Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

27. Ερμηνευτική και ιστορικισμός (1965) (2)

 Συνέχεια από: Tρίτη 25 Μαίου 2021

27. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟΣ (1965) 

Hans Georg Gadamer-ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ 2.

          Η επανασύνδεση τού Dilthey στην Ρομαντική ερμηνευτική η οποία συνέπιπτε με την επανάκαμψη τής θεωρητικής φιλοσοφίας τού Χέγκελ στον αιώνα μας, κινητοποίησε μία πολλαπλή κριτική τού ιστορικού αντικειμενισμού (Graf Yorck, Heidegger, Betti κ.τ.λ.)

          Άφησε μάλιστα ίχνη και στην ιστορικό-φιλολογική έρευνα καθώς ρομαντικά θέματα, τα οποία είχαν σκεπαστεί από τον επιστημονικό θετικισμό του XIX αιώνος, βρήκαν την θέση τους και στο εσωτερικό τής επιστήμης. Ας σκεφτούμε το πρόβλημα τής αρχαίας μυθολογίας η οποία ανανεώθηκε στο πνεύμα τού Σέλλινγκ, από τον Walter Otto, τον Karl Kerenyi και άλλους! Ακόμη και ένας ερευνητής τόσο επίμονος, και εγκαταλελειμμένος τελείως στην μονομανία τών διαισθήσεων του, όπως ο J.J. Bachofen, οι ιδέες τού οποίου έδωσαν χώρο στις εναλλακτικές θρησκείες, προκάλεσε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον. Το 1925 εμφανίσθηκε με τον τίτλο “ο μύθος της Ανατολής και της Δύσης. Μία μεταφυσική τού αρχαίου κόσμου, μία συλλογή συστηματικά συνεταγμένη τών γραπτών τού Bachofen, με μία σημαντική εισαγωγή τού Alfred Baeumler.

          Ακόμη και όταν συμβουλευόμαστε την ιστορικό-επιστημονική συλλογή τής “Έρευνας τής ιστορίας τής μυθολογίας” τού de Vries, έχουμε εξίσου τήν εντύπωση τής ανανέωσης τού ενδιαφέροντος για την μυθολογία από την “κρίση τού ιστορικισμού”. Ο De Vries μάς δίνει μία υπέροχη θέαση σε έναν απέραντο ορίζοντα, με αποδείξεις κειμένων πολύ καλά επιλεγμένων, τα οποία καθιστούν προφανές το πρόβλημα τού μοντέρνου κόσμου, με τον αποκλεισμό της ιστορίας της θρησκείας και με μία σχεδόν δουλική υποταγή στην χρονολογία!

          Το παράδειγμα τής μυθολογίας είναι μόνον ένα από τα πολλά. Θα μπορούσαμε να δείξουμε στο συγκεκριμένο έργο τών επιστημών τού πνεύματος, πολλά σημεία με τα οποία απομακρύνονται από έναν απλό μεθοδολογισμό, στον οποίο αντιστοιχεί στον φιλοσοφικό στοχασμό, μία καθαρή κριτική τού αντικειμενισμού και τού ιστορικού θετικισμού. Ιδιαίτερης σπουδαιότητος υπήρξε αυτή η στροφή εκεί όπου στην επιστήμη ενώνονται απόψεις καταγωγικώς κανονιστικές. Αυτή είναι η περίπτωση τόσο τής μυθολογίας, όσο και τής νομικής. Ο θεολογικός διάλογος τών τελευταίων δεκαετιών ώθησε στην πρώτη γραμμή το πρόβλημα τής ερμηνευτικής, λόγω τής ανάγκης τής μεσολαβήσεως, με νέες θεολογικό-δογματικές εμπνεύσεις, την κληρονομιά τής ιστορικής θεολογίας. Η πρώτη επαναστατική επίθεση υπήρξε η ερμηνεία τής προς Ρωμαίους επιστολής τού Karl Barth (1919). Μία “κριτική” τής φιλελεύθερης θεολογίας, η οποία δεν είχε σαν αντικείμενο την καθαυτή ιστορία, όσο περισσότερο τον θεολογικό περιορισμό ο οποίος λάμβανε τα αποτελέσματά του σαν μία κατανόηση τής Γραφής. Πάντως η εξήγηση της επιστολής στους Ρωμαίους τού Barth, παρά την αντιπάθειά της προς τον μεθοδολογικό στοχασμό, είναι ένα είδος ερμηνευτικού μανιφέστου.

          Παρότι δεν μπορεί να εκτιμά αρκετά τον Rudolf Bultmann και την θέση του τής απομυθοποίησης τής Κ.Δ. δεν είναι όμως παρ’όλα αυτά το ενδιαφέρον για το πράγμα που τον χωρίζει από αυτόν. Είναι μάλλον, ο σύνδεσμος τής ιστορικό-κριτικής έρευνας με την θεολογική εξήγηση και το στήριγμα τού μεθοδικού αυτοστοχασμού στην φιλοσοφία τού Χάιντεγκερ εκείνο που εμποδίζει τον Barth να αναγνωρισθεί στον τρόπο ανάπτυξης τού Bultmann. Εν τώ μεταξύ κατέστη πραγματικά αναγκαίο να μην απορριφθεί απλώς η κληρονομιά τής φιλελεύθερης θεολογίας, αλλά να εμβαθύνει. Η σημερινή συζήτηση τού ερμηνευτικού προβλήματος-καθορίζεται από την ανάγκη τής αντιμετωπίσεως τής αναπόφευκτης θεολογικής προθέσεως και τής κριτικής ιστορίας. Οι μέν βρίσκουν τήν ιστορική προβληματική, σε σχέση μ’αυτή την κατάσταση, να χρειάζεται εκ νέου τήν υπεράσπισή της και οι άλλοι όπως φαίνεται στις εργασίες τού Ott, του Ebeling και του Fuchs, τοποθετούν λιγότερο σε πρώτο επίπεδο τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογίας, όσο περισσότερο την ερμηνευτική της βοήθεια για την κατήχηση τού Ευαγγελίου!

          Όποιος κοσμικός θέλει να λάβει μέρος στην συζήτηση τού ερμηνευτικού προβλήματος, στο εσωτερικό τού δικαίου, δεν θα κατορθώσει να υπεισέλθει στη λεπτή δικαστική εργασία. Θα μπορέσει να παρατηρήσει στο σύνολο τον τρόπο με τον οποίο η νομική κρατιέται μακριά από τον λεγόμενο νομικό θετικισμό και θεωρεί σαν κεντρικό της θέμα τον τρόπο με τον οποίο η συγκεκριμενοποίηση τού δικαίου αντιπροσωπεύει ένα νομικό πρόβλημα. Ένα συνολικό βλέμμα αυτού τού προβλήματος μάς δόθηκε από τον Karl Engisch (1953). Ότι αυτό το πρόβλημα έρχεται στην επιφάνεια λόγω αντιδράσεως στην ακρότητα τού νομικού θετικισμού είναι κατανοητό ακόμη και από την ιστορική οπτική, για παράδειγμα στην ιστορία τού ιδιωτικού δικαίου του Franz Wieacker ή στο Δόγμα τής μεθόδου τής Νομικής του Karl Larenz. Έτσι και στα τρία πεδία, στα οποία η ερμηνευτική παίζει έναν καθοριστικό ρόλο, στις ιστορικό-φιλολογικές επιστήμες, στην θεολογία και στην νομική, βλέπουμε πως η κριτική τού ιστορικού αντικειμενισμού, δηλαδή στον “θετικισμό”, έδωσε στο ερμηνευτικό πρόβλημα ένα νέο νόημα!

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου