Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (95)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 21 Σεπτεμβρίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                          Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 39

  Προκειμένου να προσδιορίσουμε σε ποια στιγμή  η αναζήτηση της αναψυχής υποσκέλισε τη λατρεία σε κάθε πόλη, θα έπρεπε να γνωρίζουμε πότε και με ποιους τρόπους η κάθε πόλη στέρησε από τούς ναούς την οργάνωση των μεγάλων εορτών και την ανέθεσε σε πολιτικά όργανα. Έκτοτε κυριάρχησε η μέριμνα για την ψυχαγωγία τού λαού. Δεν θα εξετάσουμε εδώ την αντίληψη των Ελλήνων για την πόλη τους, και τα όσα η ίδια η πόλη μπορούσε να επιβάλλει, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, στους πολίτες της· είναι πολύ πιθανό να είχε το ελεύθερο να διαθέτει το πραγματικό ή υποτιθέμενο πλεόνασμα των φόρων για την ψυχαγωγία του πλήθους· πιο ανησυχητική όμως ήταν η συγκέντρωση των αποθεμάτων ή των οικονομικών πόρων τών ναών στα χέρια κυβερνητικών αξιωματούχων (και στην Αθήνα υπήρχε, από την εποχή πιθανότατα του Περικλή, εκτός από τούς «επιτρόπους τής πολιούχου θεάς», μια ομάδα «επιτρόπων τών λοιπών θεών»), με προφανή σκοπό την άμεση διαχείριση των θρησκευτικών εορτών. Ένα σημαντικό μέρος τής όλης διοργάνωσης απέβλεπε ωστόσο και στην έντεχνη φορολόγηση των πλουσίων, παράλληλα με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που τους είχαν ανατεθεί. Η χορηγία, που ανήκε κι αυτή στις καθαυτό δημόσιες επιβαρύνσεις, όπως π.χ. η τριηραρχία, περιελάμβανε την πλήρη ανάληψη των εξόδων τού χορού, αν επρόκειτο για θεατρικό έργο, ή της λυρικής χορωδίας μιας επίσημης λατρείας, καθώς και όλου του βοηθητικού προσωπικού· οι χορηγοί εκλέγονταν από τα μέλη τής φυλής τους, και είχαν την υποχρέωση να διοργανώσουν αυτές τις χορηγίες με μια συγκεκριμένη σειρά. Το γεγονός ότι τούς εξέθεταν έτσι σε μιαν άμιλλα αναμεταξύ τους, ενώ τούς πρόσφεραν κάποιες ανταμοιβές και εγκώμια, προκαλούσε συχνά ειρωνικά σχόλια, διότι έπρεπε, για να ανταπεξέλθουν, να καταστραφούν οικονομικά. Είναι αλήθεια βέβαια, ότι ολόκληρος ο θεσμός τού αρχαίου θεάτρου, καθώς και η άνθιση της διονυσιακής λατρείας με όλη τη μεγαλοπρέπειά της, θα ήσαν ανέφικτα χωρίς αυτούς τούς πόρους: ο ποιητής ελάμβανε από τον άρχοντα έναν χορό επιχορηγούμενο με τον τρόπο που αναφέραμε, τον οποίον έπρεπε να εκπαιδεύσει ο ίδιος ή μέσω κάποιων ειδικών εκπαιδευτών, στην όρχηση και τα άσματα. Ήταν όμως αναγκαίο να συγκροτηθούν και για πολλές άλλες εορτές χοροί ανδρών και εφήβων, χορευτών και αυλητών, και ο κάθε υπεύθυνος χορηγός έπρεπε να προσλάβει τον αντίστοιχο θίασο, να τον πληρώνει, και να φροντίζει για τη σίτιση και την ένδυσή του· ενώ έπρεπε προπαντός να μεριμνά και για τον ποιητή και τον χοροδιδάσκαλο. Πολλά μεγάλα και σημαντικά έργα προσφέρθηκαν ασφαλώς μ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη και στους ύστερους χρόνους, στη θέαση και ακρόαση του κοινού· ο εξαναγκασμός είχε όμως αφαιρέσει, όπως ήδη επισημάναμε, τον θρησκευτικό χαρακτήρα από αυτές τις εκδηλώσεις. Αυτός δε που εθεωρείτο  εύπορος, δεν μπορούσε να αποφύγει ακόμα και τη χρηματοδότηση πολυέξοδων εορταστικών αποστολών σε απομακρυσμένους ναούς. Δεν γνωρίζουμε βέβαια, σε ποιον ακριβώς βαθμό η ιερή εορτή ήταν η αληθινή αιτία, ή μια δευτερεύουσα μόνον αφορμή, για τα τόσα επιβαλλόμενα βάρη, όπως συνέβαινε με τους διάφορους αγώνες, τις γυμνασιαρχίες, τις λαμπαδαρχίες κ. ο. κ. Στις Αθηναϊκές εορτές τού Ήφαιστου και του Προμηθέα διοργανώνονταν π.χ., πέρα από τούς μουσικούς αγώνες, και λαμπαδηδρομίες, τη χρηματοδότηση των οποίων ανελάμβαναν εκλεγμένοι γυμνασιάρχες. Ενώ μαθαίνουμε από τις ίδιες επιγραφές, ότι οι διοργανωτές τής μεγάλης πομπής τού Ηφαίστου μπορούσαν να επιβάλλουν πρόστιμα μέχρι και πενήντα αττικές δραχμές και να αποκλείσουν από την τελετή όσους συμπεριφέρονταν απρεπώς, αλλά και ακόμη αυστηρότερες ποινές σε όσους είχαν διαπράξει σοβαρότερα, κατά τη γνώμη τους, παραπτώματα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι υπήρχαν ήδη άτομα «με υπέρτατες εξουσίες» στην πόλη τών Αθηνών.

     Επικράτησε μάλιστα κάποτε η συνήθεια να εμφανίζονται πολλοί μαζί χοροί, όταν η μουσική κυριαρχήθηκε από το συναισθηματικό κυρίως στοιχείο, το οποίο θεωρήθηκε εξόχως θρησκευτικό. Ο δε Πλάτων διαμαρτύρεται για όσα συμβαίνουν στις μεγάλες, δημόσιες θυσίες: «Βλέπουμε λοιπόν να πορεύεται, όχι ένας χορός, αλλά ένα πλήθος από χορούς, οι οποίοι δεν στέκονται επιπλέον σε κάποιαν απόσταση, αλλά δίπλα ακριβώς στον βωμό, και το άσμα τους αποτελεί μια καθαρή βλασφημία, που ταράζει με τα λόγια, τους ρυθμούς και τη μελαγχολική του αρμονία τις ψυχές τών ακροατών· ενώ βραβεύεται εκείνος που θα αποσπάσει τον θρήνο ολόκληρης της παρευρισκόμενης στη θυσία πόλης. Αυτοί οι χοροί θα χρησίμευαν καλύτερα στις πένθιμες μέρες, όπου συνηθίζεται να προσλαμβάνονται χοροί, όπως αυτοί που συνοδεύουν τις νεκρικές πομπές με καρικούς αυλούς».

     Το σχετικό σκοτάδι που καλύπτει την εσωτερική ιστορία τών ελληνικών πόλεων κατά την εποχή τών διαδόχων, και κυρίως την εσωτερική ιστορία τής Αθήνας, δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε τί ακριβώς διατηρήθηκε από αυτή τη μεγάλη διοργάνωση των εορτών, και για ποιο π.χ. χρονικό διάστημα παρέμεινε ακέραιο το σύστημα των αθηναϊκών χορηγιών. Φαίνεται πάντως, ότι έγινε, στον βαθμό που το επέτρεπαν οι συνθήκες, το κατά δύναμη, και ότι η ευεργεσία και η γενναιοδωρία τών ευπορότερων πολιτών τών ελληνικών πόλεων, η χρηματοδότηση εορτών και η ανάληψη γυμνασιαρχιών και λαμπαδαρχιών τούς εξασφάλιζε, κατά τούς ήρεμους τουλάχιστον ρωμαϊκούς χρόνους, τον σεβασμό και την εκτίμηση, όπως ακριβώς τις κατανοούσαν οι Έλληνες. Έχουμε ήδη αναφέρει, ότι ο Παυσανίας συνάντησε σε πολλές περιοχές ετήσιες τουλάχιστον τελετές και αγώνες, όπου οι εύποροι πρόσφεραν ευχαρίστως, ανάλογα και με τους πληθυσμούς, την προσωπική τους συμμετοχή. Στη δε δυτική και βόρεια Μικρά Ασία υπήρχαν ακόμη επί Λουκιανού μεγάλες χορευτικές παραστάσεις κατά τις βακχικές τελετές· διακεκριμένοι, μεταμφιεσμένοι πολίτες έσπευδαν, φορώντας προσωπεία Τιτάνων, Κορυβάντων, Σατύρων και ποιμένων, στον χορό, και ο λαός περνούσε τη μέρα του παρακολουθώντας το θέαμα· όλα όμως τα υπόλοιπα είχαν ήδη περιπέσει σε λήθη.

     Παρότι η δημόσια λατρεία με τις εορτές, τα μυστήρια και τους αγώνες της υποχώρησε λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, η οικιακή λατρεία διατηρήθηκε σε ισχύ, ως η κυρίαρχη μάλιστα, αν όχι και μοναδική λατρεία τών αγροτικών πληθυσμών, που κατοικούσαν μακριά από τούς κοινούς τόπους λατρείας. Χωρίς αμφιβολία Οι θεοί προστάτες τής οικογένειας, της περιουσίας, της εργασίας ή και της αγάπης προκαλούσαν αναμφίβολα πολύ πιο έντονα και ποικίλα συναισθήματα απ’ ό,τι η λατρεία στους ναούς, και μάλιστα ξεφεύγοντας από την εποπτεία της οικοδέσποινας, η ερωτευμένη θεραπαινίδα φρόντιζε να απευθύνει τις παρακλήσεις της στην Αφροδίτη «με θυσίες, προσφορές, ικεσίες και αιτήσεις μέρα και νύχτα, ανάβοντάς της μάλιστα και το φαναράκι της». Η Εστία ήταν ήδη μια σημαντική θεά, ενώ ο Έρκειος Ζεύς φρόντιζε ολόκληρη την αγροικία. Οι κάτοικοι των πόλεων πρόσφεραν κι αυτοί καθημερινές, όπως και οι αγρότες, πρωινές και βραδινές θυσίες, ενώ και την ώρα τού  φαγητού αντηχούσε πάντοτε ένας παιάνας· και δεν πρέπει να παραλείψουμε βέβαια εδώ τις ιδιαίτερες αφορμές, όπως τον γάμο, την είσοδο στην εφηβεία, την επιστροφή από μακρινό ταξίδι κ. τ. λ. Οι αγρότες συμπεριελάμβαναν στις καθιερωμένες εορτές και εκείνες τών διαφόρων εποχών τού έτους, ενώ την πρώτη θέση στη λατρεία κατείχαν η Δήμητρα και ο Διόνυσος, τους οποίους και ακολουθούσαν οι ιδιαίτεροι θεοί-προστάτες τής φυλής και της οικογένειας. Επιπλέον Οι Έλληνες διατηρούσαν επιπλέον  πήλινα και χάλκινα είδωλα αρκετών θεών τής δημόσιας λατρείας από γενεά σε γενεά, είτε επειδή είχαν ζητήσει κάποτε τη βοήθειά τους, είτε επειδή τούς είχαν εμφανιστή στον ύπνο, ενώ ευλαβείς άνθρωποι κατασκεύαζαν ελεύθερα και εκτός τής οικίας τους μικρά ιερά στους αγρούς.

    Ο αρχηγός τής οικογένειας είχε την ευθύνη τής τέλεσης της θυσίας, ενώ τοποθετούσε και τα ξύλα στον βωμό, αλλά και οι οικείου του είχαν δικαίωμα να τον συνδράμουν· είναι δε ενδιαφέρον αυτό που πληροφορούμαστε με έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο – μέσα από έναν αττικό, δικανικό διάλογο: την ένθερμη συμμετοχή ακόμη και μικρών παιδιών: «Ο παππούς μας δεν θυσίαζε ποτέ χωρίς εμάς· είτε ήταν μικρή είτε μεγάλη η θυσία, ήμασταν κι εμείς εκεί και συμμετείχαμε. Στα Διονύσια μάς έπαιρνε μάλιστα πάντοτε μαζί του, στην εξοχή· παρακολουθούσαμε, καθισμένοι δίπλα του, τις πομπές και τους αγώνες· ήμασταν μαζί του σε όλες τις εορτές, ακόμη και όταν θυσίαζε στον Δία-προστάτη τής εστίας μας, μια θυσία την οποία θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντική, απαγορεύοντας τη συμμετοχή δούλων ή άλλων πολιτών, εκτός από τούς στενούς συγγενείς· και ενώ φρόντιζε τα πάντα μόνος του, εμείς συμμετείχαμε βοηθώντας τον να τοποθετήσει το σφάγιο πάνω στον βωμό, και φροντίζαμε μαζί του όλες τις υπόλοιπες διαδικασίες· κι εκείνος προσευχόταν για την υγεία και την ευημερία μας, όπως άρμοζε εκείνα τα χρόνια για τον παππού μας».

     Υπήρχε λοιπόν και οικιακή μυστική λατρεία, από την οποία αποκλείονταν μεταξύ άλλων και οι δούλοι· όταν όμως υπήρχε ένας ισχυρός, εξ αιτίας κάποιου γεγονότος, εσωτερικός δεσμός ανάμεσα σ’ αυτούς και τον οίκο ή την οικογένεια του κυρίου τους, αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν και έπρεπε να τους επιτρέπεται η συμμετοχή στις εορτές και τη λατρεία τού οίκου, πλην κάποιων εντελώς ειδικών εξαιρέσεων.

     Υπερβολές συνέβαιναν και στην οικιακή ασφαλώς λατρεία, όταν οι γυναίκες αποσπούσαν π.χ. την πρωτοκαθεδρία, όπως αποκαλύπτουν τα λόγια ενός συζύγου στον Μένανδρο: «Εμάς τους συζύγους ταλαιπωρούν κυρίως, όταν μάς υποχρεώνουν σε καθημερινές τελετές οι θεοί: και τις πέντε φορές που θυσιάσαμε σήμερα, επτά δούλες χτυπούσαν εν χορώ τα τύμπανα, και οι υπόλοιπες τούς απαντούσαν κραυγάζοντας».            

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου