ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Πρόλογος
1. Ο λόγος τής κατηχήσεως είναι μεν αναγκαίος στους προϊσταμένους τού βίου τής ευσεβείας, ώστε να είναι δυνατόν να πληθύνεται η Εκκλησία με την προσθήκη τών σωζομένων, καθώς η διδασκαλία τού περί πίστεως λόγου προσάγεται στην ακοή των απίστων· αλλ᾽ όμως δεν είναι εφαρμόσιμος ο ίδιος τρόπος διδαχής (διδασκαλίας) σε όλους τους προσερχομένους στον λόγον, αλλά πρέπει να προσαρμόζουμε κατα τις μεταξύ τών θρησκειών διαφορές την κατήχησιν, αποβλέποντες στον ίδιον σκοπόν του λόγου, αλλά μη επιχειρηματολογούντες κατά τον ίδιον τρόπον. Πράγματι με άλλες προϋποθέσεις σκέπτεται ο ιουδαΐζων και με άλλες ο ελληνίζων, ενώ ο Ανόμοιος και ο Μανιχαίος, και οι οπαδοί του Μαρκίωνος και του Βαλεντίνου και του Βασιλείδου, και όλη η άλλη σειρά τών πλανωμένων στις αιρέσεις, έκαστος με τις ιδιαιτέρες προκαταλήψεις του καθιστούν αναγκαία την εναντίον τών δοξασιών τους μάχην. Διότι ο τρόπος τής θεραπείας πρέπει να προσαρμόζεται συμφώνως προς το είδος της νόσου. Δεν θα θεραπευθεί με τα ίδια μέσα η πολυθεΐα του Έλληνος και η απιστία του Ιουδαίου ως προς τον μονογενή Θεόν. Ούτε πάλι είναι δυνατόν να ανατρέψει με τα ίδια επιχειρήματα τις απατηλές περί των δογμάτων μυθοποιίες των πλανωμένων στις αιρέσεις. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει κανείς τον Ανόμοιον με τα επιχειρήματα δια των οποίων ανατρέπει τον Σαβέλλιον, ούτε η μάχη προς τον Μανιχαίον θα ωφελήσει και τον Ιουδαίον, αλλά πρέπει, όπως ελέχθη, να λαμβάνει υπ᾽ όψιν τις αντιλήψεις των ανθρώπων και να προσαρμόζει τον λόγον στην πλάνην την οποίαν έχει έκαστος, προβάλλων αρχές και προτάσεις εύλογους σε κάθε συζήτηση, έτσι ώστε η αλήθεια να αποκαλυφθεί κατά τρόπον συνεπή με εκείνα τα οποία είναι ομολογημένα από αμφότερα τα μέρη.
2. Επομένως όταν γίνεται συζήτηση με ένα εκ των ελληνιζόντων,
θα ήταν εύλογο να αρχίσει η διάλεξη (επιχειρηματολογία) ως εξής· δέχεται την ύπαρξιν
Θεού ή παραδέχεται των αθέων τα διδάγματα; Εάν λέγει ότι δεν υπάρχει Θεός, θα οδηγηθεί
δια των ανά τον κόσμον τεχνικώς και σοφών οικονομουμένων (εκδηλουμένων) ενεργειών
να ομολογήσει την ύπαρξη κάποιας δυνάμεως η οποία δι’ αυτών αποδεικνύεται ότι είναι
υπεράνω του παντός. Εάν πάλι δεν αμφιβάλλει μεν δια την ύπαρξη του Θεού φέρεται
δε παραδεχόμενος πλήθος θεοτήτων, θα χρησιμοποιήσουμε την εξής μέθοδο με αυτόν·
τί εκ των δύο νομίζει ότι είναι το θείον, τέλειον ή ελλιπές; Αν δε αυτός αποδεχθεί
την τελειότητα της θείας φύσεως, θα απαιτήσουμε να αναγνωρίσει ότι η τελειότης εκφαίνεται
σε όλα όσα νοούνται στη θεότητα, ώστε να μη είναι δυνατόν να θεωρηθεί το θείον
μικτό από εναντιότητες, από έλλειψη και τελειότητα. Αλλά είτε κατά την δύναμιν,
είτε κατά την έννοια του αγαθού, είτε κατά την σοφία, και την αφθαρσία και την αϊδιότητα,
είτε κατά οποιανδήποτε άλλο θεοπρεπές νόημα αναφερομένο στην θείαν φύσιν, να
παραδεχθεί κατά λογική συνέπεια ότι ταύτα πάντα ανήκουν στην θεωρηθείσα τελειότητα
της θείας φύσεως.
3. Όταν λοιπόν το ζήτημα τεθεί ενώπιον μας κατ’ αυτόν τον
τρόπον, τότε δεν είναι δύσκολο τον έχοντα διεσκορπισμένο τον νουν του σε πλήθος
θεών να στραφεί προς την ομολογία της μιας θεότητος. Διότι αν δέχεται καθ᾽ όλα
τέλειον το υποκείμενον, ισχυρίζεται δε ότι υπάρχουν πολλά τέλεια, έχοντα τα ίδια
χαρακτηριστικά, τότε είναι απόλυτος ανάγκη μεταξύ αυτών των τελείων τα οποία δεν
διακρίνονται από καμμία παραλλαγή, αλλά έχουν τα αυτά χαρακτηριστικά, ή να δείξει
το ιδιάζον γνώρισμα, ή, εάν η νόησις δεν καταλαμβάνει κανένα ιδιάζον, να δείξει
τα σημεία επί των οποίων δεν είναι δυνατό να μη υπονοηθεί κάποια διάκριση (διαφορά).
Εάν δε δεν ευρίσκει διαφορὰ ούτε ως προς το πλέον ή έλαττον των χαρακτηριστικών
τελειότητος, αφού η ιδέα της τελειότητος δεν παραδέχεται ελάττωσιν, ούτε ως προς
το χειρότερο και το καλύτερο, αφού δεν είναι δυνατό να έχει ιδέαν περί Θεού εφ’
όσον ενυπάρχει η έννοια της κατωτερότητος, ούτε πάλιν ως προς την αρχαιότητα ή
το πρόσφατον, αφού το μη υπάρχον πάντοτε είναι έξω της ιδέας της θεότητος, αλλά
η έννοια της θεότητος είναι μία και η αυτή και καμμία εύλογος διάκρισις δεν ευρίσκεται
σε τίποτε, κατά πάσαν ανάγκη η πεπλανημένη φαντασία περί του πλήθους των θεών να
συντριβεί με την ομολογία της μιας θεότητος. Διότι εάν το αγαθόν και το δίκαιον,
η σοφία και η δύναμις θεωρούνται προσόντα ισοδυνάμου τελειότητος, επίσης δε η αφθαρσία
και η αϊδιότης και πάσα ευσεβής έννοια ομολογοῦνται κατά τον ίδιον τρόπον, και αποκλείεται
πάσα διαφορά οιασδήποτε φύσεως, τότε κατ’ ανάγκην αποκλείεται από την
διδασκαλία το πλήθος των θεών, καθ’ όσον η καθ’ όλα ταυτότης άγει την πίστιν εις
τον ένα Θεόν.
Πώς απελευθερώνεται ο νους απ' τη σκλαβιά του στα πράγματα αυτού τού κόσμου; Παλεύοντας στήθος με στήθος με κάθε μας πάθος; Πάθος μάθος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ νούς προειδοποιεί γιά τή μπόρα. Καί εμείς αποφασίζουμε Θά δεχθούμε τόν πειρασμό τής ηδονής ή θά τήν απωθήσουμε μέ τήν αδελφή της τήν οδύνη τής ήττας.
ΑπάντησηΔιαγραφή