Συνέχεια από: Σάββατο, 3 Απριλίου 2021
5 Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μόνο ὑπαρκτὸ ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ
ἱδρύει σχέσεις ἀνυπότακτες στὴν ἀναγκαιότητα τῆς φυσικῆς νομοτέλειας, ἀνυπότακτες
στήν ἐνορμητικὴ ἰδιοτέλεια. (Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας καὶ ἡ θεωρία τῆς
σχετικότητας στὴ Φυσικὴ ἀφοροῦν, ὄχι σὲ δυνατότητα τῆς ὕλης-ἐνέργειας νὰ ἐπιλέγει
συμπεριφορές, ἀλλὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὴ φυσικὴ
πραγματικότητα.)
5.1 Συγκροτεῖ καὶ
ὁ ἄνθρωπος σχέσεις (ἀναρίθμητες) ποὺ ὑπαγορεύονται ἀπὸ φυσικὴ ἀναγκαιότητα — ἀπὸ τὶς
ἐνστικτώδεις ἐνορμήσεις αὐτοσυντήρησης, κυριαρχίας, ἐπιβολῆς, ἡδονῆς. Ἀλλὰ εἶναι τὸ μόνο ὑπαρκτὸ ποὺ ἔχει καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ὑπάρχει ἀνυπότακτο στὶς ἀναγκαιότητες τῆς
φυσικῆς νομοτέλειας, νὰ ἐναντιώνεται στὴ σύναψη σχέσεων ποὺ ὑπαγορεύονται ἀπὸ φυσικὴ ἀναγκαιότητα.
5.1.1 Ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ
ἱδρύει σχέσεις ἢ
νὰ ἀρνεῖται τὴ
σχέση, νὰ ἐπιλέγει ἢ νὰ ἀπορρίπτει σχέσεις, νὰ πραγματοποιεῖ ἢ νὰ ἀποφεύγει σχέσεις, νὰ πειθαρχεῖ ἢ νὰ ἐναντιώνεται σὲ φυσικὰ ἀναγκαῖες (ἐπιτακτικὲς) σχέσεις, εἶναι ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινο γνώρισμα. Τὸ σημαίνουμε μὲ τὴ λέξη ἐλευθερία.
5.1.2 Εἰδικὰ καὶ
μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἡ
σχέση μπορεῖ νὰ συνιστᾶ ἐλευθερία: Δυνατότητα νὰ
ὑπάρχει ἀνυπότακτος στὶς προδιαγραφὲς-ἀναγκαιότητες-νομοτέλειες τῆς
φύσης-οὐσίας του, νὰ ἐνεργεῖ σχέσεις ἀπροκαθόριστες ἀπὸ τὸν
κοινὸ τρόπο τοῦ
ἀνθρώπινου εἶναι. Τὴν ἐλευθερία συνιστᾶ ἡ ἀπροσδιοριστία
τοῦ νὰ μὴν εἶσαι τὸ εἶναι σου («οὐσία δευτέρα» τοῦ Ἀριστοτέλη), ὁ κοινὸς τρόπος
τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι) — ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι
καὶ νὰ μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι: Νὰ ὑποστασιάζει ὡς ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα («οὐσία
πρώτη» κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, «ὑπόσταση-πρόσωπο» κατὰ τὴ χριστιανικὴ ὁρολογία) τὴν
κοινὴ ἀνθρώπινη οὐσία ἢ φύση.
5.2 Κάθε ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ (ὑποστασιάζει) μὲ τρόπο
μοναδικό, ἀνόμοιο, ἀνεπανάληπτο, τὸν κοινὸ τρόπο
(οὐσία ἢ φύση) τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ τρόπος
τῆς ὕπαρξης (ἀτομικὸς τῆς ὑπόστασης ἢ
κοινὸς τῆς οὐσίας) ἀφορᾶ στὸ σύνολο τῶν
σχέσεων μὲ ὅλα τὰ ἔναντι ὑπαρκτά. Ὅλοι
σχετίζονται μὲ ὅλα, ἀλλὰ κάθε σχέση
κάθε ἀνθρώπου μὲ ὅλα τὰ ἔναντι ὑπαρκτὰ εἶναι μοναδική, ἀνόμοια, ἀνεπανάληπτη. Ἀποτυπώνεται
σὲ κάθε ἀτομικὸ ἐνέργημα σχέσης ἡ
μοναδικότητα τοῦ προσωπικοῦ ἐνεργήματος.
5.2.1 Σχέση, στὴν
περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, σημαίνει: συνειδητὴ ἀναγνώριση τῆς μοναδικότητας (ὑπαρκτικῆς
ἑτερότητας) κάθε ἔναντι ὄντος ἢ γεγονότος. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἴδιας μοναδικότητας
συντελεῖται μὲ τρόπο μοναδικό, ἀνόμοιο, ἀνεπανάληπτο ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο. Καθεαυτὴν
ἡ γνωστικὴ σχέση εἶναι γεγονὸς
πραγμάτωσης καὶ λογικῆς φανέρωσης τῆς ἑτερότητας (μοναδικότητας καὶ ἀνομοιότητας)
τόσο τοῦ γινωσκόμενου ἀντικειμένου ὅσο καὶ τοῦ γινώσκοντος ὑποκειμένου.
5.2.2 Κάθε ὑπαρκτὸ ἔχει δεδομένη ἢ
γιγνόμενη τὴ μορφική του ἑτερότητα: ἑτερότητα τοῦ
λόγου τῆς οὐσίας του (τοῦ κοινοῦ λόγου-τρόπου τῶν ὁμοειδῶν ὑπαρκτῶν) μετὰ συμβεβηκότων: μὲ
ἰδιώματα, δηλαδὴ διαφορές, ποὺ καθιστοῦν μοναδικὴ κάθε πραγμάτωση τῆς ἴδιας οὐσίας. Μόνο ὁ
ἄνθρωπος ἔχει ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μορφικὴ καὶ ἐνεργὸ ἑτερότητα: Δυνατότητα νὰ ἐνεργεῖ-ἱδρύει σχέσεις ποὺ
πραγματώνουν καὶ φανερώνουν τὴν ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα καὶ τῶν δύο
ὅρων τῆς σχέσης. Μὲ τὸν σημαίνοντα λόγο καὶ
τὴν ποικιλότητα τῆς γλώσσας τῶν Τεχνῶν ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ καὶ φανερώνει αὐτὴ
τὴ διττὴ ἑτερότητα.
5.2.2.1 Μιὰ σονάτα τοῦ Μπετόβεν ἢ
ἕνας πίνακας τοῦ
Βὰν Γκὸγκ ἱδρύουν σχέση τοῦ
συγκεκριμένου μουσουργοῦ καὶ
τοῦ συγκεκριμένου ζωγράφου μὲ τὸν ἀκροατὴ ἢ τὸν θεατὴ τοῦ ἔργου τους. Σχέση ἐνεργητικῆς
(συνειδητῆς) ἀναγνώρισης τῆς ὑπαρκτικῆς ἑτερότητας τοῦ δημιουργοῦ καὶ τοῦ ἔργου
του. Λέμε: αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι
Μπετόβεν, αὐτὸς ὁ πίνακας εἶναι Βὰν Γκόγκ. Οἱ πληροφορίες περὶ τοῦ Μπετόβεν ἢ περὶ
τοῦ Βὰν Γκὸγκ δὲν μᾶς γνωστοποιοῦν τὴν ὑπαρκτικὴ μοναδικότητα, τὸ πρόσωπο τοῦ δημιουργοῦ καλλιτέχνη — αὐτὴ
τὴ γνώση τὴ μεταδίδει μόνο ἡ σχέση
μας μὲ τὸ ἔργο του.
6 Χαρακτηρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη προσωπική, γιὰ νὰ σημάνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι καὶ γνωρίζεται μόνο ὡς γεγονὸς σχέσης, μόνο ὡς γιγνόμενη ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα.
6.1 Ἡ λέξη ἄτομο (ἄλφα στερητικὸ καὶ τέμνω) σημαίνει τὴ
μονάδα ὁμοειδοῦς συνόλου (τὸ
ἐλάχιστο τμῆμα-ἀπότμημα, τὸ
μὴ ἐπιδεχόμενο περαιτέρω τομὴ), ἀδιαφοροποίητη μονάδα — τὸ κάθε ἄτομο ὁμοειδοῦς συνόλου διακρίνεται μόνο μὲ ἀριθμητικὸ προσδιορισμὸ μοναδιαίας διαφορᾶς ἀπὸ
τὰ ἄλλα ἄτομα.
Ριζικὰ διαφορετικὸ νόημα κομίζει ἡ λέξη πρόσωπο: Σύνθετη λέξη, ἀπὸ τὴν πρόθεση πρὸς καὶ
τὸ οὐσιαστικὸ ὤψ (γενικὴ ὠπὸς), σημαίνει: ἔχω τὴν
ὄψη πρὸς κάποιον ἢ
πρὸς κάτι, εἶμαι ἔναντι — γνωρίζω καὶ γνωρίζομαι μόνο ὡς ὅρος μιᾶς σχέσης, μόνο μέσῳ τῆς ἐμπειρικῆς μετοχῆς σὲ σχέση.
6.2 Ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπαρκτὰ τὰ προσιτὰ στὴν αἰσθητὴ ἐμπειρία μόνο
ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, ὕπαρξη προσωπική. Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκλειστικὰ
ὡς φυσικοῦ ἀτόμου ἀλλοτριώνει τὴν ὑπαρκτική
του ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητά του.
6.3 Ἡ ἐμπειρία τῆς διαπροσωπικῆς σχέσης εἶναι γνώση δυναμικὰ ἐνεργούμενη. Τελειοῦται ἀκατάπαυστα,
χωρὶς ποτὲ νὰ περατοῦται. Μιὰ φιλία, συνεργασία, συνοίκηση, κυρίως ἕνας ἔρωτας,
βεβαιώνουν ἐμπειρικὰ αὐτὴ τὴ συνεχῶς τελειούμενη καὶ οὐδέποτε περατούμενη γνώση
τοῦ ἔναντι προσώπου.
6.3.1 Ἡ γνωστικὴ δυναμικὴ τῆς σχέσης εἶναι συνάρτηση τοῦ ποσοστοῦ ἐλευθερίας ποὺ κατορθώνει κάθε ὅρος-συντελεστὴς-μέτοχος
τῆς σχέσης. Ὀνομάζουμε ἐλευθερία τὴν ἀπεξάρτηση
ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα, καὶ ἡ κατεξοχὴν ἀναγκαιότητα ποὺ δεσμεύει τὴ βούληση καὶ ἐνέργεια
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ φυσικὴ (τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου) ἐνστικτώδης ἰδιοτέλεια: οἱ ἐνορμήσεις αὐτοσυντήρησης,
κυριαρχίας, ἡδονῆς. Εἶναι πρωτογενὴς ἡ ἐνστικτώδης ἰδιο-τέλεια, προηγεῖται τῆς
σκέψης, τῆς κρίσης, τῆς θέλησης, τῆς φαντασίας καὶ καθορίζει, ὡς φυσικὴ ἀναγκαιότητα,
τὴ λειτουργία τους — (ἀλλὰ ὄχι ἀπεριόριστα).
6.3.1.1 Ἰδιοτέλεια εἶναι τὸ γεγονὸς νὰ
ἐνεργεῖται ἡ ὕπαρξη ὡς ἔχουσα «ἴδιον τέλος»: ὡς αὐτοσκοπὸς καὶ
αὐταξία. Ὄχι τὸ
νοητικὰ ἁπλῶς συλλαμβανόμενο ἀφηρημένο ὑπάρχειν, τὸ ἀφηρημένο ἐνεργεῖν, ἀλλὰ ἡ
αὐτοσυνείδητη μονάδα τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ἐνέργειας: ἡ ὑπαρκτικὴ ἀτομικότητα
καθεαυτὴν νὰ εἶναι αὐτοσκοπὸς καὶ αὐταξία.
6.3.1.2 Προφανῶς ἡ
ὕπαρξη ὡς αὐταξία καὶ ἰδιο-τέλεια εἶναι τὸ ἀπόλυτο τῆς
ἀνελευθερίας: Νὰ ὑπάρχεις, χωρὶς νὰ τὸ ἔχεις ἐπιλέξει καὶ χωρὶς τὴν ἐλευθερία νὰ
ἐπιλέξεις, ἂν τὸ
θελήσεις, τὴν ἀνυπαρξία, εἶναι ἡ ἔννοια (ἡ ἐν νῷ σύλληψη) τοῦ κατεξοχὴν καταναγκασμοῦ. Ἴσως εἶναι αὐτὸ ποὺ
ἡ θρησκευτικὴ γλώσσα ὀνομάζει «αἰώνια κόλαση».
6.3.1.3 Ὁρισμὸς τῆς
ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ὄχι ἐπειδὴ ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ ἀνερμήνευτα δεδομένη ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλεις νὰ
ὑπάρχεις. Καὶ αὐτὴ ἡ θέληση γιὰ
ὕπαρξη νὰ μὴν
περιορίζεται στὴν ἀτομικὴ βουλητικὴ δυνατότητα, ἀλλὰ νὰ συνιστᾶ ἐνεργητικὸ γεγονός, ἐνεργούμενη βουλητικὴ μετοχὴ στὸ
ὑπάρχειν. Ἐνεργούμενη βουλητικὴ μετοχὴ στὸ ὑπάρχειν σημαίνει: νὰ κοινωνεῖς τὴν ὕπαρξη κατὰ ἀμοιβαία δόσηἀντίδοση, αὐτοπροσφορὰ καὶ
ἀντιπροσφορά. Σημαίνει τὴν
πληρωματικὴ ἐλευθερία νὰ
ἀγαπᾶσαι καὶ νὰ
ἀγαπᾶς.
6.3.2 Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἄτομο τῆς ἀνθρώπινης φύσης,
μονάδα τῆς φυσικῆς ὁμοείδειας. Εἶναι ταυτόχρονα καὶ ὕπαρξη λογική, ἐνεργεῖται,
μέσῳ σχέσεων ὡς ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα. Ἡ ἑτερότητα, ὅταν πραγματώνεται ὑπαρκτικὰ
δὲν κινδυνεύει νὰ καταλυθεῖ καθεαυτήν, ἀπειλεῖται μόνο ἀπὸ τὴν ἔκπτωση στὸ ἀδιαφοροποίητο
τῶν μονάδων τῆς φυσικῆς ὁμοείδειας. Ἀντίθετα, ἡ μονάδα τῆς φυσικῆς ὁμοείδειας
κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς τῆς φύσεώς της: τὴν προοδευτικὴ
φθορὰ καὶ τελικὰ τὸν θάνατο.
6.3.2.1 Τὸ φυσικὸ ἄτομο Βόλφγκαγκ Ἀμαντέους Μότσαρτ καταπόθηκε ἀπὸ
τὸν θάνατο. Ἡ ὑπαρκτική του ἑτερότητα, ἀποτυπωμένη
στὴ μουσική του δημιουργία, παραμένει ἀθάνατη, ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ
κοινωνώντας τὴ μουσικὴ τοῦ Μότσαρτ συναντοῦν τὴν προσωπικὴ ὑπαρκτική του ἑτερότητα.
6.3.3 Ἡ ἄμυνα τοῦ φυσικοῦ ἀτόμου ἀπέναντι στὸν νομοτελειακὰ δεδομένο ἀφανισμό του
εἶναι ἐνστικτώδης, γι’ αὐτὸ καὶ ὁμοειδὴς σὲ
ὅλα τὰ ἄτομα: εἶναι οἱ πρωτογενεῖς ἐνορμήσεις ἰδιο-τέλειας. Ἡ ἐλευθερία τῆς ἀντίστασης στὴν ἐνστικτώδη
ὁμοειδὴ ἰδιοτέλεια συνιστᾶ τὴν ὑπαρκτικὴ πραγμάτωση τοῦ προσώπου.
6.3.3.1 Τὸ ἄτομο τῆς ἀνθρώπινης ὁμοείδειας ἔχει καταγωγικὰ δεδομένη τὴ δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας-ἑτερότητας ἀπὸ
τὶς φυσικὲς (τῆς ὁμοειδοῦς φύσεως) ἀναγκαιότητες ποὺ
τὸ διέπουν. Ἡ καταγωγικὴ αὐτὴ δυνατότητα καθιστᾶ
κάθε ἄτομο τῆς ἀνθρώπινης φυσικῆς ὁμοείδειας ὕπαρξη δυνάμει προσωπική, ὑπαρκτικὴ ὑπόσταση προσώπου. Τὶς δεδομένες φυσικὲς
προϋποθέσεις τῆς προσωπικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου τὶς ἐντοπίζουμε (συμβατικὰ)
στὸ λογικόν, στὸ αὐτεξούσιον, στὸ ἀρχικόν, στὸ ποιητικὸν χάρισμα-δυνατότητα τῆς
φύσης του. Ὁ προσωπικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνθρώπινης ἀτομικῆς ὕπαρξης ἔχει φυσικὰ
δεδομένες τὶς προϋποθέσειςδυνατότητες πραγμάτωσής του, ἀλλὰ ἡ ὑπαρκτική του
πραγμάτωση εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλευθερίας: βουλητικῆς αὐθυπέρβασης τῶν ἀναγκαιοτήτων
τῆς φυσικῆς ἀτομικότητας.
6.4 Πεδίο πραγμάτωσης τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ἀπεδέσμευσης ἀπὸ
τὶς ὑπαρκτικὲς ἀναγκαιότητες ποὺ διέπουν τὸ
φυσικὸ ἄτομο, εἶναι ἡ
σχέση. Στὸ πεδίο τῆς σχέσης ἡ φυσικὴ ἀτομικὴ ἰδιοτέλεια καταρχὴν ἀμύνεται προτάσσοντας τὴν
ἀνάγκη νὰ ὑποτάξει τὸν ἄλλον (τὸν ὅποιον ἕτερο ὅρο τῆς σχέσης) στὴν ἐξυπηρέτηση
τῶν δικῶν της ἀπαιτήσεων αὐτοτέλειας-κυριαρχίας-ἡδονῆς: στὴν κατασφάλιση τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ
ἐγώ. Ὁ ἔναντι ἄλλος καταρχὴν καὶ νομοτελειακὰ (ἀσυνείδητα) ἐκτιμᾶται ἀπὸ τὴν ἐνστικτώδη
ἰδιοτέλεια ὡς ἀπρόσωπο ἀντι-κείμενο χρήσης, ὄχι ὡς ἰσότιμη ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα,
ὅρος σχέσης — τὸ ἐγὼ ἐνστικτωδῶς
βλέπει στὸ ἐσὺ εὐκαιρίες νὰ ἀντλήσει ἰδιοτελεῖς ἐκδουλεύσεις.
6.4.1 Ἀλλὰ στὸ
ἴδιο αὐτὸ πεδίο τῆς σχέσης ἀσκεῖται (πραγματώνεται) καὶ ἡ συνειδητή, θελητική, ἐνεργὸς ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς νομοτελειακὲς ἀπαιτήσεις τῆς φύσης, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ
τὴν ὑπαρκτικὴ ἰδιοτέλεια. Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν
πραγμάτωση καὶ φανέρωση τοῦ προσώπου, τοῦ προσωπικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως.
6.4.1.1 Ἡ ὕπαρξη εἶναι τρόπος:
ἐνεργούμενο γεγονὸς διακριτῆς (μὲ ἐμφανὴ ἑτερότητα) ἐνέργειας. Στὸ φυσικὸ ἄτομο
πραγματώνεται ὑπαρκτικὰ ὁ τρόπος τῆς φύσης — σὲ κάθε ἄτομο ἡ φυσικὴ ὁμοείδεια
μετὰ συμβεβηκότων. Στὴν προσωπικὴ ὕπαρξη πραγματώνεται ἡ δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας
ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ συνιστοῦν τὴ δεδομένη (νομοτελειακὴ) φυσικὴ ἑνοείδεια.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὑπαρκτικὸ δίπολο: Φύση καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φύση, ἀναγκαία
ὁμοείδεια καὶ ἐνδεχόμενη ἑτερότητα — ἀδιάκοπη περιπέτεια ἰδιοτέλειας καὶ
σχέσης. Ὁ κάθε ὑπαρκτικὸς προσδιορισμὸς (φύση, ἐλευθερία, ὁμοείδεια, ἑτερότητα)
παραπέμπει σὲ τρόπο: Ὄχι σὲ ἕνα τί, ἀλλὰ σὲ ἕνα πῶς.
6.4.2 Ἡ πραγμάτωση τοῦ προσώπου
συμβαδίζει μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς γνώσης
τοῦ (ἔναντι) ἄλλου. Συντελοῦνται καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς κατακτήσεις στὸ πεδίο τοῦ ἀθλήματος
τῆς ἐλευθερίας, ἀθλήματος τῆς σχέσης. Εἶναι καὶ οἱ δύο ἐπιτεύγματα ποὺ ὁλοκληρώνονται
χωρὶς ποτὲ νὰ περατοῦνται. Εἶναι ἡ δυναμικὴ τοῦ προσωπικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως:
«ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης».
6.4.3 Κορυφαία ἔκφανση αὐτῆς τῆς ὑπαρκτικῆς δυναμικῆς εἶναι ὁ
ἔρωτας: Ἔρωτα ὀνομάζουμε τὴν ἀγάπη ὅταν φτάσει νὰ εἶναι ἐκ-στατικὸ γεγονός (ἐκστατικό: ἀπὸ τὸ ρῆμα ἐξίσταμαι, ἔξω ἵσταμαι/ἔξω ἀπὸ
τὸ ἐγὼ).
6.4.3.1 Ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης εὔκολα μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ σημαντικὴ ἰδιο-τελοῦς γεγονότος: Σὲ ἀτομικὴ ἀξιόμισθη ἀρετὴ ἀγαθοεργίας, φιλαληλλίας, ἀλτρουϊσμοῦ — ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαίωσε ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ψωμίσει κάποιος, πάντα τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ παραδώσει τὸ σῶμα του ἵνα καυθήσεται, χωρὶς νὰ ἔχει ἀγάπη: νὰ τὸ κάνει μόνο σὰν πρωταθλητισμὸ κατάκτησης ἀτομοκεντρικῶν ἐπιτευγμάτων ἀρετῆς.
6.4.4 Ἡ γνώση τοῦ ἄλλου, ἡ ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν
ὑποταγὴ τῆς εἰκόνας του σὲ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, εἶναι ὅλο
καὶ πιὸ κοντὰ σὲ αὐτὸ ποὺ
εἶναι αὐτὸς πραγματικά. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀπελευθέρωση συντελεῖται
μέσα στὰ ὅρια τῆς φύσης, πραγματώνεται ὡς ἕνα συνεχὲς δυναμικὸ γίγνεσθαι. Συνεχῶς
γνωρίζουμε τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε, χωρὶς νὰ φτάνουμε ποτὲ σὲ τελειωτικὴ γνώση,
γνώση ποὺ νὰ κατέχεται ὡς ὁριστικὰ κατακτημένο «τί», ἔχοντας ἡ κατάκτηση
καταλύσει τὴν περιπέτεια τῆς σχέσης.
7 Τὸ κυρίως ἐρώτημα τῆς ὀντολογίας ἀφορᾶ στὴν αἰτιώδη ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν: Τί
εἶναι αὐτὸ ποὺ
κάνει τὰ ὑπαρκτὰ νὰ ὑπάρχουν, καὶ γιατί.
7.1 Ὁ Χάιντεγγερ ἀρνήθηκε τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ διατύπωση τοῦ
ὀντολογικοῦ ἐρωτήματος, μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι: Ὅταν ρωτᾶμε: «τί εἶναι αὐτὸ ποὺ
κάνει τὰ ὄντα νὰ εἶναι», δεσμευόμαστε σὲ
μιὰν a priori «ὀντικὴ» ἐκδοχὴ τῆς
αἰτιώδους ἀρχῆς τοῦ
εἶναι — προκαθορίζουμε τὴν
αἰτία τῆς ὕπαρξης ὁπωσδήποτε ὡς «τί» (κάτι τὶ), ὡς ἀφετηριακὴ μονάδα τοῦ ὑπάρχειν. Προϋποθέτουμε μιὰν ἀτομικὴ ὀντότητα προικισμένη μὲ (ἀνερμήνευτα δεδομένες) ἐξαιρετικὲς καὶ μοναδικὲς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες (τὴ δυνατότητα τῆς αὐτοαιτίας, ἄρα τοῦ αὐτοσκοποῦ, τῆς ἀχρονίας, τοῦ ἀδιάστατου, τῆς ἀφθαρσίας κ.λπ.) — προϋποθέτουμε τὴν
αἰτιώδη ἀρχὴ τοῦ
ὑπάρχειν ὡς ὑπαρκτικὴ μονάδα, ὀντότητα ὑπέρτατη: ὂν ἀκρότατον, θεῖον, γένος τιμιώτατον. Καὶ ἀναγόμαστε στὴ γνώση τῆς αἰτιώδους ἀρχῆς μόνο νοητικὰ-συλλογιστικὰ — ἀποκλείεται ἡ
ὁδὸς ἐμπειρικῆς πιστοποίησης-γνώσης τῆς αἰτιώδους ἀρχῆς τοῦ ὑπάρχειν.
7.1.1 Ὁ Χάιντεγγερ βάσισε τὸν ὀντολογικό του προβληματισμὸ στὸ
ἐρώτημα γιὰ τὴ
διαφορὰ τῶν ὄντων ἀπὸ
τὸ εἶναι — διαφορὰ τῶν
ὑπαρκτῶν ἀπὸ τὸ
ὑπάρχειν. Καὶ ἡ
διαφορὰ ἔγκειται στὸ
ὅτι: τὰ μὲν
ὄντα (τὰ ὑπαρκτὰ) φαίνονται, εἶναι φαινόμενα, ἐνῶ τὸ
εἶναι (τὸ ὑπάρχειν) κρύπτεσθαι φιλεῖ (ὅπως πιστοποιοῦσε ὁ Ἡράκλειτος). Δὲν γνωρίζουμε τὸ εἶναι (τὴν
οὐσία) τῶν ὄντων, γνωρίζουμε τὰ ὄντα μόνο ὡς παρ-ουσία (φαινομενικότητα) ἢ ὡς ἀπ-ουσία
(μηδενισμό τους).
7.1.2 Δὲν ὑποψιάστηκε ὁ Χάιντεγγερ ὅτι
ὁ ὁριστικὸς (μὲ ὁρισμὸ) ἐντοπισμὸς τῆς
αἰτιώδους ἀρχῆς τοῦ
ὑπάρχειν (τὸ ἐρώτημα: τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὰ ὑπαρκτὰ νὰ ὑπάρχουν καὶ γιατί) ἐνδέχεται νὰ
προϋποθέτει ὄχι ἕνα
ὀντικὸ τί, ἀλλὰ ἕνα
τροπικὸ πῶς: Αἰτία τῆς ὕπαρξης καὶ τῶν ὑπαρκτῶν νὰ εἶναι ἕνας τρόπος τοῦ ὑπάρχειν — νὰ ὑποστασιάζει τὴν ὕπαρξη ὁ τρόπος (νὰ τὴ συγκροτεῖ σὲ
ὑπόσταση, σὲ ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα)
καὶ ὄχι μιὰ
ὑπαρκτικὴ μοναδιαία ὀντότητα νὰ καθορίζει τὸν
τρόπο.
7.2 Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε στὴ
σκηνὴ τῆς Ἱστορίας ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία (τὸ
ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς), ἀναφερόταν στὴν Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ
ὑπάρχειν ὄχι μὲ
τὴ λέξη Θεός, ἀλλὰ μὲ τὴ
λέξη ὁ Πατήρ.
7.2.1 Ἡ λέξη «Θεὸς» προσδιορίζει ἕνα
τί: ἕνα ὑπαρκτὸ ποὺ ἡ ὀντότητά του (ἡ ὑπαρκτική του πραγματικότητα-ταυτότητα) εἶναι δεδομένη, προκαθορισμένη (ὅπως καὶ γιὰ κάθε ἄλλο ὑπαρκτὸ) ἀπὸ τὴν οὐσία-φύση του (τὴ θεία οὐσία του, τὴ θεότητά του). Ὅπως καὶ
κάθε ἄλλο ὑπαρκτό, δὲν μπορεῖ καὶ ὁ
Θεὸς νὰ εἶναι (ἢ νὰ γίνει) κάτι ἄλλο ἀπὸ
αὐτὸ ποὺ προκαθορίζει ὁ ἀνερμήνευτα δεδομένος λόγος (οἱ λογικὲς προδιαγραφὲς) τῆς οὐσίας του.
7.2.2 Αὐτὸ σημαίνει πώς, αἰτιώδης ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν εἶναι μιὰ a priori δεδομένη, ἀνερμήνευτη ἀναγκαιότητα, ὄχι ἡ ἐλευθερία. Ἂν αἰτία τῆς ὕπαρξης εἶναι ἕνας ὑποχρεωτικὰ (κατ’ ἀνάγκην — κατὰ λογικὴ ἀναγκαιότητα) ὑπαρκτὸς Θεός, τότε τὰ πάντα, κάθε ὕπαρξη, εἶναι προκαθορισμένα ἀπὸ μιὰν ἀνεξήγητη, σκοτεινὴ ἀνάγκη ἡ ὁποία ἐπιβάλλει τὸ ὑπάρχειν.
7.2.2.1 Τὸ ἴδιο σκοτάδι ἀνεξήγητης καταγωγικῆς ἀναγκαιότητας τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος συντηρεῖ, στὸ πλαίσιο τοῦ νεωτερικοῦ «παραδείγματος», καὶ ἡ εὔκολη ἑρμηνευτικὴ καταφυγὴ στὴν «τυχαιότητα»: Τὰ πάντα ἔχουν τὴν
ὑπαρκτική τους αἰτία στὴν τυχαιότητα, εἶναι ἀποτέλεσμα συμπτώσεων καὶ συγκυριῶν. Περιττὸ νὰ σημειώσει κανεὶς ὅτι μιὰ τέτοια δογματικὴ ἀπολυτότητα εἶναι ἐξίσου στεγανὴ μὲ
ὁποιοδήποτε θρησκευτικὸ a priori.
7.2.3 Ἂν αἰτιώδης ἀρχὴ τῶν πάντων εἶναι μιὰ ἀνερμήνευτα δεδομένη λογικότητα καθοριστικὴ τοῦ ὑπαρκτικοῦ τρόπου (οὐσίας-ὑπόστασης-ἐνέργειας) κάθε ὑπαρκτοῦ, τότε δὲν
ὑπάρχει περιθώριο γιὰ
τὴν ἐνεργητικὴ ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα, τὸ ἀπροσδόκητο, τὴν καινοτομία, τὴν Ἱστορία.
7.3 Ἡ λέξη «πατὴρ» δηλώνει μιὰν ὕπαρξη ποὺ ἀντλεῖ ταυτότητα ἀπὸ τὴν
ἐλευθερία τῆς σχέσης — ὄχι ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα προϋπάρχοντος λόγου μιᾶς ἀνερμήνευτα δεδομένης φύσεως ἢ οὐσίας της. Δὲν παραπέμπει ἡ
λέξη «πατὴρ» σὲ ἀτομικὴ ὀντότητα (ὅπως παραπέμπουν τὰ ὀνόματα Ζεύς, Ἀπόλλων, Ποσειδῶν), ἀλλὰ σὲ μιὰν ὕπαρξη ποὺ ὑπάρχει ὡςπρός, ὑπάρχει ἐν-σχέσει: Ἡ ὑποστατική της ἑτερότητα πραγματώνεται (καὶ φανερώνεται) μὲ
τὶς σχέσεις ποὺ
ὑπαρκτικὰ συγκροτεῖ: «γεννᾶ» τὸν υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ «πνεῦμα».
7.3.1 «Πατήρ», «Υἱός», «Πνεῦμα» εἶναι τὰ τρία σημαίνοντα ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ παραπέμπουμε σὲ
μία Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν, ἐλεύθερη ἀπὸ
κάθε προκαθορισμὸ (ἀναγκαιότητα) φυσικοῦ-οὐσιαστικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως. Εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα γιὰ νὰ ποῦμε μὲ τὴ γλώσσα μας (ποὺ τὰ
ὅρια τῆς σημαντικῆς της ἐμβέλειας εἶναι τὰ ὅρια τοῦ
συνόλου τῶν αἰτιατῶν, δὲν μπορεῖ νὰ συμπεριλάβει τὴ σημαντικὴ τοῦ
Ἀναίτιου) νὰ ποῦμε τὴν ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία.
7.3.1.1 Ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία θὰ πεῖ: ἀπολελυμένη, ἀδέσμευτη
ἀπὸ κάθε προκαθορισμό, κάθε ἀναγκαιότητα.
7.3.2 Ἡ λέξη Πατήρ, ὡς σημαντικὴ ἀπόλυτης ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας τῆς Αἰτιώδους Ἀρχῆς τοῦ ὑπάρχειν, παραπέμπει σὲ
ὕπαρξη προσωπικὴ (λογική, αὐτεξούσια, ἐνεργὸ) ποὺ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ θέλει νὰ ὑπάρχει ἐπειδὴ ἀγαπάει. Ἡ ἀγάπη του δὲν εἶναι ἁπλῶς
βουλητικὸ ἢ συμπεριφορικὸ (συμπεριφορᾶς) γεγονός, δὲν ἀναφέρεται στὸ ἦθος, στὴν
ἠθική του ποιότητα. Εἶναι ὁ τρόπος
του νὰ ὑπάρχει: «γεννᾶ» τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα. Ὑποστασιάζει τὸ ὑπάρχειν (τὸ καθιστᾶ ὑποστατικὴ πραγματικότητα), θὰ
πεῖ ὅτι ὑποστασιάζει πρόσωπα ποὺ καὶ
αὐτὰ ὑπάρχουν ἐπειδὴ ἀγαποῦν καὶ ἀγαπῶνται — ὑπάρχουν πραγματώνοντας τὴν ἀπόλυτη
ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία.
7.4 Ὁ μόνος ὁρισμὸς τῆς Αἰτιώδους τῶν πάντων Ἀρχῆς ποὺ ταυτίζει τὸ ὑπάρχειν μὲ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάθε προκαθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα, εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Εἶναι ὁ τριαδικὰ κοινωνούμενος ὄντως ἔρως — θρίαμβος τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας.
Χειμώνας 2015
TI EIΠΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ; ΤΙ ΕΙ ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΟΥ ΚΑΙ ΣΟΥ ΓΥΝΑΙ; ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕΣ!!!! "ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν." ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ;
"Τὸ φυσικὸ ἄτομο Βόλφγκαγκ Ἀμαντέους Μότσαρτ καταπόθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ ὑπαρκτική του ἑτερότητα, ἀποτυπωμένη στὴ μουσική του δημιουργία, παραμένει ἀθάνατη, ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κοινωνώντας τὴ μουσικὴ τοῦ Μότσαρτ συναντοῦν τὴν προσωπικὴ ὑπαρκτική του ἑτερότητα." ΤΟ ΙΔΙΟ, ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ.
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΑΝ ΠΡΟΝΟΙΑ. ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΛΛΟΙ ΦΙΛΙΑ. ΤΙ ΝΕΟ ΚΟΜΙΖΕΙΣ;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΝΑ ΕΛΘΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΑΛΛΑ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΜΠΟΡΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΕΙ ΕΙΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ Ή ΣΤΗΝ ΜΑΚΑΡΙΑΝ ΖΩΗΝ. ΠΟΥ ΜΠΛΕΚΕΤΑΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ;
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ αμεθυστε ΜΟΥ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΝΟΥ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Τὸ φυσικὸ ἄτομο Βόλφγκαγκ Ἀμαντέους Μότσαρτ καταπόθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ ὑπαρκτική του ἑτερότητα, ἀποτυπωμένη στὴ μουσική του δημιουργία, παραμένει ἀθάνατη, ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κοινωνώντας τὴ μουσικὴ τοῦ Μότσαρτ συναντοῦν τὴν προσωπικὴ ὑπαρκτική του ἑτερότητα." ΤΟ ΙΔΙΟ, ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ.
ΑΥΤΟ. ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ.
Πόσο ασφαλής όμως είναι η μεταφόρτωση της ανθρώπινης συνείδησης σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και για ποιο λόγο να κάνει κανείς κάτι τέτοιο; Μιλώντας στην Technology Review στις 13.3.2018, ο ιδρυτής της Nectome και απόφοιτος του ΜΙΤ, Ρόμπερτ ΜακΙντάιρ (Robert McIntyre), δήλωσε ότι η διαδικασία θα περιλαμβάνει «μια τεχνική υψηλής ταρίχευσης», η οποία θα προκαλέσει [δυστυχώς] τον θάνατο του πελάτη.
Το ακόμα εν ζωή άτομο θα πρέπει να συνδεθεί με ένα μηχάνημα το οποίο θα αντλήσει όλα τα υγρά του σώματός του και θα τα αντικαταστήσει με χημικές ουσίες (αλδεΰδες) για την ταρίχευσή του, «μια μέθοδος που είναι 100% μοιραία», όπως δηλώνει άλλωστε η εταιρεία.
«Η εμπειρία των χρηστών θα είναι ίδια με αυτήν της αυτοκτονίας υποβοηθούμενης από γιατρό», δήλωσε ο νεαρός επιστήμονας της τεχνητής νοημοσύνης και των γνωσιακών επιστημών ΜακΙντάιρ.
https://aperopia.fr/08-2018/giati-i-disekatomyriouxi-tis-technologias/
Οι νέες πυραμίδες τών Φαραώ. Μιά απόλυτη οπισθοδρόμηση μέ τό ένδυμα τής εξελίξεως καί τής προόδου. Οπως συμβαίνει μέ τά ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα τών οποίων τό κόστος γιά τήν γή καί τό περιβάλλον είναι μεγαλύτερο από τών μηχανών εσωτερικής καύσεως. Η Δύση εξελίσσεται από τόν πίθηκο καί από όπου απορρέει τό νόημα εκεί επιστρέφει. Καί δυστυχώς οι νεοέλληνες δέν προσπάθησαν νά εξελιχθούν από τόν πλάτωνα καί τόν αριστοτέλη όπως έζησε τό λεγόμενο Βυζάντιο αλλά προτίμησαν τόν πίθηκο καί τήν νεώτερη εκδοχή του τόν ναζιστή χάιντεγκερ, όπως λίγο πρίν είχε προτιμήσει τόν ακινάτη, τόν ακένατον τής παπικής πυραμίδος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΤΗΝ ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΠΟΥ ΣΚΟΠΟ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΣΤΕΡΗΣΟΥΝ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΟΜΟ ΒΛΑΜΕΝΟΥΣ ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗ ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΑΠΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://archaeopteryxgr.blogspot.com/2019/01/blog-post_28.html