Τρίτη 18 Μαΐου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (86)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 14 Μαΐου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 30

     Ο εξοπλισμός τών ναών ήταν ποικίλος, περιλαμβάνοντας ενίοτε την ιδιοκτησία μεγάλων εκτάσεων γης, εσόδων και υπηρετικού προσωπικού. Λέγεται ότι ένα ποσοστό τού πληθυσμού προσφερόταν, κατά την πρώιμη αρχαιότητα, ως δωρεά στα μεγάλα ιερά, όπως έκαναν, για παράδειγμα, οι Κρήτες (κατά τον Αριστοτέλη) στους Δελφούς.  Ένα καθόλου σπάνιο είδος προσφοράς ήταν η έκτακτη ή περιοδική καταβολή τού ενός δέκατου από ορισμένα εισοδήματα ή κέρδη ως αναθήματα των πόλεων, αλλά και πλουσίων, ευσεβών εμπόρων. Στα εισοδήματα των ναών προστέθηκαν επίσης ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα η παραχώρηση του δικαιώματος αλιείας σε συγκεκριμένη περιοχή.

     Το οικοδόμημα του ναού περιβαλλόταν από μιαν ιερή περιοχή (περίβολος), που περιείχε θεόρατα δέντρα, στοές, και οικοδομήματα για τους ιερείς, τους υπηρέτες τού ναού, αλλά και για τους ικέτες, προστατευμένα όλα με ισχυρούς εξορκισμούς. Το δικαίωμα ασύλου για όσους κατέφευγαν εκεί και η υποχρέωση προσφοράς ασύλου από τον ναό περιελάμβανε κατά περίπτωση, είτε το εσωτερικό τού ιερού, είτε μόνο το θυσιαστήριο, είτε ολόκληρο τον περίβολο, είτε ρυθμιζόταν από μάλλινα σχοινιά, για όσους τα κρατούσαν στο χέρι. Οι διώκτες μπορούσαν όμως να εξαναγκάσουν έναν ικέτη να παραδοθεί, αφήνοντάς τον να λιμοκτονήσει· υπήρχε επίσης και ο φόβος μιας άμεσης εισβολής, εάν το επέτρεπε η πόλη. Γινόταν ωστόσο συχνά κατάχρηση του ασύλου από κοινούς εγκληματίες ή ασυνείδητους χρεοφειλέτες· όταν ο Αντώνιος επεξέτεινε το δικαίωμα ασύλου για το Αρτεμίσιο της Εφέσου ως τις απαρχές τής πόλης, ο Αύγουστος υποχρεώθηκε να το καταργήσει, επειδή η πόλη κινδύνευσε να πέσει στα χέρια εγκληματιών.

     Εκτός από τα πολύτιμα, πολλές φορές, είδωλα των θεών και τις προσφορές, κάποιοι ναοί φιλοξενούσαν και χρηματικά ποσά, τα οποία δάνειζαν υπό όρους και τα οποία μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο τραπεζικών συναλλαγών· ο δε ναός διέθετε επιπλέον αρχείο δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων. Μια έντονη άλλωστε προκατάληψη προσέφερε προστασία από κλοπές· οι ιερόσυλοι κινδύνευαν από βαρύτατες, όπως πίστευαν, ποινές εκ μέρους τών θεών, ενώ και οι ανθρώπινες ποινές ήταν υπερβολικά αυστηρές. Ο αρχηγός μιας συμμορίας, που σύλησε κάποτε τα αναθήματα της Ολυμπίας και έναν ναό τής Αρτέμιδος, βασανίστηκε μέχρι θανάτου, ανακρινόμενος επί έναν χρόνο για κάθε συνεργάτη του. Μόνον κατά τον ασεβή 4ον αιώνα, ένας τύραννος όπως ο Διονύσιος ο πρεσβύτερος, εκτός από το ότι καταχράστηκε την περιουσία πολλών συμπατριωτών του, τόλμησε να συλήσει κοντινούς και μακρινούς ναούς, ενώ ο «Ιερός Πόλεμος», κατά τον οποίον οι Φωκαείς σφετεριστές τών Δελφών πρόσφεραν στους μισθοφόρους τούς θησαυρούς τού Απόλλωνα, οδήγησε τον λαό στην ταύτιση μισθοφόρων και ιεροσυλίας. Είναι απορίας άξιον το πώς ο Παυσανίας συνάντησε, ακόμη και επί Αντωνίνων, τέτοιον πλούτο στους ναούς, μετά από όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα.

     Εκτός από τούς ναούς με τακτική λατρεία, δημιουργήθηκε βαθμιαία ένας μεγάλος αριθμός ιερών κάθε μεγέθους, εν μέρει ευκαιριακά ή ιδιωτικά, χάρη σε οράματα γεωργών και ποιμένων, είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο. Η φροντίδα τους αφέθηκε στην ευσέβεια των πιστών, όπως και σήμερα τα ξωκκλήσια· άλλοτε το ίδιο το ιερό διέθετε κάποια δωρεά για τη συντήρησή του και την τέλεση θυσιών, όπως το ιερό τής Αρτέμιδος στα κτήματα του Ξενοφώντα στον Σκιλλούντα, και άλλοτε τη φροντίδα αναλάμβαναν ευσεβείς γείτονες ή περαστικοί, κάτι τελείως φυσικό για έναν λαό που παρείχε στους πολίτες τη δυνατότητα να τελούν θυσίες. Ο Στράβων λέει, αναφερόμενος στην τοποθεσία τών εκβολών τού Αλφειού στην Ηλεία, τα εξής: «Όλη η περιοχή είναι γεμάτη, μέσα σε εύφορα, ανθισμένα δάση, από ναούς τής Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και των Νυμφών· υπάρχουν πολλοί ναοί αφιερωμένοι στον Ερμή στους γύρω δρόμους, και ναοί τού Ποσειδώνος κοντά στις ακτές». Οι τοιχογραφίες τής Πομπηίας αναπαριστούν πολλούς από αυτούς τούς ταπεινούς ναούς τών ποιμένων στις απόμερες κοιλάδες, στους οποίους η απλούστερη διακόσμηση μπορεί να ήταν μια άτεχνη μορφή τού Πάνα, οικεία όμως στους βοσκούς. Η θεία λατρεία μπορούσε να τελείται ωστόσο και καθ’ οδόν· ένα λιθάρι πάνω σε έναν σωρό από πέτρες αρκούσε για να τιμηθεί ο Ερμής, ή ακόμη και ένας κορμός αλειμμένος με λάδι, ή οι προσωπίδες και οι κορδέλλες που κρεμούσαν από τα κλαδιά τών δέντρων. Κεφαλές τού Ερμή, αλλά και παραστάσεις τής Εκάτης κοσμούσαν πολλές εισόδους σπιτιών σε πόλεις, όπως π.χ. την Αθήνα.

     Παρ’ όλες τις λεπτομερείς και επισταμένες μελέτες, καθώς και το εορτολόγιο που βασίστηκε σ’ αυτές, παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να σχηματίσει κανείς μια συγκροτημένη ιδέα για τον ανεξάντλητο πλούτο και την ποικιλία τής θείας λατρείας. Ο Έλληνας διέθετε από τα πανάρχαια ασφαλώς χρόνια μιαν εντελώς ιδιαίτερη ικανότητα να δημιουργεί λατρείες, τα σύμβολα και οι πρακτικές τών οποίων ήταν απολύτως αποδεκτά από τον λαό, και οι οποίες αναπτύχθηκαν και συνέστησαν ένα αρμονικό σύνολο μέσα στον χρόνο. Συνέβη μάλιστα, να ανάψουν κάποτε ταυτόχρονα φωτιές σε όλους τούς ναούς μιας πόλης, όπως όταν προσφέρθηκαν θυσίες για την αναγγελία τής πτώσης τής Τροίας, τις οποίες εντέλλεται στον Αισχύλο η Κλυταιμνήστρα:    

                       "Όλων τών θεών, των πολιούχων, 

                        των υπάτων, των χθονίων και των αγοραίων,

                        φλέγονται οι βωμοί από τις προσφορές

                        και η λάμψη καταυγάζει τούς ουρανούς,

                        ποτισμένη με την γλυκιά, μεθυστική οσμή

                        τού ιερού ελαίου, και με τα “γλυκίσματα”

                        του βασιλικού οίνου".

    Στο ερώτημα, τί είδους λατρεία εξυπηρετούσε ο κάθε ναός, μπορούμε κατ’ αρχάς να απαντήσουμε, ότι αρκούσε να ζητήσει κάποιος από έναν ιερέα να απευθύνει ένα αίτημα προς τον θεό, προσφέροντας συγχρόνως και κάποιο δώρο για τη θυσία· αγνοούμε πάντως ποια ήταν η καθημερινή προσωπική συνεισφορά τών ιερέων. Ο Ίων τού Ευριπίδη, ο οποίος επιδεικνύει τέτοιον ζήλο για τον ναό του, δεν είναι ιερέας, αλλά υπηρέτης τού ναού και φύλακας των θησαυρών του, και το ιερό του δεν είναι σαν τα άλλα, αλλά είναι το ίδιο το Μαντείο τών Δελφών. Στρεφόμενοι δε προς τις εορτές, θα διακρίνουμε ότι οι μεγάλες πόλεις διέθεταν πλήθος απ’ αυτές, η δε Αθήνα διέθετε ένα εορτολόγιο που δεν υστερούσε σε τίποτε από το ρωμαϊκό, – όπως το παρουσιάζει τουλάχιστον ο Οβίδιος στα Fasti (Ημερολόγια).

      Οι περισσότεροι ναοί, και ιδιαίτερα αυτοί τών πολιούχων, είχαν τις μεγάλες, ετήσιες εορτές τους, αλλά και άλλες, περιοδικές λατρείες, με τις οποίες συνδέονταν, όπου αυτό ήταν δυνατόν, όχι μόνο μεγάλες λιτανείες και συμπόσια, αλλά και μουσικοί και γυμναστικοί αγώνες, οι οποίοι και διατηρήθηκαν, ακόμη και σε μικρότερες πόλεις, μέχρι τα χρόνια του Παυσανία. Οι παραδόσεις αυτές διατηρήθηκαν και στα υστερότερα χρόνια, με τον τρόπο που ίσως υπήρξαν και πρωιμότερα· μόνο μια ακριβής παραβολή με τα ήθη άλλων θρησκειών θα μπορούσε να μας διευκρινίσει, σε ποιους ουσιαστικά πολυθεϊσμούς συναντώνται   και σε ποιο στάδιο εξελίξεώς τους αναφέρονται τέτοιοι αγώνες. Είναι προφανές ότι οι εκδηλώσεις αυτές δημιούργησαν μεγάλες και επίσημες συναθροίσεις στους Έλληνες, όχι μόνο με αφορμή τις μεγάλες θυσίες, αλλά και σε μεγαλοπρεπείς κηδείες, όπως τού Πατρόκλου, αλλά και του Αμφιδάμαντος στη Χαλκίδα· ο Ησίοδος είχε κερδίσει τότε, κατά τις προσωπικές του μαρτυρίες, το ποιητικό βραβείο, έναν τρίποδα, τον οποίο και αφιέρωσε κατόπιν στις Μούσες τού Ελικώνα. Η σωματική και πνευματική άμιλλα αναδύεται κάθε φορά που ένα σημαντικό γεγονός προκαλεί μεγάλες συναθροίσεις τών Ελλήνων, οι οποίες επαναλαμβάνονται στη συνέχεια, αποκτώντας ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, για να καταλήξουν σε μιαν αναμέτρηση ανάμεσα στις ίδιες τις πόλεις, με το παράδειγμα των εθνικών εορτών να δημιουργεί πρότυπα και για τις τοπικές κοινωνίες.

     Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό τού ναού ήταν αρκετές, ώστε να κρατούν τον λαό σε εγρήγορση, και όχι μόνο τούς άντρες, οι οποίοι έπρεπε να προπονηθούν για τους αγώνες, αλλά και τις γυναίκες: οι Σπαρτιάτισσες ύφαιναν π.χ. μιαν ακριβή εσθήτα για τον Αμυκλαίο Απόλλωνα κάθε χρόνο· ενώ δεκαέξι γυναίκες από την Ηλεία, εκπρόσωποι των δεκαέξι περιφερειών τού τόπου, αφιέρωναν έναν μανδύα στην Ήρα κάθε τέσσερα χρόνια· το δε διασημότερο όλων πέπλο τής Αθηνάς μεταφερόταν, στολισμένο με κεντημένες ιστορικές σκηνές,   πάνω σε ένα ένα άρμα σε σχήμα πλοίου στα Παναθήναια.

     Ανάμεσα στους αρχαιότερους εορτασμούς ήταν ασφαλώς αυτοί που αναφέρονταν στις εποχές, ιδίως τής σποράς, του θερισμού και του τρύγου, που ενίοτε διαρκούσαν ολόκληρες εβδομάδες, και ολοκληρώνονταν, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στις πόλεις, με αθλητικούς συνήθως αγώνες. Υπήρχαν επίσης οι εορτές εξιλασμού, με νεκρικές θυσίες, αφιερωμένες στις χθόνιες κυρίως θεότητες, δεδομένου ότι η Αρχαιότητα διέθετε μεγάλο πλούτο καθαρτηρίων τελετών. Τιμούσαν επίσης με ετήσιες τελετές μυθικά, ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, και σημαντικές κυρίως νίκες, όπως ήταν η τέλεση θυσιών στην Υάμπολη, σε ανάμνηση της ηρωικής αντίστασης των γυναικών τής Φωκίδας. Πολλές εορτές δημιουργήθηκαν με αφορμή ιστορικά γεγονότα, ή κατόπιν παραγγελίας τών χρησμών, ο δε θεός τών Δελφών συνεισέφερε συχνά στην απόδοση τιμής και σε άλλους θεούς. Οι μεταφορές λατρείας από μακρινούς τόπους, η οικειοποίηση λατρευτικών τύπων που η θεραπευτική ισχύς τους αποδείχθηκε σθεναρή, περιλάμβαναν ασφαλώς, εκτός από την ανέγερση ναού, τις απομιμήσεις ειδώλων και τελετών, καθώς και των εορτασμών τού τόπου προέλευσής τους. Υπήρχαν όμως, εκτός από τούς κοινούς εορτασμούς, και οι εορτασμοί τών επιμέρους θεσμών τής πόλης, όπως ήταν οι δήμοι, οι φυλές, οι φατρίες, τα γένη και οι συντεχνίες, που τιμούσαν ξεχωριστά τούς δικούς τους θεούς και ήρωες, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν έμενε διάθεση για ιδιωτική αναψυχή. Αλλά και η ίδια η πόλη ζούσε στο ρυθμό συνεχών εορτασμών, με τους οποίους ολόκληρες φυλές και περιοχές τιμούσαν τούς προστάτες θεούς τους  («Πάντα πλήρη θεών»).

     Η τήρηση των εορτών ήταν κανόνας απαράβατος, και οι Λακεδαιμόνιοι προτιμούσαν μάλιστα να μεταθέσουν, όπως γνωρίζουμε, οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση, ακόμη και μιαν εκστρατεία. Και οτιδήποτε καταξιωνόταν από τούς Έλληνες, παρέμενε σε ισχύ, ως την ημέρα που η πόλη, η οποία το καθιέρωσε, να το συμπαρασύρει στην πτώση της.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου