Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (45)

 Συνέχεια από Σάββατο, 13 Μαρτίου 2021

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


17. Έτσι οι άγιοι έχουν τα ίδια μεταξύ τους φρονήματα και εμείς ακολουθούμε με ασφάλεια εκείνους. Εσένα όμως, πού παραχαράττεις ολοφάνερα και τα λόγια των αγίων, πώς θα σε δεχόμασταν ερμηνευτή εκείνων; [Ο Βαρλαάμ προς κατοχύρωση της θέσεώς του επικαλούνταν παραποιημένο χωρίο του Γρηγορίου Νύσσης, στο οποίο, μιλώντας ο αγ. Γρ. Νύσσης για την Γραφή και την παιδεία, λέγει τέλος για μόνη την Γραφή, «την τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς φιλοσοφίαν, τελείαν ἐπάγουσαν τῇ ψυχῇ κάθαρσιν». Αυτό το απόσπασμα ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός το τροποποίησε ως εξής: τελείαν ἐπάγουσιν ταῦτα τῇ ψυχῇ κάθαρσιν»]. Γιατί, ενώ εκείνος, ο Γρηγόριος Νύσσης, δεν δέχεται να καλεί ούτε ανθρώπους τούς κατά τα πρότυπα των Ελλήνων σοφούς και αμφισβητεί ότι αυτοί μπορούν να ενεργούν ως άνθρωποι, και όλα αυτά όχι για άλλον λόγο, αλλά επειδή αφοσιώνονται ισόβια στη φιλοσοφία αυτή και στα φιλοσοφικά μαθήματα, ενώ λοιπόν εκείνος διηγείται αυτά για τη ζωή που έζησε για πολύ χρόνο, ότι  «είδε, άκουσε, παιδεύθηκε γεωμετρία και αστρονομία και κάθε επιστημονική μέθοδο, και πάνω από όλα αυτά τη φιλοσοφία της θεόπνευστης Γραφής, που παρέχει τέλεια κάθαρση στην ψυχή» και με την στον ενικό αριθμό πτώση προσμαρτυρεί σε μόνη τη θεόπνευστη Γραφή την τέλεια κάθαρση, αυτός, αφού αποχώρισε τον λόγο από τα προηγούμενα και μετέβαλε σε πληθυντικό την ενική πτώση και αντί του «που παρέχει» είπε «πού παρέχουν» και πρόσθεσε και το «ταύτα» και διαστρέβλωσε τις προηγούμενες αιτιατικές και την ονομαστική, παρουσιάζει τον άγιο σαν να είπε ότι η γνώση της γεωμετρίας και αστρονομίας είναι τέλεια κάθαρση της ψυχής. «Άκουσε λοιπόν», λέγει, «και όσα λέγει για τα μαθήματα ο θείος Γρηγόριος Νύσσης· η γεωμετρία και η αστρονομία και η κατανόηση μέσω των αριθμών, και πριν από αυτά η φιλοσοφία της θεόπνευστης Γραφής, παρέχουν τέλεια κάθαρση στις ψυχές». Τί παράτολμο αλήθεια χέρι και γλώσσα και διάνοια! Ενώ ο θεολόγος εκείνος μόνο τη φιλοσοφία της θείας Γραφής κάλεσε θεόπνευστη, για να δείξει ότι εκείνα τα κατατάσσει στα κατ’ αίσθηση ενώ τις διδασκαλίες από αυτήν προς τη θεοσέβεια, και ότι η ιερή Γραφή διαφέρει από τα μαθήματα τόσο, όσο διαφέρουν τα θεία από τα ανθρώπινα, αυτός (ο Βαρλαάμ) δεν μπόρεσε, ή καλύτερα δεν θέλησε, ούτε έτσι να το καταλάβει, αλλ’ ό,τι έκαμε αυτός στην αρχή του λόγου, συνδέοντας με δόλο τα ελληνικά μαθήματα και τη θεία Γραφή και διατυπώνοντας τη γνώμη, ότι  αυτά έχουν ένα και τον αυτό σκοπό, τώρα διαβάλλει και τον άγιο, ότι τάχα είπε αυτό, αν και βέβαια εδώ εκείνος (ο Γρ. Νύσσης) δεν λέγει κάθαρση την γνώση των όντων, αλλά την κατανόηση, μέσω της γνώσεως των όντων, του όντος εκείνου που βρίσκεται πάνω από κάθε γνώση.

18. Εάν όμως κάποιος, που δεν κατασάπισε πάνω στα βιβλία ούτε γέρασε στην έρευνα αυτών, γνώρισε τόσο τον Θεό, ώστε, αφήνοντας τα πάντα, να προσχωρήσει σ’ αυτόν με καθαρότητα, πόσο καθαρότερος είναι από εκείνον που, ενώ λεπτολογεί τα πάντα και νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα, προσκολλάται στον κόσμο αυτόν, αφιερώνει σ’ αυτόν την ψυχική του αγάπη, εντελώς ή κατά το πλείστον, και δεν αγάπησε τον πάνω από όλα Θεό με όλη την ψυχή και την καρδιά; Άλλωστε, εάν οι Έλληνες βρήκαν την αλήθεια στα όντα, καλώς και συ, ακολουθώντας αυτούς, ισχυρίζεσαι ότι τη βρήκες μέσω των μαθημάτων εκείνων. Επειδή όμως εκείνοι, επιχειρώντας να σηκώσουν οχυρώματα γνώσεως εναντίον του Θεού, διαιρέθηκαν ως προς τις γλώσσες περισσότερο από τους οικοδόμους του πύργου της Χαλάνης (της Βαβέλ), ώστε να μη διαφωνούν μόνον, αλλά και να φωνάζουν ο ένας εναντίον του άλλου, σε ποιόν από εκείνους που διαφωνούν θα δώσεις εσύ την οικοδομή της αλήθειας, ώστε εμείς, ακολουθώντας αυτόν, να βρούμε με την αλήθεια αύτη την πηγή της καθολικής αλήθειας; Εμείς γνωρίζουμε ότι ευρετής και ρήτορας της αλήθειας είναι μόνον εκείνος που ομιλεί εμπνεόμενος από τον Θεό, ο οποίος λέγει, «εμείς έχομε νου Χριστού», και επίσης, «εμείς λαλούμε σοφία Θεού». Αυτόν λοιπόν και τους επόμενούς του ακολουθώντας εμείς με την πρέπουσα πίστη, χειραγωγούμαστε προς απόκτηση της θείας και σωτήρια σοφίας· αυτός όμως δεν έκρινε ότι έπρεπε να μας εξαγγέλλει λόγους για τα κτίσματα και να μας παιδεύει και να μας προάγει με διαιρέσεις και αναλύσεις, με συλλογισμούς και ορισμούς. Γιατί; Επειδή, «αν δεν γνωρίσουμε την αλήθεια που υπάρχει σ’ αυτά, τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να βαδίσουμε προς τη μακαριότητα που μας έχει υποσχεθεί ο Θεός», σύμφωνα με τον μέγα Βασίλειο. Εσύ όμως, έχοντας συλληφθεί να αντιλέγεις προς αυτόν με σαφήνεια, αφού χαρακτηρίζεις σκοτισμένους, ακάθαρτους και ατελείς εκείνους πού δεν γνωρίζουν την αλήθεια που υπάρχει σ’ αυτά, δεν ντρέπεσαι ούτε κρύβεσαι ούτε καταδύεις στον εαυτό σου, αλλά αγωνίζεται υπέρ του ψεύδους και αυξάνεις την κακία, λέγοντας ότι οι εντολές του Θεού δεν μπορούν χωρίς μαθήματα να καθαρίσουν και να τελειοποιήσουν τον άνθρωπο. Για εμάς όμως ή παιδεία των Ελλήνων, και αν ακόμη ήταν αναμφισβήτητα κάτοχος της ακριβούς αλήθειας, ούτε τότε θα ήταν ιδιαίτερα περισπούδαστη• γιατί, και αν ακόμα απουσίαζε αυτό το μέρος της αλήθειας, η αληθινή μακαριότητα θα ήταν κατορθωτή. Επειδή όμως η παιδεία των Ελλήνων έχει αμφισβητήσιμη και αυτήν την παιδεία, πως θα μπορούσαμε να δεχθούμε εσένα να λέγεις, ότι αυτή οδηγεί προς ένα και το αυτό είδος και τέλος μαζί με τη σοφία που δίνεται από τον Θεό, την πραγματικά αληθινή, την όντως σωτήρια, τη σοφία που δεν διαλύεται μαζί με τον κόσμο αυτόν;

19. Αφού μεγαλορρημόνησε (ο Βαρλαάμ) ότι μας συνέλαβε ενόχους, αφού αντιλέγουμε στα παραχαραγμένα από αυτόν ρητά, απευθύνει τις διακηρύξεις του προς τους ίδιους τους λογικούς ουρανούς, δηλαδή τους αποστόλους. Ενώ δηλαδή ο αδελφόθεος Ιάκωβος μνημονεύει με σαφήνεια δύο σοφίες, τη μία ουράνια, και την άλλη επίγεια, τη μία αγνή και επιεική (αγαθή), και την άλλη ψυχική και δαιμονιώδη, και ο Παύλος διακήρυξε δύο σοφίες λέγοντας, «επειδή, κατά τη σοφία του Θεού, δεν γνώρισε ο κόσμος τον Θεό με τη σοφία του», αυτός (ο Βαρλαάμ) φανερά πολεμεί εκείνους που δέχονται δύο ή και περισσότερες σοφίες, και ως αιτία προβάλλει το ότι «κανένας ποτέ δεν καθόρισε ως σοφία τη γνώση του τάδε και του δείνα». Αλλ’ όμως ο αδελφόθεος, φιλόσοφέ μου, τη γνώση εκείνου που δείχνει τα έργα του με την καλή διαγωγή του την ονόμασε σοφία αγνή και ουράνια, ενώ τη γνώση εκείνου που δεν ζει με καλή διαγωγή την ονόμασε σοφία ψυχική και δαιμονιώδη και επίγεια. Και πολύ σωστά· γιατί αυτή η ίδια, μεταβαλλόμενη μαζί με τους τρόπους αυτών που την έχουν, επεξεργάστηκε στις ψυχές τις αντίθετες σοφίες. Άλλωστε, αν η φιλοσοφία δεν είναι κανενός επιστήμη, ούτε φιλόσοφος υπάρχει κανένας πουθενά, και κατέστρεψες εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου εξ αιτίας των λόγων σου, ώ φιλόσοφε, ή δεν γνωρίζω πώς να σε ονομάσω, αφού κατά την άποψή σου η φιλοσοφία δεν έχει θεμέλιο σε καμιά ψυχή, ούτε υπάρχει κανένας από όλους επώνυμος αυτής.

20. Και τί κάνει εκείνος (ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος) που λέγει ότι «η πρώτη σοφία παραβλέπει τη σοφία που στηρίζεται στο λόγο και τις κίβδηλες και περιττές αντιθέσεις», την οποία λέγει να επαινούμε και «να δεχόμαστε επειδή αυτή νίκησε τη σοφία πού καταργείται». Άραγε δεν δείχνει ότι είναι διάφορες σοφίες; Γιατί λέγει τη μία να την επαινούμε και να την ασπαζόμαστε, σαν πρώτη και νικήτρια της άλλης, ενώ την άλλη τη θεωρεί άξια περιφρονήσεως και καταργημένη και ηττημένη, επειδή έχει περιττές και γι’ αυτό κίβδηλες τις αντιθέσεις, την οποία και εμείς δεν την κρίνουμε καθόλου άξια να καλείται σοφία Θεού· αυτή την δεύτερη (την κοσμική σοφία), επειδή είναι κυριευμένη από κακοδοξία, δεν θα διστάζαμε να την χαρακτηρίσουμε και πονηρή, όπως είναι η σοφία του Πλάτωνα, η οποία μαζί με την άκτιστη ύλη και τις αυθύπαρκτες ιδέες και τους δημιουργούς, τους υστερογενείς δαίμονες, πείθει επιπλέον ότι το ίδιο πράγμα είναι καλό και μη καλό, όσιο και μη όσιο, και γενικά αντιτίθεται στον ίδιο τον εαυτό της μάταια από ιδιοτροπία, και επιχειρεί να ομιλεί για οποιαδήποτε πρόταση, αλλά δεν βγάζει κανένα συνετό συμπέρασμα, και τέτοια είναι και τα σεβόμενα αυτών, τα οποία, σύμφωνα με τον ιερό από παιδί Σαμουήλ, «δεν κατορθώνουν τίποτε». Εάν λοιπόν εσύ, θέλοντας να πολεμείς εκείνους που ησυχάζουν ειρηνικά και απαρνήθηκαν τις περιττές αντιθέσεις, προφασίζεσαι προφάσεις εν αμαρτίαις, εφευρίσκοντας καινοτόμα δόγματα και ονόματα, τα οποία συμπράττουν μαζί σου στις φιλονικίες και φιλομαχίες, εμείς θα σε ακολουθήσουμε με προθυμία, περιφρονώντας τα δικά μας που είναι από όλους παραδεκτά ως άριστα νοήματα και ρήματα; Δεν θα συμβεί αυτό, δεν θα συμβεί. Γιατί ποιος και από όλους τους άλλους ανθρώπους και από όλους που γεννώνται από ανθρώπους, αν ζούσαν, θα σου πρόσφερε υπάκουο αυτί, όταν λέγεις και κατασκευάζεις ότι τέλειος άνθρωπος και φιλόσοφος και καθαρός είναι εκείνος που γνωρίζει τα πάντα, για να βγάλεις από αυτά το συμπέρασμα, ότι πρέπει να επιδιώκουμε να μαθαίνουμε, αν κάποιος γνωρίζει κάτι, είτε θεοσεβής είναι είτε όχι, και να θεωρείς ατελή και ακάθαρτο εκείνον που δεν έχει μάθει από τον Ευκλείδη γεωμετρία, από άλλον αριθμητική, από σένα τη συλλογιστική, τη μουσική και την αστρονομία από τον Πτολεμαίο μέσω των βιβλίων του, και τη διαλεκτική και φυσιολογία μελετώντας τις αριστοτελικές πραγματείες; Γιατί ποιος από τους σημερινούς ή τους οποιοσδήποτε εποχής νουν έχοντες ανθρώπους δεν γνωρίζει ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τα πάντα;

Το πρωτότυπο κείμενο

17. Οὕτω τά αὐτά φρονοῦσιν ἀλλήλοις οἱ ἅγιοι καί ἡμεῖς ἐκείνοις ἀσφαλῶς ἑπόμεθα. Σέ δέ τόν σαφῶς καί τάς ρήσεις τῶν ἁγίων παραχαράττοντα, πῶς ἐξηγητήν ἐκείνων δεξαίμεθα; Τούτου γάρ τοῦ μηδ᾿ ἀνθρώπους ἀξιοῦντος τούς καθ᾿ Ἕλληνας σοφούς καλεῖν καί τό δύνασθαι γενέσθαι τούτους κατ᾿ ἀνθρώπους ἐπιδιστάζοντος, καί ταῦτα παρ᾿ οὐδέν ἕτερον ὅτι μή τῷ διά βίου τῇ φιλοσοφίᾳ ταύτῃ προσέχειν καί τοῖς κατά φιλοσοφίαν μαθήμασι, τούτου τοίνυν περί τοῦ μετασχόντος ἐπί πολύ τοῦ παρόντος βίου διεξιόντος, ὠς «εἶδεν», ἤκουσεν, ἐπαιδεύθη γεωμετρίαν τε καί ἀστρονομίαν καί πᾶσαν μέθοδον, καί πρό γε τούτων τήν τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς φιλοσοφίαν, τελείαν ἐπάγουσαν τῇ ψυχῇ κάθαρσιν», καί διά τῆς ἑνικῆς πτώσεως τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ μόνῃ προσμαρτυροῦντος τήν τελείαν κάθαρσιν, αὐτός διαστήσας τόν λόγον τῶν πρό αὐτοῦ καί ἀμείψας εἰς πληθυντικόν ρῆμα τήν ἑνικήν πτῶσιν καί ἀντί τοῦ "ἐπάγουσαν" "ἐπάγουσιν" εἰπών καί προσγράψας τό "ταῦτα" καί τάς ἀνωτέρω αἰτιατικάς στρεβλῇ γνώμῃ πρός εὐθεῖαν μετενεγκών, ὡς τελείαν ψυχῆς κάθαρσιν τήν γεωμετρίας καί ἀστρονομίας εἴδησιν εἰπόντα παράγει τόν ἅγιον. «Ἄκουσον δή», φησί, «καί ἅ λέγει περί τῶν μαθημάτων ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Νύσσης˙ γεωμετρία τε γάρ καί ἀστρονομία καί ἡ διά τοῦ ἀριθμοῦ κατανόησις καί πρό γε τούτων ἡ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς φιλοσοφία, τελείαν ἐπάγουσι ταῦτα κάθαρσιν ταῖς ψυχαῖς». Ὤ παντόλμου καί χειρός καί γλώττης καί διανοίας˙ καίτοι ὁ θεολόγος ἐκεῖνος καί θεόπνευστον μόνην προσεῖπε τήν τῆς θείας Γραφῆς φιλοσοφίαν, ἵν᾿ ἐκεῖνα μέν αἰσθήσει δείξῃ συντάττων καί ταῖς ἀπ᾿αὐτῆς πρός θεοσέβειαν συντελείαις, τήν δ᾿ ἱεράν Γραφήν τοσοῦτο διαφέρουσαν μαθημάτων, ὁπόσον καί τά θεῖα τῶν ἀνθρωπίνων διενήνοχεν, ὁ δέ οὐδέ οὔτως ἐδυνήθη, μᾶλλον δέ ἐβουλήθη, συνιέναι, ἀλλ᾿ ὅπερ αὐτός ἀρχόμενος τοῦ λόγους πεποίηκε, συνάψας δοίως τά ἑλληνικά μαθήματα καί τήν θείαν Γραφήν καί ἕν καί τό αὐτό τούτων ἀποφηνάμενος τέλος, τοῦτο νῦν ὡς εἰρηκότα διαβάλλει τόν ἅγιον, καίτοι ἐκεῖνος ἐνταῦθα οὐ τήν εἴδησιν τῶν ὄντων λέγει κάθαρσιν, ἀλλά τήν ἐξ εἰδήσεως τῶν ὄντων τοῦ καθ᾿ ὑπεροχήν ὄντος κατάληψιν.

18. Εἰ δή τις μή κατασαπείς ἐν τοῖς βιβλίοις μηδέ καταγηράσας ἐν τῇ τούτων ἐρεύνῃ τοσοῦτον ἐπέγνω Θεόν, ὡς πάντα ἐφέμενος τούτῳ καθαρῶς προσχωρῆσαι, πόσῳ καθαρώτερος τοῦ πάντα φυλοκρινοῦντος καί τήν εἴδησιν ἁπάντων δοκοῦντος ἔχειν, εἶτα περί τόν κόσμον τοῦτον ἐπτοημένου καί πρός τοῦτον κενοῦντος τό φιλοῦν τῆς ψυχῆς τό πᾶν ἤ τό πλέον καί τόν ὑπέρ πάντα μή ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας ἠγαπηκότος Θεόν; Ἄλλως τε, εἰ μέν τήν ἐν τοῖς οὖσιν ἀλήθειαν εὑρήκασι Ἕλληνες, καλῶς καί σύ τούτοις ἑπόμενος διά τῶν κατ᾿ ἐκείνους μαθημάτων ταύτην εὑρεῖν ἰσχυρίζῃ, ἐπεί δ᾿ἐκεῖνοι γνώσεως ὕψώματα κατά Θεοῦ ἐγείρειν ἐπιχειρήσαντες, μᾶλλον τῶν ἐπί τῆς Χαλάνης τόν πύργον οἰκοδομούντων διῃρέθησαν τάς γλώσσας, ὡς μή διαφωνεῖν μόνον, ἀλλά καί κατ᾿ ἀλλήλων φωνεῖν, τίνι τῶν ἀντιφωνούντων αὐτός δώσεις τήν τῆς ἀληθείας οἰκοδομήν, ὅπως ἑπόμενοι τούτῳ διά τῆς ἀληθείας ταύτης τήν πηγήν τῆς διά πάντων ἀληθείας εὕροιμεν; Ἡμεῖς ἐκεῖνον μόνον ἴσμεν ὄντα τῆς ἀληθείας εὑρετήν καί ρήτορα, ὅς ἀπό Θεοῦ λαλεῖ, ὅς φησιν, «ἡμεῖς δέ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν»˙ καί πάλιν, «ἡμεῖς δέ λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν». Τούτῳ τοίνυν ἡμεῖς καί τοῖς κατ᾿ αὐτόν μετά τῆς προσηκούσης ἑπόμενοι πίστεως, πρός κτῆσιν θείας καί σωτηρίου σοφίας χειραγωγούμεθα˙ δεῖν δ᾿ οὗτος οὐκ ἔγνω λόγους ἐξαγγέλλειν ἡμῖν κτισμάτων καί διά διαιρέσεως καί ἀναλύσεως καί συλλογισμοῦ καί ὁρισμῶν παιδεύειν καί προάγειν ἡμᾶς. Διατί; Ὅτι «ἐάν μή εἰδῶμεν τήν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀλήθειαν, οὐδέν ἡμῖν ἐμποδίσει πρός τήν ἐν ἐπαγγελίαις μακαριότητα», κατά τόν μέγαν Βασίλειον. Πρός ὅν σύ σαφῶς ἀντιλέγων φωραθείς, ἐσκοτισμένους καί ἀνάγνους καί ἀτελεῖς ἀποφαινόμενος τούς μή εἰδότας τήν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀλήθειαν, εἶτ᾿ οὐκ ἐντρέπῃ οὐδέ ἐγκαλύπτῃ οὐδέ καταδύσει σαυτόν, ἀλλ᾿ ἐπαγωνίζῃ τῷ ψεύδει καί τῇ κακίᾳ προστίθης, τάς τοῦ Θεοῦ ἐντολάς τῶν μαθημάτων ἄνευ μή δύνασθαι φάσκων καθᾶραι καί τελειῶσαι τόν ἄνθρωπον. Ἡμῖν δ᾿ εἰ καί ἀναμφισβήτως ἀκριβοῦς ἦν ἀληθείας ἡ τῶν Ἑλλήνων παιδεία, οὐδ᾿ οὕτως ἄν διαφερόντως περισπούδαστος ἐτύγχανεν οὖσα˙ καί τούτου γάρ ἀπόντος τοῦ μέρους τῆς ἀληθείας, ἡ ἀληθής μακαριότης ἀνύσιμος. Ἐπεί δέ καί τήν ἀλήθειαν ταύτην ἀμφισβητήσιμον ἡ τῶν Ἑλλήνων ἔχει παιδεία, πῶς ἄν σε παραδεξαίμεθα λέγοντα πρός ἕν καί ταὐτό φέρειν ταύτην εἶδός τε καί τέλος τῇ παρά τοῦ Θεοῦ δεδομένῃ σοφίᾳ, τῇ ὄντως ἀληθεῖ, τῇ ὄντως σωτηρίῳ, τῇ τῷ αἰῶνι τούτῳ μή συνδιαλυομένη;

19. Μετά δή τό μεγαλορρημονῆσαι, ὡς ὑπευθύνους ἡμᾶς λαβών, ἅτε τοῖς παρακεχαραγμένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ ρητοῖς ἀντιλέγοντας, πρός αὐτούς διακηρύττεται τούς λογικούς οὐρανούς, τούς ἀποστόλους λέγω. Τοῦ μέν γάρ ἀδελφοθέου δύο σαφῶς λέγοντος σοφίας, τήν μέν ἄνωθεν, τήν δέ κάτωθεν, καί τήν μέν ἁγνήν καί ἐπιεικῆ, τήν δέ ψυχικήν καί δαιμονιώδη, καί τοῦ Παύλου δύο σοφίας ἐμφήναντος τῷ λέγειν «ἐπεί ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν», αὐτός διαρρήδην μάχεται τοῖς δύο ἤ καί πλείους λέγουσι σοφίας, καί τό αἴτιον ὅτι «μηδείς πω», φησίν, «ὡρίσατο τήν τοῦ δεῖνος ἤ τοῦ δεῖνος γνῶσιν σοφίαν». Ἀλλά μήν ὁ ἀδελφόθεος, ὤ φιλόσοφε, τήν μέν γνῶσιν τοῦ ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς δεικνύντος τά ἔργα αὐτοῦ σοφίαν ὡρίσατο ἁγνήν καί οὐράνιον, τήν δέ γνῶσιν τοῦ μή ζῶντος ἐν ἀναστροφῇ καλῇ σοφίαν ὡρίσατο ψυχικήν καί δαιμονιώδη καί ἐπίγειον. Εἰκότως˙ ἡ γάρ αὐτή τοῖς τρόποις τῶν κεκτημένων συμμεταβάλλουσα, τάς ἐναντίας σοφίας ταῖς ψυχαῖς ἐνειργάσατο˙ ἄλλως τε, εἰ μηδενός ἐπιστήμη φιλοσοφία ἐστίν, οὐδέ φιλόσοφος ἐστιν οὐδείς οὐδαμοῦ καί ἀπολώλεκας σύ σαυτόν διά τούς σαυτοῦ λόγους, ὤ φιλόσοφε, ἤ οὐκ οἶδ᾿ ὅπως σε ὀνομάσω, ἐν οὐδεμιᾷ ψυχῇ κατά σέ τῆς φιλοσοφίας ἐχούσης ἵδρυσιν, μηδ᾿ ἐπωνύμου ταύτης τῶν ἁπάντων οὐδενός ὄντος.

20. Τί δ᾿ ὁ λέγων «σοφία πρώτη σοφίας ὑπερορᾶν τῆς ἐν λόγῳ κειμένης καί ταῖς κιβδήλοις καί περιτταῖς ἀντιθέσεσιν», ἥν καί ἐπαινεῖν καί «ἀσπάζεσθαι», φησίν, «ὡς τήν καταργουμέην σοφίαν νικήσασαν»; Ἆρ᾿ οὐ διαφόρους εἶναι σοφίας δείκνυσι; Τήν μέν γάρ ἐπαινεῖν φησι καί ἀσπάζεσθαι πρώτην τε οὖσαν καί τήν ἑτέραν νικῶσαν, τήν δέ ὑπεροπτέαν ἡγεῖται καί κατηργημένην καί ἡττημένην, ἅτε περιττάς ἔχουσαν καί διά τοῦτο κιβδήλους τάς ἀντιθέσεις, ἥν καί ἠμεῖς Θεοῦ καλεῖν σοφίαν ἀξιοῦμεν ἥκιστα˙ τήν δέ, καί κακοδοξίας ἀντεχομένην, οὐκ ἄν ἀπαξιώσαιμεν καί πονηράν προσειπεῖν, ὁποία ἐστίν ἡ τοῦ Πλάτωνος, μετά τῆς ἀκτίστου ὕλης καί τῶν αὐθυπάρκτων ἰδεῶν καί τῶν δημιουργῶν, τῶν ὑστερογενῶν δαιμόνων, ἔτσι καί τό αὐτό πείθουσι εἶναι καλόν τε καί μή καλόν, ὅσιόν τε καί μή, καί ἁπλῶς αὐτή ἑαυτῇ διά περιττότητα μάτην ἐναντιουμένη, καί λέγειν μέν περί παντός ἐπιχειροῦσα τοῦ προτεθέντος, περαίνουσα δέ σχεδόν συνετόν οὐδέν, οἷά ἐστι καί τά σεβόμενα παρ᾿ αὐτῶν, ἅ κατά τόν ἐκ παιδός ἱερόν Σαμουήλ «περανοῦσιν οὐθέν». Εἰ δέ σύ, τοῖς εἰρήνην ἄγουσι καί ταῖς περιτταῖς ἀντιθέσεσιν ἀποταξαμένοις θέλων πολεμεῖν, προφασίζῃ προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, δόγματα καινοτομῶν καί ὀνόματα συναιρόμενά σοι πρός τό φίλερι καί φιλόμαχον, ἡμεῖς ἑτοίμως ἑψόμεθα, τῶν συντρόφων ἡμῖν καί κοινῇ δοκούντων ἀρίστων νοημάτων τε καί ρημάτων ὀλιγορήσαντες; Οὐκ ἔσται τοῦτο, οὐκ ἔσται. Τίς γάρ δή καί τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀνθρώπων καί τῶν ἐξ ἀνθρώπων γενομένων ἁπάντων, εἰ περιῆσαν, ὑπέσχεν ἄν σοι πειθήνιον οὖς λέγοντι καί κατασκευάζοντι ὅτι τέλειος ἄνθρωπος καί φιλόσοφος καί κεκαθαρμένος ἐστίν ὁ πάντα εἰδώς, ἵν᾿ ἐντεῦθεν συναγάγῃς τά δεῖν ζητεῖν μανθάνειν, εἴ τις ἐπαγγέλλεταί τι εἰδέναι, κἄν θεοσεβής ᾖ κἄν μή, καί ἀτελῆ καί ἄναγνον ἀποφήνῃς τόν μή μεμαθηκότα παρ᾿ Εὐκλείδου μέν τήν γεωμετρίαν, ἀριθμητικήν δέ παρ᾿ ἄλλου, παρά δέ σοῦ τήν λογιστικήν, μουσικήν δέ καί ἀστρονομίαν Πτολεμαίῳ διά τῶν κατ᾿ αὐτόν βιβλίων συγγεγονότα, διαλεκτικήν τε καί φυσιολογίαν τάς ἀριστοτελικάς πραγματείας ἐκμελετήσαντα; Τίς γάρ οὐκ οἶδε τῶν νῦν ἤ τῶν πώποτε νοῦν ἐχόντων Θεόν εἶναι μόνον τόν τά πάντα εἰδότα;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης | Αυτοβιογραφία
https://www.youtube.com/watch?v=k79NtnUFbGs