Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (20)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 19 Απριλίου 2021

Στον αντίποδα της ιδεαλιστικής ερμηνευτικής προσέγγισης της αριστοτελικής τελεολογίας275, μπορούμε να προσδιορίσουμε μορφές μη δυιστικής ανάγνωσής της από την πλευρά του λειτουργιστικού και παρεμφερών μορφών αντιαναγωγιστικού πραγματισμού που απαντούν στο χώρο της σύγχρονης φιλοσοφικής ψυχολογίας276. Η αξία των αναγνώσεων αυτών έγκειται στο ότι εμφανίζουν τη δυνατότητα ενός ανθρώπινου υποκειμένου, του οποίου οι δημιουργικές δράσεις και συμπεριφορές, πέραν από καθορισμούς πνευματικής ή θεολογικής φύσης, εντάσσονται σε δυναμικά πεδία που προσδιορίζονται από φυσικές, βιολογικές και αλληλεπιδραστικές σχέσεις ανθρώπου – περιβάλλοντος. Έτσι, είναι επίσης δυνατόν να κατανοηθεί και να οριοθετηθεί ο σημερινός άνθρωπος της τεχνολογίας, όχι πλέον της εμπειρίας – του νεότερου εμπειρισμού –, της εργασίας – του ορθόδοξου μαρξισμού ή ο κοινωνικός άνθρωπος – του κοινωνιολογικού συμπεριφορισμού. Στις λίγες σελίδες που θα αφιερώσουμε στο άμεσου ζωτικού ενδιαφέροντος ζήτημα αυτό, σκοπός μας είναι να δείξουμε τη σχέση των εξελίξεων της επιστήμης με τον αριστοτελικό βιολογισμό στην ψυχολογία και τις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις. Στο τέλος αυτού του σύντομου τμήματος, θα επιχειρήσουμε μια υποστήριξη της σύγχρονης διάστασης της δημιουργίας ως επακόλουθο της προηγηθείσας αριστοτελικής φιλοσοφικοψυχολογικής επιρροής στην τεχνολογία.

iiδ.i Η σύγχρονη λειτουργιστική ανάγνωση του Αριστοτέλη

Ο λειτουργισμός εμφανίστηκε στα τέλη του ’70 παράλληλα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας των υπολογιστικών συστημάτων και των ερευνών στην τεχνητή νοημοσύνη. Σύμφωνα με τον λειτουργισμό δεν μας ενδιαφέρει η δομή της ύλης ή η συμπεριφορά, αλλά οι αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα – εσωτερικά και εξωτερικά των ψυχονοητικών εκδηλώσεων. Στην ακραία μορφή της αυτή η άποψη θεωρεί ότι η παραδοσιακή έννοια της ψυχής δεν είναι τίποτε άλλο από μια μορφή λογισμικού.277

Ενώ ο Αριστοτέλης τονίζει το όλον και την ενότητα του ενσώματου έμψυχου όντος, δεν αναλύει με ακριβή τρόπο ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα σε ψυχικές και φυσικές καταστάσεις. Φαίνεται πως αφήνει ανοιχτά θέματα που καλείται να επιλύσει η μεταγενέστερη της εποχής του επιστημονική και φιλοσοφική γνώση. Από την άποψη της ιστορίας της φιλοσοφίας, στο Περὶ ψυχῆς, παρουσιάζονται με στόχο να ξεπεραστούν προηγούμενες θεωρίες του νου που ήταν είτε αποσπασματικά είτε αυστηρά – κατά μία πρωθύστερη διατύπωση – αναγωγιστικές. Ο Αριστοτέλης δεν ανάγει το πρόβλημα της ψυχής σε κάποια ή περισσότερες σωματικές αρχές ή υλικές οντότητες ή διεργασίες. Και μ’ αυτήν την έννοια, δεν παρασύρεται από τη φενάκη του αναγωγισμού, κυρίαρχη τάση του σύγχρονου υλισμού. Απ’ την άλλη πλευρά, εφ’ όσον αντιμετωπίζει τα έμψυχα ως ενιαίες και αδιάσπαστες υποστάσεις, θα εντασσόταν δικαιολογημένα στον χώρο του ψυχολογικού μονισμού και όχι στους δυιστές.

Με βάση μια σειρά από παραδοχές που προκύπτουν από τη σύνθεση των βιολογικών έργων, του Περὶ ψυχῆς και των Ηθικών Νικομαχείων, η αριστοτέλεια εικόνα της ψυχής μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με τη σύγχρονη ορολογία και μάλιστα με την λειτουργιστική ερμηνεία της φιλοσοφίας του νου;;(mind). Τον έχουν δε θεωρήσει πρόδρομο και εισηγητή του σύγχρονου λειτουργισμού. Η συζήτηση εντάθηκε ως αντιπαράθεση σ’ όλην τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 ανάμεσα σε αμερικανούς και άγγλους φιλοσόφους, όπως οι Putnam, Nussbaum, Burnyeat278 κ.ά. Στη συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα ή μη να ερμηνευθεί λειτουργιστικά η αριστοτελική ψυχολογία αναδεικνύεται και το σύγχρονο ενδιαφέρον των φιλοσόφων για την αριστοτελική εξήγηση της πράξης.

Θα αναφερθώ στη συνέχεια στις κυριότερες παραμέτρους του συνεχιζόμενου διαλόγου σχετικά με τη δυνατότητα μιας λειτουργιστικής «ανάγνωσης» του Αριστοτέλη, αποσκοπώντας να γίνει περισσότερο κατανοητός ο ρόλος της έννοιας της πράξης στη σύγχρονη αντιπαράθεση: η σχέση πρόθεσης και πράξης μπορεί να θεωρηθεί ως αφετηρία για περαιτέρω επεξεργασία της έννοιας του νου και της σχέσης σώματος – ψυχής.

Όταν το έμψυχο ενεργεί, προκαλεί μια αλυσίδα γεγονότων με φυσική υπόσταση. Αντίθετα η πρόθεση για πράξη δεν προϋποθέτει κάποιο φυσικό γεγονός, επομένως το στιγμιότυπο της πρόθεσης μπορεί να ενταχθεί στο ψυχονοητικό πεδίο, ενώ η ίδια η εξέλιξη της πράξης στο φυσικιστικό πεδίο. Ο όρος πρόθεση απαντά στον Αριστοτέλη δηλώνοντας αυτό που τίθεται προ του νου, την προθετικότητα ή αποβλεπτικότητα της νοητικής ενέργειας. Το ερώτημα κατά πόσον η πρόθεση πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει μια οντολογική ανεξαρτησία, εάν δηλαδή υπάρχει πράξη χωρίς πρόθεση ή το αντίθετο, καταλήγει στη διαπίστωση ότι μόνο η δεύτερη δυνατότητα μπορεί να ισχύει, δηλαδή πρόθεση που δεν ενεργοποιείται σε πράξη και η ύπαρξη αυτής της πιθανότητας καθιστά την θεωρία της πράξης – περί πρακτικού συλλογισμού κατ’ Αριστοτέλη – καίριας σημασίας για τη θεωρία  του Περὶ ψυχῆς.279

Ο Αριστοτέλης σε σειρά έργων του αναπτύσσει με συστηματικό τρόπο απόψεις τόσο για την ψυχή, όσο και για την κίνηση και για την πράξη. Η πράξη προϋποθέτει τόσο την κατά τόπον κίνηση ως βασική λειτουργία του ζώου, όσο και τη λογική σχέση πρόθεσης και απόφασης για πράξη. Επανερχόμενοι στην αριστοτελική θεωρία Περὶ ψυχῆς, η προθετική γνώση – προαίρεση – παράλληλα με τις έννοιες μορφή/εἶδος, λόγος και ἔργον αποτελούν λέξεις κλειδιά για την κατανόησή της. Η προσέγγιση της ψυχής από τον Αριστοτέλη μέσω της έννοιας του λόγου, που δηλώνει αφ’ ενός την λογική αναγκαιότητα, αφ’ ετέρου και την αναλογία μεταξύ ποσοτήτων, επιτρέπει την αναγνώριση της προθετικότητας ως εκείνου του στοιχείου που καθορίζει τις ιδιαίτερες προθέσεις του δράστη και πλάθει το πλαίσιο, σε σχέση με το οποίο μπορεί να αξιολογηθεί η πράξη, ως ένα από τα σκέλη, στα οποία μπορεί να στηριχθεί η ερμηνεία της ψυχολογίας του. Η έννοια της πρόθεσης συμπυκνώνει δύο καταστάσεις της πράξης, το τί συμβαίνει στο υποκείμενο πριν από την ίδια την πράξη, καθώς και το αποτέλεσμα αυτής, ενώ κατά την αριστοτελική θεωρία του πρακτικού συλλογισμού, η πράξη ισούται με το λογικό συμπέρασμα των προκειμένων υποθέσεων που αφορούν στο σκοπό και στα μέσα εκτέλεσής της. Εάν η πρόθεση οριοθετείται στο ψυχικό πεδίο που οδηγεί λογικά στην πράξη, η οποία εντάσσεται στο φυσικό πεδίο περιγραφών, ενώ η τελευταία αποτελεί αφετηρία νέων προθέσεων και λογικών σχέσεων, θα λέγαμε ότι πρόθεση και πράξη συναποτελούν ένα λειτουργικό σύστημα σχέσεων που εμπερικλείει τόσο το ψυχικό όσο και το φυσικό πεδίο.

Για να επιστρέψουμε στον λειτουργιστικό αριστοτελισμό, οι ένθερμοι υποστηρικτές του, H. Putnam και M. Nussbaum280, αναδιαμόρφωσαν τη θεώρησή τους, σύμφωνα με τα προκύπτοντα προβλήματα από την κριτική που υφίστανται. Οι κύριες υποθέσεις που επικαλούνται συνοψίζονται στα ακόλουθα:

i Η σχέση ύλης – μορφής δεν είναι σχέση αναγωγής της μιας στην άλλη, αλλά σχέση αναγκαία.

ii Οι δραστηριότητες των εμψύχων όντων –των οργανικών– πραγματοποιούνται αναγκαστικά σε κάποια ύλη, στην οικεία ύλη.

iii Τα έμψυχα όντα είναι από υλική άποψη εύπλαστα ως προς τη σύνθεσή τους (compositionally plastic), δηλαδή η υλική δομή για ένα και το αυτό ψυχονοητικό γεγονός μπορεί να εναλλάσσεται και να μεταβάλλεται. Δεν μπορούν να εντοπισθούν επομένως επαρκείς αιτίες για το αυτό ψυχονοητικό γεγονός.

iv Η αντίληψη του Αριστοτέλη για την ψυχή και την πράξη δεν είναι άσχετη με τη σημερινή αντιμετώπιση του νεώτερου και σύγχρονου φιλοσοφικού προβλήματος της σχέσης σώματος και ψυχής.

Κατ’ αρχάς, διαπιστώνονται ορισμένα αδύνατα σημεία στη λειτουργική ερμηνεία της αριστοτελικής ψυχολογίας, ώστε να μην είναι αδιαμφισβήτητη η υιοθέτησή της: ένα τέτοιο σημείο είναι ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί καθολικά η υπόθεση ότι όλες οι ικανότητες της ψυχής εξηγούνται με βάση τη συμβολή τους στην αναπαραγωγική λειτουργία, ως την περισσότερο βασική ή πρωταρχική «ψυχή». Σχετικά με τη διανοητική ψυχή, για παράδειγμα, αποτελεί ερώτημα το ποια μορφή εξήγησης προσιδιάζει σ’ αυτήν ή αν μπορεί να ορισθεί καθόλου η ουσία της μέσω ενός ορισμού που παραπέμπει στην έννοια της λειτουργίας. Επίσης, έννοιες, όπως ὄρεξις, φαντασία, πρᾶξις, συνιστούν σημαντικές προϋποθέσεις για την ορθή κατανόηση της αριστοτελικής αντίληψης του νου και μάλιστα συνδέουν τον προβληματισμό αυτό με τις ηθικές αντιλήψεις και την έννοια του αριστοτελικού πρακτικού λόγου.

Άλλα προβληματικά σημεία είναι η διάκριση των εννοιών:

α) κίνησις – ως η ελάχιστη συνθήκη υλικής μεταβολής ή αλλοιώσεως,

β) ἕξις – ως η σταθερά εμφανιζόμενη διάθεση για μια ορισμένη συμπεριφορά – δράση και γ), ἐνέργεια – ως η εκδηλούμενη δράση και μέσω αυτών η διάκριση της ποιοτικής από την ποσοτικά μετρήσιμη μεταβολή – ως μονάδα περιγραφής των δράσεων των διαφόρων όντων.

Στηριζόμενος κυρίως στην αμφισημία, με την οποία εμφανίζονται πολλές φορές οι όροι αυτοί στο αριστοτελικό κείμενο και σε ορισμένες προβληματικές θέσεις του Αριστοτέλη σχετικά με το χαρακτήρα της αίσθησης, εάν πρόκειται για αλλοίωση του αισθητηρίου οργάνου από το αισθητό ή για μια διαδικασία που συντελείται αποκλειστικά στο αισθητήριο κι έχει να κάνει με κάποια μορφή κρίσης και επίγνωσης, συνείδησης δηλαδή, ο Burnyeat επιχειρεί να απορρίψει τη λειτουργιστική ερμηνεία, με βασικό επιχείρημα ότι τελικά ο Αριστοτέλης στη θεώρηση της ψυχής παραπέμπει σε κάποια μεταφυσική έννοια της ζωής, η οποία δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί με τίποτε παρόμοιο στη σύγχρονη επιστημολογία.281

Αναλυτικότερα, η λειτουργιστική ερμηνεία υπερασπίζεται τον μη αναγωγισμό του ψυχολογικού στοιχείου στο φυσικό (i), όχι λόγω της πρωταρχικότητας του προθετικού – νοητικού – στοιχείου, αλλά εξ αιτίας τη φύσης της εξήγησης που αρμόζει στην ψυχή: είναι θέμα μεθοδολογικών προϋποθέσεων της επιστημονικής εξήγησης του όρου ψυχή. Άν λοιπόν κάποιος θέλει να απορρίψει την άποψη του Αριστοτέλη ότι η ψυχή είναι μη αναγώγιμη σε άλλη ουσία και είναι πρωταρχική ουσία, αυτό δεν πρέπει να το επιχειρήσει λέγοντας ότι ο Αριστοτέλης με αυτήν του τη στάση μένει έξω από κάθε σύγχρονη προοπτική στην ψυχολογία. Το βασικό αντιαναγωγιστικό επιχείρημα που μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση του Αριστοτέλη έγκειται αντίθετα στο ότι το πρόβλημα της σχέσης σώματος– ψυχής δεν θα έπρεπε καν να εγερθεί: δεν είναι το ουσιαστικό πρόβλημα στην εξέταση της ψυχής.

(ii) Στο Περὶ ψυχῆς κάθε προσπάθεια περιγραφής των ψυχικών εκδηλώσεων των έμβιων όντων χωρίς την αναφορά σε κάποιας μορφής ενσωμάτωση είναι ασυνεπής.

Ωστόσο οι ψυχολογικές καταστάσεις, παρά την αναγκαστική πρόσδεσή τους στις φυσικές αλλοιώσεις, δεν πρέπει να εξηγούνται ως επακόλουθα (supervenient) αυτών των αλλοιώσεων, αλλά από τη σχέση τους με την υλική σύνθεση, μέσω του λόγου. Τούτο φαίνεται στα παραδείγματα που δίνει ο Αριστοτέλης σχετικά με τα κατασκευάσματα, όπως είναι ο κηρός ή ο πέλεκυς, συγκριτικά με τα έμψυχα σώματα και τα όργανα.

Ως προς το δεύτερο σημείο της (ii), η Nussbaum αναφέρεται και στο παράδειγμα της πράξης, λέγοντας δηλαδή ότι δεν εξηγείται με τη φυσιολογική περιγραφή της κίνησης, αλλά μόνο από τη λογική της σχέση με την πρόθεση και την επιθυμία – την έλλογη όρεξη ή άλλως προαίρεση. Την αίσθηση, υποστηρίζει ότι ο Αριστοτέλης δεν την αντιμετωπίζει ούτε ως πάθος – φυσική αλλοίωση μόνο – ούτε ως επίγνωση, αλλά ως μια από τις κοινές λειτουργίες σώματος και ψυχής.

(iii) Πυρήνας της υπόθεσης της λειτουργιστικής θεώρησης ότι τα έμψυχα όντα είναι εύπλαστα ως προς την σύνθεσή τους είναι ότι δεν υπάρχει ένα και μόνο ένα φυσικό γεγονός (επαρκής και αναγκαία συνθήκη) που να εξηγεί αναγωγικά και εξαντλητικά ένα ψυχονοητικό γεγονός. Ενώ η υλική σύνθεση μπορεί να αλλάζει, οι ψυχικές λειτουργίες που εμφανίζονται εξακολουθούν να υπάρχουν. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται η αποσύνδεση των ερωτημάτων που αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη υλική δομή από ερωτήματα που σχετίζονται με τον χαρακτήρα και τις κατάλληλες περιγραφές των ψυχονοητικών καταστάσεων. Η ευπλασία της υλικής σύνθεσης δεν περιορίζει τη δυνατότητα της κατάλληλης οργάνωσής της για την εμφάνιση της ψυχής. Ο Putnam προσθέτει ότι στα προγράμματα οργάνωσης μιας υλικής δομής πρέπει να δεχθούμε τέτοιας μορφής ευπλασία σε σχέση με το εκδηλούμενο ψυχονοητικό γεγονός (computationally plastic εν σχέσει με το compositionally plastic).

Τέλος (iv), θεμελιώδες επιχείρημα των Putnam – Nussbaum ενάντια σε μια μεταφυσική ανάγνωση του Αριστοτέλη είναι και η αντίληψή τους για τη φύση της προθετικότητας και την ιστορία της έννοιας αυτής, με αφετηρία τον Brentano. Επισημαίνουν ότι όχι μόνο επικαλείται ο Brentano τη μη αναγωγιμότητα της προθετικότητας, αλλά και την προτεραιότητά της στη σύνδεση του αντικειμένου με τη σκέψη, τη γνωσιολογική και λογική της σημασία. Τούτο συμφωνεί και με την επιχειρηματολογία του Wittgenstein ενάντια στη μεταφυσική προσκόλληση της γλώσσας στο να βλέπουμε ένα πράγμα πίσω από τις ομοιότητες των φαινομένων, εφ’ όσον δεν υπάρχει έσχατη φύση των πραγμάτων, της οποίας οφείλουμε να δώσουμε κάποια μεταφυσική αναγωγική εξήγηση.282


Συμπερασματικά, ο Αριστοτέλης διατηρώντας τη διάκριση, προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σώματος και ψυχής. Θεωρεί το σώμα ως ύλη που έχει την ικανότητα να κινείται από μόνη της – ικανότητα που της παρέχει η ψυχή. Δεν μπορεί να υπάρχει ψυχή χωρίς το σώμα, το σώμα μάλλον είναι όργανο της ψυχής. H θεωρία που παρουσιάζει στο Περὶ ψυχῆς δίνει έμφαση στον εξελικτικό τρόπο ανάδυσης της νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου, η οποία και του παρέχει λογικές και ορθολογικές γνώσεις και δυνατότητες. Οι απόψεις του, οποιεσδήποτε συνέπειες ή εμπλοκές μπορεί να προκύψουν από μια λεπτομερή μελέτη για τη θεωρία του Περὶ ψυχῆς, αναμφίβολα θεωρείται ότι δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, και μάλιστα όταν τεθούν στο φώς σύγχρονων θεωριών. Kυρίαρχη σύγχρονη θεωρία για το νου είναι μια εκδοχή του υλισμού που χαρακτηρίζεται από τον φυσικοεπιστημονισμό και τον αναγωγισμό, ενώ ο μπηχεβιορισμός και ο λειτουργισμός αποτελούν επίσης εναλλακτικές εκδοχές, που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχουν υλιστικό υπόβαθρο. Απαντά δε και η τρίτη άποψη, ο λεγόμενος μονισμός δύο όψεων, σύμφωνα με τον οποίο το ενιαίο ον, ακόμα και αν υπάρχει μόνο ως ενιαίο όλο, εν τούτοις περιγράφεται με διαφορετικούς τρόπους: είτε μέσω αιτιακών φυσικών νόμων που αποσκοπούν να εξηγήσουν τα ψυχονοητικά φαινόμενα είτε μέσω ποιοτικών περιγραφών που αναφέρονται σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εμπειριών.

Σημειώσεις

275. Που είδαμε εν πολλοίς να εκπροσωπείται από την εγελιανή φιλοσοφία του πνεύματος και να εμπνέει κριτικές συζητήσεις και αντιδράσεις στους σύγχρονους ερμηνευτές της φιλοσοφίας του, όπως στον Abraham Bos (δες σελ. 98 του παρόντος, υποσημ. 201).

276. M. Nussbaum – A. Oksenberg Rorty (επιμ.), Essays on Aristotle’s De Anima, Oxford University Press, Oxford, 1992, H. Putnam, «Aristotle’s Mind and the Contemporary Mind», στο D. Sfendoni-Mentzou (επιμ.), Aristotle and Contemporary Science, vol. 1, Peter Lang, New York, 2000, σελ.7 – 28.  

277. Σύμφωνα με την Encyclopædia Βritannica, στο https://www.britannica.com/science/functionalism-psychology, ο ψυχολογικός λειτουργισμός αποτελεί μια προοδευτική αμερικανική αντίδραση στην ατομικιστική ψυχολογία του όψιμου 19ου αιώνα, έχει εμπειριστική καταγωγή και εισηγητή τον John Dewey, σε συνδυασμό με τις επιδράσεις της γερμανικής σχολής του ψυχολογικού δομισμού του Edward B. Titchener. Πολλές συζητήσεις στο χώρο της σύγχρονης φιλοσοφικής ψυχολογίας που ερείδονται στη λειτουργιστική προσέγγιση, αναφέρονται μεταξύ άλλων στο ζήτημα της επιστημονικής τεκμηρίωσης της συνείδησης, στη σχέση νου και βιολογίας (W. James, J. Fodor, D. Dennett, J. Searle) κι επιδίδονται σε μια κριτική επισκόπηση του ψυχολογικού συμπεριφορισμού. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα προτάθηκε και μια λειτουργιστική εκδοχή του μαρξισμού (G. Cohen). Περισσότερα στα J.I. Biro και R. W. Shahan (επιμ.), Mind, Brain and Function: Essays in the Philosophy of Mind,University of Oklahoma Press, Norman 1982, H. Putnam, Representation and Reality, MIT Press, Cambridge, MA, 1988, T. H. Leahey, A History of Modern Psychology, 2nd εκδ. Englewood Cliffs, Prentice-Hall, NJ, 1994.  

278. M. Nussbaum – H. Putnam, «Changing Aristotle’s Mind», στο M. M. Nussbaum – A. Oksenberg Rorty (επιμ.), Essays on Aristotle’s De Anima, Oxford University Press, ό.π., σελ. 27 – 56. Cf. S. M. Cohen, «Hylomorphism and Functionalism», ό.π., σελ. 57 – 74 και M.F. Burnyeat, «Is an Aristotelian Philosophy of Mind Still Credible? A Draft», ό.π., σελ. 15 – 26.

279. Πρβλε συζητήσεις γύρω από την προθετικότητα στην αριστοτελική ψυχολογία, μέσω της ερμηνείας του Franz Brentano στο του ιδίου, «Nous Poietikos: Survey of Earlier Interpretations», ό.π., σελ. 313 – 342 και R. Sorabji, «Intentionality and Physiological Processes: Aristotle’s Theory of Sense Perception», ό.π., σελ. 195 – 226. Από τον χώρο της αναλυτικής σκέψης και την μετά τον Wittgenstein στροφή προς τη γλώσσα και την πράξη, δες G. E. M. Anscombe, «Von Wright on practical inference», στο P. A. Schlipp and L. E. Hahn (επιμ.), The Philosophy of Georg Henrik Von Wright, Open Court, La Salle, IL, 1989, σελ. 377- 404 (επανέκδ. στο επιμ. R. Hursthouse, G. Lawrence και W. Quinn, Virtues and Reasons, Clarendon Press, Oxford, 1998, σελ. 1-34. Επίσης το κλασικό: G. E. M. Anscombe, Intention, Cornell University Press Ithaca, NY, 1963.

280. Στο M. M. Nussbaum – A. Oksenberg Rorty (επιμ.), ό.π.  

281. M. F. Burnyeat, ό.π.  

282. Πρβλε και F. Brentano, ό.π. υποσημ. 193 και 279 του παρόντος. 

ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΨΥΧΗ ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ, Ο ΝΟΥΣ, ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΔΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΟΥΣ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ ΣΑΝ ΕΜΦΥΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΗ  ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ. ΕΤΣΙ ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Η ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΕΔΡΑΖΕΙ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΑΠΩΘΕΙΤΑΙ ΧΑΡΙΝ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ. ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου