Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (120)

Συνέχεια από Κυριακή,25 Απριλίου 2021

                                    PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                              23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

                                                   ( 5η συνέχεια )

      Αυτό που παρατηρήθηκε στις δυό προηγούμενες βαθμίδες, διευρύνεται  στην τρίτη τώρα βαθμίδα σ’ ένα πλήρες σύστημα αυτής τής «αισθησιο-θετικιστικής» κοσμοαντίληψης. Στη σωστή του εκτίμηση ως ένα επίτευγμα της σκέψης, και στην αναγνώριση τρόπον τινά της πνευματικότητάς του, συντελεί μια από εκείνες τις αγαπητές στον Πλάτωνα αποστροφές ενάντια στον χονδροειδή και απνευμάτιστο υλισμό, που θεωρεί πραγματικό μόνον εκείνο που μπορεί «να πιάση σφιχτά με τα χέρια του» (ού αν δύνωνται απρίξ τοίν χεροίν λαβέσθαι). Δεν είναι (βέβαια) εδώ ο Αντισθένης ο στόχος, ούτε ασφαλώς ο Δημόκριτος, και κατά κανέναν τρόπο ένας οποιοσδήποτε στοχαστής ή μια φιλοσοφία· «κατασκευάζει» όμως εδώ ο Πλάτων τον πιο βίαιο εχθρό, τον α-φιλόσοφο, με τον οποίον είναι αδύνατη κάθε αντιδικία, κάθε δηλ. ένταξή του στον οικείο κόσμο σκέψης τού Πλάτωνα. Απέναντι σ’ αυτούς τούς αμύητους αισθάνεται λοιπόν να συμφωνή απόλυτα με κείνες τις «εκλεκτότερες κεφαλές» (κομψότεροι), των οποίων αναπτύσσει για τρίτη τώρα και διεξοδικώτερη φορά την κοσμοθεωρία –, για να την καταπολεμήση κατόπιν. Όλα βρίσκονται λοιπόν «εν κινήσει». Για να ξεχωρίσουν ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το απέραντο  πλήθος τών «κινήσεων», δυό μορφές, μια ενεργητική και μια παθητική, που μέσα απ’ την «κοινότητα» και την τριβή τους γεννιούνται αναρίθμητοι βλαστοί, δύο ωστόσο και πάλι ειδών: οι αντιλήψεις μέσω τών αισθητηρίων (αισθήσεις), και τα ανήκοντα εκάστοτε σ’ αυτές, «συγγενή» αντικείμενα της αντίληψης (αισθητά). Ώστε να πραγματοποιηθή η αισθητική εντύπωση, καθώς ο μεν οφθαλμός εκπέμπει την οπτική του δύναμη (όψις), ενώ το αντικείμενο παράγει ταυτόχρονα τη συγγενή προς εκείνη τη δύναμη «λευκότητα», και να «γεννηθή» από τα δυό μαζί το «λευκό» χρώμα. Δεν υπάρχει άρα τίποτα το ενεργητικό, πριν τη συνάντησή του με κάτι το παθητικό. Δεν υπάρχει τίποτα «αυτό καθ’ εαυτό», παρά μόνο κίνηση και σχέση. Η ανθρώπινη γλώσσα (μάς) ξεγελά εντελώς ως προς αυτήν την πραγματικότητα. Μια σκεπτικιστική κριτική τής γλώσσας εμφανίζεται δίπλα στην «αισθησιακή» γνωσιοθεωρία, που μας θυμίζει τη θέση τού Ερμογένη στον Κρατύλο. Χωρίς να συμπεριλαμβάνονται μόνον οι μεμονωμένες υπάρξεις αλλά και τα «αθροίσματα» σ’ αυτήν την «ανάλυση», όπως π.χ. ο άνθρωπος, ο λίθος, αυτά που έχουν ζωή (τα όντα) και γενικά το Είδος (μορφή ή γένος). Και χωρίς να είναι τυχαία η παρουσία εδώ – έστω και τόσο γενικά – του Είδους (157 C 2), καθώς και του «γεγονότος», ότι η άρνηση του Είναι και η «απόσπαση» (η «απόρριψη») στο φαινομενικά παντοδύναμο ρεύμα τού γίγνεσθαι συναντά, όπως και στο «παρέρχεσθαι», έννοιες όπως το «αγαθό» και το «ωραίο» (157 D 8), όπου καθίσταται άμεσα μεν αισθητός ο κίνδυνος (να χαθή κανείς στο «ρεύμα»…), αλλά δηλώνεται ήδη και το σταθερό εκείνο «στοιχείο», για όποιον είναι προσεχτικός, στο οποίο και «θραύεται» το ρεύμα: δηλ. η γλώσσα, το Είδος, το Αγαθό

Ο Σωκράτης (μάς) καθοδηγεί προς το παρόν στην τελευταία και πιο ριζοσπαστική συνέπεια (157 Ε). Φανερώνει ότι υπάρχουν – στο όνειρο, στην τρέλλα, στην πλάνη τών αισθήσεων – πραγματικότητες, που εμφανίζονται αρκετά ισχυρές, ώστε να διακρίνουν το αληθινό και το λανθασμένο στο πεδίο τής αντίληψης. Μόνον όμως στιγμιαία. Γιατί μια τέτοια αντίρρηση απέναντι στη θέση, που «απελευθερώνει» εδώ (ως «μαία»…) ο Σωκράτης απ’ τον Θεαίτητο, προέρχεται απ’ το ίδιο, βιολογικό θα μπορούσε να πη κανείς πεδίο, όπως και η βασική επιχειρηματολογία, απέναντι στην οποία τίθεται η αντίρρηση. Η θέση αυτή καθίσταται έτσι αρκετά ισχυρή, ώστε να συμπεριλάβη εντός της (και) την αντίρρηση, με αποτέλεσμα η ίδια να εμφανίζεται ακόμα πιο ριζοσπαστική: ο υγιής Σωκράτης δεν έχει τώρα μεγαλύτερο δίκαιο απ’ τον ασθενή, ούτε ο «ξύπνιος» απ’ τον «κοιμώμενο». Εφ’ όσον ο Σωκράτης εννοείται καθαρά βιολογικά. Και επιπλέον: ο ασθενής Σωκράτης είναι «διαφορετικός», «άλλος» απ’ τον υγιή, κι ο Σωκράτης που ξαγρυπνά ένας άλλος Σωκράτης από εκείνον που κοιμάται. Για να τελειώση έτσι με μια πλήρη «διάλυση» του ανθρώπου και της «ύπαρξης» - και μάλιστα της σωκρατικής ύπαρξης ανάμεσα σε όλες τις υπάρξεις – η συζήτηση στην τρίτη βαθμίδα Ο άνθρωπος δεν είναι η «ψυχή» (του), όπως στον Αλκιβιάδη μείζονα και τον Φαίδωνα, αλλά ένας «σωρός», που δεν υπάρχει καθ’ εαυτός, αλλά υπάρχει, ή μάλλον καθίσταται κάθε φορά, εν σχέσει προς οτιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος «διαλύεται» μέσα στο μεγάλο, αναφορικό σύστημα, και ολόκληρη η συζήτηση τελειώνει επαναλαμβάνοντας, ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως καθ’ εαυτό. Η «κοσμοθεωρία» που ταυτίζει τη γνώση με την αντίληψη «ακολουθείται» μέχρις αυτές τις τρομακτικές συνέπειες – που γίνονται ακόμα πιο τρομακτικές, αν σκεφτούμε πως αυτός ο Σωκράτης, που φαίνεται να διαλύη εδώ εννοιολογικά την ίδια του την ύπαρξη, θα προσέλθη σε λίγες ώρες στη «βασιλική αίθουσα», για να του αποδοθή εκεί η (γνωστή) κατηγορία (210 D 2).

      Εκείνοι που «έβλεπαν» με μεγαλύτερη σαφήνεια, αισθάνονταν μέχρι τώρα, πότε-πότε, την αντίθετη δύναμη. Τώρα (όμως) ο μαιευτικός έλεγχος (του Σωκράτη) στρέφεται στον νεογεννηθέντα (Θεαίτητο). Εκείνο που πρέπει να ελεγχθή εδώ διαθέτει μια τέτοια συστηματική σταθερότητα, ώστε ο «Πρωταγόρας», που μιλά με το στόμα τού Σωκράτη, να μένη «απαρασάλευτος» ύστερα από την πρώτη και τη δεύτερη αντίστροφη ώθηση. Και να αποφέρη τώρα μόνον η τρίτη, όχι βέβαια μια καταστροφή, αλλά την ένταξη (τουλάχιστον) στον σωκρατικο-πλατωνικό κόσμο. Όπως προηγουμένως η «κίνηση», έτσι συντελείται τώρα και η «αντι-κίνηση» σε τρεις βαθμίδες. Με τον Θεαίτητο στις δυό κατώτερες ως συνομιλητή, και την αντικατάστασή του στην ανώτατη από τον (δάσκαλό του) Θεόδωρο. Μια «αντι-κίνηση», που έχει ωστόσο εξαρχής χαρακτηρισθή από εκείνη την πολύ σύντομη παρέμβαση του Θεόδωρου στον διάλογο (161 Α), την οποία δεν πρέπει να την εκλάβουμε καθαρά «τεχνικά». Γιατί ο γεωμέτρης Θεόδωρος συνιστά, ακόμα και με την απλή του «παρουσία», την πιο μεγάλη αντίθεση (ένσταση) απέναντι στον «Πρωταγόρα». Η δε ειρωνική φράση τού Σωκράτη προς τον Θεόδωρο: «ο σύντροφός σου ο Πρωταγόρας», μας βοηθά (μας οδηγεί) να καταλάβουμε κάτι ακόμα: Ότι αναιρεί ασφαλώς ο γεωμέτρης τον σοφιστή, χωρίς όμως να το γνωρίζη! Εφ’ όσον γι’ αυτό θα χρειαζόταν – μιλώντας με την εννοιολογική γλώσσα τής Πολιτείας – μια νοητική, και όχι μόνο διανοητική γνώση.

    Η «εφόρμηση» τελείται ενάντια στη φράση «παν μέτρον άνθρωπος» (“homo-mensura”) στην πρώτη βαθμίδα, φράση που διατυπώνει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη «γνωσιοθεωρητική ανάλυση». Ο Πλάτων την έχει βέβαια ήδη καταπολεμήσει ως «επιχείρημα κατά τού  ανθρώπου» (argumentum ad hominem) στον Ευθύδημο: πώς μπορεί να θέλη να είναι δάσκαλος ο κήρυκας αυτής τής φράσης, εφ’ όσον κάθε φράση έχει το ίδιο «δικαίωμα»; Έχει δε «αφήσει» να προσκρούση, λιγότερο προσωπικά, η «αλήθεια» του Πρωταγόρα, στην αναγνωρισμένη διαφορά μεταξύ ευφυίας και χαζομάρας στον Κρατύλο (385 Ε κ.ε.). Αυτό που επαναλαμβάνεται τώρα στον Θεαίτητο, είναι το επιχείρημα απ’ τον Ευθύδημο. Μόνο που δίπλα στον σοφό Πρωταγόρα με την ειρωνικά «ταπεινή» μορφή τής λιτότητας (praeteritio), στέκεται εδώ ο ίδιος ο Σωκράτης, η μαιευτική του τέχνη και «σύμπασα η τού διαλέγεσθαι πραγματεία» (161 Ε 6). Είναι δηλ. «ολοζώντανη» εδώ η δύναμη, στην οποία και «τσακίζεται» η πρωταγόρεια φράση. Μια δύναμη που παραμένει ωστόσο σιγανή, για ν’ ακουστή πιο δυνατή η «πολεμική» φράση: γιατί να είναι μέτρο τών πάντων μόνον ο άνθρωπος; γιατί όχι και ο χοίρος ή ο πίθηκος; Κι απ’ την άλλη (ύστερα από λίγο) πλευρά: και γιατί όχι ο Θεός; Το πρώτο αποτελεί μια χονδροειδή βέβαια έκφραση. Με το δεύτερο υποδεικνύεται όμως κάτι το πολύ σοβαρό. Και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό, ότι η φράση για «τον Δία ως μέτρο τών πάντων» (deus-mensura) επανέρχεται σ’ ένα επιβλητικό σημείο τών Νόμων (IV 716 C), όπου ο Πλάτων εξηγεί ότι, εφ’ όσον δεν εξουσιάζει στην Πόλη ο Θεός αλλά ένας θνητός, δεν υπάρχει καμμιά διαφυγή απ’ την αθλιότητα (713 Ε), και ότι ο αυθαίρετος άνθρωπος, που ως οδηγός νομίζει πως δεν χρειάζεται τον Θεό και τη Δίκη που συνεχώς τον ακολουθεί, εγκαταλείπεται και καταστρέφει την Πόλη (716 Α κ.ε.). Υποδεικνύει λοιπόν κάτι πολύ σοβαρό στον Θεαίτητο ο Σωκράτης, αλλά μόνον το υποδεικνύει. Για να μπορέση έτσι «ο ίδιος ο Πρωταγόρας ή κάποιος άλλος στη θέση του» να προφυλαχθή, με το στόμα τού Σωκράτη, απέναντι σ’ ένα τέτοιο «χαλαρό» είδος αμφισβήτησης και να απαιτήση γεωμετρική αυστηρότητα. Αν όμως επικαλείται ο Πρωταγόρας τη γεωμετρία, πρέπει να είναι ταυτόχρονα πολύ προσεχτικός, για να μη στραφή η ίδια η γεωμετρία απέναντί του.

     Η «εφόρμηση» μένει λοιπόν ως μια προσωρινή αψιμαχία στο πρώτο επίπεδο. Είναι εξαιρετικά α-συστημική, και το εχθρικό μέτωπο πολύ πλατύ, για να διαταραχθή απ’ αυτήν. Καθώς «αντιμετωπίζει» την πρωταγόρεια και μόνο θέση – κι αυτήν χωρίς επαρκές σύστημα – , ούτε όμως το «ηρακλείτιο» θεμέλιό της, ούτε και τη συνέπειά της στον (νεαρό) Θεαίτητο. Απέναντι σ’ αυτά ο Πλάτων θα απευθυνθή, με μια σειρά σύντομων επιχειρηματολογιών, στο δεύτερο επίπεδο …

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου