Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού Περί τής Αγίας Τριάδος

                                  Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

                                      Περί τής Αγίας Τριάδος

                                      Λόγος Α’, κεφάλαιον Α’

 

      Επειδή πρώτιστον ημίν τοίς χριστιανοίς καί πάντων αναγκαιότατον ειδέναι τήν ευσέβειαν καί ταύτην ασπάζεσθαι καί ταύτη συζήν καί ζωής τής παρούσης συνεκδημείν, άξιόν εστι πιστεύειν καί ομολογείν καί κηρύττειν ημάς, ότι Θεός είς εστιν, ήγουν μία θεότης, ουσία άναρχος, ατελεύτητος, αιώνιός τα καί προαιώνιος, αγέννητος, άκτιστος, άτρεπτος, αναλλοίωτος, ακατάληπτος, απερινόητος, απερίγραπτος, απλούς, ασύνθετος, ασώματος, αναφής, αόρατος, εν τρισί τελείαις ταίς υποστάσεσι, τώ Πατρί καί τώ Υιώ καί τώ αγίω Πνεύματι. ‘Αρρητον ούν τό Θείον καί ακατάληπτον· «ουδείς γάρ επιγινώσκει τόν Πατέρα, ει μή ο Υιός· ουδέ τόν Υιόν, ει μή ο Πατήρ». Καί τό Πνεύμα δέ τό άγιον ούτως οίδε τά τού Θεού, ως τό πνεύμα ανθρώπου οίδε τά εν αυτώ. Μετά δέ τήν πρώτην καί μακαρίαν φύσιν ουδείς έγνω ποτέ τόν Θεόν, ει μή ώ αυτός απεκάλυψεν· ουκ ανθρώπων μόνον, αλλ’ ουδέ τών υπεροσμίων δυνάμεων. Ουκ αφήκε μέντοι ημάς ο Θεός εν παντελεί αγνωσία. Πάσι γάρ η γνώσις τού είναι Θεόν υπ’ αυτού φυσικώς εγκατέσπαρται. Καί αυτή δέ η κτίσις καί η ταύτης συνοχή καί κυβέρνησις, τό μεγαλείον τής θείας ανακηρύττει φύσεως. Καί διά νόμου μέν καί προφητών πρότερον, έπειτα δέ καί διά τού Μονογενούς αυτού Υιού, Κυρίου δέ καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά τό εφικτόν ημίν, τήν εαυτού εφανέρωσεν γνώσιν.

     Πάντα τοίνυν τά παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου καί προφητών καί αποστόλων δεχόμεθα καί γινώσκομεν καί ομολογούμεν, ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες. Αδύνατον γάρ παρά τά θειωδώς υπό τών θείων λογίων τής τε Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης ημίν ειρημένα ειπείν τι περί Θεού ή όλως εννοήσαι. Ότι μέν ούν εστι Θεός, τοίς μέν τάς αγίας δεχομένοις Γραφάς, τήν τε Πλαιάν καί Καινήν Διαθήκην φημί, ουκ αμφιβάλλεται, ουδέ τοίς τών Ελλήνων πλείστοις. Ως γάρ έφημεν, η γνώσις τού είναι Θεόν φυσικώς ημίν εγκατέσπαρται. Επειδή δέ τοσούτον ίσχυσεν η τού Πονηρού κακία κατά τής τών ανθρώπων φύσεως, ώστε καί τινας εις τό αλογώτατον καί πάντων τών κακών κάκιστον καταγαγείν τής απωλείας βάραθρον, τό λέγειν μή είναι Θεόν (ών τήν αφροσύνην εμφαίνων ο προφήτης έφη Δαβίδ: «είπεν άφρων εν καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός»).

       Οι μέν ούν τού Κυρίου μαθηταί καί απόστολοι τώ παναγίω φωτισθέντες Πνεύματι καί τή αυτού δυνάμει καί χάριτι τάς θεοσημίας εργαζόμενοι, τή τών θαυμάτων σαγήνη πρός τό φώς τής θεογνωσίας, εκ τού βυθού τής αγνωσίας αυτούς ζωγρούντες, ανήγαγον. Ομοίως καί οι τούτων τής τε χάριτος καί τής αξίας διάδοχοι ποιμένες τε καί διδάσκαλοι τήν φωτιστικήν τού Πνεύματος χάριν δεξάμενοι, τή τε τών θαυμάτων δυνάμει, τώ τε λόγω τής χάριτος τούς εσκοτισμένους εφώτιζον καί τούς πεπλανημένους επέστρεφον. Ημείς δέ οι μήτε τών θαυμάτων, μήτε τό τής διδασκαλίας δεξάμενοι χάρισμα (αναξίους γάρ εαυτούς τή πρός τάς ηδονάς προσπαθεία πεποιήκαμεν), φέρε ολίγα παρά τών δεδομένων ημίν υπό τών υποφητών τής χάριτος περί τούτου διαλεξώμεθα, τόν Πατέρα καί τόν Υιόν καί τό Πνεύμα τό άγιον επικαλεσάμενοι.

       ( Στα νέα ελληνικά )

       Επειδή για μάς τούς Χριστιανούς το πρώτο και το πιο αναγκαίο από όλα είναι να γνωρίζουμε την πίστη μας και να την αποδεχόμαστε και να ζούμε με αυτήν και να φεύγουμε από την παρούσα ζωή μαζί της, είναι άξιο να πιστεύουμε και να ομολογούμε και να κηρύττουμε, ότι ένας Θεός υπάρχει, δηλαδή μια θεότητα, ουσία άναρχη, αθάνατη, αιώνια και προαιώνια, αγέννητη, άκτιστη, αμετάβλητη, αναλλοίωτη, ακατάληπτη, απερινόητη, απερίγραπτη, απλή, ασύνθετη, ασώματη, αψηλάφητη, αόρατη, σε τρεις τέλειες υποστάσεις, τον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα. «Γιατί κανείς δεν γνωρίζει καλά τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός· ούτε τον Υιό, παρά μόνο ο Πατέρας». Και το Πνεύμα το άγιο γνωρίζει έτσι τα τού Θεού, όπως το πνεύμα τού ανθρώπου γνωρίζει όσα υπάρχουν μέσα του. Μετά από την πρώτη και μακάρια φύση κανείς δεν γνώρισε ποτέ τον Θεό, παρά μόνον εκείνος στον οποίον ο ίδιος τού αποκαλύφθηκε. Και όχι μόνο από τούς ανθρώπους, αλλά και από τις υπερκόσμιες δυνάμεις. Όμως δεν μας άφησε ο Θεός σε τέλεια άγνοια. Γιατί σε όλους εμφυτεύθηκε κατά τρόπο φυσικό από τον ίδιον η γνώση ότι υπάρχει Θεός. Η ίδια άλλωστε η κτίση και η συνοχή και διακυβέρνησή της διακηρύσσουν το μεγαλείο τής θείας φύσεως. Και «στην αρχή βέβαια μάς φανέρωσε τη γνώση τού εαυτού του, όσο μάς ήταν δυνατό, με τον νόμο και τους προφήτες, και έπειτα με τον Μονογενή του Υιό, τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό».

      Όλα λοιπόν όσα μάς έχουν παραδοθεί με τον νόμο και τους προφήτες και τους αποστόλους τα δεχόμαστε και τα γνωρίζουμε και τα ομολογούμε, χωρίς να ζητούμε τίποτε πέρα από αυτά. Γιατί είναι αδύνατο να πούμε ή να σκεφτούμε κάτι για τον Θεό διαφορετικό από εκείνα που με τρόπο θεϊκό μάς έχουν ειπωθεί από τα θεία λόγια τής Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ότι λοιπόν υπάρχει Θεός, για εκείνους που δέχονται τις άγιες Γραφές, εννοώ και την Παλιά και την Καινή Διαθήκη, δεν αμφισβητείται, ούτε και για τους περισσότερους από «τούς Έλληνες». Γιατί, όπως είπαμε, η γνώση για την ύπαρξη του Θεού μάς έχει εμφυτευθεί εκ φύσεως. Επειδή όμως η κακία τού Πονηρού επέδρασε τόσο πολύ στη φύση τών ανθρώπων, έφθασε να οδηγήσει μερικούς στο πιο παράλογο και χειρότερο από όλα τα κακά βάραθρο της απώλειας, να ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν υπάρχει Θεός (την αφροσύνη τών οποίων παρουσιάζει ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας· «είπε ο άφρονας μέσα στην καρδιά του· δεν υπάρχει Θεός»).

      Οι μαθητές λοιπόν και απόστολοι του Κυρίου, φωτισμένοι από το πανάγιο Πνεύμα και θαυματουργώντας με τη δική του δύναμη και χάρη, συλλαμβάνοντάς τους με το δίχτυ τών θαυμάτων, τους ανέβασαν από τον βυθό τής άγνοιας στο φως τής θεογνωσίας. Κατά τον ίδιον τρόπο και οι διάδοχοι αυτών στη χάρη και την τιμή ποιμένες και διδάσκαλοι, αφού δέχθηκαν τη φωτιστική χάρη τού Πνεύματος, με τη δύναμη των θαυμάτων και με τον λόγο τής χάριτος φώτιζαν τους βυθισμένους στο σκοτάδι τής άγνοιας και επανέφεραν όσους είχαν πλανηθεί. Εμείς όμως που δεν δεχθήκαμε ούτε τών θαυμάτων ούτε τής διδασκαλίας το χάρισμα (διότι καταστήσαμε τους εαυτούς μας ανάξιους με την προσήλωσή μας στις ηδονές), ας πούμε λίγα, από αυτά που μας έδωσαν οι διδάσκαλοι της χάριτος, για το θέμα αυτό, αφού επικαλεσθούμε τον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα. 

     ( Ιωάννου Δαμασκηνού έργα, 4 - Από τη σειρά «Έλληνες Πατέρες τής Εκκλησίας», εκδοτικός οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1990 –  Μετάφραση: Παναγιώτης Παπαευαγγέλου )

ΣΧΟΛΙΟ: "Ουκ αφήκε μέντοι ημάς ο Θεός εν παντελεί αγνωσία. Πάσι γάρ η γνώσις τού είναι Θεόν υπ’ αυτού φυσικώς εγκατέσπαρται. 

 Ότι λοιπόν υπάρχει Θεός, για εκείνους που δέχονται τις άγιες Γραφές, εννοώ και την Παλιά και την Καινή Διαθήκη, δεν αμφισβητείται, ούτε και για τους περισσότερους από «τούς Έλληνες»"

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΕΜΦΥΤΕΥΘΕΙ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ.

 Γιατί, όπως είπαμε, η γνώση για την ύπαρξη του Θεού μάς έχει εμφυτευθεί εκ φύσεως. 

ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΝΟΥ ΧΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΑΝΤΙ ΝΑ ΣΚΑΨΟΥΜΕ ΒΑΘΕΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΟΥΜΕ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟΝ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΕΔΩ ΜΑΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕ Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ.

Η ΠΛΥΣΗ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΝ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ. ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΜΦΥΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου