Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (18)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 14 Απριλίου 2021

iiβ Ο Αριστοτέλης ως μονιστής

Στη συνέχεια του τμήματος αυτού της εργασίας μας θα ανιχνεύσουμε όψεις μονισμού στη σκέψη του Αριστοτέλη υποθέτοντας ότι η αριστοτελική θεωρία για την οὐσία – με τις κύριες έννοιες που τη συγκροτούν, μορφή, ὕλη, ἐνεργείᾳ και δυνάμει και τέλος ἐντελέχεια – έχει άμεσες προεκτάσεις σε μια μονιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση και την υποκειμενικότητα: η οὐσία ως υποκείμενο είναι φορέας ιδιοτήτων, με τις οποίες δεν ταυτίζεται, αντιθέσεων, χωρίς να αποτελεί η ίδια αντίθεση κάποιας άλλης ουσίας και καθορισμών232. Το εἶδος δε αποτελεί πυρήνα, αλλά και «πυλώνα» σταθερότητας της ουσίας των αισθητών (Μετά τα Φυσ.,1034a 1-4). Το ειδητικό στοιχείο ταυτίζεται με τη μορφή του όντος233, είναι εμμενές – immanente – υπάρχει δηλαδή εντός των ορίων του κόσμου και της εμπειρίας234 και γι’ αυτό διαδραματίζει για τα αισθητά το ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας απέναντι στο δυνητικό κίνδυνο χαώδους αμορφίας235, αποτελώντας παράλληλα τον ένα πόλο του αριστοτελικού διπολικού σχήματος μορφής–ύλης236. Η ταύτιση ουσίας (τί ᾖν εἶναι) και μορφής του όντος αναδεικνύει την καθαρή ύπαρξή του. Για τον Αριστοτέλη η ταύτιση όντος και μορφής αποτελεί αναγκαιότητα237, καθώς η μορφή είναι η αρχή της γνώσης του όντος (Μετά τα Φυσ.,1031b 20-21).

iiβ.i Οι αριστοτελικές έννοιες ἐνεργείᾳ και ἐντελέχεια

Η έννοια που αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τη δημιουργό δράση της ψυχής είναι αυτή του ἐνεργείᾳ, η οποία στο φιλοσοφικό στοχασμό του Αριστοτέλη τίθεται ως μια από τις πολλές σημασίες της ουσίας του όντος και θα τη δούμε στη συνέχεια σε συνδυασμό με χωρία των Μετά τά Φυσικά και Περὶ ψυχῆς238. Η ενέργεια αναφέρεται στο έργο, θεωρείται διαδικασία, η οποία τείνει προς την κατάσταση της πλήρους ανάπτυξης της ιδιάζουσας φύσης του όντος, κατάσταση, η οποία δηλώνεται ως ἐντελέχεια (Μετά τα Φυσ., 1050a 21-23)· ως πραγμάτωση του εγγενούς σκοπού, για τον οποίο υπάρχει το συγκεκριμένο ον. Το οντολογικό υποκείμενο αυτής, σύνολο ύλης και μορφής, συνιστά την ατομική ουσία του όντος (ὄν ἧ ὄν), που αποτελεί και την αρχή της εξατομίκευσης του καθ’ ἕκαστον.

Ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι το ον έχει πολλές σημασίες και ότι η γνωστική λειτουργία του λόγου αποτελεί τη συνισταμένη της ενότητας και της πολλαπλότητας. Η ουσία διαφοροποιούμενη από τις ιδιότητες του όντος, εγγυάται την ενότητά του, ενώ με την πολυσημία αυτής, την πολλαπλότητά του239. Για να διευκρινίσει το περιεχόμενο του ἐνεργείᾳ όντος, χρησιμοποιεί την αποφατική μέθοδο σε ένα παράδειγμα της καθημερινότητας: το ἐνεργείᾳ ον δεν υπάρχει με τον τρόπο που λέμε ότι ο Ερμής υπάρχει δυνάμει στο ξύλο, υπό την έννοια ότι ο τεχνίτης χρησιμοποιώντας το ξύλο μπορεί να κατασκευάσει το άγαλμα του Ερμή από ξύλο (1048a 31-33). Το ἐνεργείᾳ είναι το ον που υπάρχει στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με το δυνάμει ον, στο οποίο ενυπάρχει δυνατότητα πραγματοποίησης. Το ἐνεργείᾳ προηγείται του δυνάμει, τόσο ως προς την ουσία, όσο και ως προς τη γένεση και το χρόνο (1050a 1-4). Εδώ, συνυπολογίζεται η σημασία που λαμβάνει η κίνηση στην αριστοτελική σκέψη ως μεταβολή, διακριτή ωστόσο από την ενέργεια και οριζόμενη ως ατελής ενέργεια (Περὶ ψυχῆς, 431a 6-7). Θεωρείται ως καταλυτικός παράγοντας μετάπλασης της ύλης σε μορφή240. Καθώς η ατομική οντότητα υφίσταται την επίδρασή της, μπορεί να διαλυθεί, φθείρεται κι εξαφανίζεται. Ουσιαστικά όμως δεν πρόκειται περί φθοράς, καθώς η ύλη μεταπίπτει σε άλλη λιγότερο ή περισσότερο καθορισμένη μορφή, το δε εἶδος μεταδίδεται μέσω της ενέργειας σε άλλη ύλη, την οποία μορφοποιεί241. Ο Αριστοτέλης, με αυτές τις προϋποθέσεις υποστηρίζει ότι η διαιώνιση του είδους δεν έγκειται πλέον στην ατομική μονάδα, αλλά στην διαδοχική ενσωμάτωσή του σε άλλα όντα, όπως π.χ. στη γονιμοποίηση του θηλυκού από το αρσενικό.242

iiβ.ii Το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον και η «δημιουργός» ψυχή

Στα ακόλουθα θα διατρέξουμε εν συντομία τις θέσεις που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης σχετικά με το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον243 στο πλαίσιο της θεωρίας του για την ουσία. Αρχικά, ας δούμε ότι το αριστοτελικό ἐνεργείᾳ ον εκδιπλώνει όλη τη σημασία του στην έννοια, πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον, ως καθαρή ενέργεια (Μετά τα Φυσ., 1072 a 25-26), αλλά και αιώνια πηγή ζωής για το σύμπαν (1072 b 27). Εκτελεί την τέλεια κυκλική κίνηση (1073 a 31-32) και η ενέργειά του πηγάζει από την νόησή του. Η έννοια αυτή της νόησης ως νόησις νοήσεως σημαίνει την ταύτιση νοούντος και νοουμένου (1074 b 33-35). Το κινοῦν ἀκίνητον αντιπροσωπεύει το πρώτο αίτιο της κίνησης στη φύση. Συνδέοντας δε τις Περὶ ψυχῆς απόψεις του για το φυσικό σώμα, κινούμενο υπό του ποιητικού ενεργητικού αιτίου και υφιστάμενο την ενέργειά του, γίνεται όμοιο με αυτό (Περὶ ψυχῆς, 417a 18-21).

Καθώς στο κινοῦν ἀκίνητον ποιητικό και τελικό αίτιο ταυτίζονται, τα αισθητά όντα θέλοντας να κατακτήσουν τη θεία αιωνιότητα προσπαθούν να μοιάσουν στο κινοῦν ἀκίνητον συντηρώντας την ύπαρξη και λειτουργική δράση τους στον κύκλο της αναπαραγωγής και διατήρησης του είδους244. Ο Aριστοτέλης μιλά για τρία είδη ουσίας, τις αισθητές– φθαρτές, όπως για παράδειγμα είναι οι φυτικοί οργανισμοί, με αυταπόδεικτη ύπαρξη, τις αισθητές – άφθαρτες που χαρακτηρίζονται από κίνηση και αφθαρσία και τις αιώνιες άυλες και χωριστές, που δεν έχουν σχέση με τον αισθητό φαινομενικό κόσμο245. Θεωρεί δε αναγκαίο να υπάρχει (1071b3– 5) και μάλιστα να προηγείται των υπολοίπων η μία αιώνια, μη κινητή ουσία246. Ενδιαφέρεται όμως και για την υφή της ουσίας αυτής χαρακτηρίζοντάς την άφθαρτη και αιώνια, κάτι χωριστό από την αισθητή πραγματικότητα που συνίσταται από ουσίες φθαρτές. Όπως μας πληροφορούν οι αισθήσεις μας μέσω της εξωτερικής παρατήρησης των φαινομένων, κάποια πράγματα κινούνται χωρίς να κινούν άλλα και άλλα κινούνται από εξωτερική αιτία. Συλλαμβάνουμε συνεπώς ως λογικά αναγκαία την έννοια ενός πράγματος που κινεί μεν, αλλά μέσα του περιλαμβάνει και την αρχή της κινήσεως, χωρίς να την δέχεται δηλαδή από μίαν άλλη εξωτερική αιτία. Αυτό το πράγμα είναι αναγκαστικά ένα κινούν, που δεν προϋποθέτει άλλο κινούν247, είναι δηλαδή ένα πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον.

Η λογική αναγκαιότητα του πρώτου κινούντος εξηγεί τόσο την αρχή της κίνησης στο σύμπαν, αλλά αποτελεί και προϋπόθεση, για να αποφύγουμε το άπειρο. Ο Αριστοτέλης επίσης αποδεικνύει λογικά την αιώνια και άφθαρτο φύση της πρώτης κινητικής αιτίας: καθώς η κίνηση είναι αιώνια, θα υπάρχει λογικά και μία αιώνια ουσία που κινείται αιωνίως, αΐδιος και συνεχής248. Η δε κίνηση που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μόνον η κυκλική κίνηση, άρα – σύμφωνα με μια ερμηνευτική προέκταση – και το σώμα που κινείται έτσι, το οποίο ταυτίζεται με τα ουράνια σώματα, το κυκλοφορητικόν σῶμα. Το όν αυτό είναι άριστο και έμψυχο, φορέας της άφθαρτης αιώνια κινούμενης ουσίας και λογικά απότοκο μίας ενέργειας που της προσέδωσε αυτήν την κίνηση επιδρώντας πρώτη στην επόμενη ουσία που απέκτησε κίνηση249. Φαίνεται δε ότι αυτή η πρώτη ουσία πρέπει να είναι αιώνια και ακίνητη, λόγω της μη αισθητής και άυλης φύσης της.250

Η πρώτη ουσία εκτός των άλλων χαρακτηριστικών της πρέπει να είναι και ενέργεια, να ενεργεί, εφ’ όσον παράγει κίνηση σε άλλα σώματα κι επί πλέον να έχει μόνο νοητική και όχι φυσική δράση, μια ενέργεια επομένως που δεν ανάγεται στο σώμα, άμεση, εποπτική. Ενώ στην περίπτωση του ανθρώπου η γνώση εξαρτάται από την αίσθηση και τη φαντασία, στην περίπτωση του πρώτου κινούντος η γνώση αναφέρεται στο άριστον και άριστον είναι μόνον ο θεός. Το αντικείμενο της γνώσης του είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ένας νους που νοεί τον εαυτό του μετέχοντας στη φύση του νοητού: νους και νοητό ταυτίζονται.251

Το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον λαμβάνει όλα τα θετικά στοιχεία και τους προσδιορισμούς εκείνους που μπορούν να περιγράψουν κάτι το άριστον, γιατί εάν δεν προϋπήρχε, αφού το ίδιο είναι κάτι άριστο, δεν θα είχε ακολουθήσει τίποτα καλό. Ονομάζεται και νοῦς, ενώ προσδιορίζεται ως ζωή κι ενέργεια, ως θεός252. Σύμφωνα με το Λ6 των Μετά τά Φυσικά, είναι καθαρή ενέργεια απόλυτα απαλλαγμένη από το δυνάμει στοιχείο, κινητικό και ποιητικό αίτιο, χωρίς να παρουσιάζει καμία μεταβολή, καθότι ακίνητη, ενώ προκαλεί την πρώτη κατά το είδος της κατά τόπον κίνησης που είναι η κυκλική κίνηση του ουρανού, μιας ουσίας ενεργού μεν και άφθαρτης, αλλά αισθητής (1072a 26 – 1072b 13). Μπορεί να συλλαμβάνεται με δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή ως η χωριστή και διακριτή τελική και μορφική αιτία της εύτακτης συμπαντικής κίνησης, αλλά ο νους και το αντικείμενό του είναι ένα και το αυτό. Επί πλέον, χαρακτηρίζεται από το ότι ενέχει στον εαυτό του το δικό του σκοπό – τέλος – το πραγματοποιημένο τέλος του σύμπαντος και για τούτο ἄριστον και κάλλιστον. Είναι νοητόν, φύσει απλό, αποκλειστικά και μόνο εἶδος και όχι κάτι σύνθετο από ὕλη και εἶδος253. Λέγεται ακόμη πως αποτελεί διαγωγή, επειδή μοιάζει με την ανώτερης ποιότητας ζωή, την οποία ένας άνθρωπος μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι βιώνει σε πολύ αραιό, σπάνιο και προσωρινό χρονικό διάστημα. Ζει σε μια κατάσταση διαρκούς ηδονής, ομορφιάς κι ευχαρίστησης, κάτι που για τους ανθρώπους είναι αδύνατον: η ενέργεια του πρώτου κινούντος – του πρώτου αιτίου – ως νόηση του ίδιου του εαυτού του είναι κάτι ευχάριστο (1072b 15– 16). Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει την πρωτότυπη όσο και παράδοξη θέση ότι το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον ως κινητικό αίτιο μπορεί να κινεί, να προκαλεί κίνηση χωρίς το ίδιο να κινείται: η κίνηση του πρώτου ουρανού για παράδειγμα είναι απότοκο της κίνησης που του προκάλεσε το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον, όντας καθαρή ενέργεια και χωρίς καθόλου να μετέχει του δυνάμει στοιχείου: το γεγονός ότι η δύναμις αποκλείεται να είναι αίτιο της κίνησης του ουρανού, καθώς και το συνακόλουθο συμπέρασμα πως η ακίνητη ουσία είναι ενέργεια, και μάλιστα καθαρή ενέργεια, σημαίνει πως είναι κατ’ ανάγκην ακίνητη, γιατί όπου δεν υπάρχει καθόλου το στοιχείο του δυνάμει, δε μπορεί να υπάρξει κίνηση.254

Αναλυτικότερα, η δράση του πρώτου κινούντος περιγράφεται στα κεφάλαια 6, 7 και 9 του Λ των Μετά τά Φυσικά, και ένα από τα περισσότερο ενδιαφέροντα σημεία είναι η ιδιότυπη θεωρία μετάδοσης της κίνησης στον ουρανό, στην αιώνια άφθαρτη κινητή ουσία255. Παραβάλλοντας αντιλήψεις που εκτίθενται στα Φυσικά γίνεται φανερό πως το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον προκαλεί την κίνηση μέσω της νόησης στα άλλα σώματα (Φυσ. 259b), ενώ το ίδιο παραμένει ακίνητο και ότι η υφή του κινοῦντος ἀκινήτου είναι αντίθετη από την κατάσταση των υπόλοιπων σωμάτων, τα οποία έχουν τρόπον τινά εξάρτηση ως προς την κίνησή τους από την ακινησία, το άπειρο και ενεργό πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον.256

Σημειώσεις


232. Κ.Δ. Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, εκδόσεις Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη, 1962, σελ. 197.

233. Κ.Δ. Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, ό.π., σελ. 199.

234. Ένας καίριος χαρακτηρισμός της αρχαίας όσο και νεότερης μεταφυσικής θεολογίας και οντολογίας που με καταγωγή την ορφικο-ομηρική λέξη έμμενές, αποκτά το φιλοσοφικό της βάθος στη σκέψη των B. Spinoza, G.F. Hegel επανεκτιμώμενος στη σύγχρονη κριτική σκέψη των G. Deleuze, A. Badiou αλλά και A. Negri, Κ. Καστοριάδη κ.ά.

235. Κ.Δ. Γεωργούλης, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 260.

236. Με τον όρο ὕλη δηλώνεται η φυσική ύλη που χαρακτηρίζει μια οντότητα (Μετά τα Φυσ., 1042a 27-28). Η ύλη, σε αντίθεση με το αμετάβλητο εἶδος, δηλώνει το παθητικό στοιχείο, την οντολογική δυνατότητα (δυνάμει) του αισθητού. Το υλικό στοιχείο δεχόμενο την ενεργητική επίδραση του είδους, μεταπηδά, μέσω της μεταβολής - που ενδέχεται να είναι κατά τόπον φορά, γένεση ή φθορά, αύξηση ή μείωση - από την απροσδιοριστία της δυνάμει κατάστασής του σε ἐνεργείᾳ μορφή, με άλλα λόγια μετατρέπεται σε πραγματωμένη δυνατότητα (Ό.π., 1050a 15-17). Η ύλη σαν να επιζητεί, να επιθυμεί να μετασχηματισθεί σε μορφή. Τ. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Προβολές στον Αριστοτέλη, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 52. Σε αυτό το σημείο φαίνεται σαν να ταυτίζεται το αριστοτελικό δυνάμει με την ύλη, εννοιολογικά οριζόμενο ως η δυναμική ικανότητα του όντος για μεταβολή. I. Düring, Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, μετάφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, τ. Β΄, Αθήνα: Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., 2009³, σελ. 454.  

237. Τ. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, ό.π., σελ. 54.

238. Θα δούμε παρακάτω το σθένος της έννοιας αυτής στη διαμόρφωση και κατανόηση του υποκειμενικού πνεύματος στην φιλοσοφία του Hegel: σελ. 121 – 126 του παρόντος.

239. Μετά τα Φυσ., 1026a 34 - 1026b 2: «Ἀλλ ἐπεί τὸ ὄν τὸ ἁπλῶς λεγόμενον λέγεται πολλαχώς …ὧν ἒν μέν ἦν τὸ κατά συμβεβηκός, ἒτερον δέ τὸ ἀληθές, καὶ τὸ μὴ ὄν ὡς τὸ ψεῡδος, παρά ταῡτα δ ἐστί τὰ σχήματα τῆς κατηγορίας (οἷον τὸ μὲν τί, τὸ δὲ ποιόν, τὸ δὲ ποσόν, τὸ δὲ πού, τὸ δὲ ποτὲ, καὶ εἴ τί ἂλλο σημαίνει τὸν τρόπον τοῡτον), ἔτι παρὰ ταῡτα πάντα τὸ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ…». Πρβλε Τ. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, ό.π., σελ. 223-224.  

240. Κ.Δ. Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, ό.π., σελ. 207.

241. Ό.π., σελ. 205.

242. W. Jaeger, Aristotelis Metaphysica, ό.π., Μετά τα Φυσ. 1071b a 29-31.

243. Κατά το μάλλον, στα κεφάλαια 6, 7, 9 και 10 του βιβλίου Λ, των Μετά τα Φυσικά και σε σχετικά χωρία των Φυσικών.  

244. M.Vegetti, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας,εκδόσεις Π.Τραυλός, Αθήνα, 2000, σελ. 241.

245. Στο 6ο και 7ο κεφάλαιο του Λ των Μετά τα Φυσικά.

246. Στο Μετά τα Φυσ. 1071b 4-5, γίνεται φανερό πως δε θέλει να αποδείξει μόνον την ύπαρξη μίας αιώνιας ουσίας, αλλά και πως αυτή η ουσία είναι ακίνητη. Βλ. Ε. Βerti, «Unmoved mover(s) as efficient causes(s) in Metaphysics Λ6», εις Μ. Frede, & D. Charles, Aristotle’s Metaphysics Lambda, Symposium Aristotelicum, Clarendon Press, Oxford 2000, σελ. 182.

247. Τ. Πετζοπούλου-Βαλαλά, Προβολές στον Αριστοτέλη, Θεσ/νίκη, εκδ. Ζήτρος, 1998, σελ. 141.  

248. Φυσ. 259b 32-260a: όπου το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον όχι μόνο είναι αΐδιον και αυτοκινούμενον, αλλά οντολογικά και χρονικά πρώτο. Πρβλε Τ. Πετζοπούλου-Βαλαλά, ό.π., σελ.146 - 148, Ε. Βerti, ό.π., σελ.183 και Μ. Frede, «Introduction», εις Μ. Frede και D. Charles, ό.π., σελ. 27.

249. Η έννοια του κυκλοφορητικού σώματος – ως του κινητού όλου των ουρανίων σωμάτων  – όπως και η υπόθεση ύπαρξης μιας ενιαίας άφθαρτης κινητής ουσίας ως συνέπειας της δράσης του πρώτου κινούντος αποτελεί απόρροια συλλογισμού και επιχειρηματολογίας του Αλεξάνδρου Αφροδισιέως (ψευδο-Αλεξάνδρου), όταν σχολιάζει το αντίστοιχο χωρίο του Λ6 των Μετά τα Φυσικά: Ψευδο-Αλέξανδρος, Σχόλια εις το Λ΄των Μετά τα φυσικά Αριστοτέλους, σελ. 686, 9-11 και 696, 1-3. (Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis metaphysica commentaria, επιμ. M. Hayduck, εκδ. De Gruyter, 1891, σελ. 668–721). Πρβλε Περί ουρανού, 279a18-22 όπου, κατά τον Σιμπλίκιο, αναφέρεται μάλλον στην των ἀπλανῶν σφαῖραν, στο θείο κυκλοφορητικόν σῶμα. βλ. Σιμπλ., Εις τα του Αριστοτέλους Περί ουρανού, σελ. 287, 19 - 288,12 και σελ. 290, 1 κ.εξ., όπου αμφισβητεί την αρχική του υπόθεση (Simplicii in Aristotelis de caelo commentaria - Commentaria in Aristotelem Graeca, επιμ. J. L. Heiberg, εκδ. Walter de Gruyter, 1894). «Στο χωρίο αυτό τα ουράνια σώματα χαρακτηρίζονται ως ἀναλλοίωτα και ἀπαθῆ και τους αποδίδεται η ἀρίστη και αὐταρκεστάτη ζωή. Περί ουρανού, 286a 8-11, και Σιμπλ., ό.π., σελ. 397, 4-15. Φυσ. 250b 11-18.»: αναφέρει στο εμπεριστατωμένο άρθρο της η Μ. Μουζάλα, «Κίνησις, νους και ζωή στην αριστοτελική οντολογική θεολογία του Λ΄ βιβλίου των Μετά τα φυσικά» εις Φιλοσοφείν, τ. 12, Ιούνιος 2015, σελ. 195 – 219. Πρβλε Μ. Frede, ό.π., σελ. 30 και Ε. Βerti, ό.π., σελ.182.

250. Μετά τα Φυσικά, Λ 6, 1073a 25: «ἡ μὲν γὰρ ἀρχὴ καὶ τὸ πρῶτον τῶν ὄντων ἀκίνητον καὶ καθ' αὑτὸ καὶ κατὰ συμβεβηκός, κινοῦν δὲ τὴν πρώτην ἀΐδιον καὶ μίαν κίνησιν·». Το πρώτο κινούν εμφανίζεται ως αναγκαία έννοια, για να μπορέσει να εξηγηθεί και η αρχή της κίνησης, Φυσ. 260a 2.  

251. Τ. Πετζοπούλου-Βαλαλά, ό.π., σελ.146-148 και Μ. Frede, ό.π., σελ.32.

252. Στο τέλος του Λ7 των Μετὰ τὰ Φυσ.: 1072b 21-1073a 11. Η ποιότητα και ο θεϊκός χαρακτήρας του πρώτου κινοῦντος ἀκινήτου έχουν ποικιλοτρόπως σχολιασθεί κι ερμηνευθεί από παλιότερους ή νεότερους μελετητές: ως θεός χωρίς επίγνωση του σύμπαντος (W. D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφρ. Μ. Μητσού, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2001), ως η ανώτατη από όλες τις ουσίες (I. Düring, Ο Αριστοτέλης, τ.1, 2, μετάφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2006), ως θεϊκή πρωταρχή κάθε κίνησης (Ε. Βerti, ό.π., σελ. 181 - 206). Η ίδια η έννοια του ενός θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών ή η θεωρία του Big Bang στην αστροφυσική θεωρείται ότι ανάγονται στις αναλύσεις αυτές του Αριστοτέλη.

253. Πρβλε Μ. Frede, ό.π, σελ. 36 και Τ. Πετζοπούλου-Βαλαλά, ό.π., σελ.153-156, J.G. De Filippo, «Aristotle’s Iden-tification of the Prime Mover as God», εις The Classical Quarterly, New Series, Vol. 44, No. 2, 1994, σελ. 393-409.  

254. Μετά τα Φυσ., 1071b 17-20. Πρβλε Ε. Βerti, ό.π., σελ.185 – 187 και Αριστοτέλους πρώτη φιλοσοφία τα μετά τα Φυσικά, μετάφρ. Κ.Δ. Γεωργούλη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1973, σελ. 263-264.

255. Για το κυκλοφορητικόν σῶμα και περί της νοητικής πράξης της ἐφέσεως του πρώτου κινούντος, ως ακίνητης νοητής ουσίας (δες και υποσημ. 249). Συνεπώς, βρίσκεται κάποια ταύτιση μεταξύ του κινούντος με την νόηση. Αυτό που κινεί χωρίς να έρχεται σε επαφή με το κινούμενο σώμα, είναι η νόησις τους πρώτου κινούντος. Το αρχικό αίτιο εξ άλλου απαιτεί το τελικό αίτιο στην αριστοτελική οντολογία. Πρβλε J.G. De Filippo, ό.π., σελ. 395 - 396, Τ. Πετζοπούλου-Βαλαλά, ό.π., σελ. 148 - 152 και Ε. Βerti, ό.π., σελ. 190 - 193.

256. Φυσ. 260a 12. Πρβλε I. Düring, ό.π., σελ.113-114.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου