούς εἰς ἀδόκιμον νοῦν; Μή καί ταῦτα συγκρίνων ὁ ἀπόστολος εἶπε; Καί τίς ἄν νοῦν ἔχων παρεδέξαιτο τοῦτο; Μᾶλλον δέ τίς ἀποστολικαῖς ρήσεσιν εἰδώς ἕπεσθαι, ἀφείς ἐκεῖνα νοεῖν ἄνευ συγκρίσεως, ὡς ἐκεῖνος ἐδίδαξε, σοί πεισθείη συγκρίνοντι; «Τά γοῦν μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ». Τί οὖν, ἡ μέν σοφία τῶν ἀνθρώπων συγκρινομένη πρός τήν τοῦ Θεοῦ καταισχύνεται καί μωραίνεται, ἡ δέ μωρία παρρησιάζεται καί σοφίζεται; Ἤ, ἅ μέν βούλει, συγκριτικῶς ἐκλαμβάνεις, ἅ δ᾿ οὐκ ἔνι σοι βουλομένῳ, μή λυσιτελοῦντα τῇ παρασκευῇ τῶν σῶν λόγων, ἀφίεις ἀσύγκριτα; Καί τίς ἄν σοι πείθοιτο, εἰ μή τοῖς σοῖς λόγοις ἠπατημένος, τήν ἐξω παιδείαν σωτήριον ἥγηται;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου