Συνέχεια από: Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021
Hans Urs Von BalthasarΜε αυτόν τον τρόπο (του Παλαμά) η διαφανής αυτοαποκάλυψη του Τριαδικού θεού στον κόσμο, όπως την παρουσιάζει το Ευαγγέλιο, καθίσταται αδιαπέραστος, λόγω ενός ενδιάμεσου σώματος (των ακτίστων ενεργειών). Και αυτή η αδιαφάνεια δεν εννοείται με την έννοια μιας σωτηρίας τού αρρήτου τής θεότητος (του αποφατισμού) αλλά με την σημασία μιας παρεμπόδισης τής αυτό-αφιερώσεώς του. [Το εκούσιο της υποστάσεως πως εμποδίζεται; Η θέληση του Πατρός, ταυτίζεται με τον Πατέρα; Η συνέργεια της σωτηρίας, η ελευθερία του ανθρώπου, πώς κατανοούνται; Πώς βιώνονται; Πίσω από την ακατανοησία του Balthasar υπάρχει η απορροή του Πλωτίνου. Η ντροπή τού πνεύματος]. Ο Παλαμάς μπορεί βεβαίως μ’ αυτόν τον τρόπο να απαλύνει την εντύπωση μιας μοναρχίας του Πατρός και να ξανακερδίσει κάτι σαν μια «Τριαδική σύνοδο», αλλά πληρώνοντας ακριβά το κέρδος αυτό με μία ισοπέδωση των υποστατικών διαφορών [ Από τήν προηγούμενη ανάρτηση]
Μια δεύτερη πλευρά του θέματος αξίζει ίσως μεγαλύτερη προσοχή: Σαν θεολογικό θέμα βασίζεται πάνω απ’ όλα σ’ ένα φιλολογικό πρόβλημα. Θα θυμόμαστε βεβαίως την αμηχανία της Ανατολικής θεολογίας να βρει ένα όρο για την έξοδο (;) του Αγίου Πνεύματος. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός στέκεται στο «εκπορεύεσθαι» του Ιωάννη (15, 26) «ο δε παράκλητος, το πνεύμα το Άγιο ό πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου» και το αισθάνεται μάλιστα σαν μια λύση ανάγκης «διότι, τι πράγμα είναι η εκπόρευσις;». Θα μας τρέλαινε αν θέλαμε να το κατανοήσουμε. (Θεολ. 5ος ΛΑ’, 8). Ο Άγιος Γρηγόριος γράφει: «Τις ουν η εκπόρευσις; Είπε μου συ τι είναι η αγεννησία του πατρός και εγώ θα ομιλήσω δια την φύσιν της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του πνεύματος, και θα παραφρονήσουμε και οι δύο με το να εγκύψωμεν εις τα μυστήρια του Θεού».
[Είναι καταπληκτική πλάνη η μέθοδος των αποσπασμάτων για επιχειρήματα. Προτεσταντική και οργανωσιακή μέθοδος που χρησιμοποιείται σαν μοναδικός τρόπος θεολογίας στην Ελλάδα. Ας προσέξουμε όμως ότι και ο Γρηγόριος ανήκει στην Ανατολή, όχι στην Μία Εκκλησία. Στην πλάνη και στο σχίσμα. Δυστυχώς ο Γερμαναράς θεωρείται αυθεντία όπως ο Ζηζιούλας].
Παρ΄ όλα αυτά ένα απίστευτο γεγονός παραμένει στην Ιστορία. Παρόλη την αβεβαιότητα του όρου [παρότι αντλείται από το Ευαγγέλιο είναι αβέβαιος ο όρος εκπορεύεσθαι, από το πέμψει του Κυρίου], χρησιμοποιήθηκε και υψώθηκε σαν ένας πολύ ανώτερος όρος από την λατινική μετάφραση του όρου «προοδεύει», που ορίζει μόνον μια κάποια έξοδο, ενώ το εκπόρευσις, ορίζει αποκλειστικά και μόνον την έξοδο από την αιτιώδη αρχή, όπου ο Υιός και αυτός ο Ίδιος αιτιατόν, δεν μπορούσε να λάβει κανένα μέρος.
O Garrigues έκανε μεγάλες προσπάθειες για να μας πείσει για την διαφορά της ετυμολογίας ανάμεσα στο εκπορεύομαι και στο προοδεύω (που σημαίνει ακριβώς «πηγαίνοντας μπρος αφήνω την θέση μου, εκχωρώ», και στα ελληνικά προχωρείν). Όλος ο κόπος όμως της Ελληνικής θεολογίας ναυαγεί στην συνειδητοποίηση των συγχρόνων εξηγητών πως στο Ιωαν. (15, 26) δεν γίνεται λόγος για την αιώνιο έξοδο του Πνεύματος από τον Πατέρα, αλλά για μια παντελώς οικονομική έξοδο.[Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ] Έτσι κάτι άλλο θα έπρεπε να βρεθεί, πέρα από την οπτική του Ιωάννη. Επιπλέον η συμφωνία προς την Κ.Δ. δείχνει πόσος συχνός είναι ο ελληνικός όρος για κάθε «έξοδο» ακόμα και καθημερινή. Η μεταφορά επομένως στην μυστηριώδη έξοδο του Πνεύματος είναι άλλο τόσο επικίνδυνη όσο και η εφαρμογή του κοσμικού γεννάσθαι στο μυστήριο της καταγωγής του Υιού από τον Πατέρα, για του οποίου την πρόοδο γνωρίζουμε τόσα λίγα όσα και για τις λέξεις «Πατήρ», «Υιός» οι οποίες παραμένουν μυστηριώδεις παρ’ όλα αυτά.
[Νομίζουν ακόμη, όπως και ο Αυγουστίνος και ο Ακινάτης πως γνωρίζουν ή μπορούν να γνωρίσουν την Ουσία του Θεού. Ο Γερμανός καθάρισε και με τον Γρηγόριο τον θεολόγο. Αλλά ξέχασε το βασικότερο, ευτυχώς για την θεολογία μας! Λόγος ΛΑ’, 9, 8: «αυτό δε το, μη γεγεννήσθαι, και το γεγεννήσθαι, και το εκπορεύσθαι, τον μεν Πατέρα, το δε Υιόν, το δε, τούθ’ όπερ λέγεται, Πνεύμα Άγιον προσηγόρευσεν, ίνα το ασύγχυτον σώζηται των τριών υποστάσεων εν τη μία φύσει τε και αξία της θεότητος. Έν τα τρία τη θεότητι, και το Έν τρία ταίς ιδιότησιν». Δεν είναι μυστηριώδεις οι ονομασίες, ούτε μπορούμε να τις ανταλλάξουμε χωρίς συνέπειες. Το ασύγχυτον τονίζουν. Το οποίο καταστρατηγείται με το Φιλιόκβε. Διότι Θεός ή θεότης είναι η Ουσία, όπως διδάσκει ο Άγιος Δαμασκηνός. Διότι λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, ούτε ο Υιός είναι Πατήρ -ένας είναι ο Πατήρ- αλλ’ όπερ ο Πατήρ, είναι αυτό δηλαδή που ακριβώς είναι ο Πατήρ. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, ότι εκ Θεού, είς γαρ ο Μονογενής, άλλ’ όπερ ο Υιός, αλλά είναι αυτό ακριβώς που είναι ο Υιός].
Εάν κοιτάξουμε προς τα πίσω στην γέννηση της Ελληνικής σύνθεσης, φαίνεται σωστό να εξασφαλίσουμε κατ’ αρχάς την Ιστορική παρουσία δύο «δυενοτήτων», οι οποίες είναι τελείως σωστές. Η πρώτη είναι εκείνη των δύο χεριών, του αδιαχώριστου των αποστολών του Υιού και του Πνεύματος, η αμοιβαία τους προτεραιότης και η αμοιβαία τους διείσδυση [Πώς είναι δυνατόν όμως, εφόσον τα υποστατικά ιδιώματα είναι ακοινώνητα;]. Η δεύτερη είναι η απόδοση της συνόδου της Νίκαιας. Ενότης της Ουσίας ανάμεσα στον Υιό και τον Πατέρα, όπου δεν γίνεται ακόμη λόγος για το Πνεύμα. [Παιδαριώδες, διότι για ενότητα της Ουσίας των υποστάσεων μιλά ο Αυγουστίνος. Οι Έλληνες με το Ομοούσιο δηλώνουν τον ΕΝΑ και ΜΟΝΟ ΘΕΟ, την ΜΟΝΑΔΑ. Γι’ αυτό ακούμε τον ύμνο: Η ΜΟΝΑΣ Η ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ].
Η εικόνα λοιπόν που προκύπτει είναι η εξής:
και απαιτεί σαν αναγκαία ολοκλήρωση την σχέση ανάμεσα στον Πατέρα και το Πνεύμα. [Για να δεχθούμε τις υποστάσεις σαν σχέσεις και όχι σαν ακοινώνητες Ιδιότητες, κάτι που δεν μπορεί να στηρίξει το Φιλιόκβε, αλλά ούτε και την γέννηση του Υιού, επινοείται η διαφορά και η ετερότης στην Αγία Τριάδα, η Ιεραρχία και το πρωτείο του Πατρός, που ανανεώνει την παληά πληγή της μοναρχίας του Πατρός, διότι μόνον στην διαφορά μέσα στην ενότητα υφίσταται σχέσις, όπως τα διαφημίζει ο Ζηζιούλας].
Αυτή η σχέση συστήνεται από την σύνοδο της Κων/πόλεως με την ομολογία «simue adoratus», συνδοξαζόμενο, αλλά που ξεκαθαρίζει εννοιολογικά ο Αθανάσιος τελικά: «Το Πνεύμα είναι αχώριστο από τον Υιό, όπως ο Υιός είναι αχώριστος από τον Πατέρα» (P.G. 26, 608A), και με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται το Ομοούσιο του Πνεύματος. «Ότι αυτό θα μπορούσε να συμπεριλάβει μια σχέση καταγωγής δεν φαίνεται να το σκέφτηκε ποτέ του ο Αθανάσιος»(M-J-Le Guillou). [Φυσικά, διότι οι υποστάσεις δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ σχέσεις για τον Αθανάσιο]. Παρομοίως ο Βασίλειος [ήταν ξαδέλφια]: «Εάν το Πνεύμα συνδέεται, είναι ενωμένο με τον Υιό, και ο Υιός με τον Πατέρα, τότε είναι και το Πνεύμα με τον ίδιο τρόπο συνδεδεμένο με τον Πατέρα»(P.G. 32, 148A). [Είναι γνωστή η αβεβαιότης περί του Αγίου Πνεύματος της πραγματείας του Μ. Βασιλείου. Γι’ αυτό και τον εκμεταλλεύονται, όπως και τον Μ. Αθανάσιο, τον οποίο έχει εκθέσει ο Ζηζιούλας]. Εάν ψάξουμε από εδώ την σύνδεση του Πνεύματος με τον Πατέρα (όπως θα το καθορίσει ο Γρηγόριος ο θεολόγος), τότε φανερώνεται καθαρά η διπλή βεβαίωση: το Πνεύμα εξέρχεται από τον Πατέρα (διότι το Πνεύμα είναι θεός) και αυτό, κατά κάποιο τρόπο «μέσω», διά, του Υιού, που είναι ήδη εκεί, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ονομαστεί Πατήρ. [Εδώ φαίνεται καθαρά ο διθεϊσμός. Ο Πατήρ και ο Υιός υπάρχουν ήδη και μετά εμφανίζεται, κατά κάποιο τρόπο, διά του Υιού, το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι δευτερεύον θεός, το αριστερό χέρι του Θεού και διάκονος του Υιού. Ότι κάνουν οι παληοί αιρετικοί με τον Υιό, χρίζοντάς τον δεύτερο θεό, επαναλαμβάνεται με το Άγιο Πνεύμα].
Αυτό το πράγμα μέσα στην Ελληνική οπτική αφήνει ανοικτό το θέμα της ερμηνείας αυτού του διά. [Ακόμη δεν μάθαμε με σιγουριά, αυτό το πρωτάκουστο διά, γιατί θεωρείται ορθόδοξο]. Πολύ σωστά ο Μπουλγκάκοφ δήλωσε πως αυτός ο όρος είναι πολύ ακαθόριστος, αόριστος, για να μας επιτρέψει μια οποιαδήποτε δήλωση προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση (Ο παράκλητος, στα Γαλ., σελ.93-94). Ερμηνευμένο μινιμαλιστικά σημαίνει απλά πως το πνεύμα εξέρχεται από τον πατέρα, καθότι αυτός είναι ακριβώς ο πατήρ, πιο θετικά σημαίνει πως το πνεύμα «δέχεται» κάτι από τον Υιό, μαξιμαλιστικά δε, ότι δεχόμενος το πνεύμα ο Υιός είναι συνεργάτης.
Σχετικά με την Οικονομία μπορούμε κατά περίπτωση να διακρίνουμε ανάμεσα σ’ ένα πνεύμα το οποίο στην Βάπτιση «αναπαύεται» στον Υιό ή (όπως στο Θαβώρ) ακτινοβολεί από αυτόν. Όλες αυτές οι πλευρές βρίσκονται στους Έλληνες. [Όπως βλέπουμε η έννοια της σχέσεως καταβρόχθισε όλο το Μυστήριο του Θεού και Σωτήρος. Θα επανέλθουμε λοιπόν σε αυτή την έννοια σύντομα].
Συνεχίζεται
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΑ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΕΔΕΧΘΗ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ Ο ΙΕΡΕΥΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.
Αμέθυστος
«Είναι γνωστή η αβεβαιότης περί του Αγίου Πνεύματος της πραγματείας του Μ. Βασιλείου. Γι’ αυτό και τον εκμεταλλεύονται, όπως και τον Μ. Αθανάσιο, τον οποίο έχει εκθέσει ο Ζηζιούλας».
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;
Ο Μ. Βασίλειος δέν ονόμασε καθαρά τό Αγιο Πνεύμα Θεό, κάτι πού έκανε στήν συνέχεια ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ετσι σήμερα εκμεταλλεύονται τό σημείο αυτό διάφοροι επιτήδειοι καί δέν διακρίνουν τό Αγιο Πνεύμα από τίς άλλες ονομασίες πού συναντώνται στήν Κ.Δ. όπως τό πνεύμα όπου θέλει πνεί, πννεύμα Αγιο, θά εκχύσω τό Πνεύμα Μου εις πάσαν σάρκαν, όπως καί στήν Θ. Λειτοργία εννοούμε τό Αγιο Πνεύμα στήν θέση τού Πνεύματος Κυρίου. Παρότι γνωρίζουμε ότι τά Μυστήρια ανήκουν στόν Κύριο, ακόμη καί τό χρίσμα. Ο Μ. Αθανάσιος συμφώνησε κατ' αρχάς στόν όρο ομοιούσιος.
ΑπάντησηΔιαγραφή