Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (22)

 Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Τού Pierre Aubenque

Tό βουλεύειν-Περί αποφάσεως

Η ανάλυση πραγματοποιεί ένα αποφασιστικό βήμα, όταν ο Αριστοτέλης ορίζει και ονομάζει αυτή την προοδευτική ενέργεια μέσω τής οποίας προετοιμάζεται η απόφασις: πρόκειται για την βούλευση (Η δέ προαίρεσις όρεξις βουλευτική 1139 α 23). Η καταγωγή αυτού τού όρου είναι πολιτική, κάτι που δέν στερείται σημασίας και συνέπειας : το βουλεύειν έρχεται απο την βουλή, που δείχνει μία συγκέντρωση ή ένα συνέδριο. Το συμβούλιο των Γερόντων ή την συνέλευση του λαού, αναλόγως των καθεστώτων, των οποίων όμως το κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι πρόκειται για έναν τόπο επικοινωνίας και διαλόγου, όπου η ανταλλαγή επιχειρημάτων σε ένα δεδομένο πρακτικό θέμα, επιτρέπει, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, να φτάσουμε σε μία λογική απόφαση συλλογικώς αποδεκτή. Αυτή η έννοια, βγαλμένη απο την ελληνική πολιτική πρακτική όσο και αν είναι θεμελιωδώς δημοκρατική, [και ιδίως γι'αυτό, επειδή αποκλείει την σύγχρονη έννοια της ατομικότητος που εξελίχθηκε απο το Αυγουστίνειο υποκείμενο], είχε ήδη μεταφερθεί στο επίπεδο της εσωτερικότητος απο τον Όμηρο, ο οποίος μας δείχνει πολύ συχνά τούς πρωταγωνιστές του να ""συνομιλούν με τον εαυτό τους". Ακόμη και ο Πλάτων δέν δίσταζε να παρουσιάσει την διάνοια, σαν έναν "σιωπηλό διάλογο τον οποίον πραγματοποιεί η ψυχή με τον εαυτό της" (Σοφιστής 263 Ε, 264 Α). Μόνο που η Πλατωνική διαλεκτική είχε ξεχάσει γρήγορα την πολιτική της καταγωγή για να προσφερθεί σαν επιστημονική μέθοδος η οποία απαιτούσε να θέσει ένα σταθερό σημείο, χάρη στην ανακάλυψη τής "ανεξάρτητης", χωρίς όρους αρχής, αντί της κοινής ανταλλαγής των γνώμεων οι οποίες είναι πάνω κάτω αληθοφανείς και παρόμοιες.

          Ο Αριστοτέλης αντιθέτως παραμένει πιστός στο παράδειγμα που δόθηκε απο τις συνελεύσεις γύρω απο αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν, την σημασία των οποίων ανέλυσε στην Ρητορική του. Και σ'αυτή την θέση δέν μπορεί παρά να αφορά, κάθε απόφαση, διασταύρωση γνωμών (δόξαι), δηλαδή προτάσεων οι οποίες παρουσιάζονται σαν πιθανές γύρω απο τα κέρδη ή τα προτερήματα μίας κάποιας αποφάσεως που πρέπει να πάρουμε ή μίας κάποιας συμπεριφοράς που πρέπει να κρατήσουμε. Εδώ δέν είναι δυνατή καμμία απαράβατη απόφαση η οποία μπορεί να στηρίζεται σε σταθερές αρχές, ούτε πρέπει να απαιτείται κάποιο αναγκαίο συμπέρασμα, και αυτό για έναν ουσιαστικό λόγο: η απόφαση αφορά μία μελλοντική πράξη και το μέλλον είναι, σύμφωνα με την διάσημη θέση του Αριστοτέλη, τυχαίο, συμπτωματικό. Δηλαδή δέν είναι αναγκαίο, υποκείμενο πάντοτε στην πιθανότητα να είναι ή να μήν είναι ή ακόμη και να είναι διαφορετικό απο αυτό που είναι (ενδεχόμενο είναι ή μή είναι, ενδεχόμενον άλλως έχειν), (Περί ερμηνείας κεφ. 9).

          Η επιστήμη κινείται στο αναγκαίο, δηλαδή σ'αυτό που δέν μπορεί να είναι διαφορετικά απο αυτό που είναι. Όμως στο αναγκαίο δέν μπορεί να ληφθεί καμμία απόφασις (1139 α 13) και στα μαθηματικά η απόφαση δέν έχει καμμία θέση. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ούτε ώς πρός το παρελθόν, για το οποίο δέν μπορεί να αλλάξει ο χαρακτήρας του, ότι υπήρξε. Αποφασιζουμε μόνον για το πιθανόν.

          Αυτή η ανάλυση η οποία διακρίνει καθαρά δύο μορφές δραστηριότητος τής διάνοιας-θα μπορούσαμε να πούμε πώς η μία στοχεύει στο λογικό και η άλλη στο εύλογο-προϋποθέτει καθαυτή την διάκριση δύο τμημάτων, διακρίνει δύο μέρη στο εσωτερικό τού λογικού μέρους της ψυχής: το επιστημονικό και το λογιστικό ή δοξαστικό (γνωμικό)! (1139 α 12,1140 b 26). Εαν θυμηθούμε ότι η επιθυμία είναι το στοιχείο το οποίο μέσα στην άλογη ψυχή, μπορεί να ακούσει την φωνή του λόγου, μπορούμε να συμπεράνουμε  ότι, αντιστοίχως είναι το λογιστικό-δοξαστικό μέρος της λογικής ψυχής, παρά το επιστημονικό, που αναλαμβάνει αυτή την λειτουργία του ελέγχου και φωτισμού της επιθυμίας.   

  Η ΦΡΟΝΗΣΗ, ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ     

  Η φρόνηση είναι η αρετή του λογιστικού ή δοξαστικού[γνωμης] μέρους της λογικής ψυχής (1140 b 26). Ο Αριστοτέλης τήν διακρίνει έντονα-και για πρώτη φορά- απο την σοφία, η οποία είναι αρετή τού επιστημονικού μέρους αυτής της ίδιας της λογικής ψυχής. Η φρόνηση ασχολείται με το τυχαίο, το οποίο έχει στην ευθύνη της για να το οργανώσει. Η σοφία αφορά το αναγκαίο, το οποίο δέν πρέπει να οργανωθεί, καθότι είναι αυτό το ίδιο η τάξη και η οργάνωση και το οποίο στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να μιμηθούμε. Έτσι λοιπόν επειδή η πράξη επικεντρώνεται στο τυχαίο, ενώ δέν μπορούμε να ενεργήσουμε στο αναγκαίο, αλλά μόνον να υποταχθούμε σ'αυτό, γίνεται κατανοητό ότι έγινε δυνατό να ονομασθεί και να αναβαθμισθεί η φρόνηση σε πρακτική σοφία, παρότι η σοφία χαρακτηρίζει τήν θεωρητική σοφία της οποίας η πιό υψηλή μορφή είναι ακριβώς η θεωρία των πρώτων αρχών. Στον Πλάτωνα οι δύο όροι σοφός και φρόνημος ήταν συνώνυμοι και εφαρμοζόταν αδιαφόρως στον φιλόσοφο, ο οποίος ήτο ικανός να γνωρίζει εξίσου τις αμετάβλητες πραγματικότητες, όσο και να κατευθυνθεί σύμφωνα με τις επιταγές αυτών των δύο προσδιορισμών. Μέ τόν Αριστοτέλη γεννιούνται μέσω αυτών τών δύο καθορισμών λαϊκής καταγωγής, δύο τύποι εντελώς διαφορετικοί, συμπληρωματικοί και αντίθετοι ταυτοχρόνως. Ο τύπος του σοφού παρουσιάζεται απο στοχαστικές μορφές, σαν τον Θαλή, τον Παρμενίδη, τον Αναξαγόρα. Ο τύπος του φρόνημου παραδειγματίζεται, αντισταθμιστικά, απο έναν πολιτικό άνδρα σαν τον Περικλή (1140 b 8).

          Αυτή η ανύψωση του Περικλή στον βαθμό του ηθικού παραδείγματος πρέπει να δημιούργησε σκάνδαλο στο πλατωνικό περιβάλλον που ήταν κοντά στον Αριστοτέλη. Η μορφή τού Περικλή στυλιζαρισμένη ήδη απο τους λόγους που του αποδίδει ο Θουκυδίδης, ήταν ενός ανθρώπου πολιτικού ο οποίος είχε κερδίσει τον σεβασμό όλων των Αθηναίων. Παρ'όλα αυτά όμως ο Πλάτων είχε αμφισβητήσει την ηθική του ποιότητα: "ο Περικλής είναι βεβαίως ανάμεσα σ'εκείνους οι οποίοι φρόντισαν να κάνουν μεγάλη την πόλη (Γοργίας, 516 Β ). Και γι'αυτό την γέμισαν λιμάνια, αποθήκες, τείχη και άλλα παιδικά πράγματα", αλλά δέν ενδιαφέρθηκαν ούτε για τον χαρακτήρα της, ούτε για την δικαιοσύνη (518 Ε). Και επιπλέον, προσθέτει ο Πλάτων, δέν κατόρθωσε να κάνει δίκαια τα παιδιά του. (Μένων 94 α b, Πρωταγόρας 319 Ε-320 Α). Ο Πλάτων του αναγνωρίζει μόνον μία ικανότητα χειρισμού των υποθέσεων του κράτους.

          Πρέπει να σκεφθούμε λοιπόν πώς για τον Αριστοτέλη η ικανότης αυτή δέν είναι μία κατώτερη ποιότης, όταν προσφέρεται στην υπηρεσία του καλού. "Ο Περικλής και οι άνθρωποι σαν αυτόν είναι ικανοί να δούν αυτό που είναι καλό γι'αυτούς και γενικώς για τους ανθρώπους (1140 b-10). Μ'αυτή την σημασία χαρακτηρίζονται σαν άνθρωποι φρόνημοι. Διότι τί είναι κατά βάθος η φρόνηση; Είναι η αρετή αυτού ο οποίος είναι ικανός να λάβει καλές αποφάσεις σ'αυτό που είναι καλό και ωφέλιμο γι'αυτόν (1140 α 25-27,31), ή ακόμη η φρόνηση είναι μία αληθινή πρακτική προδιάθεση, συνοδευόμενη απο κάποιον κανόνα ή αιτία (μετά λόγου), που αφορά τα καλά και τα κακά των ανθρώπων. Αυτή η αρετή η οποία κάθε φορά ξεχωρίζει αυτό που είναι καλό για τον φορέα της, για την κοινότητα στην οποία ανήκει, και στο βάθος για το ανθρώπινο είδος, είναι μία διανοητική αρετή οπωσδήποτε, δέν είναι ακριβώς ηθική, αλλά είναι αδιαχώριστα δεμένη στην ηθική αρετή, με την οποία βρίσκεται σε συνοχή, όπως θα πούν οι σχολαστικοί. Απο το ένα μέρος είναι η ηθική αρετή τού σώφρονος που καθιστά ορθό το κριτήριό του, εμποδίζοντας τον να τυφλώνεται απο την υπερβολή του πάθους και απο το άλλο, είναι η φρόνηση η οποία δείχνει στην ηθική αρετή τα μέσα που πρέπει να της επιτρέψουν να πραγματοποιήσει τον σκοπό της (1144 α 5,8). Η φρόνηση είναι μία μορφή ικανότητος, αλλά είναι η ικανότης του ενάρετου και η ικανότης για τον ενάρετο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: