Συνέχεια από: Τετάρτη, 28 Απριλίου 2021
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο
Γιατί το σχήμα του ανθρώπου είναι όρθιο και ότι τα χέρια υπάρχουν για εξυπηρέτησή του λόγου· οπού φιλοσοφείται και το θέμα περί διαφοράς ψυχών
Το ανθρώπινο σχήμα είναι όρθιο, τείνει προς τον ουρανό και βλέπει προς τα άνω. Κι’ αυτά είναι γνωρίσματα εξουσίας και επισημαίνουν τη βασιλική αξία. Το ότι μόνος από τα όντα ο άνθρωπος έχει αυτό το όρθιο παράστημα ενώ σε όλα τα άλλα ζώα τα σώματα στρέφονται προς τα κάτω, δείχνει σαφώς την διαφορά της αξίας των υποτεταγμένων στη δυναστεία και του επάνω αυτών εξουσιαστού (του ανθρώπου). Σε όλα τα άλλα ζώα τα εμπρόσθια σκέλη του σώματος είναι πόδια, διότι κάτι που είναι σκυμμένο χρειάζεται οπωσδήποτε υποστήριγμα· ενώ επί της κατασκευής του ανθρώπου τα σκέλη αυτά έγιναν χέρια. Διότι στο όρθιο σχήμα είναι αυτάρκης με τη χρεία μιας βάσης, που στηρίζει τη στάσιν ασφαλώς με δύο πόδια. Άλλωστε η υπηρεσία των χεριών είναι συνεργός και στη χρεία του λόγου· Όποιος πει ότι είναι γνώρισμα της λογικής φύσεως η υπηρεσία των χεριών, δεν θα λαθέψει εντελώς, όχι μόνο καταφεύγοντας με τη διάνοια προς το κοινό τούτο και πρόχειρο, ότι σημειώνουμε το λόγο με γράμματα δια της δεξιότητας του χεριού (βέβαια και τούτο δεν στερείται λογικής χάριτος, το να ομιλούμε δια γραμμάτων και κατά κάποιον τρόπο να συζητούμε με το χέρι, εκφράζοντας τις φωνές με τους χαρακτήρες των στοιχείων)· αλλά αποβλέποντας σε κάτι άλλο, ισχυρίζομαι ότι τα χέρια συνεργούν στην εκφώνηση τού λόγου.
Μάλλον όμως πριν εξετάσουμε αυτό, ας διασαφηνίσουμε το θέμα που αφήσαμε· διότι παρ’ ολίγο να μας διαφύγει η τάξις των γεγονότων. Για ποιο λόγο προηγείται η βλάστησις των φυόμενων από τη γη, ακολουθούν τα άλογα ζώα, κι’ έπειτα έρχεται μετά την κατασκευή τούτων ο άνθρωπος; Ίσως από αυτό μαθαίνουμε όχι μόνο το ευκόλως εννοούμενο, ότι η χλόη φάνηκε στον κτίστη χρήσιμη για τα ζώα, ενώ για τον άνθρωπο φάνηκαν χρήσιμα τα ποίμνια, εξ αιτίας του οποίου πριν από τα ποίμνια δημιουργήθηκε η τροφή εκείνων, πριν δε από τον άνθρωπο δημιουργήθηκαν αυτά που επρόκειτο να υπηρετούν στην ανθρώπινη ζωή.
Αλλ’ εγώ νομίζω ότι ο Μωυσής παραδηλώνει με αυτά ένα απόκρυφο δόγμα και διδάσκει με απόρρητο τρόπο τη φιλοσοφία περί ψυχής, την οποία φαντάσθηκε μεν η εξωτερική σοφία αλλά δεν κατανόησε καθαρά. Πράγματι με αυτά ο λόγος μάς διδάσκει ότι η ζωτική και ψυχική δύναμις διαιρείται σε τρεις λειτουργίες. Η μία είναι αυξητική μόνο και θρεπτική, προσφέροντας το κατάλληλο υλικό για την αύξηση των τρεφομένων· αυτή λέγεται φυσική και παρατηρείται στα φυτά, διότι είναι δυνατό ν’ αντιληφθούμε και στα φυόμενα κάποια ζωτική λειτουργία που στερείται αισθήσεως. Εκτός από αυτά όμως υπάρχει και άλλο είδος ζωής που έχει και τούτη την ιδιότητα, αλλά προσέλαβε και την αισθητική, η οποία υπάρχει στη φύσιν των αλόγων. Διότι δεν τρέφεται και δεν αυξάνεται μόνο, αλλά έχει και την αισθητική ενέργεια και αντίληψη. Η τελεία ζωή όμως κατά το σώμα παρατηρείται στη λογική, δηλαδή στην ανθρώπινη φύση, τρεφόμενη και αισθανόμενη, μετέχουσα του λόγου, και διοικουμένη από τον νου.
Θα μπορούσε λοιπόν να διαιρεθεί ως έξης το θέμα· στα όντα ένα μέρος είναι νοητό και άλλο σωματικό. Του νοητού ας αναβάλουμε προς το παρόν την εξέταση κατά τα επιμέρους είδη του· διότι η διαπραγμάτευση εδώ δεν είναι γι’ αυτά.
Από τα σωματικά όμως άλλα είναι τελείως άμοιρα ζωής, άλλα μετέχουν ζωτικής ενεργείας. Από τα ζωτικά πάλι άλλα συζούν μαζί με αίσθηση, άλλα στερούνται αισθήσεως. Έπειτα τα αισθητικά χωρίζονται πάλι σε λογικά και άλογα. Γι’ αυτό ο νομοθέτης λέγει ότι μετά την άψυχη ύλη πρώτη συστάθηκε η φυσική αυτή ζωή σαν υπόβαθρο του είδους των εμψύχων, που πήρε για πρώτη φορά υπόσταση με τη βλάστηση των φυτών· έπειτα αναφέρει την γένεση των όντων που κινούνται κατ’ αίσθησιν.
Κατά την ακολουθία των όντων που έχουν λάβει τη ζωή δια της σαρκός τα μεν αισθητικά μπορούν να υφίστανται μόνα τους και χωρίς τη νοερή φύσιν, το δε λογικό δεν θα μπορούσε αλλιώς να μείνει σε σώμα, αν δεν συγκραθεί με το αισθητό. Γι’ αυτό ο άνθρωπος κατασκευάσθηκε τελευταίος μετά τα φυτά και τα ζώα, καθώς η φύσις προχωρεί στο δρόμο προς την τελειότητα με συνέπεια. Διότι το λογικό τούτο ζώο, ο άνθρωπος, είναι συγκερασμένος με κάθε είδος ψυχικής λειτουργίας· τρέφεται κατά την φυσική λειτουργία της ψυχής, ενώ στην αυξητική δύναμη έχει προσφυσθεί η αισθητική, που ευρίσκεται στο μέσο κατά τη φύσιν της ανάμεσα στη νοερή και στην υλώδη ουσία, τόσο παχυμερέστερη από τούτη, όσο καθαρότερη από εκείνη.
Έπειτα γίνεται κάποια οικείωση και ανάκραση της νοερής ουσίας προς το λεπτό και φωτοειδές της αισθητικής φύσεως, ώστε ο άνθρωπος να έχει τούτα τα τρία συστατικά, πράγμα που μάθαμε και από τον Απόστολο, σ’ αυτά που λέγει προς τους Εφεσίους, προσευχόμενος να φυλαχθεί σ’ αυτούς η ολοτελής χάρις του σώματος και της ψυχής και του πνεύματος κατά την παρουσία του Κυρίου, με το σώμα εννοώντας το θρεπτικό μέρος, με την ψυχή επισημαίνοντας το αισθητικό και με το πνεύμα το νοερό. Επίσης ο Κύριος δια του ευαγγελίου διδάσκει και τον γραμματέα να προτάσσει σε κάθε εντολή την αγάπη προς τον Θεό, που ενεργείται από όλη την καρδιά και την ψυχή και τη διάνοια. Νομίζω ότι και εδώ ο λόγος κάμνει την ίδια διάκριση, λέγοντας καρδιά τη σωματικώτερη κατάσταση, ψυχή τη μέση, διάνοια την υψηλότερη φύση, τη νοερή και ποιητική δύναμη. Γι’ αυτό ο απόστολος γνωρίζει τρεις κατηγορίες προαιρέσεως, που ονομάζει τη μια σαρκική, αυτήν που ασχολείται με την κοιλιά και τις γύρω απ’ αυτήν ηδονές· την άλλη ψυχική, αυτήν που είναι στο μέσο της αρετής και της κακίας ευρισκομένη υπεράνω της κακίας, χωρίς να μετέχει καθαρώς της αρετής· την τρίτη πνευματική, αυτήν που αποβλέπει προς την τελειότητα της κατά Θεόν πολιτείας. Γι’ αυτό λέγει προς τους Κορινθίους, επικρίνοντας τη ροπή προς τις απολαύσεις και την εμπάθειά τους, ότι είσθε σάρκινοι και δεν χωράτε τα τελειότερα δόγματα. Αλλά πάλι, κάνοντας σύγκριση μεταξύ του μέσου και του τελείου, λέγει· «ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα ανήκοντα στο Πνεύμα· διότι είναι μωρία γι’ αυτόν», «ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν τα πάντα, αυτός όμως δεν ανακρίνεται από κανένα». Όπως λοιπόν είναι υψηλότερα ο ψυχικός από τον σαρκικό, κατά την ίδια αναλογία υπερβαίνει από αυτόν ο πνευματικός.
Αν λοιπόν η Γραφή λέγει ότι ο άνθρωπος έγινε τελευταίος έπειτα από κάθε έμψυχο, ο νομοθέτης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά φιλοσοφεί για χάρη μας τα περί ψυχής, βλέποντας κατά μία αναγκαία ακολουθία της τάξεως το τέλειο στα τελευταία. Διότι στο λογικό συμπεριλαμβάνονται και τα άλλα· στο αισθητικό είναι οπωσδήποτε και το φυσικό είδος· ενώ εκείνο, το φυσικό, παρατηρείται μόνο στο υλικό.
Ευλόγως λοιπόν η φύσις διενεργεί την άνοδο σαν με βαθμίδες, τα ιδιώματα της ζωής δηλαδή, από τα μικρότερα προς το τέλειο. Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος είναι λογικό ζώο, έπρεπε να κατασκευασθεί το όργανο του σώματος κατάλληλο για τη χρεία της λογικής. Όπως μπορεί κανείς να δει ότι οι μουσικοί συνθέτουν την μουσική κατά το είδος των οργάνων, και ούτε αυλούν με βαρβίτους (πολύχορδα μουσικά όργανα) ούτε κιθαρίζουν με αυλούς· κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε η κατασκευή των οργάνων να είναι κατάλληλη προς το λόγο, ώστε αυτός μορφούμενος από τα φωνητικά μόρια να ηχεί καταλλήλως προς τη χρεία των λόγων. Γι’ αυτό προσαρτήθηκαν τα χέρια στο σώμα. Διότι, και αν ακόμη ο ενήμερος στα θέματα του πολέμου και της ειρήνης μπορεί ν’ απαριθμήσει μύριες χρείες του βίου, προς τις οποίες είναι χρήσιμα τούτα τα ευμήχανα και πολύτροπα όργανα των χεριών, για κάθε τέχνη και κάθε ενέργεια, αλλά η φύσις τα προσέθεσε πριν από όλα και κυρίως χάριν του λόγου.
Πράγματι αν ο άνθρωπος ήταν άμοιρος των χεριών, οπωσδήποτε τα μόρια του προσώπου του θα κατασκευάζονταν καταλλήλως για τη χρεία της τροφής, κατά την ομοιότητα των τετραπόδων, ώστε να είναι προμήκη κατά τη μορφή και να λεπτύνωνται προς τη μύτη, να προβάλλονται τα χείλη του στόματος σκληρά, χονδρά, παχειά, κατάλληλα και για την πρόσληψη της χλόης, να βρίσκεται μέσα από τα δόντια μια άλλη γλώσσα, σαρκώδης, σκληρά και τραχεία, που θα μασά την τροφή μαζί με τα δόντια, ή υγρή και κρεμασμένη στα πλάγια, σαν των σκύλων και των άλλων ωμοβόρων ζώων, βγαίνοντας έξω από τις συστοιχίες των δοντιών. Αν λοιπόν δεν είχε χέρια το σώμα, πώς θα εντυπωνόταν σ’ αυτό η έναρθρη φωνή, αφού η δομή των μορίων του στόματος δεν θα ήταν προσαρμοσμένη προς τη χρεία του φθόγγου, ώστε να είναι αναγκαίο στον άνθρωπο ή να βελάζει ή να μηκάζει ή να υλακτεί ή να χρεμετίζει ή να φωνάζει παρόμοια με τα βόδια ή τούς όνους ή ν’ αφήνει κάποιον θηριώδη μυκηθμό; Τώρα όμως που στο σώμα τοποθετήθηκε το χέρι, το στόμα είναι κατάλληλο για την υπηρεσία του λόγου. Επομένως τα χέρια έχουν φανεί ως ιδιαίτερο γνώρισμα της λογικής, διότι έτσι επινόησε ο πλάστης να διευκολυνθεί ο λόγος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ηʹ.
Διὰ τί ὄρθιον τοῦ ἀνθρώπου τὸ σχῆμα, καὶ ὅτι διὰ τὸν λόγον αἱ χεῖρες· ἐν ᾧ τις καὶ περὶ δια φορᾶς ψυχῶν φιλοσοφία.
Ὄρθιον δὲ τῷ ἀνθρώπῳ τὸ σχῆμα, καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνατείνεται, καὶ ἄνω βλέπει. Ἀρχικὰ καὶ ταῦτα, καὶ τὴν βασιλικὴν ἀξίαν ἐπισημαίνονται. Τὸ γὰρ μόνον ἐν τοῖς οὖσι τοιοῦτον εἶναι τὸν ἄνθρωπον, τοῖς δὲ ἄλλοις ἅπασι πρὸς τὸ κάτω νενευκέναι τὰ σώματα, σαφῶς δείκνυσι τὴν τῆς ἀξίας διαφορὰν, τῶν τε ὑποκυπτόντων τῇ δυναστείᾳ, καὶ τῆς ὑπερανεστώ σης αὐτῶν ἐξουσίας. Τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις ἅπασι τὰ ἔμπροσθεν κῶλα τοῦ σώματος πόδες εἰσὶ, διότι τὸ κε κυφὸς ἐδεῖτο πάντως τοῦ ὑπερείδοντος· ἐπὶ δὲ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς χεῖρες τὰ κῶλα ἐγένοντο. Τοῦ γὰρ ὀρθίου σχήματος αὐτάρκης ἦν πρὸς τὴν χρείαν μία βάσις, διπλοῖς ποσὶν ἐν ἀσφαλείᾳ τὴν στάσιν ἐρείδουσα. Ἄλλως δὲ καὶ τῇ τοῦ λόγου χρείᾳ συνεργός ἐστιν ἡ τῶν χειρῶν ὑπουργία. Καί τις ἴδιον τῆς λογικῆς φύσεως τὴν τῶν χειρῶν ὑπηρεσίαν εἰ πὼν, οὐ τοῦ παντὸς ἁμαρτήσεται, οὐ μόνον πρὸς τὸ κοινὸν τοῦτο καὶ πρόχειρον ἀποτρέχων τῇ διανοίᾳ, ὅτι γράμμασι τὸν λόγον διὰ τῆς τῶν χειρῶν εὐφυΐας ἐν σημαινόμεθα (ἔστι μὲν γὰρ οὐδὲ τοῦτο λογικῆς χάρι τος ἄμοιρον, τὸ φθέγγεσθαι διὰ γραμμάτων ἡμᾶς, καὶ τρόπον τινὰ διὰ χειρὸς διαλέγεσθαι, τοῖς τῶν στοιχείων χαρακτῆρσι τὰς φωνὰς διασώζοντας)· ἀλλ' ἐγὼ πρὸς ἕτερον βλέπων, συνεργεῖν φημι τὰς χεῖρας τῇ ἐκφωνήσει τοῦ λόγου· μᾶλλον δὲ πρὶν περὶ τού των διεξετάσαι, τὸν παρεθέντα λόγον κατανοήσωμεν.
Μικροῦ γὰρ ἡμᾶς τὸ κατὰ τὴν τάξιν τῶν γεγονότων διέλαθεν· τίνος χάριν προηγεῖται μὲν ἡ βλάστη τῶν ἐκ τῆς γῆς φυομένων, ἐπιγίνεται δὲ τὰ ἄλογα τῶν ζώων, καὶ οὕτω μετὰ τὴν κατασκευὴν τούτων ὁ ἄνθρωπος. Τάχα γὰρ οὐ μόνον τὸ ἐκ τοῦ προχείρου νοούμενον διὰ τούτου μανθάνομεν. ὅτι τῶν ζώων ἕνεκεν ἡ πόα χρήσιμος ἐφάνη τῷ κτίσαντι, διὰ δὲ τὸν ἄνθρωπον τὰ βοτά· οὗ χάριν πρὸ μὲν τῶν βοσκημά των, ἐκείνων τροφὴ, πρὸ δὲ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ὑπηρετεῖν μέλλον τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ.
Ἀλλ' ἐμοὶ δοκεῖ δόγμα τι τῶν κεκρυμμένων παραδηλοῦν διὰ τούτων ὁ Μωϋσῆς, καὶ τὴν περὶ ψυχῆς φιλοσοφίαν δι' ἀποῤῥήτων παραδιδόναι, ἣν ἐφαντάσθημὲν καὶ ἡ ἔξωθεν παίδευσις, οὐ μὴν τηλαυγῶς κατενόησε. Διδάσκει γὰρ ἡμᾶς διὰ τούτων ὁ λόγος, ἐν τρισὶ διαφοραῖς τὴν ζωτικὴν καὶ ψυχικὴν δύναμιν θεωρεῖσθαι. Ἡ μὲν γάρ τίς ἐστιν αὐξητική τε μόνον καὶ θρεπτικὴ, τὸ κατάλληλον εἰς προσθήκην τῶν τρεφομένων προσάγουσα, ἢ φυσικὴ λέγεται, καὶ περὶ τὰ φυτὰ θεωρεῖται. Ἔστι γὰρ καὶ ἐν τοῖς φυομένοις ζωτικήν τινα δύναμιν αἰσθήσεως ἄμοιρον κατανοῆσαι. Ἕτερον δὲ παρὰ τοῦτο ζωῆς εἶδός ἐστιν, ὃ καὶ τοῦτο ἔχει, καὶ τὸ κατ' αἴσθησιν οἰκονομῆσαι προσείληφεν, ὅπερ ἐν τῇ φύσει τῶν ἀλόγων ἐστίν. Οὐ γὰρ μόνον τρέφεται καὶ αὔξε, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειάν τε καὶ ἀντί ληψιν ἔχει. Ἡ δὲ τελεία ἐν σώματι ζωὴ ἐν τῇ λογικῇ, τῇ ἀνθρωπίνῃ λέγω, καθορᾶται φύσει, τρεφομένη τε καὶ αἰσθανομένη, καὶ λόγου μετέχουσα, καὶ νῷ διοικουμένη.
Γένοιτο δ' ἂν ἡμῖν τοιαύτη τις ἡ τοῦ λόγου διαίρεσις· Τῶν ὄντων τὸ μέν τι νοητὸν, τὸ δὲ σωματικὸν πάντως ἐστίν. Ἀλλὰ τοῦ μὲν νοητοῦ παρείσθω νῦν ἡ πρὸς τὰ οἰκεῖα τομή· οὐ γὰρ τού των ὁ λόγος.
Τοῦ δὲ σωματικοῦ τὸ μὲν ἄμοιρον καθόλου ζωῆς, τὸ δὲ μετέχει ζωτικῆς ἐνεργείας. Πάλιν τοῦ ζωτικοῦ σώματος τὸ μὲν αἰσθήσει συζῇ, τὸ δὲ ἀμοιρεῖ τῆς αἰσθήσεως. Εἶτα τὸ αἰσθητικὸν τέμνεται πάλιν εἰς λογικόν τε καὶ ἄλογον. Διὰ τοῦτο πρῶτον μετὰ τὴν ἄψυχον ὕλην οἷον ὑποβάθραν τινὰ τῆς τῶν ἐμψύχων ἰδέας τὴν φυσικὴν ταύτην ζωὴν συστῆναι λέγει ὁ νομοθέτης, ἐν τῇ τῶν φυτῶν βλάστῃ προϋποστᾶσαν· εἶθ' οὕτως ἐπάγει τῶν κατ' αἴσθησιν διοικουμένων τὴν γένεσιν.
Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὴν αὐτὴν ἀκολουθίαν τῶν διὰ σαρκὸς τὴν ζωὴν εἰληχότων τὰ μὲν αἰσθητικὰ, καὶ δίχα τῆς νοερᾶς φύσεως ἐφ' ἑαυτῶν εἶναι δύναται, τὸ δὲ λογικὸν οὐκ ἂν ἑτέρως γένοιτο ἐν σώ ματι, εἰ μὴ τῷ αἰσθητῷ συγκραθείη· διὰ τοῦτο τελευταῖος μετὰ τὰ βλαστήματα καὶ τὰ βοτὰ κατεσκευάσθη ὁ ἄνθρωπος, ὁδῷ τινι πρὸς τὸ τέλειον ἀκολούθως προϊούσης τῆς φύσεως. Διὰ πάσης γὰρ ἰδέας τῶν ψυχῶν κατακιρνᾶται τὸ λογικὸν τοῦτο ζῶον ὁ ἄνθρωπος. Τρέφεται μὲν γὰρ κατὰ τὸ φυσικὸν τῆς ψυχῆς εἶδος· τῇ δὲ αὐξητικῇ δυνάμει ἡ αἰσθητικὴ προσεφύη, μέσως ἔχουσα κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν τῆς τε νοερᾶς καὶ τῆς ὑλωδεστέρας οὐσίας· τοσούτῳ παχυμερεστέρα ταύτης, ὅσῳ καθαρωτέρα ἐκείνης.
Εἶτά τις γίνεται πρὸς τὸ λεπτὸν καὶ φωτοειδὲς τῆς αἰσθητικῆς φύσεως ἡ τῆς νοερᾶς οὐσίας οἰκείωσίς τε καὶ ἀνάκρασις, ὡς ἐν τρισὶ τούτοις τὸν ἄνθρωπον τὴν σύστασιν ἔχειν· καθὼς καὶ παρὰ τοῦ Ἀποστόλου τὸ τοιοῦτον ἐμάθομεν, ἐν οἷς πρὸς τοὺς Ἐφεσίους ἔφη, προσευχόμενος αὐτοῖς τὴν ὁλοτελῆ χάριν τοῦ σώμα τος, καὶ τῆς ψυχῆς, καὶ τοῦ πνεύματος ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου φυλαχθῆναι, ἀντὶ τοῦ θρεπτικοῦ μέρους τὸ σῶμα λέγων, τὸ δὲ αἰσθητικὸν τῇ ψυχῇ διασημαίνων, τὸ νοερὸν δὲ τῷ πνεύματι. Ὡσαύτως καὶ τὸν γραμματέα διὰ τοῦ Εὐαγγελίου παιδεύει ὁ Κύριος, πάσης ἐντολῆς προτιθέναι τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην, τὴν ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ψυχῆς καὶ διανοίας ἐν εργουμένην. Καὶ γὰρ ἐνταῦθα τὴν αὐτὴν δοκεῖ μοι διαφορὰν ἑρμηνεύειν ὁ λόγος, τὴν μὲν σωματικωτέραν κατάστασιν καρδίαν εἰπὼν, ψυχὴν δὲ τὴν μέσην, διάνοιαν δὲ τὴν ὑψηλοτέραν φύσιν, τὴν νοεράν τε καὶ ποιητικὴν δύναμιν, Ὅθεν καὶ τρεῖς διαφορὰς προαιρέσεως ὁ Ἀπόστολος οἶδε, τὴν μὲν σαρκικὴν κατονομάζων, ἣ περὶ γαστέρα καὶ τὰς περὶ ταύτην ἡδυπαθείας ἠσχόληται· τὴν δὲ ψυχικὴν, ἢ μέσως πρὸς ἀρετὴν καὶ κακίαν ἔχει, τῆς μὲν ὑπερανεστῶσα, τῆς δὲ καθαρῶς οὐ μετέχουσα· τὴν δὲ πνευματικὴν, ἣ τὸ τέλειον ἐνθεωρεῖ τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας. Διό φησι πρὸς Κορινθίους, τὸ ἀπο λαυστικὸν αὐτῶν καὶ ἐμπαθὲς ὀνειδίζων, ὅτι Σάρκινοί ἐστε, καὶ τῶν τελειοτέρων δογμάτων ἀχώρητοι· ἑτέρωθι δὲ σύγκρισίν τινα τοῦ μέσου πρὸς τὸ τέλειον ποιούμενος, λέγει· «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν· ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ' οὐδενὸς ἀνακρίνεται». Ὡς οὖν ἀναβέβηκεν ὁ ψυχικὸς τὸν σαρκικὸν, κατὰ τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν καὶ ὁ πνευματικὸς τούτου ὑπερανέστηκεν.
Εἰ οὖν τελευταῖον μετὰ πᾶν ἔμψυχον ἡ Γραφὴ γεγενῆσθαι λέγει τὸν ἄνθρωπον, οὐδὲν ἕτερον ἢ φιλοσοφεῖ τὰ περὶ ψυχῆς ἡμῖν ὁ νομοθέτης, ἐπ' ἀναγκαίᾳ τινὶ τῇ τάξεως ἀκολουθίᾳ τὸ τέλειον ἐν τελευταίοις βλέπων. Ἐν μὲν γὰρ τῷ λογικῷ καὶ τὰ λοιπὰ περιείληπται· ἐν δὲ τῷ αἰσθητικῷ καὶ τὸ φυσικὸν εἶδος πάντως ἐστίν. Ἐκεῖνο δὲ περὶ τὸ ὑλικὸν θεωρεῖται μόνον.
Οὐκοῦν εἰκότως, καθάπερ διὰ βαθμῶν ἡ φύσις, τῶν τῆς ζωῆς λέγω ἰδιωμάτων, ἀπὸ τῶν μικροτέρων ἐπὶ τὸ τέλειον ποιεῖται τὴν ἄνοδον. Ἐπειδὴ τοίνυν λογικόν τι ζῶόν ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, κατάλληλον ἔδει τῇ χρείᾳ τοῦ λόγου κατασκευασθῆναι τὸ τοῦ σώματος ὄργανον. Καθάπερ τοὺς μουσικοὺς ἔστιν ἰδεῖν πρὸς τὸ τῶν ὀργάνων εἶδος τὴν μουσικὴν ἑκπονοῦντας, καὶ οὔτε διὰ βαρβίτων αὐλοῦντας, οὔτε ἐν αὐλοῖς κιθαρίζοντας· κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἔδει τῷ λόγῳ κατάλληλον εἶναι τὴν τῶν ὀργάνων κατασκευὴν, ὡς ἂν προσφυῶς ἐνηχοίη πρὸς τὴν τῶν ῥημάτων χρείαν ὑπὸ τῶν φωνητικῶν μορίων τυπούμενος. Διὰ τοῦτο συνηρτήθησαν αἱ χεῖρες τῷ σώματι. Εἰ γὰρ καὶ μυρίας ἔστιν ἀπαριθμήσασθαι τὰς κατὰ τὸν βίον χρείας, πρὸς ἃς τὰ εὐμήχανα ταῦτα καὶ πολυαρκῆ τῶν χειρῶν ὄργανα χρησίμως ἔχει πρὸς πᾶσαν τέχνην καὶ πᾶσαν ἐνέργειαν, τὸν κατὰ πόλεμόν τε καὶ εἰρήνην εὐαφῶς μετιόντα· ἀλλὰ καὶ πρὸ τῶν ἄλλων δια φερόντως τοῦ λόγου χάριν προσέθηκεν αὐτὰς ἡ φύσις τῷ σώματι.
Εἰ γὰρ ἄμοιρος τῶν χειρῶν ὁ ἄνθρωπος ἦν, πάντως ἂν αὐτῷ καθ' ὁμοιότητα τῶν τετραπόδων καταλλήλως τῇ τῆς τροφῆς χρείᾳ διεσκεύαστο τοῦ προσώπου τὰ μόρια, ὥστε προμήκη τε τὴν μορφὴν εἶναι, καὶ ἐπὶ μυκτῆρας ἀπολεπτύνεσθαι, καὶ προβεβλῆσθαι τὰ χείλη τοῦ στόματος τυλώδη καὶ στα θερὰ, καὶ παχέα, πρὸς τὴν ἀναίρεσιν τῆς πόας ἐπιτηδείως ἔχοντα, ἐγκεῖσθαι δὲ τοῖς ὀδοῦσι τὴν γλῶσσαν ἄλλην· τινὰ τοιαύτην, πολύσαρκον, καὶ ἀντιτυπῆ καὶ τραχεῖαν, καὶ συγκατεργαζομένην τοῖς ὀδοῦσι τὸ ὑπὸ τὸν ὀδόντα γινόμενον· ἢ ὑγράν τε καὶ διακεχυμένην κατὰ τὰ πλάγια, οἵα ἡ τῶν κυνῶν τε καὶ τῶν λοιπῶν τῶν ὠμοβόρων ἐστὶ, τῷ καρχάρῳ τῶν ὀδόντων μεταξὺ τῶν διαστημάτων ἐνδιαῤῥέουσα. Εἰ οὖν μὴ παρῆσαν αἱ χεῖρες τῷ σώματι, πῶς ἂν ἔναρθρος τούτῳ ἐνετυπώθη φωνὴ, τῆς κατασκευῆς τῶν κατὰ τὸ στόμα μορίων οὐ συνδιασχηματιζομένης πρὸς τὴν χρείαν τοῦ φθόγγου; ὡς ἐπάναγκες εἶναι ἢ βληχᾶσθαι πάντως, ἢ μηκάζειν, ἢ ὑλακτεῖν, ἢ χρεμετί ζειν τὸν ἄνθρωπον, ἢ βουσὶν, ἢ ὄνοις βοᾷν παραπλήσιον, ἤ τινα θηριώδη μυκηθμὸν ἀφιέναι. Νυνὶ δὲ τῆς χειρὸς ἐντεθείσης τῷ σώματι, εὔσχολόν ἐστι τὸ στόμα τῇ ὑπηρεσίᾳ τοῦ λόγου. Οὐκοῦν ἴδιον τῆς λογικῆς φύσεως αἱ χεῖρες ἀναπεφήνασιν, οὕτω τοῦ πλάστου διὰ τούτων ἐπινοήσαντος τῷ λόγῳ τὴν εὐκολίαν.
Α)Αν ο Αδάμ δεν είχε αμαρτήσει, θα παρέμενε αθάνατος όντας από ύλη όπως και ο παράδεισος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΒ) Ο Θεός δημιούργησε άυλα όντα, τους Αγγέλους. Άλλοι από αυτούς παρέμειναν κοντά του και άλλοι έφυγαν και μετατράπηκαν σε δαίμονες. Έτσι, στον άυλο κόσμο υπήρξαν όντα που 'δέχτηκαν' και όντα που 'αρνήθηκαν'. Ο άνθρωπος γιατί να δημιουργηθεί από ύλη αφού στο τέλος άυλος θα γίνει και αυτός;
Εν ολίγοις, γιατί η ύπαρξη του υλικού κόσμου;
Γιά τήν προαίρεση. Τήν ελευθερία όπως λέμε σήμερα. Επεσαν ένεκεν τού ανθρώπου. Από φθόνο λόγω τού προορισμού του νά ενωθεί μέ τόν Κύριο.
ΑπάντησηΔιαγραφή