Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΝΕΟΠΑΡΜΕΝΙΔΕΙΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ (3)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Μαίου 2021

Κριτική στην νεοπαρμενίδειο ερμηνεία της Δύσεως 

Enrico Berti.

      

Μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες μέχρι σήμερα να τονίσω πώς ολόκληρη η φιλοσοφία τού Severino δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη με μεγάλη ακρίβεια εκείνου που ο δάσκαλος του Bontadini ονόμασε η “Αρχή τού Παρμενίδη”, η δήλωση δηλαδή ότι το “Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι”. Ας μην επιμείνουμε στο θεμέλιο τής αντιδημιουργίας από τον Θεό, στο οποίο στηρίζεται. Είναι όμως γεγονός ότι εάν αποδεχθούμε την “Αρχή τού Παρμενίδη”, έχει δίκαιο ο Severino να λέει ότι όλο αυτό που είναι, είναι αιώνιο και να λέει επομένως ότι όλες οι φιλοσοφίες τού γίγνεσθαι είναι άλλες τόσες μορφές τού μηδενισμού.

          Νομίζω όμως ότι η “Αρχή τού Παρμενίδη” βρίσκεται εκτεθειμένη σε τουλάχιστον δύο αντιρρήσεις, η πρώτη των οποίων δεν είναι μοιραία, αλλά επιβάλλει μία επαναδιατύπωση για να αποφευχθούν ασάφειες, ενώ η δεύτερη, νομίζω και δικαίως, είναι μοιραία, δηλαδή θανατηφόρος (από απόψεως λογικής εννοείται).

          Η πρώτη αντίρρηση είναι ότι η “Αρχή τού Παρμενίδη”, λέγοντας ότι “το Είναι είναι”, κάνει το κατηγόρημα “είναι” (τέτοιο είναι κάθε ρήμα, ακόμη και στον άπειρο τρόπο) το υποκείμενο τής πράξεως την οποία αυτό το ίδιο δείχνει, σαν να έλεγε κάποιος “το βάδισμα βαδίζει “ή η τροφή τρώει” (ακόμη και ο Χάιντεγκερ κάνει το ίδιο λέγοντας ότι: “das Nichts nichtet” ή “το μηδέν μηδενίζει”). Αυτό ισούται με την υποστασιοποίηση, με την ουσιοποίηση τού Είναι, δηλαδή με την μείωση του σε ουσία (ένα λάθος το οποίο ο Χάιντεγκερ αποδίδει στον Αριστοτέλη, ενώ βάσει αυτής της διατυπώσεως ανήκει στον Παρμενίδη). Η αντίρρηση ξεπερνιέται μέσω της αλλαγής τού Είναι με το όν ή μέ τά όντα ή με τα πράγματα και με την επακόλουθη δήλωση “τα όντα είναι” ή “τα πράγματα είναι” κάτι που είναι πρόθυμος να αποδεχθεί ο Σεβερίνο και χρειάζεται να διευκρινίσει πιθανές ασάφειες γύρω από την σημασία τής λέξης “είναι”. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι εάν αυτή η τελευταία σημαίνει το Είναι στην πληρότητά του, ή το καθ’αυτό Είναι ή το ανώτατο Είναι δηλαδή τον Θεό-όπως πιστεύουν πολλοί-τότε η “Αρχή του Παρμενίδη” γίνεται μία αυτονόητη αλήθεια, αποδεκτή από όλους (τουλάχιστον τους “μεταφυσικούς”). Εάν όμως το “είναι” σημαίνει τα όντα ή τα πράγματα, τότε έχουμε ακριβώς την θέση του Παρμενίδη και του Σεβερίνο, η οποία όπως θα δείξουμε μόνον κατανοητή και αποδεκτή δεν είναι.

          Αυτό που δυσκολεύει πράγματι, στην “Αρχή του Παρμενίδη”, διατυπωμένη σ’αυτή την τελευταία και ακριβέστερη μορφή (τρόπο) δεν είναι προφανώς η πρώτη δήλωση, δηλαδή ότι τα όντα ή τα πράγματα είναι, αλλά η δεύτερη, δηλαδή ότι αυτά δεν μπορούν να μην είναι! Εδώ λοιπόν αναδύεται η προϋπόθεση που βρίσκεται στην βάση τής υποτιθέμενης “Αρχής” και η οποία πρέπει να απωθηθεί για δύο λόγους: 1) διότι προϋποτιθέμενη (ο λόγος είναι επίσης ad hominem, καθότι ο Σεβερίνο μοιράζεται με την μεταφυσική την έννοια της φιλοσοφίας σαν κριτικής σκέψης, μη δογματικής, ελεύθερης από προϋποθέσεις) και 2) διότι είναι λάθος!

          Να λοιπόν η δεύτερη αντίρρηση. Η “Αρχή του Παρμενίδη” δηλώνοντας ότι όχι μόνον το είναι (ή το όν) είναι, αλλά επίσης και ότι αυτό δεν μπορεί να μην είναι, υπολογίζει το κατηγορούμενο “είναι” σαν ταυτόν με το υποκείμενο (είναι ή όν), δηλαδή θεωρεί την διαβεβαίωση αυτή μία βεβαίωση της ταυτότητος, και όχι της χορηγήσεως (παροχής) ή τουλάχιστον μία βεβαίωση ουσιώδη, μη τυχαία, δηλαδή για να το πούμε με όρους Καντιανούς-μία αναλυτική κρίση, μη συνθετική, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι την τοποθετεί στον τρόπο τής ανάγκης (“δεν μπορεί να μην”), που είναι ακριβώς ο τρόπος των βεβαιώσεων τής ταυτότητος, ή ουσιώδεις ή αναλυτικές κρίσεις.

          Η επιβεβαίωση ότι αυτή είναι ακριβώς η σκέψη τού Σεβερίνο προκύπτει αν και εμμέσως, από τις ίδιες του τις σκέψεις στο τελευταίο του βιβλίο : «Η αποτυχημένη πατροκτονία». Γράφει λοιπόν εναντιωνόμενος στον Αριστοτέλη: “να πιστέψουμε ότι υπάρχει ένας χρόνος στον οποίο τα πράγματα (δηλαδή το μη-τίποτα) είναι τίποτα είναι σαν να πιστεύουμε ότι υπάρχει ένας χρόνος στον οποίο ο κύκλος είναι τετράγωνος κ.τ.λ. “Είναι γνωστό όμως ότι η δήλωση «ο κύκλος είναι τετράγωνος» είχε χρησιμοποιηθεί από τον Κάντ, στην κριτική του καθαρού λόγου, σαν παράδειγμα τής αντιφάσεως εξ’αντικειμένου, αρνήσεως τής αρχής τής ταυτότητος, την οποία ο Κάντ θεωρούσε την υπέρτατη αρχή τών αναλυτικών κρίσεων. Να πούμε ότι ο κύκλος είναι τετράγωνος είναι μία αντίφαση, όπως θα ήταν να λέγαμε ότι είναι τρίγωνος ή τετράγωνος ή οποιασδήποτε άλλης μορφής που δεν είναι ο κύκλος, εκείνη λόγω της οποίας ορίζεται σαν κύκλος, που υποχρεώνει να πούμε “ο κύκλος είναι κυκλικός”. Για τον Κάντ λοιπόν η αρχή τής ταυτότητος (η οποία διακρίνεται απολύτως από την Αριστοτελική αρχή της μη-αντιφάσεως) υποχρεώνει να σχηματίσουμε αναλυτικές κρίσεις, δηλαδή ταυτολογικές και γι’αυτό αναγκαίες. Γι’αυτό η ένδειξη τού χρόνου στριμωγμένη στην διατύπωση του Αριστοτέλη είναι περιττή. Αυτό ισχύει και για τον Σεβερίνο : κάθε κρίση μη-αναλυτική, δηλαδή μη ταυτολογική, σχετικά με το Είναι, είναι αντιφατική. Αλλά ας δούμε γιατί στην βάση αυτής τής εννοιολογήσεως υπάρχει η προϋπόθεση τής μονοσημαντότητος τού Είναι.

          Όποιος λέει “το είναι (ή το όν) δεν μπορεί να μην είναι”, καθιστά το Είναι (κατηγορούμενο) την ίδια την ουσία (ή ένα ουσιώδες κατηγόρημα, δηλαδή ένα μέρος της ουσίας) τού όντος (υποκείμενο), δηλαδή όλου αυτού που είναι, κάτι που αληθεύει μόνον εάν το Είναι συνιστά πραγματικά την ουσία όλου αυτού που υπάρχει! Ήδη όμως μ’αυτή την προϋπόθεση ο Κάντ δεν θα συμφωνούσε, διότι γι’αυτόν-όπως είναι γνωστό-το Είναι, δηλαδή η ύπαρξη, δεν προσθέτει τίποτε στην ουσία αυτού για το οποίο χρησιμοποιείται σαν κατηγόρημα, δηλαδή δεν αποτελεί μέρος και φυσικά δεν το συστήνει. Ότι το είναι αποτελεί το ουσιώδες σε όλο αυτό που υπάρχει, θα έπρεπε να αποδειχθεί, διότι δεν είναι ταυτολογία, και επι πλέον οι μεταφυσικοί, στην περίπτωση εκείνου του μοναδικού όντος στο οποίο αποδίδουν σαν ουσία το Είναι, δηλαδή ο Θεός, προσπαθούν να αποδείξουν την ισχύ αυτής της απόδοσης, δηλαδή την ανάγκη της υπάρξεως του Θεού. Καθ’αυτό, πράγματι δεν είναι φανερό ότι ένα κατηγόρημα, μόνο και μόνο επειδή αναπαράγει ένα από τα σημεία στα οποία ανατρέχει για να δείξει το υποκείμενο, είναι ουσιώδες σ’αυτό. Όταν λέμε για παράδειγμα, “αυτός που βαδίζει δεν μπορεί να μην βαδίζει”, δεν λέμε καθόλου ένα προφανές πράγμα, αναντίρρητο, ταυτολογικό, διότι αυτός που βαδίζει θα μπορούσε πολύ καλά να είναι κάποιος ο οποίος παρότι βαδίζει για παράδειγμα ένας άνθρωπος, να μην έχει σαν ουσία του, και ούτε σαν μέρος της, το βαδίζειν ή το είναι βαδίζων.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: