ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Σάββατο, 8 Μαΐου 2021
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
Όσον αφορά στους τόπους και τα κτίσματα της λατρείας,
θα κάνουμε μια γενική μόνον αναφορά. Μια θρησκεία σαν την ελληνική ήταν σε θέση
να συνδέσει, από τούς πρωϊμώτερους ήδη χρόνους, την πρακτική της με οποιαδήποτε τοποθεσία θεωρούσε
προνομιούχο ως προς την εγγύτητά της με τη θεότητα, και αρκούσε να είχε
τελεστεί μια θυσία, είτε στην κορυφή
ενός βουνού, είτε δίπλα σε θεόρατα δέντρα ή πηγές, είτε μέσα σε σπήλαια, για να
μπορέσει να καταστεί αυτός ο τόπος ένας μόνιμος βωμός, που με τον καιρό θα
εμπλουτιζόταν. Πρωταρχικό και απαραίτητο στοιχείο είναι λοιπόν το θυσιαστήριο· διότι θυσίες τελούνταν,
ακόμη και σε ύστερες εποχές, μπροστά σε ολοκληρωμένους ναούς, αλλά η ύπαρξη
ενός τεράστιου, συχνά, θυσιαστηρίου ήταν απολύτως απαραίτητη. Υπήρχαν βωμοί τού
Δία και άλλων θεών ακόμη και σε απόκρημνες κορφές· και άλλοτε σμιλευόταν ένα
σύμπλεγμα βράχων στο σχήμα ενός τεράστιου, ασφαλώς, θρόνου, άλλοτε προσφερόταν
από τη φυσική της μορφή μια απόκρημνη ακτή ως θρόνος. Για ποιόν θεό άραγες; Η
απάντηση μπορούσε να παραμένει σε ένα σεβάσμιο σκότος. Ακόμη και υδάτινες
λεκάνες με απύθμενο βάθος συνδέθηκαν, από τούς αρχαιοτάτους χρόνους, με θρύλους
και μυστήρια.
Ο
πραγματικός ναός, η κατοικία δηλαδή
τού θεού, δεν υπήρξε αναγκαστικά το αρχαιότερο στοιχείο· τα αρχαία ιερά
ονομάζονται (μεταξύ άλλων και από τον Στράβωνα) μαντεία, στα οποία η θεότητα ήταν με έναν διαφορετικό ίσως τρόπο
παρούσα, απ’ ό,τι με την ύπαρξη του ειδώλου της· το οικοδόμημα
προσαρμόζεται κάθε φορά επίσης στις απαιτήσεις τού τοπίου, που θα μπορούσε να
είναι μια βαθειά π.χ. ρωγμή μέσα στη γη, με ασφαλή περίφραξη. Όπου όμως το
αντικείμενο της λατρείας βρισκόταν μέσα στον ναό, ήταν φανερό ότι προϋπέθετε
την παρουσία τής θεότητας, αν και δεν υφίσταται καμμιά σαφής ερμηνεία απέναντι
σ’ αυτήν την πίστη. Παρότι η τέχνη είχε μεν δημιουργήσει πλήθος ανθρωπίνων και
θείων μορφών, χωρίς να είναι ωστόσο,
έστω και κατά προσέγγιση, σε θέση να ανταποκριθεί στο απαιτούμενο κάλλος τής
αντίληψης για το θείο, ακόμη κι ένας σωρός από πέτρες, μια πυραμίδα, ή ένας
κίονας μπορούσαν να εκπροσωπήσουν τη θεότητα, και θα ήταν λάθος να αποδώσουμε τον χαρακτήρα
φετιχιστικού συμβόλου σ’ αυτές τις απλοϊκές κατασκευές. Όταν όμως μια ολοκληρωμένη τέχνη δημιούργησε τους
θεούς, και ο λαός απέκτησε, όπως και ο ίδιος άλλωστε ο καλλιτέχνης,
συνείδηση της γήινης προέλευσης του ειδώλου, το είδωλο εξακολούθησε να είναι η
ίδια ακριβώς η θεότητα, όσο κι αν μεταγενέστεροι χλευαστές και Εκκλησιαστικοί
Πατέρες ειρωνεύτηκαν αυτή την αντίφαση.
Τον αρχαϊκό τύπο τού καθεαυτό ναού
αντιπροσώπευε, κατά τη γνώμη μας, η
περίπτερος κατασκευή: ένας σχετικά μικρός, επιμήκης σηκός, περιβαλλόμενος
από κίονες, κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από ξύλο, σε μιαν εποχή που η Ελλάδα
ήταν πλούσια σε δάση και δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η τέχνη τού λιθοξόου. Χάρη
σε μια θρησκευτική εξέλιξη, της οποίας αγνοούμε τα βήματα, ο τύπος αυτός τού
ναού υιοθετήθηκε από όλους τούς Έλληνες και έγινε, περνώντας από την ξύλινη
στην πέτρινη κατασκευή, το πρότυπο όλων τών μετέπειτα ναών, τόσο ως προς την απλότητα όσο και ως προς
τον πλούτο τής μορφής τους. Την
ίδρυση της πόλης συνόδευε η ταυτόχρονη κατασκευή πλήθους ναών· στη συνέχεια
προστίθεντο και νέοι, με αφορμή κάποιον επικείμενο κίνδυνο, μια καταστροφή, ή
τη συμβουλή ενός μαντείου· η ποσότητα δεν εξασφάλιζε και την πληρότητα, ώστε να
υπάρχει ένας ναός για κάθε ολύμπιο θεό, ούτε καν στις μεγαλύτερες πόλεις, ενώ
μπορεί να διέθεταν πολλούς ναούς στο όνομα μιας συγκεκριμένης θεότητας, με
διαφορετικές όμως προσωνυμίες, όπως για παράδειγμα η Σπάρτη, όπου αναφέρονται
έξη ναοί στο όνομα της Αρτέμιδος. Όταν
θέλησαν να τιμήσουν αργότερα όλους τούς θεούς, κατασκεύασαν τα Πάνθεα· ο Παυσανία γνώριζε πάντως και
Πάνθεα που θεωρούνταν «αρχαία».
Εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε τις
προαναφερθείσες μεταφορές λατρείας (αφιδρύσεις), παραδείγματα των οποίων
υπήρχαν ήδη από τα πολύ πρώιμα χρόνια. Η κοιτίδα τους είναι εύκολο να
εντοπιστεί: οι ελληνικοί πληθυσμοί
μετέφεραν κατά τις μετακινήσεις τους και τους θεούς τους. Οι πληθυσμοί που
έφευγαν για να δημιουργήσουν μια νέα αποικία, ζητούσαν σε ένα επόμενο στάδιο
από την πατρίδα που εγκατέλειπαν, η οποία μπορεί και να είχε κατακτηθεί, το
είδωλο του σημαντικότερου θεού τους, «ή τη μεταφορά τουλάχιστον της λατρείας
του». Ο Στράβων αναφέρεται μ’ αυτούς τούς όρους στη λατρεία τού Ποσειδώνα στην
αχαϊκή Ηλίκη, παρέλειψε όμως να μας πληροφορήσει για τις τελετές τής μεταφοράς
τής λατρείας του, θεωρώντας τις ίσως κάτι το αυτονόητο· μπορεί να επρόκειτο για
τη μεταφορά τής τελετουργίας στον συγκεκριμένο ναό, για μυστικές λατρείες, για
ιερά έθιμα διαφόρων ειδών· το βέβαιο είναι, ότι το είδωλο αποτελούσε το κατά το
δυνατόν ακριβές αντίγραφο του ειδώλου που ανήκε στην άλλη πόλη. Μπορούμε επίσης
να υποθέσουμε, ότι είχε προηγηθεί η υπόδειξη ενός χρησμού, που επέβαλε στην
πόλη μια λατρεία που λογιζόταν ως ιδιαίτερα ισχυρή. Για τις ιδέες που
ενδεχομένως επικρατούσαν στην αντίληψη των λαών, μας πληροφορεί ένα
μεταγενέστερο, αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτικό παράδειγμα της εποχής τών διαδόχων.
Κατά τη βασιλεία τού Σελευκίδα Αντιόχου Β΄ αποδίδεται στους θεούς ενός κυπριακού
ναού η επιθυμία να μετοικήσουν στη μεγάλη Αντιόχεια, και παροτρύνουν τον
Απόλλωνα των Δελφών να χορηγήσει μιαν ανάλογη σύσταση, όταν τον ρωτήσει η
Αντιόχεια, όπως και τελικά συμβαίνει. Όταν όμως φτάνουν στον κυπριακό ναό οι
άνδρες τού Αντίοχου, συνειδητοποιούν ότι είναι αδύνατον να αφαιρέσουν τα είδωλα
των θεών με την παρουσία τών κατοίκων· δηλώνουν λοιπόν ότι δεν επιθυμούν παρά
να κατασκευάσουν τα ακριβή αντίγραφα, και αρχίζουν να εργάζονται νυχθημερόν,
ακόμα κι όταν οι ιερείς κοιμούνται. Τοποθετούν λοιπόν στο τέλος τα αντίγραφα
στον ναό και φεύγουν με τα πρωτότυπα, μπροστά στα μάτια των ανυποψίαστων
Κυπρίων. «Είναι κάτι που δεν συνέβη, προφανώς, λόγω τής δεινότητας και μόνο τών
αγαλματοποιών, αλλά ήταν και οι ίδιοι οι θεοί, που επιθυμούσαν να μετοικήσουν,
και που τους πρόσφεραν αυτή την υπεράνθρωπη σχεδόν ικανότητα…». Με άλλα λόγια,
όσον αφορά στις περιπτώσεις αντιγράφων αυτών τών ειδώλων, η πόλη που τα έχει,
υποστηρίζει συνήθως ότι είναι τα πρωτότυπα!
Ο εξαιρετικά μεγάλος, ενίοτε, αριθμός ναών
σε μια πόλη, όπως π.χ. στη Σπάρτη, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε, ότι οι
περισσότεροι ναοί ανήκαν σε ιδιώτες· αρκετοί απ’ αυτούς θα ήταν μάλιστα μικροί
και λιτοί. Η δημιουργία ενός ιερού χώρου ήταν σχετικά εύκολη, καθώς δεν
χρειαζόταν παρά ένας χώρος μόνο, για την τοποθέτηση του ειδώλου, με έναν βωμό
στο ύπαιθρο, μπροστά από το άγαλμα του θεού, χωρίς ιερείς, και σχεδόν χωρίς
δωρεές, με μερικές πενιχρές μόνο τελετές προς τιμήν τής θεότητας σε ορισμένες
εποχές τού έτους. Η επιλογή επιπλέον τής τιμωμένης θεότητας ήταν ελεύθερη,
χωρίς μεσολάβηση κάποιας θρησκευτικής αρχής· Ο Κόνων αφιέρωσε στην Αφροδίτη, μετά τη ναυτική του νίκη στην Κνίδο,
έναν ναό στον Πειραιά, επειδή οι Κνίδιοι λάτρευαν ιδιαιτέρως αυτή τη θεά·
επέλεγαν δηλαδή συνήθως μια θεότητα, προστάτιδα του τόπου στον οποίον συνέβησαν
γεγονότα, που εξασφάλισαν την ευδαιμονία και την ευημερία τών κατοίκων. Στην
είσοδο της Ακαδημίας τών Αθηνών υπήρχε
μια επιγραφή στον βωμό τού Έρωτα, για να θυμίζει ότι ο ιδρυτής του, ο Χάρμος,
ήταν ο πρώτος από όλους τούς Αθηναίους που κατασκεύασε βωμό για να τιμήσει
αυτόν τον θεό· στους μετοίκους (ξένους, που εγκαταστάθηκαν στην πόλη)
προσφέρθηκε αντίθετα η δυνατότητα, να κατασκευάσουν βωμό στον Αντέρωτα
(δαίμονα, που εκπροσωπεί τον ατυχή ή αναπόδοτο έρωτα) στο κέντρο τής πόλης, η
λατρεία τού οποίου θεωρήθηκε ως αναγκαία συνθήκη για την τάξη τους.
Ο Παυσανίας συνάντησε, όπως γνωρίζουμε, έναν μεγάλο αριθμό ερειπωμένων
ναών, χωρίς, συχνά, στέγη, την οποία είτε είχε χτυπήσει κεραυνός, είτε είχε
εγκαταλειφθεί να καταρρεύσει. Υπήρχαν επίσης διάσπαρτα ερείπια ναών που είχε πυρπολήσει ο στρατός τού Ξέρξη,
και οι οποίοι αφέθηκαν σκόπιμα σ’ αυτήν την κατάσταση· θα πρέπει όμως να μην
ήταν πολλά. Είναι προφανές ότι η πόλη προστάτευε και συντηρούσε τα ιερά που
είχε η ίδια ιδρύσει, για όσο διάστημα
εξακολουθούσε να διατηρεί την ισχύ και την ευημερία της. Το ίδιο ίσχυε δε,
στο μέτρο τού δυνατού, και για τις συντεχνίες και τις οικογένειες των ιδρυτών
ιδιωτικών ναών· όταν όμως αυτές εξέλιπαν, εξ αιτίας πολέμων ή πολιτικών ερίδων,
χωρίς να αφήσουν διαδόχους, η πόλη παρακολουθούσε σιωπηρά τούς ναούς, που είχαν
ιδρύσει αυτά τα πρόσωπα, να καταρρέουν ή να αποτεφρώνονται, χωρίς να ανησυχεί
για την ενδεχόμενη οργή τών συγκεκριμένων θεών. Η Σικυών ανεχόταν π.χ. την
οικτρή κατάσταση ορισμένων ναών, παρότι η πόλη ευημερούσε. Δεν είναι όμως
σπάνιες και οι αντίθετες περιγραφές από τον Παυσανία: κατεστραμμένες πόλεις με συντηρημένους βωμούς, οι οποίοι διέθεταν ακόμη
κάποιου είδους λατρεία. Ήταν αρκετό τελικά για έναν κατεστραμμένο ναό, το
να διαθέτει ακόμη τον βωμό τού θυσιαστηρίου.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου