Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Το μεταφραστικό πρόβλημα του Παρμενίδη 132c6-7

Κρίτων Ζοάκος
Η μετάφρασή μου του πλατωνικού Παρμενίδη δύο χρόνια πριν ήταν αποτυχημένη. Κατά συνέπεια εξέπεσε στις τάξεις κάθε άλλης μετάφρασης του διαλόγου που προηγήθηκε. Οι αρχικές αμφιβολίες μου επικεντρώθηκαν στο απόσπασμα 132c6-7 που λέει:

Εἶτα οὐκ εἶδος ἔσται τοῦτο τὸ νοούμενον ἓν εἶναι, ἀεὶ ὂν τὸ αὐτὸ ἐπὶ πᾶσιν;

Τότε το μετέφρασα ως:

Έτσι, δε θα ήταν το είδος αυτό το ίδιο το αντικείμενο που σκέφτεται κανείς πως είναι ένα, πάντοτε το ίδιο υπεράνω όλων;

Προσέξτε πως το απόσπασμα περιέχει τις έξι κρισιμότερες λέξεις που φέρουν όλο το βάρος της διαδικασίας ανακάλυψης του νοήματος στα πλαίσια του Δυτικού πολιτισμού κατά την υπερδισχιλιετή πορεία του: εἶδος, ἓν, ὂν, τὸ αὐτὸ, και τα ρήματα νοεῖν/(νοούμενον) και εἶναι/(ἔσται).

Στον διάλογο ο Πλάτων παρουσιάζει τον Παρμενίδη να προτείνει στον Σωκράτη το άνωθεν απόσπασμα ως συμπέρασμα ενός επιχειρήματος που δείχνει πως το είδος δεν μπορεί να είναι μια σκέψη (νόημα), ενάντια σε ό,τι είχε υποθέσει ο Σωκράτης νωρίτερα. Ο τελευταίος συμφωνεί: το είδος δεν μπορεί να είναι μια σκέψη. Είναι ο ίδιος ο Παρμενίδης που ήταν διάσημος, όπως ο Πλάτων γνώριζε καλά, για τη ρήση του “τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι” μεταφραζόμενο συνήθως ως “είναι το ίδιο το να σκέπτεται κανείς και το να είναι.” Προφανώς, η μετάφραση του ελληνικού ρήματος νοείν στο αγγλικό σκέφτομαι (to think)-κάτι που έκανε μέχρι σήμερα κάθε μεταφραστής του διαλόγου-πρέπει να προσεχθεί περισσότερο. Αυτό που σημαίνει το ρήμα στα ελληνικά απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη σημασία του αγγλικού ρήματος to think όσο περισσότερο εξετάζει κανείς τη χρήση του στα σωζόμενα αρχαϊκά και κλασσικά ελληνικά κείμενα από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα.

Το ρήμα νοείν σημαίνει τη δραστηριότητα μιας οντότητας που αποκαλείται νόος (νοῦς), μια αρχαιότατη ελληνική λέξη άγνωστης ετυμολογίας που εντοπίζεται πρωταρχικά, σχεδόν χίλια χρόνια πριν τον Όμηρο, σε πλάκες Γραμμικής Β ως μέρος κύριων αρσενικών ονομάτων (Ἰφί-νοος, Αἰγί-νοος). Τούτος ο νόος μεταφράζεται συνήθως ως νους (mind) ή διάνοια (intellect) στην ανεξέταστη βάση του ότι οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν με τη λέξη νόος το ίδιο πράγμα που καλούμε εμείς οι νεωτερικοί και μετανεωτερικοί Νου, Διάνοια, Συνείδηση, Λόγο (Reason) ή Λόγο (Vernunft). Tα προβλήματα που προκύπτουν από αυτή τη νεωτερική προκατάληψη του νοήματος του αρχαιοελληνικού νοῦ πολλαπλασιάζονται μόλις αρχίσουμε να αναλογιζόμαστε τις βαθιές διαφωνίες σχετικά με τον Νου και τη Συνείδηση που χαρακτηρίζουν την σύγχρονη γνωσιακή επιστήμη και τις προγενέστερες φιλοσοφικές επιστημολογίες. Σε κάθε περίπτωση, το ρήμα νοεῖν εκφράζει τη δραστηριότητα του νοῦ: το νοεῖν είναι αυτό που αυτός ο αμφιλεγόμενος νοῦς πράττει.

Η πρώτη αναφορά του ρήματος νοεῖν βρίσκεται στα Ομηρικά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια όπου, στις διάφορες μορφές του, εμφανίζεται 142 φορές. Αυτές οι 142 περιπτώσεις έχουν αποδοθεί μεταφραστικά με μια τεράστια ποικιλία διαφορετικών τρόπων. Ένας Άγγλος μεταφραστής επιστράτευσε 20 διαφορετικά αγγλικά ρήματα και 6 διαφορετικές περιφράσεις, ένας Γερμανός 28 ρήματα και 7 περιφράσεις, δύο Νεοέλληνες 22 ρήματα και 10 περιφράσεις, ένας Λατίνος 21 ρήματα και 3 περιφράσεις, δύο Ιταλοί 24 ρήματα και 6 περιφράσεις, ενώ ένας Ισπανός 25 ρήματα και 11 περιφράσεις. Στην αγγλική γλώσσα, τα νοήματα των ρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις επτά γλώσσες στις προαναφερθείσες μεταφράσεις είναι τα acknowledge (αναγνωρίζω), to advise (συμβουλεύω-ομαι), deliberate (μελετώ), discern (διαχωρίζω), decree (διατάζω), decide (αποφασίζω), see (βλέπω), feel (νιώθω), mean (σημαίνω), intend (σκοπεύω), perceive (αντιλαμβάνομαι), suspect (υποπτεύομαι), understand (κατανοώ), think (σκέφτομαι), want (θέλω) , intuit (διαισθάνομαι), κ.λπ. κάπου 70 διαφορετικά ρηματικά νοήματα συν 52 διαφορετικές περιφράσεις για ένα σύνολο 122 διαφορετικών μη ελληνικών εκφράσεων που προσπαθούν να αποδώσουν το μοναδικό ελληνικό ρήμα νοεῖν. Αλλά αν ο Όμηρος ήθελε να εκφράσει κάποιο από τα 122 αυτά νοήματα που οι μεταφραστές απέδωσαν στο νοεῖν είχε στη διάθεσή του καταλληλότερα ρήματα από εκείνο. Για παράδειγμα, μπορούσε να πει ἀναγιγνώσκω και όχι νοεῖν, εάν εννοούσε συμβουλεύω ή μελετώ θα επέλεγε νουθετῶ ή παρεναίω ή βουλεύω κι όχι νοεῖν, για το αποφασίζω θα επέλεγε να πει κρίνω, για το διατάζω, ἐθέλω, για το βλέπω, ὀρῶ, για το νιώθω, ἀΐω, για το σημαίνω, σημαίνω, για το σκέφτομαι θα διάλεγε φρονέω, δοκέω or οἴομαι, για το σκοπεύω, μενοινάω. Δεν του έλειπαν του Ομήρου τα κατάλληλα ρήματα για να εκφράσει τα νοήματα που οι κατοπινοί μεταφραστές του πιστεύουν πως πρέπει να αποδώσουν στο κείμενό του. Αλλά εκείνος διάλεξε το μοναδικό νοεῖν κι όχι τις εναλλακτικές προτάσεις των μεταφραστών.

Κατά πάσα πιθανότητα, τόσο στην πριν τη γραφή αρχαϊκή όσο και στην μετά την εισαγωγή της γραφής κλασσική Ελλάδα, το ρήμα νοεῖν χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει όλο το αδιάλειπτο φάσμα των γνωστικών, κριτικών και βουλητικών όψεων των πράξεων μέσω των οποίων οι άνθρωποι σχετίζονται με τις γύρω συνθήκες, δηλαδή την πράξη της απόδοσης νοήματος στα πράγματα, τα γεγονότα και τις καταστάσεις του περιβάλλοντος κόσμου. Μια αντίληψη σχετικά με ένα αντικείμενο ή κατάσταση δεν είναι ποτέ ένα απομονωμένο, αποστειρωμένα «εγκεφαλικό» γνωστικό γεγονός. Η αντίληψη (intuition στο πρωτότυπο σ.τ.Μ.) είναι αδιαχώριστο χαρακτηριστικό της απλής πράξης του σχετίζεσθαι, της εγκαθίδρυσης μιας σχέσης με το εν λόγω αντικείμενο, γεγονός, ή κατάσταση. Δύο άλλες όψεις αυτής της απλής πράξης του σχετίζεσθαι είναι η αξιολόγηση του αντικειμένου/γεγονότος/ κατάστασης (τι σημαίνει αυτό για μένα;) και η προετοιμασία της βούλησης να αναλάβει δράση ως προς το αντικείμενο/γεγονός/κατάσταση (τι να κάνω και τι όχι). Αντίληψη-αξιολόγηση-πράξη είναι οι τρεις όψεις της απλής πράξης του ανθρώπινου υποκειμένου του σχετίζεσθαι με τα αντικείμενα, τα γεγονότα και τις καταστάσεις του πραγματικού κόσμου. Αυτή η απλή πράξη είναι το νοεῖν, μια πράξη του νοῦς. Όπως οι τρεις πλευρές του τριγώνου, δεν μπορούν να υπάρξουν ως πλευρές εκτός του τριγώνου: το νοεῖν είναι το τρίγωνο, η αντίληψη, η αξιολόγηση και η βουλητική δράση είναι οι πλευρές του. Η ύπαρξή τους αναδύεται μέσα από την πράξη του νοεῖν. Αυτό εξηγεί την πλούσια πολυσημία, την πολλαπλότητα των σημασιών του. Υπάρχουν πολλά είδη και βαθμοί αντιληπτικής κατανόησης, πολλές βαθμίδες και τρόποι αξιολόγησης, από τον πιο συνεσταλμένο έως τον πιο κατηγορηματικό, όπως και πολλοί τρόποι να εκδηλώσουμε τη θέλησή μας για πράξη-από τον αποτροπιασμό, τη διαφυγή, την αποφυγή, τον προσεκτικό σχεδιασμό, την δοκιμαστική σύμπλευση έως την πλήρη «ερωτική» εμπλοκή. Και υπάρχουν αντίστοιχα πολλά ρήματα και περιφράσεις για να εκφραστούν όλα αυτά-τουλάχιστον 70 και 52 αντίστοιχα, όπως μετρήσαμε παραπάνω στο δείγμα μας των μεταφράσεων στις επτά γλώσσες.

Τα σωζόμενα γραπτά στοιχεία καταδεικνύουν πως το ακροατήριο των ομιλούντων την ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα κατανοούσε το ρήμα νοεῖν συμπεριληπτικά ως προς όλα αυτά τα νοήματα-καταλάβαιναν δηλαδή όλο το αδιάλειπτο φάσμα των νοημάτων, όχι μόνο μια συγκεκριμένη όψη, μια ζώνη μήκους κύματός του. Κάτι τέτοιο υπονοεί έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης που αποκαλύπτεται στον αρχαιοελληνικό λόγο, ξένο προς τους ομιλούντες τις νεωτερικές γλώσσες. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν πολλές άλλες τέτοιες λέξεις, διαφορετικές από τα συνώνυμα αλλά παρόμοιες, αν και όχι ταυτόσημες, με αυτό που οι νεωτερικοί γλωσσολόγοι αποκαλούν πολύσημα, δηλαδή λέξεις με ταυτοχρόνως παρόντα διαφορετικά νοήματα (όπως το νοεῖν) οι οποίες δημιουργούν παρόμοια προβλήματα στους νεωτερικούς μεταφραστές. Κάποιες από τις γνωστότερες είναι οι εξής:

λόγος (logos) ≥ collection (συλλογή), ratio (ορθός λόγος), definition (ορισμός), speech (ομιλία), discourse (διάλογος), etc.;

ἀρχή (arche) ≥ origin (καταγωγή), beginning (ξεκίνημα), principle (αξίωμα), authority (αυθεντία), sovereignty (κυριαρχία), empire (αυτοκρατορία), magistracy (δικαστικό αξίωμα), κ.λπ.

τέλος (telos) ≥ end (τέλος χρονικό), achievement (κατόρθωμα), completion (ολοκλήρωση), goal (στόχος), purpose (σκοπός), cessation (κατάπαυση), accomplishment (εκπλήρωση), consummation (τελειοποίηση), coming to pass (κάτι που περνά χρονικά και χάνεται) , fulfillment (εκπλήρωση), performance(επιτέλεση), execution of office (εκτέλεση καθήκοντος), tax (φόρος), κ.λπ.

νόμος (nomos) ≥ habit (συνήθεια), custom (έθιμο), convention (σύμβαση), law (νόμος), melody statute (μελωδική γραμμή), ordinance (θεσμός), order (τάξη) κ.λπ.

χρῆμα (chrema) ≥ need (ανάγκη), needful things (αναγκαία πράγματα), property (ιδιοκτησία), money (λεφτά), treasure (θησαυρός), things (πράγματα), stuff (πράγματα), matter (ύλη), things that must be done (κάτι που πρέπει να γίνει), business (δουλειά), κ.λπ.

στοιχεῖον (stoicheion) ≥ element (στοιχείο), component (μέρος), simple sound (ένας μόνος ήχος), letter (γράμμα), irreducible ultimate component of matter (πρωταρχικά σωματίδια ύλης), number, (αριθμός) κ.λπ.

ξένος (xenos) ≥ guest (προσκεκλημένος) , friend (φίλος), visitor (επισκέπτης), stranger (άγνωστος), wanderer (περιπλανώμενος), alien (άγνωστος), foreigner (ξωμερίτης), unfamiliar (ανοίκειος), unusual (ασυνήθιστος), strange (παράξενος), hireling (μισθοφόρος) κ.λπ. και βεβαίως, υπάρχει η οὐσία (ousia) και το ὂν (on) – το είναι— το θρυλικό πολύσημο της ελληνικής φιλοσοφίας το οποίο, κατά τη γνωστή παρατήρηση του Αριστοτέλη[i], είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται με πολλούς τρόπους αλλά πάντοτε σε αναφορά προς ένα και μόνο πράγμα. Τέλος, υπάρχει και το ἕν (hen, the one) του οποίου η περίπλοκη πολλαπλότητα των νοημάτων ερευνάται στον διάλογό μας, τον Παρμενίδη.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο τούτης της διαβρωτικής πολυσημίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, τόσο ξένης και ανυπόφορα ενοχλητικής για τη νεωτερική μας πρακτική, που το σημασιολογικό πρόβλημα του ρήματος νοεῖν και του εκτελεστικού του οργάνου, του νοῦ, θα ειδωθεί καλύτερα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα ο νοῦς θεωρούνταν μια ικανότητα, μια δύναμη, παρόμοια με τις σωματικές αισθήσεις όραση, ακοή, αφή, γεύση και όσφρηση, και νοεῖν. Είναι διάσημη η ρήση του Αριστοτέλη ότι οι «αρχαίοι» θεωρούσαν το νοεῖν κάτι σωματικό όπως οι αισθήσεις [ii]. Αυτή η σωματική κατανόηση του νοεῖν ήταν καταφανής στη χρήση του ρήματος από τον Όμηρο ως τον Θέογνη[iii], τον Αναξαγόρα[iv] και πιθανόν επίσης στον Παρμενίδη[v].

Ο Σωκράτης είναι ο πρώτος που βλέπει το νοεῖν ως μια μη σωματική πράξη μιας άυλης ικανότητας, του νοῦ, αυστηρώς ανάλογο των σωματικών πράξεων των πέντε σωματικών αισθήσεων. Οι αισθήσεις και το αισθάνεσθαι διαφέρουν από τον νοῦ και το νοεῖν ως προς τα αντικείμενα στα οποία είναι σχεδιασμένα να απευθύνονται: τα αντικείμενα των αισθήσεων είναι υλικά αντικείμενα, εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, γεύσεις και υφές. Τα αντικείμενα του νοῦ είναι άυλα διανοητικά αντικείμενα. Κατά τα άλλα, ο νοῦς και οι σωματικές αισθήσεις λειτουργούν παρομοίως μέσα από τη αντίληψη/αξιολόγηση/βουλητική δράση ως προς τα αντικείμενά τους αντίστοιχα. Ένα απλό παράδειγμα του πως το να αντιλαμβάνεται/αξιολογεί/πράττει βουλητικά κάποιος είναι οι αδιαχώριστες όψεις μιας και της αυτής πράξης μπορεί να καταδειχθεί μέσω των σωματικών αισθήσεων. Μόλις η οσφρητική ικανότητα εντοπίσει μια άσχημη μυρωδιά, η αξιολόγηση ότι πρόκειται για άσχημη μυρωδιά και η αποφυγή της συμβαίνουν αδιαλείπτως και ταυτοχρόνως με την αντίληψή της, ενώ μόλις διαισθανθεί μια ευχάριστη μυρωδιά, η αξιολόγηση ότι πρόκειται για ευχάριστη μυρωδιά και η ηδονική εισπνοή της συμβαίνουν επίσης αδιαλείπτως και ταυτοχρόνως με την αντίληψή της. Το ίδιο συμβαίνει με τις υπόλοιπες αισθήσεις: η αντίληψη του οπτικού, ηχητικού, γευστικού ή απτικού αντικειμένου λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα και αξεδιάλυτα από την αξιολόγηση και την προαίρεσή μας έναντί τους. Αυτό συμβαίνει τόσο αδιάλειπτα που στην πραγματικότητα συχνά δεν είμαστε σίγουροι εάν η προαίρεσή μας απέναντί τους προηγείτο ή προκάλεσε την αξιολόγησή τους ή ακόμη και την αντίληψή τους.

Γεγονός είναι πως δεν αντιλαμβανόμαστε απλά, δεν είναι μόνον το ότι βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε, γευόμαστε ή μυρίζουμε πράγματα. Τα βλέπουμε και τα ακούμε αξιολογώντας τα και κρίνοντάς τα, δηλαδή ως αγαθά ή φαύλα ή αδιάφορα, που είτε μας ελκύουν είτε μας απωθούν είτε μας αφήνουν αδιάφορους σε διαφορετικό βαθμό. Η αξιολόγηση και η αντίδραση είναι αξεχώριστες από την αντιληπτική αίσθηση: το να αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα είναι μια πράξη απόδοσης αξιών σε αυτά, δηλαδή να τα συναισθανόμαστε, με αισθήματα που είναι συναισθήματα (e-motions στο πρωτότυπο, σ.τ.Μ.), δηλαδή αφετηρίες για κίνηση (motion στο πρωτότυπο, σ.τ.Μ.), για δράση. Η δράση του σωκρατικού νοῦ, το σωκρατικό νοεῖν διατηρεί αυτόν τον κριτικό, αξιολογικό και παραινετικό για δράση χαρακτήρα που παρατηρούμε και στη δράση των σωματικών αισθήσεων. Στον Φαίδωνα[vi], για παράδειγμα, ο Σωκράτης υποστηρίζει πως ο νοῦς είναι η αιτία για την πράξη του της αναζήτησης του καλύτερου, και επιπλέον, στον Φίληβο αναπτύσσει τον ισχυρισμό πέραν της δικής του περίπτωσης και υποστηρίζει πως κάθε έλλογο ον (πᾶν τὸ γιγνῶσκον) κυνηγά (θηρεύει) οδηγημένο προκειμένου να οικειοποιηθεί το αγαθό. Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση που υποδηλώνεται από το ρήμα νοεῖν δεν περιορίζεται μόνον στην απλή αντίληψη ενός νοητικού αντικειμένου, γεγονότος ή κατάστασης μέσω κάποιου καντιανού Καθαρού Λόγου: είναι η αντίληψή του μαζί με την αξιολόγησή του, η απόδοση αξιών που εκτείνονται από το αγαθό ως το κακό συμπεριλαμβανομένης και κάθε ενδιάμεσης μετριότητας, ενώ ταυτόχρονα και αδιάλειπτα υιοθετεί μια στάση κατάλληλων διαφόρων βαθμών ελκυστικότητας, αποστροφής ή αδιαφορίας.

Εμφανέστατα, το να μεταφράζει κανείς το ρήμα νοεῖν στο άνωθεν απόσπασμα του Παρμενίδη με το αγγλικό «to think» όπως κάθε μεταφραστής έχει κάνει, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, δεν αποδίδει το νόημα στο οποίο απέβλεπε το ελληνικό πρωτότυπο. Τα ρήματα think, cogito και τα συγγενικά τους στις νεώτερες γλώσσες αποδίδουν μια σειρά από νοήματα που κανένα τους δεν αντιστοιχεί στο νοεῖν. Οι διαφορές είναι πολυάριθμες: τα νεότερα ρήματα τείνουν να διαχωρίζουν με προσοχή την αντίληψη, την αξιολόγηση και την κινητοποίηση, να τις βλέπουν σαν διαχωρισμένες και περιχαρακωμένες πράξεις και να προσθέτουν σε αυτές άλλες νοητικές πράξεις όπως η φαντασία, ο ορθός λόγος, ο μαθηματικός υπολογισμός, ο διαλογισμός, η αμφιβολία κ.ά. αποδίδοντάς τα όλα αυτά αδιάκριτα με το ρήμα think.

Στο καρτεσιανό σχήμα (αλλά και στο πιο ανεπτυγμένο καντιανό) το οποίο είναι ακόμη και σήμερα το κυρίαρχο μοντέλο συγκρότησης των (δυτικών) γλωσσών μας, κάθε νοητικό γεγονός, σύλληψη, κρίση, επιχείρημα, ιεράρχηση, αμφιβολία, ρεμβασμός, φαντασίωση, παραίσθηση κ.λπ. είναι ένα cogitatio, μια σκέψη ξεκάθαρα διαχωρισμένη από κάθε άλλο τέτοιο παρόμοιο νοητικό γεγονός. Το ρήμα «σκέφτομαι» (to think) σημαίνει απλώς το να υφίσταται κανείς υπό την επήρεια οποιουδήποτε τέτοιου νοητικού γεγονότος. Το καρτεσιανό cogito ergo sum πρωταρχικά διαμορφώθηκε ως dubito ergo sum, δεδομένου του ότι ο Ντεκάρτ βλέπει την αμφιβολία σαν μια ξεχωριστή κατηγορία της σκέψης. Θα μπορούσε εξίσου καλά να το διατυπώσει ως alicunor ergo sum, “Έχω παραισθήσεις άρα υπάρχω”, και να έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ.

Στις νεωτερικές μας γλώσσες το σκέφτομαι σημαίνει συλλαμβάνω νοητικά, κρίνω, σκέφτομαι σύμφωνα με τον ορθό λόγο, ταξινομώ, αμφιβάλλω, ονειροπολώ, φαντάζομαι, έχω παραισθήσεις κ.λπ. και στη γραμματική του μορφή μπορεί να είναι μεταβατικό ή αμετάβατο και αυτοπαθές. Για παράδειγμα, κατά το the Oxford English Dictionary, στη μεταβατική μορφή του το «σκέφτομαι» σημαίνει το να διαμορφώνω κάτι στον νου, τη νοητική σύλληψη, το να έχω μια ιδέα στον νου μου ή μια αντίληψη, το να πράττω νοητικά, το να διαλογίζομαι, να αλλάζω γνώμη, να αναστοχάζομαι κάτι, να θεωρώ κάτι. Στην αμετάβατη μορφή του σημαίνει το να ασκώ τον νου μου, δηλαδή τη διάνοια, με οποιονδήποτε ενεργητικό τρόπο, να διαμορφώνω συνεκτικές ιδέες κάθε είδους, το να διαμορφώνω στον νου μια σειρά από ιδέες (train of thought), το να διαλογίζομαι. Καμία από αυτές τις χρήσεις δεν είναι κατάλληλη για να μεταφραστεί το νοεῖν του αποσπάσματός μας. Αντιθέτως, εκεί το νοεῖν σημαίνει να αντιλαμβάνομαι, να κρίνω και να τίθεμαι έναντι κάτινος βουλητικά ως μια μοναδική αδιαχώριστη πράξη που συσχετίζει τον υποκειμενικό νοῦ με το αντίστοιχο εξωτερικό αντικείμενο, όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο δρουν και δέχονται τη δράση του ενός στο άλλο. Το να χρησιμοποιείται το «σκέφτομαι» για λόγους μετάφρασης του νοεῖν μολύνει την μεταφραστική προσπάθεια με έναν θανάσιμο ιό. Η διηνεκής αποτυχία να καταλάβουμε τον πλατωνικό Παρμενίδη και ο αέναος υποβιβασμός του στην αμφίβολη κατάσταση του αινιγματικού και του αμφιλεγόμενου έχει τις ρίζες του στη χρήση του «σκέφτομαι» και των συγγενικών του λέξεων στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες προς μετάφραση του νοεῖν.

Ίσως αυτό που χρειάζεται είναι η κατασκευή από την κοινωνία μιας γλωσσικής πρακτικής στηριζόμενης στην εκτεταμένη χρήση των πολυσήμων που κυριαρχούσαν στην αρχαϊκή και κλασική ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα. Το πρόβλημα του μεταφραστή δεν βρίσκεται στην επιλογή των λέξεων με το αντίστοιχο νόημα. Είναι το πρόβλημα του να προσπαθήσει να επαναφέρει έναν από καιρό χαμένο τρόπο του να σχετίζεται κανείς με τον γύρω του κόσμο και τα αντικείμενά του. Στον αρχαϊκό και κλασσικό ελληνικό λόγο τα μοτίβα του καταδεικνύουν την βαθιά πεποίθηση πως ο άνθρωπος κατέχει μια κοινή ιδιότητα– νοῦς– σχεδιασμένη να αλληλεπιδρά με μια συγκεκριμένη τάξη εξωτερικών αντικειμένων: τα νοητά (noeta=intelligibles), τα οποία καθεαυτά από τη φύση τους είναι σχεδιασμένα να αλληλεπιδρούν με τον νοῦ, ακριβώς όπως οι πέντε κοινές σωματικές αισθήσεις σχεδιάστηκαν για να αλληλεπιδρούν με μια συγκεκριμένη τάξη εξωτερικών αντικειμένων, δηλαδή τα αἰσθητά (aestheta=sensibles), τα οποία επίσης από τη φύση τους είναι σχεδιασμένα να αλληλεπιδρούν με τις σωματικές αισθήσεις. Οι ιδιότητες αυτές είναι κοινές με την έννοια ότι οι πράξεις τους είναι ξεκάθαρα καταφανείς σε όλους, έτσι όπως εκδηλώνονται στον εξωτερικό κόσμο. Ιστορικές διαδικασίες ανά τους αιώνες στον δυτικό πολιτισμό οδήγησαν στη διαμόρφωση της άποψης πως ο νους είναι μια ιδιωτική κι όχι μια κοινή ιδιότητα, και ενέδυσε αυτόν τον ιδιωτικό νου με έναν τίτλο που δεν τον είχε κερδίσει εκείνος, διεκδικώντας για λογαριασμό του μια παρόμοια θέση με τον κλασικό ελληνικό νοῦ. Μια προσεκτικότερη εξέταση των γλωσσικών πρακτικών της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας θα καταδείξει πως το μυαλό (mind) και ο νοῦς είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Με τον ίδιο τρόπο, η σκέψη και το νοεῖν είναι επίσης δύο πολύ διαφορετικά πράγματα.

Η στάση του αποσυνδεδεμένου, «αντικειμενικού», ασώματου και καθαρού «διασκεπτικού νοείν» του ιδιωτικού νου όπως τον κατανοούν οι διανοούμενοι του καρτεσιανού μοντερνισμού δεν έχει αντίστοιχο στο σωκρατικό νοεῖν, ούτε καν στο προσωκρατικό νοεῖν του κοινού νοῦ της αρχαϊκής και κλασικής ελληνικής γλώσσας. Αν και ασώματο, το σωκρατικό νοεῖν είναι αντίληψη που διαθέτει κριτική ικανότητα, συναίσθημα, θέτει στόχους και είναι προσανατολισμένη προς τη δράση: οποιοδήποτε νοητικό αντικείμενο αντιλαμβάνεται το κρίνει ως «αγαθό» ή το αντίθετό του, προκειμένου να το οικειοποιηθεί ή να το απορρίψει. Έτσι διατηρεί τον χαρακτήρα της προσωκρατικής χρήσης της λέξης, η οποία επιτρέπει στη λυρική ποιήτρια Σαπφώ [viii] να περιγράψει τα συναισθήματά της προς εκείνες που αγαπά ως το «νόημά» της, τη δραστηριότητα του νοῦ.


Μετάφραση από το αγγλικό κείμενο: Αλέξιος Κακουλίδης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Αριστοτέλης, Μετά Τα Φυσικά IV 1003a33-34: “τὸ δὲ ὂν λέγεται μὲν πολλαχῶς, ἀλλὰ πρὸς ἓν καὶ μίαν τινὰ φύσιν, καὶ οὐχ ὁμωνύμως, ἀλλ’ ὥσπερ …”

[ii] Αριστοτέλης, Περί Ψυχής III.427a27: “πάντες γὰρ οὖτοι (οἱ ἀρχαῖοι) τὸ νοεῖν σωματικὸν ὥσπερ τὶ αἰσθαίνεσθαι ὑπολαμβάνουσιν”

[iii] Greek Elegiac Poetry (Loeb Classical Library #258) , Theognis 1163-4: “ὀφθαλμοὶ καὶ γλῶσσα καὶ οὔατα καὶ νόος ἀνδρῶν ἐν μέσσῳ στήθεων ἐν συνετοῖς φύεται”

[iv] Αναξαγόρας, Απόσπασμα DK B12 describes nous as the finest and purest and mightiest of corporeal things, but a corporeal thing nevertheless: “ἔστι γὰρ λεπτότατον τε πάντων χρημάτων καὶ καθαρώτατον καὶ γνώμην γε περὶ παντὸς πᾶσαν ἴσχει καὶ ἰσχύει μέγιστον”

[v] Παρμενίδης, Απόσπασμα DK B16: «ὡς γὰρ ἑκάστοτ’ ἔχει κρᾶσιν μελέων πολυπλάγκτων, τὼς νόος ἐνθρώποισι παρίσταται»

[vi] Πλάτων, Φαίδων 99a8-b2: “ὡς μέντοι διὰ ταῦτα ποιῶ ἃ ποιῶ, καὶ ταῦτα νῷ πράττων, ἀλλ’ οὐ τῇ τοῦ βελτίστου αἱρέσει, πολλὴ ἂν καὶ μακρὰ ῥᾳθυμία εἴη τοῦ λόγου”

[vii] Πλάτων, Φίληβος 20d7-10: “τόδε γε μήν, ὡς οἶμαι, περὶ αὐτοῦ ἀναγκαιότατον εἶναι λέγειν, ὡς πᾶν τὸ γιγνῶσκον αὐτὸ [i.e., τὸ ἀγαθόν] θηρεύει καὶ ἐφίεται βουλόμενον ἑλεῖν καὶ περὶ αὑτὸ κτήσασθαι, καὶ τῶν ἄλλων οὐδὲν φροντίζει πλὴν τῶν ἀποτελουμένων ἅμα ἀγαθοῖς”

[viii] Greek Lyric (Loeb Classical Library #142), Sappho 41: “ταὶς κάλαισ’ ὔμμιν <τὸ> νόημμα τὦμον οὐ διάμειπτον”

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: