Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (94)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 38

     Είναι απαραίτητο να αποστασιοποιηθούμε για μιαν ακόμη φορά από τις απαιτήσεις τού σημερινού θεατή απέναντι στην αυταπάτη που δημιουργεί ένα τεχνητό θέαμα, διότι μπορεί να προκαλούσαν εκείνο το όραμα (των μυστηρίων) με πλούσια και εντυπωσιακά οπτικά μέσα, τα οποία δεν ήταν όμως καθόλου απατηλά. Είναι πολύ δύσκολο επίσης να έχουμε μια σαφή αντίληψη για την ευκολία με την οποία ο αφηγητής μεταπλάθει συμβολικά αυτά που πραγματικά είδε και αφηγείται. Ένα ευρύχωρο ισόγειο, χαμηλό, σκοτεινό, με χωρίσματα που σχηματίζουν λαβυρινθώδεις διαδρόμους, έπειτα ένα πέρασμα, ή ένα επικλινές επίπεδο, όπου θα πρέπει κανείς να συγκρατεί τα στεφάνια στην κεφαλή του, και τέλος ο άνωθεν, μέσα σε ένα άπλετο και εξαιρετικά έντονο φως, τεράστιος χώρος, που εμφανίζεται τώρα ξαφνικά σαν ένα τοπίο – σύμφωνα με τον Πλούταρχο ή κάποιον ανάλογο συγγραφέα· επρόκειτο για μια συμβολική αναπαράσταση του άλλου κόσμου, και τα ιερά πρόσωπα που συναντούσε κανείς ήταν οι άλλοι απλώς μυημένοι. Υπήρχε μάλιστα η δυνατότητα να κοιτάξει κανείς κατά κάποιον τρόπο προς τα κάτω, στους λαβύρινθους του ισογείου, όπου εξακολουθούσαν να συνωθούνται στο σκοτάδι που είχε κι ο ίδιος μόλις διασχίσει, σε μια παθητική κατάσταση, όσοι ήταν ακόμα ανίκανοι και ανάξιοι μυήσεως. Που θα είχαν κι αυτοί βέβαια σύντομα τη δική τους ευκαιρία, διότι ήταν σχεδόν αδιανόητο, οι χιλιάδες άνθρωποι που δεν γεύτηκαν άλλο από το σκοτάδι, να επέστρεφαν καρτερικά στα σπίτια τους μέχρι την επόμενη εορτή. Ο Πλούταρχος έχει μια δεύτερη, ως προς αυτόν τον συνωστισμό, επισήμανση, σύμφωνα με την οποία υπήρχε μεν αρχικά αναταραχή και οχλαγωγία, επικρατούσε όμως, μόλις «εμφανίζονταν τα ιερά είδωλα», ευσεβής σιγή. Υπάρχει ωστόσο και μια ακόμη περιγραφή σχετικά με τη θέα των ιερών ειδώλων: «Όταν εισέρχεται κανείς στο άδυτο και αντικρίζει αυτό το θείο φως, είναι σαν να ανοίγονται τα θεία δώματα…». Θα πρέπει ωστόσο να αρκεστούμε σ’ αυτά τα ανεπαρκή στοιχεία, που προσφέρονται εξ άλλου μόνον ευκαιριακά, και υπό μορφή παρομοίωσης.

     Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν ειλικρινείς ψυχές, που έζησαν αυτές τις τελετές – όποια κι αν ήταν η συγκεκριμένη τους μορφή – χωρίς υστεροβουλία, και γνώριζαν πώς να εκτιμήσουν και να διαφυλάξουν την διά συμβόλων παραχωρούμενη παραμυθία σχετικά με τον άλλο κόσμο. Η ανάμνηση μάλιστα της Ελευσίνας λειτούργησε κάποτε, στη διάρκεια μιας άγριας εμφύλιας διαμάχης, εντελώς κατευναστικά: μετά την πρώτη μάχη του Θρασύβουλου με τους Τριάκοντα, ο κήρυκας των μυημένων προέτρεψε και τις δύο πλευρές να συμφιλιωθούν, αναφερόμενος στα μεγάλα μυστήρια ως παράγοντα ενίσχυσης των δεσμών τού αθηναϊκού λαού. Οι ελευσίνιοι εορτασμοί συνεισέφεραν, για όσους ήταν φιλόπατρεις, στην αδιαμφισβήτητη δόξα τής Αττικής, όσο για την πόλη τών Αθηνών αποτελούσαν, μέχρι και το τέλος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ευκαιρία εισροής ξένων επισκεπτών. Καθώς όμως ήταν όλοι πια μυημένοι, οι εορτασμοί μετατράπηκαν βαθμιαία σε μια μεγαλοπρεπή θεία λατρεία, ανίσχυρη να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό τών εξορκιστών, στους οποίους απευθύνονταν ήδη από τον 4ον αιώνα όσοι ανησυχούσαν για την μετά θάνατον μοίρα τους. Οι ίδιοι ωστόσο άνθρωποι που παρευρίσκονταν στο Ανάκτορο, γνωρίζονταν, και ενδεχομένως μισούνταν κιόλας αναμεταξύ τους στον δημόσιο βίο, διότι ακόμη και τα «τέρατα» της Αθήνας, ο ρήτορας και ο συκοφάντης, μπορεί να ήταν μύστες, ακόμη δε χειρότερα, και εξορκιστές. Τις κακές συναναστροφές που μπορούσε κανείς να αποκτήσει σ’ αυτές τις μυήσεις, τις συναντάμε στην πραγματική ιστορία τής ζωής τού Δίωνα, του οποίου ο μυσταγωγός έγινε αργότερα στις Συρακούσες ο ίδιος ο δολοφόνος του. Στην πομπή από την Αθήνα προς την Ελευσίνα κυριαρχούσε η ίδια σκωπτική διάθεση με αυτήν τών διονυσιακών πομπών, και από τον Αριστοφάνη μαθαίνουμε για τους επαίτες που την ακολουθούσαν. Οι πλέον άξεστοι άνθρωποι πρόβαλαν ασεβείς φαντασιώσεις, με το πρόσχημα ότι ήταν μυημένοι, χλεύαζαν την απελπισία των αμύητων, και συνέχιζαν να φορούν επιδεικτικά το ιμάτιο των μυστηρίων, ώσπου να κουρελιαστεί εντελώς. Από την άλλη πλευρά o Διογένης υποστήριζε ειρωνευόμενος, ότι και οι πλέον ασήμαντοι άνθρωποι θα κατοικούσαν κάποτε, αρκεί να ήταν Αθηναίοι, στις νήσους τών Μακάρων, ενώ έναν Αγησίλαο και έναν Επαμεινώνδα τούς περίμενε ο αιώνιος βόρβορος.

     Η δόξα τής Ελευσίνας επιβεβαιώνεται πάντως και από το γεγονός ότι κανένας από τούς εχθρούς που εισέβαλαν στην Αττική δεν τόλμησε να προσβάλλει το ιερό, ούτε οι Πέρσες τού Ξέρξη, που πυρπόλησαν πλήθος ναών, ούτε οι Βοιωτοί, ούτε οι Λακεδαιμόνιοι· λέγεται μάλιστα, ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος αναγνώρισαν εδώ ένα στοιχείο που τους υπερέβαινε. Η πρώτη σκοτεινή κηλίδα υπήρξε η ημέρα που θρηνεί ο Αριστείδης ο Ρήτωρ, όταν το ιερό πυρπολήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα από χριστιανούς, οι οποίοι βρέθηκαν κάποια στιγμή κάτοχοί του: «Τί άνθρωποι ήταν αυτοί που έσβησαν τους ιερούς πυρσούς, που ευτέλισαν τα μυστήρια και φανέρωσαν τα μυστικά! Ήσαν εχθροί τόσο τών χθόνιων όσο και των ουράνιων θεών». Φαίνεται όμως ότι το κτίσμα αποκαταστάθηκε, κι ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια συνέχισαν να τελούνται με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, τη στιγμή που αλλού έσβηναν σιγά-σιγά. Όταν ο χριστιανισμός, του οποίου τα μυστήρια ανταγωνίζονταν προ πολλού συνειδητά τα παγανιστικά, κατέστη θρησκεία τού Κράτους, η Ελευσίνα παρέμεινε για καιρό ο τόπος στον οποίον ο κατ’ εξοχήν ελληνικός παγανισμός επέζησε διατηρώντας τούς οπαδούς του. Οι έσχατες περιπέτειες του ίδιου του ιερού και των μυστηρίων είναι βυθισμένες στο σκοτάδι· όλα τα ίχνη χάνονται μετά την εκστρατεία τού Αλάριχου κατά τής Ελλάδας (359-396), παρότι δεν επιβεβαιώνεται το ότι υπήρξε όντως ένας εξολοθρευτής, στον βαθμό που αυτό έμεινε στην ιστορία.

     Η ελληνική θρησκεία άντλησε προφανώς ασυνήθιστη ισχύ και διάρκεια από τη λατρεία της . Είδαμε πως τα μυστήρια συνέχισαν να τελούνται εντελώς ανενόχλητα· η θεία λατρεία είχε όμως συμπεριλάβει ταυτόχρονα κάθε είδους τέρψη τού βίου στους εορτασμούς της, σε οτιδήποτε δηλ. συνέβαινε, άλλοτε σε ετήσια βάση και άλλοτε κατά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, σε κάθε ναό, καθώς και σε οτιδήποτε σχετιζόταν με τη μορφή αγώνων, μεγαλοπρεπών πομπών ή εκτεταμένων δημοσίων συμποσίων. Ολόκληρο δε το θεατρικό δράμα υπήρξε σε τελική ανάλυση ένας θεσμός τής θείας, τουλάχιστον αρχικά, λατρείας.

     Θα ήταν ωστόσο λάθος το να θεωρούσαμε τη θεία λατρεία ένα πρόσχημα για όλες αυτές τις εκδηλώσεις που συνδέθηκαν μαζί της· οι εκδηλώσεις αυτές αναπτύχθηκαν παράλληλα, και είναι αλήθεια, ότι κατέστησαν κυρίαρχο στοιχείο και μια αιτία για ολοένα καινούργιες επινοήσεις. Η λαϊκής προέλευσης θρησκεία πρόβαλε ως λαϊκή χάρη σ’ αυτό ακριβώς το ιδιαίτερο στοιχείο τής λατρείας της, και δεν αντιμετώπισε ποτέ το μίσος ή έστω την αποδοκιμασία τού πλήθους. Και μολονότι αυτό το πλήθος εξαγριωνόταν ενίοτε, φθάνοντας ακόμα και στο σημείο να δολοφονεί τούς ηγέτες του, παρέμενε εντούτοις προσηλωμένο σε μια πίστη, που του προσέφερε άπειρες αφορμές αναψυχής, ενίοτε δε και αχαλίνωτης απόλαυσης, και όλα αυτά με έξοδα της κοινότητας, ή τουλάχιστον κάποιων τρίτων.

      Ήταν όμως ήδη γνωστό από την Αρχαιότητα, ότι όλα αυτά τα πράγματα είχαν και μιαν άλλην όψη. Στη Σπάρτη π.χ., στην οποία ήταν κανόνας η απαρέγκλιτη τήρηση των εορτών, υπήρχε πάντοτε μια ελεγχόμενη λαμπρότητα, και για όσο διάστημα το σπαρτιατικό Κράτος βρισκόταν σε ακμή, μια ομοιομορφία χωρίς νεωτερισμούς. Ο Λυκούργος, λέει ο Πλούταρχος, επέβαλε σκόπιμα την απλότητα στις θυσίες, για να μπορεί να τις τελεί ο καθένας σύμφωνα με τα μέσα που διέθετε. Μιλώντας για τη Σπάρτη, έρχεται μερικές φορές στον νου μας η Ρώμη, και τώρα είναι μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ένας Έλληνας της ύστερη εποχής, που δεν κρύβει τη συμπάθειά του για του Ρωμαίους και σκανδαλίζεται ακόμη και με κάποιους ελληνικούς μύθους, εξαίρει την αντίθεση μεταξύ ελληνικών και ρωμαϊκών εορτών, προφανώς όχι υπέρ τών πρώτων:

     «Στους Ρωμαίους δεν υπάρχουν γιορτές ντυμένες στα μαύρα, με πένθος, με γυναίκες που οδύρονται και χτυπούν τα στήθη τους εξ αιτίας τής εξαφάνισης των θεών, όπως συμβαίνει με τους Έλληνες με αφορμή την εξαφάνιση της Περσεφόνης, τα πάθη τού Διόνυσου κ. τ. λ. Δεν βλέπει κανείς στους Ρωμαίους – παρά τη διαφθορά τών ηθών τους – ούτε θείες εμπνεύσεις, ούτε κορυβαντικές εκστάσεις, ούτε πομπές επαιτών, ούτε βακχικά όργια, ούτε μυήσεις, αγρυπνίες ανδρών και γυναικών στους ναούς, ούτε άλλου είδους φαντάσματα, αλλά οτιδήποτε αφορά στους θεούς λέγεται και τελείται με περίσκεψη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στους Έλληνες και στους Βαρβάρους».

     Αν εδώ αποδοκιμάζεται η νόθευση των εορτών, αλλού καταγγέλλεται η λαμπρότητα, και προβάλλεται το γεγονός ότι δεν ήταν πάντοτε έτσι. Τί μεγάλη που ήταν η χαρά τού λαού παλιά στα Διονύσια! Κουβαλούσαν έναν αμφορέα με κρασί στεφανωμένοι με κληματόβεργες, ακολουθούσε κάποιος με έναν τράγο και άλλοι με ένα καλάθι σύκα, και η πομπή έκλεινε με το σύμβολο της γονιμότητας, έναν φαλλό· τώρα όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν και ξεχάστηκαν· στη θέση τους περιφέρουν χρυσά δοχεία, και βλέπει κανείς πολυτελή ενδύματα, άμαξες και προσωπίδες· ό,τι αναγκαίο και χρήσιμο πρόσφερε τότε το χρήμα, αντικαταστάθηκε τώρα από ό,τι άχρηστο και πληθωρικό.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: