Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (19)

Συνέχεια από: Σάββατο, 17 Απριλίου 2021

iiγ Hegel & Αυτοσυνειδησία

Ο Hegel αποδέχεται την αριστοτελική ερμηνεία του όρου ενέργεια ως ενεργοποίηση μιας δυνατότητας πρωταρχικά εμμενούς στο υποκείμενο της μεταβολής ή κίνησης (υποκειμενικότητα). Ειδικότερα την ορίζει ως διαδικασία αυτοαναφοράς του υποκειμένου, η οποία εκδηλώνεται άλλοτε ως αυτοθεμελίωση της ουσίας στον λόγο, από την τελεολογική διαδικασία στη φυσική ζωή, από την ανθρώπινη ουσία στις μορφές γνώσης και δράσης μιας προφανέστατα ελεύθερης και αυτοκαθοριζόμενης διάστασης, ως απόλυτη νόηση (πνεύμα) που ενυπάρχει στο αντικείμενό της.257

iiγ.i Η υποκειμενικότητα του πνεύματος κατά τον Hegel

Το υποκειμενικό πνεύμα στο εγελιανό σύστημα ξεπηδά μέσα από τη φύση και προσπαθεί να επιστρέψει στον εαυτό του από αυτήν. Την προϋποθέτει, ενώ ταυτόχρονα προηγείται αυτής ως αλήθειά της258. Με τον όρο αλήθεια, κατά τον Herbert Marcuse259, ο Hegel δηλώνει την κατάσταση της πραγματικότητας, σύμφυτη με την ολοκλήρωση των δυνατοτήτων του πνεύματος που διατελεί εν ελευθερίαι, που αξιοποιεί δηλαδή όλες τις αντικειμενικές δυνατότητές του, ως μορφές αντικειμενικής αλήθειας, ήτοι είναι αυτό που μπορεί να είναι, σε μια διαδικασία που ο φυσικός χώρος ακολουθεί όντας σε κατάσταση τυφλής αναγκαιότητας. Η φύση παύει να είναι εξωτερικό δεδομένο, αλλά αναδεικνύεται σε ιδανικό πεδίο κατάκτησης του πνεύματος, που αρχικά απορροφημένο από τη φύση, λειτουργεί ως παράγωγό της. Στο τέλος της διαδικασίας αξιοποίησης των δυνατοτήτων του όμως, ανακαλύπτει τον εαυτό του και ότι αυτός είναι η μόνη αιτία της διαδικασίας αυτής. Σε αυτήν την περίπτωση η πραγματικότητα ανάγεται σε παράγωγο αλλά και φορέα του πνεύματος.

Το υποκειμενικό πνεύμα αντικειμενοποιεί, νοεί τον εαυτό του και την σταδιακή εξέλιξή του ως αντικείμενο, ενώ γνωρίζει τις στιγμές του, με το να τις κατανοεί ως αυτοκαθορισμό της απόλυτης ιδέας. Η δε απόλυτη ιδέα νοείται ως (i) ουσία του πνεύματος και ii), πραγμάτωση της ουσίας στη συγκεκριμένη ύπαρξη, στην οποία αναφέρεται και γνωρίζει τον εαυτό της, καθώς είναι για τον εαυτό της συγκεκριμένο πνεύμα. Παρατηρείται λοιπόν ότι η πορεία αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας του πνεύματος αναλογεί στην αριστοτελική διαδικασία που εκφράζεται με την έννοια νόησις νοήσεως του κινοῦντος ἀκινήτου.260

Η μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στο υποκειμενικό πνεύμα και τα αντικείμενά του είναι ο καθοριστικός παράγοντας της εξελικτικής πορείας της εμπειρίας που οδεύει προς την αληθινή γνώση261. Στο αρχικό της στάδιο το αντικείμενο – θέση στέκει απέναντι στο υποκείμενο ως ανεξάρτητο και σταθερό μόρφωμα – αντίθεση. Με την πρόοδο της γνώσης, το αντικείμενο αντλεί την αντικειμενικότητά του από το υποκείμενο, ήτοι το αντικείμενο αναφέρεται στο υποκείμενο, κατά την εγελιανή σημασία της προθετικότητας, υπάρχει επειδή το γνωρίζει το υποκείμενο. Μέσω της διαδικασίας αυτονόησης του πνεύματος, ο άλλος – ως αντικείμενο – που φέρει το πνεύμα, γίνεται και αντικείμενο του πνεύματος, γίνεται ο «δικός του άλλος», ως σύνθεση υποκειμένου – αντικειμένου. Το υποκείμενο επομένως υποστασιοποιείται οντολογικά ως η δύναμη του όντος να είναι ο εαυτός του, μέσα από τη διαλεκτική του σχέση με τον άλλο262. Το πραγματικό αντικείμενο καθορίζεται και συνίσταται από τη διανοητική δράση του υποκειμένου, πρωτογενώς από την άμεση φυσικότητα των αισθήσεων και των συνηθειών του πνεύματος και δευτερογενώς από την ενδιάμεση δεύτερη φύση του, αυτήν της έννοιας του δικαίου, που ολοκληρώνεται με τους θεσμούς263, μέσω μιας νοητικής εξέλιξης που καταλήγει στην ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου264. Το γνῶθι σαυτόν για τον Hegel σημαίνει μια εντολή, ένα δέον265· συνίσταται στη κίνηση, ως την πορεία πραγμάτωσης της ουσίας του πνεύματος στη συγκεκριμένη ύπαρξή του, του λόγου στην πραγματικότητά του266, καθώς θεωρεί ότι κάθε τι το έλλογο είναι πραγματικό και κάθε τι το πραγματικό, έλλογο, κατ’ αναλογία με την αριστοτελική ταύτιση ουσίας – του τί ἦν εἶναι – και μορφής – αυτού που καθορίζει την αισθητή ύπαρξη.

Στον εγελιανό στοχασμό, το πνεύμα ως δυνάμει όλων των πραγμάτων267 είναι η κίνηση της ιδιοποίησης της πραγματικότητάς του, αλλά και ενέργεια, δηλαδή το έργο της αυτοπραγμάτωσης και εξέλιξής του κατ’ αναλογία με το αριστοτελικό δίπολο δυνάμει – ἐνεργείᾳ. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί εμμενές στοιχείο του συστήματος που συνιστά η ενεργός ύπαρξη του όντος, όπως εξ άλλου και στην αριστοτελική σκέψη268. Οι διάφορες μορφές γνώσης και δράσης αποτελούν στιγμές μιας μοναδικής διαδικασίας, της πορείας του πνεύματος προς την αυτογνωσία του ως απόλυτου και πραγματικού υπόβαθρου της «αποκάλυψής» του στον εαυτό του269. Αυτή η αποκάλυψη συνίσταται στο γεγονός ότι το υποκείμενο ως αιτία προϋπάρχει των αντικειμένων αναδεικνύοντας έναν πραγματικό κόσμο νοηματοδοτούμενο μόνον μέσα από το περιεκτικό δυνάμει της συνείδησής του270. Καθήκον της αυτογνωσίας του πνεύματος είναι η ανακάλυψη της αιωνιότητάς του και η ανάδυσή του πέρα από τη φύση. Το πεπερασμένο της αυτοτέλειάς του καθορίζεται ως διαχωρισμός περιεχομένου και μορφής. Το πνεύμα αντιλαμβάνεται τη απειρότητά του καθώς «μολύνεται» με εξωτερικότητα κατά την πορεία της οικειοποίησης και αυτοδιαμόρφωσής του. Στο τέρμα της πορείας αυτής πραγματώνονται όλες οι δυνατότητές του, ήτοι το πνεύμα μετουσιώνεται σε νου απόλυτης και άπειρης αυτογνωσίας, της ἐντελεχείας του ζωντανού πνεύματος271. Η ψυχή είναι ζωή του πνεύματος, ιδέα – ουσία – αυτοεξέλιξη και τελικά ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου μέσω της διαλεκτικής σχέσης με τα άλλα υποκείμενα272. Η πραγμάτωση του υποκειμένου προς την ελευθερία του από κάθε συνθήκη, αποτελεί πρόταγμα για την ιδεαλιστική φιλοσοφία.

iiγ.ii Η εγελιανή και αριστοτελική έννοια του νοητικού υποκειμένου

Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η μορφή ενός οργανικού όντος δεν είναι καθ’ οιανδήποτε έννοια ένα είδος εξιδανίκευσης της ύλης. Αντίθετα, στο εγελιανό σύστημα το υποκειμενικό πνεύμα ως εμμενής αλήθεια της υλικότητας, η αλήθεια, για την οποία η ύλη αυτή καθ’ αυτήν δεν έχει πραγματική υπόσταση273, μεσολαβεί και υποκαθιστά οποιαδήποτε ποσοτική και ποιοτική «αλλοίωση» – την αρνητικότητα υπό άλλη έννοια – του αντικειμένου, ώστε αυτό να παραμένει στα συστατικά του αναλλοίωτο και σε όλα τα επίπεδα των σχέσεών του με άλλα αντικείμενα274. Η αριστοτελική ἐντελέχεια αποτελεί την κατάληξη της αυτοεξελικτικής πορείας του όντος προς την εξατομίκευσή του, ενώ η εγελιανή τελεολογία σηματοδοτεί το τέρμα της αυτοεξελικτικής πορείας του υποκειμενικού πνεύματος προς την αυτοσυνείδηση και την αυτογνωσία, μέσα από την πολυδιάστατη διαλεκτική σχέση του με τα υπόλοιπα όντα.

Στο αυστηρά ιεραρχημένο αιτιακά καθορισμένο αριστοτελικό κοσμοείδωλο, το ἐνεργείᾳ ον, μια από τις πολλές σημασίες του όντος είναι το έργο, η εξέλιξη ενός όντος από την κατάσταση της οντολογικής δυνατότητας – δυνάμει – στην πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας – ἐνεργείᾳ. Η εξέλιξη αυτή καταγράφεται ως μεταβαλλόμενη διαδικασία προς την εξατομίκευση, αλλά και την διαιώνιση του όντος, συντελούμενη δια της κίνησης που εδράζεται στην ψυχή. Η μεν εξατομίκευση αφορά στην πλήρως ανεπτυγμένη αυτόνομη ύπαρξη του όντος, την αυτο–πραγμάτωσή του μέσα στον αισθητό κόσμο – ως ἐντελέχεια, η δε διαιώνιση επιτελείται σύμφωνα με το πρότυπο, ζωοποιό, αυτονοούν και αυτοδύναμο ἐνεργείᾳ ον της αριστοτελικής πραγματικότητας – το κινοῦν ἀκίνητον, έναν υποκινητικό παράγοντα του οντολογικού συστήματος του υποκειμένου.

Ο Hegel προτάσσοντας μια ιδεαλιστική φιλοσοφία χειραφέτησης του οντολογικού υποκειμένου, αλλά και κοινωνίας του με τα υπόλοιπα όντα, παρουσιάζει το ἐνεργείᾳ ον ως υποκειμενικό πνεύμα. Πρόκειται για το έλλογο ον, το οποίο μέσα από μια διαδικασία διάδρασης με τη φύση συνειδητοποιεί την ταυτότητά του καθώς υποστασιοποιείται συμμετέχοντας με την διπλή ιδιότητα της αιτίας και του αποτελέσματος. Νοώντας τον εαυτό του ατενίζει έναν έμψυχο εαυτό, περιέχοντα όλα τα υπόλοιπα όντα–αντικείμενα, τα οποία έχει οικειοποιηθεί και κατακτήσει δρώντας διανοητικά σε μια δυναμικής φύσης διαλεκτική σχέση που προσδιορίζεται μέσω του τριαδικού σχήματος, θέση–αντίθεση–σύνθεση. Η ἐντελέχειά του ως ζωντανού πνεύματος συνίσταται στην μετάπλασή του σε έναν νου άπειρης αυτογνωσίας και υψίστου βαθμού αυτοσυνειδησίας που έχει πραγματώσει όλες τις οντολογικές δυνατότητές του. Έναν νου, ο οποίος λειτουργεί ως ενοποιητική φύση των αντιθέσεων μη διαχωριζόμενος από τα νοητά αντικείμενά του.

Σημειώσεις


257. Al. Ferrarin, Hegel and Aristotle, Cambridge University Press, Cambridge, 2004, σελ.18, 7. Η συγκριτική αυτή παρουσίαση Αριστοτέλη – Hegel με βάση την πρόσφατη μελέτη του Al. Ferrarin, δεν πρέπει να εκληφθεί ως σκόπιμη παράλειψη ιστορικών σταδίων ή σημαντικών φιλοσοφικών σχολών, όπως του στωικισμού και του νεοπλατωνισμού που μετασχηματίζουν βαθμιαία τον πλατωνικο-αριστοτελικό δυισμό προς μια ενική και μονιστική κοσμολογία – ηθικού, θεολογικού περιεχομένου, που προσδίνει νέο νόημα στον άνθρωπο ως δημιουργικό υποκείμενο. Η παράλειψη γίνεται για λόγους οικονομίας της διάρθρωσης της μελέτης.

258. Al. Ferrarin, ό.π., σελ. 237.

259. H. Marcuse, Λογική και Επανάσταση, μετάφρ. Φ. Κονδύλης, τ Α΄, Ι.Δ. Αρσενίδης, Αθήνα, 1954, σελ. 41 κ.ε.  

260. Al. Ferrarin, ό.π., σελ. 238.

261. Ό.π., σελ. 120.

262. H. Marcuse, ό.π., σελ. 93.  

263. Al. Ferrarin, ό.π., σελ. 238.

264. Ό.π., σελ. 250.

265. Ό.π., σελ. 238.

266. H. Marcuse, ό.π., σελ. 41.

267. Al. Ferrarin, ό.π., σελ. 241.

268. Ό.π., σελ. 255.

269. Ό.π., σελ. 243.

270. H. Marcuse, ό.π., σελ. 121.  

271. Al. Ferrarin, ό.π., σελ. 255.

272. Ό.π., σελ. 241.

273. Ό.π., σελ. 254.

274. H. Marcuse, ό.π., σελ. 93.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: